Ο Λάζαρος: Σύμβολο χαρμολύπης
Το φως της ανάστασης της φύσης και η σκιά της ανθρώπινης μοίρας
Του Μ. Γ. Μερακλή
Ομότιμου καθηγητή Λαογραφίας τον Πανεπιστημίου Αθηνών
O θάνατος και η ανάσταση του Λαζάρου - σταθερός προπομπός ή προαναγγελία του θανάτου και της ανάστασης του Θεανθρώπου - γιορτάζεται, όπως και το Πάσχα βέβαια, την άνοιξη· δηλαδή, σε μια κρίσιμη φάση για την παραγωγή, άρα και για την επιβίωση της κοινότητας, που ορίζεται από «το ξύπνημα της βλάστησης και την ανάσταση της φύσης από τη χειμερινή νάρκη», όπως σημειώνει ο καθηγητής της θεατρολογίας Βάλτερ Πούχνερ. Ο ίδιος παραπέμπει σε ομιλία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου («Εις τον τετραήμερον Λάζαρον»), ο οποίος αναζητώντας, δίπλα στα άλση και τους χειμώνες που αναβάλλουν και στις αύρες που «επείγονται» να πνεύσουν για την «αναβίωσιν» της φύσης, και «σύμβολα της αναστάσεως» και «πρόσφορόν τίνα τω καιρώ υπόθεσιν» (= «ένα παράδειγμα ανάλογο προς την περίσταση»), αναφερόταν στον «αναζήσαντα Λάζαρον». Πράγματι, ο Λάζαρος, εθνολογικά θεωρούμενος, είναι «σύμβολο» της ανάστασης, της «αναβιώσεως» της φύσης. Εύστοχα ο καθηγητής Δημήτριος Λουκάτος λέει τη γιορτή του Λαζάρου «νεκραναστάσιμη».
Εξάλλου, το σύμβολο αυτό δραματοποιήθηκε στον αγροτικό πολιτισμό τελετουργικά, με τη μορφή αγερμού και δρωμένου. Π.χ., οι μητέρες ζύμωναν για τα παιδιά τους ειδικά κουλούρια σε σχήμα ανθρώπου σπαργανωμένου, τους «λαζάρους». Τα παιδιά τους κρατούσαν στα χέρια τους και έκαναν έτσι τον αγερμό, δηλαδή τον γύρο μέσα στο χωριό πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι, όπως έκαναν και τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, τα Φώτα, την πρώτη του Μαρτίου, την πρώτη του Μαίου. Εύχονταν καλή χρονιά και δέχονταν δώρα. Ο υποκείμενος γονιμικός, με την ευρύτερη σημασία, σκοπός στον αγερμό του Σαββάτου του Λαζάρου είναι ευδιάκριτος στις περιπτώσεις (που αποτελούσαν στο παρελθόν τον κανόνα) όπου τον έκαναν μόνο κορίτσια: το φύλο που, κατ' εξοχήν, συνδέθηκε με τη γονιμότητα.
Από την Κύπρο διασώθηκε ένα «δρώμενο», η τέλεση μιας σκηνής την οποία παρίσταναν παιδιά (πράγμα που σημαίνει πως είχε πλέον χάσει τη σοβαρή σημασία που του απέδιδαν κάποτε οι μεγάλοι ως ενός τρόπου αναλογικής μαγείας που θα προκαθόριζε την αίσια έκβαση των πραγμάτων στη φύση). Ένα παιδί παρίστανε τον Λάζαρο. Το έντυναν με κίτρινα λουλούδια τόσο που να μην φαίνεται ούτε το πρόσωπο του. Το κουβαλούσαν ύστερα νέοι από σπίτι σε σπίτι και, όταν άρχιζαν να τραγουδούν τα ευχετικά τραγούδια, αυτό ξαπλωνόταν καταγής παριστάνοντας τον πεθαμένο. Σηκωνόταν μόνο όταν του έλεγαν «Λάζαρε, δεύρο έξω». Ο Γεώργιος Μέγας, που αναφέρει την πληροφορία, σχολιάζει: «Είναι φανερό ότι στη συνήθεια αυτή των Κυπρίων έχουμε την αρχαιότερη μορφή του εθίμου, δηλαδή αναπαράσταση του θανάτου και της ανάστασης του Λαζάρου, η οποία στην αντίληψη του λαού είναι "πρώτη Λαμπρή". Αυτή, λόγω της εποχής, ανάγεται στις παραστάσεις εκείνες όπου ένας θεός πεθαίνει στην ακμή της νεότητας του, αλλά αμέσως ανασταίνεται και επευφημείται ως χορηγός μιας νέας ζωής, όπως ο Άδωνις στις ανάλογες γιορτές των αρχαίων».
Αλλά για τον Λάζαρο έχει πλαστεί και μια ευρύτατα διαδομένη άλλοτε παράδοση, η οποία συνδέεται αντιθετικά-διαλεκτικά με τα προηγούμενα. Έτσι έχουμε ένα ακόμη παράδειγμα της πολλαπλά μαρτυρημένης τάσης για σύνθεση των αντιθέσεων, η οποία διέπει σταθερά τη σκέψη και πάνω στην οποία δομείται τελικά ο παραδοσιακός πολιτισμός του αγροτικού χώρου. Δίπλα, λοιπόν, στην αισιόδοξη-κοσμολογική εκδοχή της ανόδου του Λαζάρου από τον κάτω κόσμο, υπάρχει και η αντίθετη, απαισιόδοξη-ανθρωπολογική (και ιστορική) εκδοχή: ο Λάζαρος, λέει η παράδοση, αφού ξανάρθε στη ζωή, δεν γέλασε ποτέ, έμεινε ως το τέλος της ζωής του «αγέλαστος», εξαιτίας των φρικτών πραγμάτων που βίωσε στον κάτω κόσμο. Η εμπειρία του αυτή είχε καταγραφεί και σε μια παραλλαγή των λαζαρικών τραγουδιών, διαφορετική από τα ευχετικά (αξίζει να προσέξουμε και τα λόγια στοιχεία που υπάρχουν στους στίχους):
Πες μας, Λάζαρε, τι είδες εις τον Άδη που επήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι της καρδίας, των χειλέων
και μη μ' ερωτάτε πλέον...
Μόνο σε μια μοναδική στιγμή χαμογέλασε ο νεκραναστημένος Λάζαρος: όταν παρατήρησε κάποιον να κλέβει μια στάμνα από τον σταμνά. «Βρε τον ταλαίπωρο», είπε ο Λάζαρος και χαμογέλασε, «για ιδές τον πώς φεύγει με το κλεμμένο σταμνί. Ξέχασε ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. Το 'να χώμα κλέβει τ' άλλο. Μα, δεν είναι να γελούν κι οι πικραμένοι;».
Ο Λάζαρος, ως φύση, πεθαίνει και ανασταίνεται ευφρόσυνα, σε μιαν αιώνια ανακύκληση. Ο Λάζαρος, ως άνθρωπος (αμαρτωλός, θα πρόσθετε το χριστιανικό κήρυγμα), πεθαίνει για να γνωρίσει έντρομος τη δυστυχία «του πικρού και ακόρεστου Άδη»...
ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ - Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ /ΑΠΡΙΛΙΟΣ / τόμος ΜΗ' / ΟΙ 12 ΜΗΝΕΣ-ΑΝΟΙΞΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου