Μύθοι και πραγματικότητες της
νυκτερινής Αθήνας
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΝΤΟΛΤΣΕ ΒΙΤΑ
ΣΤΗΝ ΦΩΚΙΩΝΟΣ ΝΕΓΡΗ ΤΟΥ 1969
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΜΠΑΝΗ
Πόσες αλήθειες υπάρχουν στη νυκτερινή ζωή της Αθήνας; Που τελειώνει ο μύθος
και που αρχίζει η πραγματικότητα; Πόσα από τα πολλά και φοβερά, περί ντόλτσε -
βίτα, οργίων και τα τοιαύτα, πού υπάρχουν στο μυαλό των ευφάνταστων αφηγητών,
συμβαίνουν και στην πραγματικότητα της νυκτερινής Αθήνας;
Οι μύθοι πού κυκλοφορούν γι’ αυτή την -πολυτάραχη τέλος πάντων νυκτερινή
αθηναϊκή ζωή — ιδίως για μερικές αμαρτωλές περιοχές της πρωτεύουσας — είναι πολλοί
και η απομυθοποίηση — μια λέξη της εποχής — δεν βλάπτει.
Μιαν απομυθοποίηση της νυκτερινές Αθήνας, επιχειρεί από σήμερα ο
συνεργάτης του «Ταχυδρόμου» κ. ΝΙΚΟΣ ΚΑΜΠΑΝΗΣ, αρχίζοντας με την θρυλική Φωκίωνος Νέγρη.
Οι κυρίες, γενικά, είναι όντα περίεργα... Οι αστές κυρίες, ειδικά, είναι όντα
δυο φορές περίεργα... Διότι πλήττουν... Αξιοπρεπώς μεν, με τα διαμερισματάκια
τους, τα ηλεκτρικά τους ψυγεία, το κομμωτήριο δυό φορές την εβδομάδα και το
κούμ-κάν δυό φορές το εικοσιτετράωρο, αλλά πάντως πλήττουν.
Το γιατί είναι απλό: βασικά, λίγο - πολύ, όλες πιστεύουν ότι ήσαν
πλασμένες για μια διαφορετική ζωή. Μια ζωή πού θα είχε σχέση με πολλά λεφτά, με
πολλή δημοσιότητα, με πολύ μυστήριο, με πολλή νυκτερινή περιπέτεια, με πολύ σεξ
(Ή πλειοψηφία των αστών κυριών περιφρονεί βαθύτατα την απόδοση των συζύγων τους
πάνω στην τελευταία αύτη... λεπτομέρεια). Αλλά επειδή είναι πια πολύ αργά —
ποτέ δεν ήταν νωρίς — για τις αστές αυτές κυρίες να ζήσουν προσωπικά μέσα σε μια
τέτοια ατμόσφαιρα, συμβιβάζονται στη σκέψη να παρακολουθήσουν πώς την ζουν οι
άλλοι. Δηλαδή, οι άλλες. Από τα κομμωτήρια, τα κούμ-κάν και τα σέλφ-σέρβις της
περιοχής τους έχουν συγκεντρώσει όσες πληροφορίες χρειάζονται για να βάλουν στη
πρώτο στάδιο ταλαιπωρίας τους εαυτών συζύγους. Έτσι, το ξεφούρνισμα γίνεται με
τρόπο, την ώρα πού ο σύζυγος κοιτάζει στην τηλεόραση, στη σειρά των πολεμικών
περιπετειών από τον Β' Παγκόσμιο, ένα γερμανικό τεθωρακισμένο, να κυνήγα δύο
αγγλικά, μη τεθωρακισμένα.
— Μου είπαν Σταύρο ότι σε πολλά
σημεία της Αθήνας γίνονται Όργια...
— Διαδόσεις, άπαντα ο Σταυρός
ξερά, πού ξέρει μεν και από... προσωπική πείρα, ότι όλο και κάτι
γίνεται άλλα και το ότι σε
τέτοια πράγματα δεν συμφέρει να ανοίγονται τα μάτια των κυριών.
Η σύζυγος, όμως, επιμένει, ενώ στην τηλεόραση έχει ξεπροβάλει και ένα
αμερικάνικο τεθωρακισμένο, πού κυνηγά το γερμανικό τεθωρακισμένο, πού
εξακολουθεί να κυνήγα τα δυό αγγλικά μη τεθωρακισμένα.
—Ας πούμε στη Φωκίωνος Νέγρη...
— Γίνονται τρομερά πράγματα.
— Με νεαρές στάρλετ, σκηνοθέτες, συγγραφείς και άλλους υπόπτους τύπους.
—Αφού την λένε και Βία Βένετο, πού ξέρεις πια τί μαζεύεται σ' αυτήν...
— Να πάμε το Σαββατόβραδο να
ξενυχτήσουμε εκεί και να τα δούμε όλα αυτά τα φοβερά.
Ο σύζυγος εκφράζει τις πρώτες αντιρρήσεις:
— Άσε πού δεν γίνεται τίποτε άλλα
και να γίνεται γιατί να τα δούμε;
— Έτσι, για να ξέρουμε τί
συμβαίνει δίπλα μας.
Κάτι πάει να πη ο άλλος αλλά επειδή εκείνη την στιγμή στην τηλεόραση τεθωρακισμένα
και μη τεθωρακισμένα έχουν μπλέξει σε άγριο κυνηγητό, προτιμά να μη συνέχιση την
συζήτηση και να ξεφορτωθεί την κυρία του με ένα «καλά» πού εκείνη το δένει
κόμπο. Κι’ έτσι το Σαββατόβραδο το ζεύγος, μαζί με ένα άλλο όμοιας κατηγορίας
ζεύγος, φθάνει στη Φωκίωνος Νέγρη και όλοι μαζί προσπαθούν να ανακαλύψουν τα... όργια.
Μία ρεματιά κι’ ένα
θέατρο
Σε ένα κάπως μη συνηθισμένο τουριστικό οδηγό των Αθηνών θα μπορούσαν να
γράφουν τα εξής για την Φωκίωνος Νέγρη:
ΟΝΟΜΑΣΙΑ: Φωκίωνος Νέγρη ή Βία
Βένετο της Αθήνας, όπως την αποκαλούν.
ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΕ! ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ: Στον Φωκίωνα Νέγρη, πού γεννήθηκε το 1846 και
πέθανε το 1928, χωρίς να φαντασθεί ότι θα συνέδεε κάποτε το όνομά του με την οδό
αυτήν της απώλειας — έστω και στην φαντασία των αστών κυριών. Ήταν μεγάλος
οικονομολόγος για την εποχή του, διετέλεσε διευθυντής της Ελληνικής Εταιρείας
Μεταλλουργείων Λαυρίου, διετέλεσε και υπουργός Οικονομικών, αξίζει δε να σημειωθεί
ότι σαν βουλευτής ήταν ο πρώτος πού εισηγήθηκε νομοθεσία για τα εργατικά
ατυχήματα.
ΜΗΚΟΣ: Κάπου ένα χιλιόμετρο. Αρχίζει από την πλατεία Κυψέλης και φθάνει κοντά
στην Πατησίων.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ: Μέχρι το 1936 δεν ήταν παρά μια ρεματιά, μέσα στην όποια έτρεχε
δροσερό νερό από το Γαλάτσι. Ακόμα και σήμερα αναβλύζει νερό στη μέση της
λεωφόρου. Ήταν, λοιπόν, μια ρεματιά και τίποτε άλλο, οπότε ήλθε η σειρά της να γίνει
λεωφόρος. Το 1937 ήταν έτοιμη, έγιναν με παράτες τα εγκαίνια της, ανέβηκαν και
οι τιμές των γύρω οικοπέδων. Πριν από το 1936 έδιναν σχεδόν τσάμπα τα οικόπεδα
τριγύρω και οι γκάγκαροι Αθηναίοι ξίνιζαν τα μούτρα τους: «Στη ρεματιά θα πάμε να
καθίσουμε;» Σήμερα έχει 120.000 το δωμάτιο και δεν βρίσκεις.
ΚΛΙΜΑ: θαυμάσιο. Το καλοκαίρι, ιδίως, με τα νερά, είναι μια δάση δροσιάς,
όπου τρέχουν οι περίοικοι να πάρουν το παγωτό τους να δροσισθούν.
ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ : Υπάρχουν μέχρι την αρχή και το τέλος της λεωφόρου. Την
ίδια την λεωφόρο δεν την διασχίζει κανένα λεωφορείο και κανένα Ι.Χ. Δυό
απαγορευτικές πινακίδες γλυτώνουν τους θαμώνες από τα αυτοκίνητα και τα
καυσαέρια κι’ επιτρέπουν στα παιδάκια να παίζουν ακίνδυνα.
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ: Υπάρχουν μερικά στις παρόδους. Λέγεται ότι ορισμένα είναι
«μπουζουριέρες», δηλαδή, πώς να το πούμε, τα ζευγαράκια πού πηγαίνουν εκεί να
κοιμηθούν δεν είναι τελείως παντρεμένα, άλλα σ' αυτά τα πράγματα δεν βρίσκει
κανείς άκρη, πάμε παρακάτω.
ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ: Έχει. Διαφόρων κατηγοριών και ποικιλιών. Και με ψητά στη
θράκα και με σπεσιαλιτέ, όρεξη νάχετε...
ΚΛΑΜΠ: Υπάρχουν. Όπως όλα τα κλαμπ. Οπωσδήποτε υπόγες για φθηνό ενοίκιο,
οπωσδήποτε θεοσκότεινα, για να ξεκουράζονται τα μάτια των παιδιών από το
διάβασμα της ημέρας, οπωσδήποτε ακριβούτσικα γιατί οποίος πηγαίνει στα κλαμπ
πρέπει να πληρώνει. Αν σου ζητήσουν στο ύπαιθρο να πλήρωσης ένα τάλιρο για μια
πορτοκαλάδα πού κανονικά έχει δίφραγκο, ανοίγεις καυγά. Στην υπόγα την
θεοσκότεινη, πληρώνεις την πορτοκαλάδα εικοσάρικο και λες κι' ευχαριστώ.
ΓΡΑΦΕΙΑ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ: Έχει. Μερικά, μάλιστα, διανυκτερεύουν
ώστε, αν τα παιδιά, μετά το κλαμπ, θελήσουν να νοικιάσουν ένα αυτοκινητάκι, να μη
στερηθούν αυτή την μικρή απόλαυση και το πάρουν κατάκαρδα...
ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ: Υπήρχε ένα μικρό με κάτι ποδηλατάκια κι' £να σκοπευτήριο,
αλλά τώρα γκρεμίσθηκε και θα γίνει στη θέση του πολυκατοικία.
ΣΟΥΒΛΑΤΖΗΔΙΚΑ: Ε, είναι δυνατό να μην υπάρχουν;
ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΑ: Πολλά και κοσμικά. Με καρέκλες μέσα και καρέκλες έξω. Με παγωτά,
με γλυκά, όρεξη να έχετε και διαβήτη να μην έχετε...
ΔΙΑΦΘΟΡΕΙΑ: Έχει. Όπως και πολλοί άλλοι δρόμοι της Αθήνας. Μόνο πού δεν
φαίνονται. Βλέπεις, ας πούμε, ανάμεσα στις άλλες ταμπελίτσες μιας πόρτας
πολυκατοικίας, και μια φαινομενικά αθώα: Κ. Ταδε, εισαγωγές, εξαγωγές. Αν είσαι
μυημένος στο κόλπο, κτυπάς το κουδούνι τέσσερις φορές, σε εισάγουν μέσα
και σε εξάγουν
οικονομικά ασθενέστερο κατά δραχμές πεντακόσιες συν
δέκα για την υπηρεσία.
ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ: Το 1954 ένα νέο αθηναϊκό θερινό θέατρο, το
«Ντορέ», άνοιξε σε μια πάροδο της Φωκίωνος Νέγρη, παρουσιάζοντας μια επιτυχία
της εποχής, την επιθεώρηση «Πετροκέρασα». Μετά την παράσταση οι ηθοποιοί πού
έπαιζαν στην επιθεώρηση βρήκαν πώς ήταν ευχάριστο και δροσιστικό να τρώνε στη δροσερή
λεωφόρο και μετά να απολαμβάνουν το παγωτό τους συζητώντας γύρω από τα
ατέλειωτα θεατρικά και κινηματογραφικά θεάματα. Αυτό ήταν. Σε λίγο, και άλλοι
ηθοποιοί, από άλλα θέατρα, άρχισαν να έρχονται στη λεωφόρο για να συζητήσουν με
τους συναδέλφους τους. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η λεωφόρος Φωκίωνος Νέγρη
έγινε «πιάτσα» καλλιτεχνική. Κοντά στους ηθοποιούς «κόλλησαν» και οι
συγγραφείς, οι σκηνοθέτες, οι χορογράφοι, σε λίγο ή πιάτσα φούντωσε. Δεν νοητό να
είσαι καλλιτέχνης και να μην εμφανιστείς τις μεταμεσονύκτιες ώρες, τότε πού
τελειώνουν τα θέατρα, στη Φωκίωνος Νέγρη. Οι καλλιτεχνικές συζητήσεις και τα
κουτσομπολιά διαρκούσαν ατέλειωτες ώρες, πολλές φορές μέχρι τα ξημερώματα. Κι’
επειδή, όλοι οι θεατρικοί και κινηματογραφικοί παράγοντες έδιναν το «παρών» στη
λεωφόρο, πολλά δεσποινάρια πού ήθελαν να γίνουν στο τάκα - τάκα σταρ άρχισαν να
συχνάζουν στη λεωφόρο και να κάνουν βόλτες πάνω - κάτω με την ελπίδα ότι θα τις
προσέξει κάποιος παραγωγός ή σκηνοθέτης, θα τις φωνάξει για συμβόλαιο και θα
αρχίσουν αμέσως να κολυμπούν στο χρήμα και στη δόξα. Και ναι μεν οι παραγωγοί ή
σκηνοθέτες δεν έδιναν σημασία στα δεσποινάρια, κάτι όμως τρίτοι βοηθοί
ηλεκτρολόγου και τέταρτοι βοηθοί σκηνοθέτου δεν άφηναν να τους ξεφύγει η
ευκαιρία. Πλησίαζαν τις πιτσιρίκες και ·πέταγαν το δόλωμα:
— Πώς, εσείς, τόσο ωραία και δεν έλαχε να βγείτε ακόμη στη
σκηνή;
Το «άρπαζε» η άλλη, λιγωνότανε, γιατί άμα πεις μια γυναίκα ωραία σε
πιστεύει αμέσως, μακάρι και να είναι η ίδια η γρίπη.
— Δεν γνωρίζω κανένα πού να με προώθηση...
—Τότε να σας βοηθήσω εγώ, πού είμαι βοηθός σκηνοθέτη, είμαι και φίλος του
παράγωγου. Μαζί πάμε στο γήπεδο την Κυριακή. Θα
τού μιλήσω οπωσδήποτε
για σας...
Έτσι γινότανε το «ψήσιμο», έτσι βγήκε και ο παραλληλισμός της Φωκίωνος
Νέγρη με την Βία Βένετο της Ρώμης, οπού και εκεί την αράζουν παραγωγοί και
σκηνοθέτες, όπου και εκεί πηγαίνουν τα δεσποινάρια με την ελπίδα να τις
προσέξουν και να τις... προωθήσουν. Τώρα, βέβαια, όλα αυτά — τουλάχιστον για την
Φωκίωνος Νέγρη — ανήκουν στο παρελθόν. Τα τελευταία χρόνια η λεωφόρος έχει
παύσει πλέον να είναι καλλιτεχνική πιάτσα. Άλλες «μικροπιάτσες» έχουν δημιουργηθεί.
Οί πρωταγωνιστές, ας πούμε για παράδειγμα, εκείνοι πού κερδίζουν τον μήνα πάνω από
τριάντα χιλιάδες δραχμές συνηθίζουν να πηγαίνουν τα βράδια στο «Βυζαντινό» του
Χίλτον. Άλλοι προτιμούν το «Κάβο Ντόρο» στον Πειραιά, αφού πρώτα φάνε σε μια από
τις ταβερνούλες που είναι πίσω από την πλατεία Βικτωρίας ή Κυριάκου. Πάντως, η
συρροή πού γινότανε στη Φωκίωνος Νέγρη, δεν υπάρχει. Στις καρέκλες της λεωφόρου
την αράζουν για να δροσισθούν οι περίοικοι, που παίρνουν τις κυρίες τους και
κατεβαίνουν για ένα παγωτό.
Έμεινε το... όνομα
Σύμφωνοι για όλα αυτά. Έλα, όμως, πού έμεινε το.. κακό όνομα; Πού λέει
ακόμη ότι η Φωκίωνος Νέγρη είναι Βία Βένετο, Σόδομα και Γόμορα και όλα τα
σχετικά; Και ναι μεν οι περίοικοι πού ξέρουν την αλήθεια γελάνε ακούγοντας
αυτές τις «μυθοποιήσεις», οι άλλοι, όμως, ή μάλλον οι άλλες αστές κυρίες
αφήνουν την φαντασία τους αχαλίνωτη και ξεσηκώνουν τους εαυτών συζύγους το Σαββατόβραδο
να πάνε στη Φωκίωνος Νέγρη και να δουν τα όργια. Φθάνουν, λοιπόν, στην λεωφόρο,
στρογγυλοκάθονται και αφού παραγγείλουν τα δροσιστικά τους, βγάζουν το...
περισκόπιο. Φέρνουν βόλτα τριγύρω τους και προσπαθούν να ανακαλύψουν ποιοι
είναι οι... σωματέμποροι, ποια τα... θύματα τους, ποιοί οι.. πελάτες πού περιμένουν το
σύνθημα. Που και
που νομίζουν ότι
κάτι ανακαλύπτουν, οπότε
βγάζουν κάτι ξεφωνητάκια ενθουσιασμού.
— Κοίτα, κοίτα...
— Είδες τίποτε;
— Αυτή τη μικρή
με το μίνι.
— Τι έκανε;
— Πλησίασε τον γέρο πού καθότανε
δίπλα μας και εκείνος της έδωσε ένα μάτσο κατοστάρικα.
— Λες να...
— Φως φανάρι. Τώρα θα σηκωθεί ο γέρος και θα την ακολουθήσει.
Αλλά ο γέρος δεν λέει να σηκωθεί, η μικρή εξαφανίζεται, περνάει ένα
τέταρτο, περνάει μισή ώρα, να και προβάλλει πάλι η μικρή από την γωνία.
— Σσσσσσσ... Τώρα θ' ακούσουμε.
Ποιος ξέρει τι θα του ζητήσει;
Στήνουν όλοι αυτί, πλησιάζει η μικρή τον, γέρο, κάτι τού λέει ψιθυριστά,
φαίνεται να δυσανασχετεί εκείνος, τελικά βγάζει από την τσέπη ένα μάτσο
χαρτονομίσματα... Σε κρεσέντο η αγωνία των αστών κυριών. Οπότε ακούν τον
γέρο να ξεσπά:
— Αυτά είναι τα τελευταία. Δώσε
τα της μάνας σου και πες της να σταματήσει το χαρτί γιατί χάνει
απόψε κάπου ένα χιλιάρικο.
Απογοήτευση. Κόρη του ήταν.
Αρχίζουν οι κυρίες άλλες αναζητήσεις για να ανακαλύψουν όργια.
— Αυτός ό χοντρός φαίνεται
σωματέμπορος.
— Μα είναι με μια γυναίκα, μάλλον την
γυναίκα του.
-Μη πιστεύεις, έτσι την έχει μαζί του για να μην τον καταλαβαίνουμε...
Φυσικά ο χοντρός ιδέα δεν έχει από όλα αυτά, φουκαράς εργαζόμενος είναι ό
άνθρωπος πού ήλθε με την επίσης χοντρή συμβία του να δροσισθεί λιγάκι, άλλα
άντε να πείσεις τις αστές κυρίες ότι δεν είσαι... ελέφας.
Περνάει ο χοντρός, έρχονται άλλοι, οι αστές κυρίες δεν παύουν να οραματίζονται:
— Ένας νεαρός κομψευόμενος: θα
πρέπει να είναι ο βοηθός του σωματέμπορου, ασφαλώς θα δουλεύει σαν «κράχτης».
— Μια κυρία μεσόκοπη, κάπως
υπερβολικά βαμμένη: αυτή θα πρέπει να είναι εκμαυλίστρια των νεαρών κοριτσιών.
— Ένας καλοντυμένος γύρω στα
τριάντα με ψιλό μουστακάκι: οπωσδήποτε θα είναι προμηθευτής ναρκωτικών.
— Κάτι νεαροί μακρυμάλληδες:
σίγουρα υποψήφιοι πελάτες του.
— Μια παρέα κοριτσιών με μίνι, πού
χαιρετούν τους μακρυμάλληδες: ασφαλώς οι νεαροί τις «προωθούν» για να εξοικονομήσουν
χρήματα για τα ναρκωτικά τους.
Κι’ έτσι περνά η ώρα... Απολαμβάνουν την δροσιά της λεωφόρου οί θαμώνες και
οι περαστικοί κι' ούτε πού υποψιάζονται ότι στο διάστημα αυτό έχουν γίνει ατή
φαντασία των συνανθρώπων τους ύποπτες γυναίκες, σωματέμποροι, έμποροι
ναρκωτικών κ.λ.π. Αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Οι αστές κυρίες είναι ευχαριστημένες
από τις... ανακαλύψεις τους και την επομένη θα έχουν να διηγούνται στις φίλες
τους.
— Είδαμε και τί δεν είδαμε...
Βέβαια, δεν έχουν αποδείξεις άλλα αυτό ούτε τις ενοχλεί, ούτε τις
πτοεί.
— Αλλοίμονο. Αν όλα γινόντουσαν
έτσι ολοφάνερα, θα τους είχε μαζέψει η αστυνομία....
Και ξαναρχίζουν να πλήττουν αξιοπρεπώς...
ΝΙΚΟΣ ΚΑΜΠΑΝΗΣ
Περιοδικό "Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ" 8.8.1969
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου