Translate -TRANSLATE -

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΕΥΤΕΡΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗ



Τη Μεγάλη Πέμπτη 2 Μαίου ο σκηνοθέτης Λευτέρης Βογιατζής έφυγε από τη ζωή. Νοσηλευόταν στο «Υγεία» λόγω επιπλοκών στην κατάσταση της υγείας του, καθώς έπασχε από καρκίνο.

Το ελληνικό θέατρο αλλά και ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός θρηνούν αυτή την απώλεια Ο Λευτέρης Βογιατζής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945.

Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολούθησε για δύο χρόνια το Ράινχαρτ Σεμινάρ στη Βιέννη και τελείωσε τη Σχολή Κ. Μιχαηλίδη στην Αθήνα.

Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1973, στον ρόλο της Γιαγιάς, στον Κυριακάτικο Περίπατο, σε σκηνοθεσία Γ. Μιχαηλίδη

Ακολούθησαν συνεργασίες με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, και αργότερα με την Ελεύθερη Σκηνή, σε μια προσπάθεια ανανέωσης του επιθεωρησιακού κώδικα, καθώς και με την Έλλη Λαμπέτη, Σάρα (Children of a Lesser God).

Τα χρόνια αυτά, έπαιξε πολλούς ρόλους του κλασικού κυρίως ρεπερτορίου, μεταξύ άλλων: τον Άλφρεντ, στις Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης, τη επώνυμη ηρωίδα στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, τον Ευρυπίδη στους Βατράχους, τον Ταρτούφο, στον Ταρτούφο, του Μολιέρου κ.ά.

Το 1981 ίδρυσε την Εταιρία Θεάτρου Η ΣΚΗΝΗ με τη συνεργασία έξι ακόμα ηθοποιών. Από το 1982 ώς το 1987 που λειτούργησε η ΣΚΗΝΗ, ο Λ.Β. σκηνοθέτησε και έπαιξε στα έργα: Η Σπασμένη στάμνα, του Χ. φον Κλάιστ (Δικαστής Αδάμ, σε συσκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου), Οι Αγροίκοι, του Κάρλο Γκολντόνι (Λουνάρντο), Συμφορά από το πολύ μυαλό, του Α. Γκριμπογιέντοφ (Φάμουσοφ), Σε φιλώ στη μούρη… σύγχρονο ελληνικό έργο του Γ. Διαλεγμένου (Μήτσος), για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας Κάρολου Κουν για την περίοδο 1986-87.

Το 1988 ίδρυσε τη νέα ΣΚΗΝΗ, όπου με τη συμμετοχή νέων ηθοποιών, παρουσίασε συστηματικά έργα που καλύπτουν το τρίπτυχο: κλασικό έργο, σύγχρονο έργο αιχμής και νεοελληνικό έργο.

Σκηνοθέτησε και έπαιξε στις παραστάσεις: Θείος Βάνιας, του Άντον Τσέχωφ (Βάνιας),1989, Ρίττερ, Ντένε, Φος του Τόμας Μπέρνχαρντ (Φος), 1991 (για πρώτη φορά στην Ελλάδα)

Παράλληλα, το 1989, ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος, απ’ όπου αποφοίτησαν (1991) δώδεκα μαθητές, ύστερα από τριετή εντατική φοίτηση.

Είναι η απαρχή της ενασχόλησής του με το αρχαίο ελληνικό δράμα. Ξεκινάει το 1992 σκηνοθετώντας την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Μια Αντιγόνη κλειστού χώρου, όπου κυριάρχησε «η ένταση του τραγικού ψιθύρου».

Με τους μαθητές του εργαστηρίου, συνεχίζει τη διερεύνησή του στον ελληνικό ποιητικό λόγο και την «παιδική ηλικία του θεάτρου», ανεβάζοντας αυτή τη φορά την αναγεννησιακή κρητική κωμωδία Κατσούρμπος, του Γ. Χορτάτζη.

Επιστρέφοντας στους επαγγελματίες ηθοποιούς, το 1995, ανεβάζει ένα ακόμα σύγχρονο ελληνικό έργο, τη σατιρική κωμωδία των Δημήτρη Κεχαΐδη – Ελένης Χαβιαρά, Με δύναμη από την Κηφισιά, 1995.

Ακολουθεί ο Μισάνθρωπος, του Μολιέρου, 1996, όπου παίζει τον Αλσέστ.

Το ίδιο καλοκαίρι παίζει στην Ελένη, του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γ. Χουβαρδά, στην Επίδαυρο
(Μενέλαος).

Το 1998, δεύτερο έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, Η νύχτα της κουκουβάγιας (Ίων). Για την παράσταση αυτή τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας “Φώτος Πολίτης”, και το βραβείο Κάρολου Κουν, βραβείο της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών.

Το 1999 σκηνοθέτησε τους Πέρσες του Αισχύλου για το Εθνικό Θέατρο στο Θέατρο της Επιδαύρου.

Το 2000 σκηνοθέτησε και έπαιξε στο έργο του Χάρολντ Πίντερ, Τέφρα και σκιά (Ντέβλιν).

Το 2001 ανεβάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα Σάρα Κέην, (Cleansed) Καθαροί πια, μια μεγάλη επιτυχία, όπου παίζει τον Τίνκερ

Το 2003, καινούριο νεοελληνικό έργο, της Λούλας Αναγνωστάκη, Σ’ εσάς που με ακούτε (Χανς) και για δεύτερη φορά Σάρα Κέην το Crave (Λαχταρώ), στο οποίο παίζει τον (Α).

Το 2004, ένας δεύτερος Μολιέρος, Το Σχολείο των γυναικών (Αρνόλφος).

Το 2005 σκηνοθέτησε και έπαιξε (Ίων) σ’ ένα ακόμα καινούριο έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το Bella Venezia. Και για το έργο αυτό του Γ. Διαλεγμένου απέσπασε το βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής, Κάρολος Κουν.

Το 2006 έκλεισε το Φεστιβάλ Επιδαύρου με την νέα του παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή, ενώ το καλοκαίρι του 2007 η παράσταση άνοιξε, αυτή τη φορά, το ίδιο Φεστιβάλ. Η Αντιγόνη έχει προσκληθεί στα φεστιβάλ Festwochen της Βιέννης, Les nuits de la Fourviere, της Λυών και το Festival d’ Automne στο Παρίσι.

Το 2007, σε συνεργασία με τον Γ. Σκεύα, ανέβασε και έπαιξε στην Ήμερη, του Φ. Ντοστογιέφσκι.
Ο Λευτέρης Βογιατζής έχει παίξει σε αρκετές ταινίες ελλήνων σκηνοθετών: Β. Βαφέα, Ανατολική Περιφέρεια, Π. Βούλγαρη, Ακροπόλ, Μ. Νικολακοπούλου, Ν. Παναγιωτόπουλου, Μελόδραμα, Βαριετέ, Ονειρεύομαι τους φίλους μου, για την οποία τιμήθηκε με το α΄ βραβείο ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο 1994 – Αθήνα-Κωνσταντινούπολη, Χ. Χριστοφή Ρόζα

Πηγή: Βήμα




ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ
Η άγνωστη ζωή του

Της  Στέλλας Χαραμή
Γελάει. Σε ασπρόμαυρα κάδρα καρφιτσωμένα στην προθήκη του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων. Τα μαλλιά του είναι μαύρα- είναι νέος, χαρούμενος. Από το βάθος ακούγεται Μπαχ. Γελάει. Σαν να ειρωνεύεται τον γκρίζο ουρανό, τα πρησμένα από το κλάμα μάτια, τα πένθιμα ρούχα, τον ήχο τον λυγμού που ραγίζει την παρατεταμένη σιωπή, τα ασθενικά, χαμόγελα που ανταλλάσσουν οι προσκυνητές στο κατώφλι του. Γελάει. Κι ας «κοιμάται» στο εσωτερικό τον θεάτρου, με την όψη τον προσώπου του απελπιστικά γαλήνια. Τον ραίνουν με λουλούδια. Γελάει. Σαν να περιγελά το θάνατο που τον νίκησε. Ίσως γι' αυτό φοράει κοστούμια αθανάτων, παίρνει μορφές θεατρικών ηρώων που θα τον συνοδεύσουν στο πάνθεον της θεατρικής ιστορίας. Ή, πάλι, (χαμο)γελάει στη ζωή που τον τοποθέτησε στην κορυφή της. «Λευτέρη Νικητή». Ένας ανώνυμος θαυμαστής, δύο λέξεις που δεσπόζουν στη σελίδα του βιβλίου συλλυπητηρίων. Ο νικητής γελάει. Η σκηνή είναι το βάθρο του και -τι τραγικό- τώρα είναι και το φέρετρο του.

Πίσω στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της εισόδου. Εκεί ο Λευτέρης Βογιατζής γελάει ακόμα. Σαν να καθοδηγεί - με την παροιμιώδη επιμονή του - όλον εκείνο τον κόσμο που τον αποχωρίζεται με οδύνη να γελάσει κι αυτός. Σαν να σκηνοθετεί ένα δράμα που ήθελε να είναι κωμωδία - όπως περίπου σκηνοθέτησε και το φευγιό του. Γελάει. Σαν να θέλει γελαστό να τον μνημονεύουν. Ή σαν να υπογραμμίζει εκείνα που τον κρατούσαν ζωντανό σε ψυχή και σώμα. Πρώτα το θέατρο κι ύστερα καθετί άλλο. Τα βάλαμε σε τάξη. Όλα όσα έκαναν τον Λευτέρη Βογιατζή να κλαίει, μα πιο πολύ να γελάει.



ΛΟΥΛΟΥΔΙ Αυτή είναι η πρώτη λέξη που πρόφερε ως νήπιο. Κατάκτηση που για πολλά χρόνια η μητέρα του επέμενε να του υπενθυμίζει. Αυτή είναι, λοιπόν, και η αρχή ενός μεγάλου έρωτα «Ξέρω ότι τα λουλούδια, τα δέντρα είναι πολύ αγαπημένη μου περιοχή», εξομολογείτο. «Έχω μια ηρεμία όταν βρίσκομαι σε περιβάλλον με φυτά. Κάνει και σε μένα εντύπωση, χαλαρώνω τόσο πολύ. Ξαφνικά τα αντιλαμβάνομαι· πώς είναι τόσο όμορφο ένα λουλούδι, πώς έχει τόσο ωραία χρώματα». Το κατευόδιό του λούζεται στα λουλούδια κι όχι μόνο επειδή έτσι συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις.
ΑΔΕΛΦΟΣ Ο Σταμάτης Βογιατζής είναι διαρκώς παρών στη ζωή του μικρότερου αδελφού του, Λευτέρη. Σχέση στενή από τα παιδικά του χρόνια αν και λόγω της φύσης της δουλειάς του πρώτου -είναι τενόρος- ήταν εγκατεστημένος μόνιμα στο εξωτερικό. Ανακαλεί με ενθουσιασμό στιγμές από την εφηβεία του, όταν εκείνος 12 χρόνων, υποχρεώνεται από τον αδελφό του να κάνουν ντουέτο. Ο Σταμάτης σπουδάζει ήδη λυρικό τραγούδι και εξαιτίας αυτού ο Λευτέρης ξέρει απέξω κι ανακατωτά δεκάδες άριες, κυρίως ιταλικές. Τον χάνει οριστικά το 2000. Λίγο πριν ο Σταμάτης ξεψυχήσει ζητεί επίμονα να δει τον Λευτέρη. Ζει όμως στην Αυστραλία και ο σκηνοθέτης αποφεύγει μετά μανίας τα αεροπλάνα Παρά την ταραχή του πετάει για Σίδνέϊ. Λίγες ημέρες μετά, επιστρέφει στην Ελλάδα κουβαλώντας προσωπικά αντικείμενα και την τέφρα του Σταμάτη. Είναι η εποχή που, τι ειρωνία, ανεβάζει το θρυλικό «Τέφρα και σκιά» του Πίντερ με συμπρωταγωνίστρια τη Ρένη Πιττακάκή.
ΜΟΥΣΙΚΗ Πολλά χρόνια μετά, καταξιωμένος στο θέατρο πια, ο Λευτέρης Βογιατζής εξακολουθεί να γοητεύεται με την ιδέα να είχε γίνει μουσικός, όπως και ο αδελφός του, ο Σταμάτης. «Αν είχα αρχίσει μαθήματα μουσικής, θα είχα σωθεί», επαναλαμβάνει. Εύχεται να είχε γίνει πιανίστας πιστεύοντας ακράδαντα πως σε αυτή την περίπτωση θα είχε μεγαλύτερη κυριότητα πάνω στον εαυτό και το υλικό του, σε αντίθεση με το θέατρο όπου αναγκαζόταν να «κυνηγά» τα πάντα μέσα από τους ηθοποιούς του. Η δίψα του για τη μουσική παρέμενε αστείρευτη. Σε μεγάλη ηλικία, δε, ζητεί από τη συνεργάτιδα του Λένα Πλάτωνος να του μάθει να παίζει πιάνο.


ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΗ Ώσπου να απορροφηθεί ολότελα από το θέατρο, δοκιμάζει, πειραματίζεται, αποπροσανατολίζεται από την αγάπη για την τέχνη. Σπουδάζει Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διανύει μια σύντομη περίοδο όπου σκέφτεται να γίνει οινοπαραγωγός στη Σάμο, φεύγει για Βιέννη με σκοπό να σπουδάσει Ιατρική, παρακολουθεί για δύο χρόνια τα σεμινάρια Ράινχαρτ, για να επιστρέψει τελικά στην Αθήνα και να σπουδάσει στη Σχολή Μιχαηλίδη. Λέει πως τυχαία βρέθηκε στο θέατρο γι' αυτό και έκανε το ντεμπούτο του σχετικά μεγάλος σε ηλικία 28 ετών στον «Κυριακάτικο περίπατο» του Ανοιχτού Θεάτρου. «Δεν κατάλαβα πώς έφτασα στη δουλειά που κάνω. Δεν ήταν κάτι που επιδίωκα φανερά. Αν ήξερα πως αυτό ήθελα να κάνω, θα με χάλαγε. Δεν ήταν κάτι που ήθελα, με σπρώξανε», λέει αναπολώντας τις... νεανικές απιστίες του. «Μια φορά κόντεψα να γίνω υπάλληλος σε εταιρία κρασιών. Οραματιζόμουν ότι θα είχα την ξένη αλληλογραφία, θα έκανα ταξίδια, θα έμενα στο νησί που μου άρεσε, θα έκανα οικογένεια. Επίσης, μου άρεσε να γίνω ερευνητής, γιατρός που θα εργαζόταν στην Αφρική».
ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ Ο τελευταίος ρόλος της Έλλης Λαμπέτη, το 1981, η «Σάρα»; στα «Παιδιά ενός κατώτερου θεού» φέρνει κοντά της τον Λευτέρη Βογιατζή. Εκείνος θα κουβαλά την ανάμνηση της συνεργασίας τους σαν άγιασμα. Θα κουβαλά και τη φωτογραφία της σαν εικόνισμα. Ακόμα κι όταν προσωρινά εγκαταλείπει τη σκηνή της Κυκλάδων για να ανεβάσει το αλησμόνητο «Καθαροί πια» στις Ροές, θα πάρει από το καμαρίνι του τη φωτογραφία της με την προσωπική αφιέρωση: «Στον Λευτέρη, με αίνιγμα». Διόλου τυχαίο που ο Λευτέρης ζητούσε να αναπαυθεί πλάι στο μνήμα της στο Α' Νεκροταφείο. Τελικά, βρέθηκε κοντά σε ένα άλλο αγαπημένο του πρόσωπο, τον Κυριάκο Κρόκο, τον αρχιτέκτονα που επιμελήθηκε το θέατρο της Οδού Κυκλάδων.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ Θα είναι το έτερο καθοριστικό πρόσωπο στην καλλιτεχνική πορεία του. Νονός και χρηματοδότης της θεατρικής του στέγης στην Κυψέλη, στηρίζει τα πρώτα βήματα ανεξαρτησίας του Βογιατζή - τότε συνοδοιπόρος με τον Βασίλη Παπαβασιλείου. Εργάζεται με πολλή όρεξη για την εξεύρεση χώρου που θα στεγάσει τα όνειρα τους, καταλήγοντας στην Κυκλάδων 11, σε ένα πρώην εργαστήρι ζαχαροπλαστικής. Στο πρόγραμμα της πρεμιέρας τους με τη «Σπασμένη στάμνα» τον ευχαριστούν για την πολύτιμη συμβολή του. Μέχρι την τελευταία στιγμή, ο Δημήτρης Χορν επιμένει πως αυτό θα τους κάνει κακό. Τελικά, ως απάντηση θα τους δωρίσει το μεγάλο μαύρο του πιάνο, κόσμημα στο φουαγιέ του θεάτρου.
Η ΣΚΗΝΗ Το 1982 ιδρύεται το καλλιτεχνικό σχήμα που έμελλε να επηρεάσει -αν όχι να καθορίσει- το σύγχρονο ελληνικό θέατρο. Βασικοί του φορείς ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Συναντώνται ο μεν προερχόμενος από το «Αμφι-θέατρο» και ο δε από το Θέατρο Τέχνης. Η επιθυμία για μεταξύ τους συνεργασία τους οδηγεί στη δημιουργία μιας νέας ομάδας που βαπτίζεται «Σκηνή», ένα όνομα «λιτό, σκέτο», όπως λένε. Ο κεντρικός πυρήνας της ομάδας αυξάνεται στους επτά με τη συμμετοχή των Ράνια Οικονομίδου, Δημήτρη Καταλειφού, Άννας Κόκκινου, Τάσου Μπαντή και Σμαράγδας Σμυρναίου. Η ιστορία που σύντομα θα γράψουν θα σταθεί πιο δυνατή ακόμα κι από τις βαθιές διαφωνίες. Διαφωνίες που, ωστόσο, πέντε χρόνια θα οδηγήσουν στην οριστική διάλυση.
ΟΔΟΣ ΚΥΚΛΑΔΩΝ Ένα τετραώροφο κτίριο στον αριθμό 11 της Κυκλάδων. Εκεί θα βρει στέγη η «Σκηνή» και αργότερα η «Νέα Σκηνή». Εκεί θα παραμείνει ο Λευτέρης Βογιατζής και μετά την τραυματική ρήξη με τους υπόλοιπους έξι. Αν και ελεύθερος να ανεβάσει τα έργα που πραγματικά τον ενδιαφέρουν, βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα χώρο που δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες τους. Ο Βογιατζής θεωρεί άθλο το γεγονός ότι καταφέρνει να ανεβάσει εκεί όσα έργα επιλέγει. Ή σχεδόν όλα.  Δεν διστάζει να γκρεμίσει και να αναδομήσει το χώρο κατ' επανάληψη, σχεδόν σαν να πρόκειται για τη σκηνοθετική του πρόταση. Το 2001 φτάνει στο σημείο να «ξεσπιτωθεί» για να ανεβάσει το «Καθαροί πια». Βρίσκει προσωρινό καταφύγιο στις «Ροές» στο Γκάζι. Θα επιστρέψει  στη βάση του το 2003, επιζητώντας ωστόσο πάντα «ένα κανονικό θέατρο». Αγαπά και μισεί την Κυκλάδων με το ίδιο πάθος, για να υπερισχύσει τελικά μέσα του η αγάπη: αφού εκεί θα ζητήσει να του απευθύνουν το ύστατο χαίρε.

«ΚΑΘΑΡΟΙ ΠΙΑ» Ο Ζυλ Ντασσέν προτείνει στον Λευτέρη να διαβάσει Σάρα Κέιν. Είναι χειμώνας του 1999 και η Βρετανίδα συγγραφέας έχει μόλις αυτοκτονήσει. Μελετά το πρώτο της έργο, το «Blasted», για να καταλήξει στο «Καθαροί πια» (Cleansed). Τη λατρεύει. Τον συγκινεί ολοκληρωτικά. Και μέσα από εκείνον η Αθήνα γνωρίζει τη Σάρα Κέιν. Εμβρόντητη. Θεατές αποχωρούν στη μέση της παράστασης, άλλοι κλαίνε μέ λυγμούς ή στέκουν αμήχανοι. Κάποιος θα πετάξει το κάθισμα του στη σκηνή πριν έξαλλος βρει την πόρτα της εξόδου. Ο Βογιατζής, που κρατά το ρόλο του Τίνκερ, κρατά και σημειώσεις. Κάθε βράδυ μετά το τέλος της παράστασης τις μοιράζει στους θεατές του. Όσο η Κέιν θα σημαδέψει το κοινό του τόσο θα σημαδέψει κι εκείνον. Τόσο που θα επιλέξει να ταφεί με το κοστούμι του στυγνού ήρωα του.
ΠΡΟΒΕΣ Η δαιμονική του εμμονή στη διαδικασία των προβών -για εκείνον διαδικασία ανακάλυψης που προτιμά από την ίδια την παράσταση- αποτελούν αφετηρία για το στήσιμο μιας ολόκληρης μυθολογίας γύρω από το όνομα του. Αμετανόητος εραστής της λεπτομέρειας, τυφλά απαιτητικός, θα τιμωρηθεί γι' αυτό με «ποινή» τη διαγραφή του από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών. Αφορμή η παραβίαση του προβλεπόμενου ωραρίου προβών κατά το ανέβασμα των «Περσών» το 1999.
ΑΝΔΡΟΣ Ο Βογιατζής κάνει πρόβες με τους ηθοποιούς και στο σπίτι του. Κυρίως στο σπίτι του στην Ανδρο· στις Στενιές. Προλαβαίνει πάντα το πλοίο στο παρά πέντε έφιππος στο μηχανάκι του -το σαραβαλάκι για το οποίο τον κοροϊδεύουν οι φίλοι του-, που, παρ' όλα αυτά, δεν λέει να αποχωριστεί. Βουτάει με ορμή, όταν πια έχει σουρουπώσει για τα καλά στα Γυαλιά, την αγαπημένη του παραλία Κάνει την ίδια διαδρομή κάθε Σάββατο ή Κυριακή προκειμένου να βρεθεί στο νησί του έστω για ένα απόγευμα «Μου λείπει η θάλασσα», εξηγεί.


ΓΑΤΟΣ Πρώτα ο Νανούκ και ύστερα ο Φανερούλης. Ο πρώτος το έσκασε από το σπίτι, ο δεύτερος του φανερώθηκε μια μέρα κάπου στο κέντρο της Αθήνας όταν ήταν ακόμα μωρό. Και οι δύο σχέσεις γίνονται γι' αυτόν σχέσεις εξάρτησης. «Χωρίς το γάτο δεν μπορώ να ζήσω. Εκείνος όμως δεν με εκτιμά καθόλου. Με παιδεύει», ομολογούσε συχνά για τον αυτοκρατορικό ασπρόμαυρο φίλο του. Τον συγχωρεί. Του κρατάει, εξάλλου, συντροφιά στα ατελείωτα άγρυπνα βράδια του.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Σχολιάζει κοφτά το θέμα της οικογένειας. Και το γάμο. Μοιάζει να μην τον αφορά, αν και ταυτίζεται από τον κοινό βίο με την Ειρήνη Λεβίδη Το παιδιά, όμως, τον ενδιαφέρουν. «Το να κάνεις ένα παιδί και να έχεις την ευθύνη του και να το αγαπήσεις είναι μια εμπειρία που δεν έχω και είναι πολύ βασική», παραδέχεται. Εκτονώνει την αγάπη του στα βαφτιστήρια του. Του την επιστρέφουν. Ο Πέτρος, ο γιος του Νίκου Κουρή και της Ελενας Τοπαλίδου, του φτιάχνει μια ζωγραφιά που τον αναπαριστά. Την τοποθετεί πάνω στο μπαρ του θεάτρου. Τα μάτια του νονού του, όμως, έχουν αμετάκλητα σφραγίσει.
ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 





Από την Real Time

Δεν υπάρχουν σχόλια: