Ο Κωνσταντίνος Καβάφης ήταν ένας από τους
σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής. Γεννήθηκε σαν σήμερα στις
29 Απριλίου 1863 και έζησε στην Αλεξάνδρεια, γι' αυτό και αναφέρεται συχνά ως
«ο Αλεξανδρινός». Δημοσίευσε ποιήματα, ενώ δεκάδες παρέμειναν ως προσχέδια. Πέθανε
– τι σύμπτωση αλήθεια- σαν σήμερα στις 29 Απριλίου 1933 στην Αλεξάνδρεια.
Λίγες μέρες αργότερα ο Γρηγόρης
Ξενόπουλος δημοσίευσε μια νεκρολογία για τον Καβάφη στο τεύχος 154 του λογοτεχνικού
περιοδικού «Νέα Εστία».
Ο
θάνατος τού Καβάφη
Γυρίζοντας σπίτι μου, βρήκα το επισκεπτήριο
του. Θα ‘φευγε την επομένη κι' είχ' έρθει να μ’ αποχαιρετήσει. Κοίταξα το
επισκεπτήριο εκείνο, σα να ζητούσα να διακρίνω ένα σταυρό — το σταυρό πού είχε
χαράξει στο δικό του ο γιατρός Ράνκε της «Νόρας». Άλλα όχι. Ό Καβάφης δεν ήξερε
πώς γύριζε στην Αλεξάνδρεια του για να πεθάνει. Μόνο εμείς οι άλλοι το ξέραμε
αυτό. Εκείνος νόμιζε πώς είχε γίνει καλά και πως θα ζούσε ακόμα χρόνια. Κι'
είχε μια χαρά! . . Α, τίποτα πιο τραγικό δεν είδα ποτέ απ' αυτή τη χαρά του
καταδικασμένου, του ετοιμοθάνατου, τις τελευταίες ημέρες της διαμονής του στην Αθήνα!
Στο ξενοδοχείο του, οπού πήγα ένα βράδυ, έπειτα στου Άλκη Θρύλου και στου
Πετροκόκκινου, που είχαν δώσει απογευματινές προς τιμή του, τον βρήκα
περιστοιχισμένο από θαυμαστές, και τόσο ομιλητικό — μπορούσε τότε να μιλεί — πασίχαρο
κι' αισιόδοξο, όσο είναι πάντα οι άνθρωποι που είδαν το Χάρο με τα μάτια τους και
τους ξαναγελά η ζωή. Η ζωή! Α, πόσο την αγαπούσε ο Καβάφης, πώς την απολάμβανε,
πώς ήξερε να τη ζει! Μα γι' αυτό είχε και τόση χαρά που την ξανάβρισκε. Γι'
αυτό ήταν και τόσο μεγάλος ποιητής. Το έργο του δεν είναι παρ’ αυτή η δυνατή, η
γεμάτη κι' ωραία ζωή του. Έζησε — κι' έγραψε.
Εδώ και τριάντα σχεδόν
χρόνια, τότε που τον πρωτογνώρισα σαν άνθρωπο, αφού τον είχα γνωρίσει σαν
ποιητή από τα λίγα μα θαυμάσια ποιήματα που είχε δημοσιεύσει στο «Ημερολόγιο» Σκαχου
και στα «Παναθήναια», έγραψα γι’ αυτόν το πρώτο άρθρο. Το ξαναδιαβάζω και
βρίσκω πώς και σήμερα τα ίδια σχεδόν θα έγραφα για τον Καβάφη. Μόνο πού αντί για
δέκα, πού είχα υπ' όψη μου τότε, θ’ ανέφερα και θ’ ανέλυα είκοσι, τριάντα ποιήματα του. Άλλα
τα ίδια χαρακτηριστικά που ξεχώρισα και τότε, θα ξεχώριζα και τώρα. Και το ίδιο
θα τόνιζα ότι το «ανθρώπινο» που βρίσκεται στο έργο του Καβάφη, δεν το συναντά
κανείς τόσο γενικό, τόσο συγκινητικό, τόσο υποβλητικό, σε κανέναν άλλο ποιητή
νεοέλληνα, και το ίδιο θα έλεγα ότι είναι ο μόνος πού θυμάται κανείς και
ψιθυρίζει στίχους του σε στιγμές πόνου, όταν άθελα η ψυχή γυρεύει παρηγοριά
στην ποίηση και στη φιλοσοφία.
Γιατί κατά βάθος — και για
μένα τουλάχιστο — ο Καβάφης ήταν τόσο μεγάλος από τότε όσο είναι και τώρα. Από τα παλιά του εκείνα ποιήματα, τα «Τείχη» π.
χ. ή οι «Βάρβαροι» είναι τόσο αληθινά ποιήματα, όσο και από τα τελευταία του το
«Απολείπειν Θεός Αντώνιον» ή «Η πόλις». Όταν πρωτοδιάβασα αυτό το ποίημα,
έκλαψα, γιατί μου φάνηκε πώς ο δυστυχισμένος εκείνος άνθρωπος που είχε χαλάσει τη
ζωή του «σ’ όλη τη γη» ήμουν εγώ ο ίδιος. Μα εγώ ο ίδιος μου φάνηκε πως ήμουν
κι' ο άλλος εκείνος πού «τον έκλεισαν από τον κόσμον έξω» με τα πανύψηλα τείχη
πού σήκωσαν γύρω του σιγά-σιγά. Ώ, και πόσες φορές στη ζωή μου δεν είπα μέσα μου:
"Ας έλθουν, ας έλθουν επιτέλους αυτοί οι βάρβαροι! «είναι κι’ αυτό μια λύσις!»
. . . Κάθε σχεδόν ποίημα του νομίζω πως ο Καβάφης το έγραψε για μένα. Και κάθε
σχεδόν αναγνώστης του νομίζει πως το έγραψε γι’ αυτόν. Να το άφθαστο μεγαλείο
του!
Αυτά μόνο για σήμερα. Αλλά
για τον Καβάφη πρέπει να ειπωθούν πολλά κι' από πολλούς. Η «Νέα Εστία» θα αφιερώσει
σ’ αυτόν ένα ολόκληρο τεύχος της.
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 154/15.5.1933
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου