ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΑΛΟΝΙ
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΑΣ ΤΑ ΩΣΑΝΝΑ!!!
Της ΜΑΡΙΟΝ ΜΙΝΤΣΗ
Γρήγορα όμως
ήρθαν και καλύτερες μέρες. Έτσι είναι η ζωή!
Όταν ο πόνος
σε συντροφεύει στο τραπέζι, η χαρά, κρυφοκοιτάει απ΄το ανοιχτό σου παραθύρι!
Ξημέρωναν
Χριστούγεννα! Τι θα μπορούσε να με κρατήσει μακριά της τέτοια μέρα!
Πού είπε ότι
θα πάει με τον αντρούλη της για ρεβεγιόν;
Τον άντρα
της! Πόσο τον μισούσα αυτόν τον άντρα! Οι μόνες στιγμές που ένιωθα παρηγοριά,
ήταν, όταν τον κατηγορούσε.
Ύμνος
χερουβείμ τα λόγια της!!! Άνοιγα τότε διάπλατα τα τύμπανά μου, να περάσει μέσα
η θαλπωρή των ήχων της, να γειάνει την καρδιά μου.
Απόψε όμως,
ήταν μεγάλη νύχτα και το μίσος δεν είχε προσκληθεί στο δείπνο της αγάπης!
Α, ναι στον
‘’Ανεμόμυλο’’ θα πάει. Τι ανέλπιστη τύχη Θεέ μου! Ο ιδιοκτήτης του κέντρου,
είχε από παλιά σε μένα, ανεκπλήρωτη οφειλή ευγνωμοσύνης!
Έβαλα στα
πόδια μου τα έλκηθρα , με τον φτερωτό έρωτα μπροστά μου να τα σέρνει και άρχισα
να κατρακυλώ στην ‘’κατηφόρα’’ που με σήκωνε ψηλά!
Τι θα
μπορούσα τούτη τη νύχτα να ζητήσω; Ό,τι πιο σημαντικό! Ένα ασήμαντo τραπέζι. Ο
άνθρωπος, σαν με είδε στα γόνατα πεσμένο, μου χτύπησε ευλαβικά την πλάτη και
μου είπε:
Για σένα
Άγγελε, όλο το μαγαζί δικό σου.
Έτρεξα στο
σπίτι. Ξημέρωνε η δεκαετία του 70, πού να βρεθεί στη τσέπη μου το κινητό!
Τηλεφώνησα στον Μάνο, να ακυρώσει όλες τις προσκλήσεις του, να πάρει και άλλα
δυο άτομα μαζί του και δέκα η ώρα, βρισκόμασταν εκεί.
Ήμουν ο πιο
ευτυχισμένος άνθρωπος πάνω στον πλανήτη! Έσκυβα και φιλούσα το τραπέζι, δάγκωνα
το πιάτο, χτυπούσα παλαμάκια για την ευτυχισμένη έκπληξη που θα της χάριζα.
Τροχάδην το
γκαρσόν..
-’’ορίστε
κύριε, τι θέλετε;’’
Χαμόγελο και
η ντιζέζ με τη φούξια τουαλέτα, που νόμιζε η έρμη, ότι αυτήν χειροκροτούσα,
όταν…
Όταν ξαφνικά
την είδα. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα, γης και ουρανού, αφού ο προβολέας των
ματιών σου, φωτίζει μόνον εκείνον που αγαπάς!!!
Κάποια
στιγμή, με κοίταξε και κείνη.
Ο μαγνήτης
της καρδιάς, ποτέ του δεν λαθεύει!
Εμένα
κοίταξε, από τα χίλια κεφάλια που ήταν μέσα. Ναι, εμένα, σαν να είχε δώσει το
κάρμα ραντεβού για μας!
Φεγγοβόλησε
με μιας! Τα χείλη πυρπολήθηκαν στη φλόγα της αγάπης! Λαμπάδιασα και γω, έτσι
καθώς ήμουν έτοιμος να τη ζητήσω στο χορό του Ησαϊα!
Πλησίαζε η
ώρα! Δώδεκα παρά πέντε ακριβώς, σηκώθηκα. Έτρεξα σε μια γωνιά, και φόρεσα τα
ρούχα που είχα στη σακούλα. Ένα παλιό σακάκι , μια τραγιάσκα, τα μαύρα μου
γυαλιά και κράτησα στο χέρι το καλαθάκι με τα κόκκινα τριαντάφυλλα.
Στο κέντρο
τώρα, είχαν ανάψει τα κεριά.
Πλησίασα το
τραπέζι τους και στάθηκα πίσω απ΄την καρέκλα της Χριστίνας.
-Ένα
λουλουδάκι στις κυρίες! Καλά Χριστούγεννα παιδιά!
Της έβαλα το
τριαντάφυλλο στο χέρι, ενώ της το έσφιγγα με θέρμη μέσα στην παλάμη μου.
Απότομα το τράβηξε με θιγμένη απορία. Της έδωσα μια σκουντιά, ενώ ταυτόχρονα,
καθώς έσκυβα να πάρω το φιλοδώρημά μου, της ψιθύρισα,
‘’σ΄αγαπάω,
χρόνια σου πολλά’’
Αναρρίγησε
σύγκορμη η Χριστίνα! Μέσα απ΄τα βάθεια του ‘’είναι’’ της, μια φλέβα ευτυχίας
ανάβρυσε με μιας, σαν συντριβάνι, που πότισε με δέος της αγάπης μας τα
Ωσαννά!!!
<Απόσπασμα ανέκδοτου βιβλίου μου>
Και για σας, Λατρεμένοι φίλοι,
του Λογοτεχνικού μας Σαλονιού,
στο κάθε ΕΝΑΝ σας ξεχωριστά
Καλά ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
και Χρόνια μας πολλά!!!
Μάριον Μίντση/FACEBOOK
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου