Γιατί το λέμε έτσι...
Πώς προήλθαν
ορισμένες εκφράσεις της
καθημερινής ομιλίας μας
«ΠΗΓΕ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΥΛΟΥΡΗ»
Η φράση αυτή είναι σημαντική για την ιστορία της Αθήνας και της
Αττικής.
Κάθε φορά πού από το Βορρά κατέβαιναν επιδρομείς (Πελασγοί, Ηρακλείδαι
Δωριείς, Πέρσες, Σύλλαι, Μόμμιοι, αμέτρητοι μεσαιωνικοί επιδρομείς, Αρβανίτες,
Τούρκοι), πολλοί Αθηναίοι και κάτοικοι των περιχώρων κατέφευγαν στην Σαλαμίνα
(Κούλουρη), είτε κατά διαταγή της Πολιτείας, είτε με δική τους
πρωτοβουλία.
Από το ότι σε φοβερές
περιστάσεις πήγαιναν οι Αθηναίοι κλπ. από το φόβο τους στην Κούλουρη με
φοβισμένη καρδιά («ψυχή»), έμεινε να λέμε σε κάθε περίπτωση που φοβόμαστε πολύ:
«Πήγε η ψυχή (ή η καρδιά) μου στην Κούλουρη».
«ΤΟ ΑΝΤΡΟΓΥΝΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ»
Στα «Παλαιά
και νέα Αττικά» του ιατροφιλοσόφου και ιστοριοδίφη Μαυράκη, πού ήταν όσο κι’ ό
φίλος του Παρασκευαϊδης, ακούραστος πεζοπόρος, υπάρχει η παρακάτω εκδοχή για το
πολυθρύλητο «αντρόγυνο της "Αγίας Παρασκευής» :
«'Οσάκις
ώδεύαμεν προς «Άγιον Ιωάννην τόν Κυνηγόν», μεταξύ τούτου και Χαλανδρίου, και δη
παρά την θέσιν Αγία Παρασκευή, συνηντώμεν αθλίαν δυάδα ατόμων, απαρτιζομένην έξ
αλκοολικών, ρυπαρών ηλικιωμένων ανδρός και γυναικός, διατελούντων ή εν εξάψει,
οπότε αντήλλασσον τας ειδεχθεστάτας των ύβρεων ή έν καταπτώσει, οπότε η μεν
γυνή εδάκρυε και παρεπονείτο διηνεκώς, ο δε συνοδός αυτής επαναλάμβανε μονοτόνως
: «Άσε με, μωρή! Άσε με, μωρή!». Παρά ταύτα κι’ έν ουδεμία περιπτώσει ο τε ανήρ
και η γυνή διέλυον τόν αιώνιον αλληλοβραχιονισμόν των» Βάδιζαν δηλαδή συνεχώς κρατώντας ο ένας τον άλλο από το μπράτσο.
Και
εξακολουθεί ο Μαυράκης :
«Διέμεναν εν
ημιερειπωμένη καλύβη καί απέζων δι’ εκδρομών προς επαιτείαν εις Αθήνας και τα
πέριξ χωρία.Άγνωστον δε αν επρόκειτο περί ζεύγους νομίμου».
Τέτοιο
«ζευγάρι» ήταν επόμενο να μπει στην πλειάδα των τύπων της Αθήνας του 19ου αιώνα
και από τότε κάθε άθλιο «ταίριασμα» θυμίζει το «αντρόγυνο της Άγιας Παρασκευής»
και παρομοιάζεται, παροιμιακά, μ’ εκείνο.
«ΤΡΙΤΩΝΕΙ ΤΟ ΚΑΚΟ»
Οι αρχαίοι
"Έλληνες, από προσεκτικές παρατηρήσεις τους στη ζωή πίστευαν στον Τριταίο
Νόμο.
Δηλαδή, ότι
«ενός κάκου δοθέντος μύρια (=πολλά)
έπονται (και τουλάχιστον τρία)».
Ήτοι κάθε
φουρτούνα στη ζωή, όπως και στη θάλασσα, δεν απαρτίζεται μόνο από ένα κακό (από
ένα κύμα), άλλα από πολλά. (Τρι-κυμία = τουλάχιστον τρία κύματα απανωτά).
Αυτή η τόσο
αρχαία και τόσο σωστή αντίληψη -και ΟΧΙ πρόληψη- του λάου μας διατηρείται και
τώρα και γι’ αυτό λέμε: «Τριτώνει το
κακό».
«ΨΥΧΗ
ΜΟΥ ΣΤΑ ΠΑΤΗΣΙΑ!»
Όταν η Αθήνα
ήταν τα Αναφιώτικα, η Πλάκα, του Ψυρρή και
του Μακρυγιάννη, το σχεδόν αδιαμόρφωτο Σύνταγμα και ομοίως η Ομόνοια με αποτέλεσμα να μην
βρίσκονται αγοραστές, πού να δίνουν κάποιες πενταροδεκάρες για να πάρουν εκεί οικόπεδα,
η περιοχή της Νεάπολης εθεωρείτο … προάστιο. Η οδός Εμμανουήλ Μπενάκη λεγόταν για το
λόγο αυτό οδός Προαστίου, τα Πατήσια αποτελούσαν πολύ μακρινή εξοχή αφού οι
δάσκαλοι πήγαιναν τα παιδιά εκδρομή στο... Πεδίον του Άρεως, πού τότε ήταν και αδεντροφύτευτο.
Εκείνα,
λοιπόν, τα χρόνια, στην εποχή του βασιλιά Όθωνα, και στ’ αμέσως κατοπινά, ή εκδρομή έως εκεί
αποτελούσε σημαντικό περιστατικό και μεγάλη
απόλαυση. Μια αληθινή επιστροφή στην παρθένα φύση. Γι’ αυτό και
οι Αθηναίες κυράδες έλεγαν «ψυχή μου (δηλαδή, πόσο ωραία είναι) στα
Πατήσια!».
Και το έλεγαν
αυτές, γιατί εκείνο τον καιρό οι γυναίκες δεν έβγαιναν συχνά από το σπίτι και δεν
ξεμάκραιναν από τη γειτονιά τους.
Από τότε η έκφραση
συνηθίζεται να λέγεται για κάθε ωραίο και
μαγευτικό που μας δημιουργεί αίσθημα απόλαυσης.
«ΤΟΥ
ΚΡΕΜΑΣΑΝ ΤΑ ΚΟΥΤΑΛΙΑ»
Στα παλάτια,
στους πύργους, στ’ αρχοντικά, ιδίως πριν από τις Τρεις Μεγάλες Επαναστάσεις (στην Αγγλία του Κρόμβελ, στην
Αμερική του Ουάσιγκτον, στην Γαλλία επί Λουδοβίκου ΙΣΤ') καθώς επίσης και στην
πατρίδα μας, πριν από το 1821 αλλά και μετά στην εποχή του Καποδίστρια και του Όθωνα,
στα μεγάλα σπίτια τρώγανε με χρυσά κουτάλια ή με κουτάλια φτιαγμένα από ασήμι
καθαρό.
Τα κουτάλια
αυτά, όπως και τα μαχαιροπίρουνα, ήσαν κρεμασμένα ένα-ενα σε κρυστάλλινες
μόστρες, που είχαν μέσα κι’ άλλα πολύτιμα σερβίτσια.
Όταν επρόκειτο
να φάνε οι μεγάλοι αφέντες, οι τραπεζοκόμοι, οι οποίοι ήσαν πρόσωπα
εμπιστοσύνης, ξεκρεμούσαν ανάλογα κουτάλια κλπ.
Το κουτάλι
ήταν το βασικό «εργαλείο» του τραπεζιού, γιατί πρώτη-πρώτη σερβίρεται η σούπα.
Όταν
συνέβαινε κάποιος καλεσμένος να αργήσει πολύ, τόσο πού γινόταν φανερό πώς δεν θα
ερχόταν, οι τραπεζοκόμοι, ύστερα από νόημα του αφέντη ή της οικοδέσποινας,
έπαιρναν και (ξανά-) κρεμούσαν το κουτάλι του απόντος στη θέση του, στη μόστρα μαζί με όλο του το σερβίτσιο.
Από αυτό λοιπόν βγήκε η έκφραση
του «κρέμασαν το κουτάλι». Έμεινε να σημαίνει ότι απελπισμένοι οι αμφιτρύωνες να
περιμένουν τον καλεσμένο τους πού δεν ερχόταν, άρχιζαν να τρώνε μόνοι τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου