Επιστροφή, γιατί όχι και νοσταλγία στο παρελθόν και όχι μόνο στα καλύτερα του, ιδιαίτερα προσφιλής αυτό τον καιρό στις περισσότερες εφημερίδες και όχι μόνο για να γεμίζουν οι σελίδες, αλλά κάτι σαν ένεση αισιοδοξίας μήπως και το μέλλον πάρει για παράδειγμα παρελθούσες καλές «συμπεριφορές». Το «ΠΑΡΟΝ», θα το έλεγα και «μπροστάρη» σ' αυτή την «αναμνησιολογία», όπως οι τακτικές σελίδεςτου κ. Αμμανίτη και του Προκόπιου με τη «Βυζαντινολογία» του που κάθε τόσο επιδέξια ανακατώνει την κουτάλα στο, χωρίς πάτο, καζάνι των περασμένων.
Αθεράπευτα φανατικός της αναμνησιακής κουτάλας και ο υποφαινόμενος, έτσι όπως τη Δευτέρα που μας πέρασε, ημέρα του Δεκαπενταύγουστου, φανατικός μόνιμος της Αθήνας, όπως συμπτωματικά ανέβαινα τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, αναρωτήθηκα αν ήταν ο δρόμος που ήξερα κάποτε και με έργα μου που παίχτηκαν στα θέατρα της ή κάτι αντίστοιχο τώρα με το τοπίο του «Μαντ Μαξ» της εφιαλτικής ερήμωσης της ταινίας του Μελ Γκίμπσον.
Θλίψη, ερήμωση, μελαγχολία, σκοτεινιά, ό,τι πιο εχθρικό για τον περαστικό για να τον διώξει μια ώρα πιο γρήγορα από τα πεζοδρόμια της.
Και τη θυμήθηκα όπως ήταν όχι σε εποχές προϊστορικές, αλλά πριν από 4 ή 5 δεκαετίες, τότε που μπορούσε να θεωρείται σαν μια από τις πολυσύχναστες λεωφόρους της πρωτεύουσας, ένα μικρό χαρούμενο Μπρόντγουεϊ, με τις φωτισμένες φάτσες των θεάτρων της. Τη «Φλόριντα» πρώτη πρώτη ανεβαίνοντας δεξιά, φίλοξενώντας πάντα ελληνική κωμωδία. Δίπλα του το «Μετροπόλιταν», το αρχαιότερο της περιοχής, εφιαλτικά μισογκρεμισμένο σήμερα από την πεισματική επιμονή της Εργατικής Εστίας που της ανήκε και που παρά το χαρακτηρισμό του ως «διατηρητέου» είναι ολοφάνερος ο στόχος της να το αποτελειώσει μόνος του ο χρόνος. Ήταν το «Μετροπόλιταν» που παρουσίασε την «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι, το «Αρχιπέλαγος» του Μίκη Θεοδωράκη, το «Δώδεκα μήνες καλοκαίρι», που είχαμε γράψει με τον Σταύρο Ξαρχάκο και την «Οδό Ευκαιρίας», από τα πιο αγαπημένα μου έργα. Δίπλα του το «Μπουρνέλη» που με τις επιθεωρήσει μέσα στη Χούντα, δύο φορές είχαμε κινδυνέψει με τον Ναπολέοντα Ελευθερίου να ξεκαλοκαιριάσουμε στη Γύαρο και πιο πάνω το «Παρκ» με τη θρυλική επιτυχία του «Τρελού του Λούνα Παρκ» με τον Θανάση Βέγγο και απέναντι το τεράστιο Κηποθέατρο του Μάνου Κατράκη που το άρπαξε από τα χέρια του η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Και λίγο πιο πάνω άλλα τέσσερα, το «Λουξ», το «Βερντέν», τα «Παναθήναια» και η «Γρανάδα», που λειτουργούσαν πότε σαν κινηματογράφοι και πότε σαν «Βαριετέ» και ακόμα το «Ραντάρ», η «Νιρβάνα», το «Νινόν» και δεν αποκλείεται να ξεχνάω και μερικά των παρόδων της Αλεξάνδρας.
Τι έγιναν όλα αυτά; Σκόνη. Τίποτα δεν έμεινε ούτε για δείγμα. Ούτε μισή γλάστρα, έτσι σαν μουσειακό υπόλοιπο. Αστεία θα λέμε για τέτοιες πολυτέλειες; Ή μήπως υπήρξε το παραμικρό ενδιαφέρον από τους υποτιθέμενους «προστάτες» μιας πρωτεύουσας, τους δημάρχους, αφού και τα δύο μεγάλα αναψυκτήρια, «πνεύμονες» για μια πόλη που πνίγεται από το τσιμέντο, το «Άλσος» του Οικονομίδη, όπως το λέγαμε τότε και το «Γκριν Παρκ» καταργήθηκαν, χωρίς δικαιολογία και χωρίς την αντικατάσταση τους, εκτός από τους σκουπιδοφάγους και τα πράσινα καγκελάκια που το πιθανότερο είναι ότι έγιναν για να φάνε το καταπέτασμα εκείνοι που τα εγκαταστήσανε. Και ύστερα μου λες «εμπιστοσύνη στον δήμο»! Ρε, δεν με παρατάς...
Γιώργος Λαζαρίδης
Από «ΤΟ ΠΑΡΟΝ» της 21.8.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου