Translate -TRANSLATE -

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

FRED BOISSONAS : Κρήτη, η επιστροφή 100 χρόνια μετά…







Κρήτη, η επιστροφή 100 χρόνια μετά…

Του GAD BOREL(*)

Θα ήθελα πρώτα απ’ όλα να διευκρινίσω ότι δεν είμαι απόγονος του Φρεντ Μπουασονά αλλά εγγονός του εξ αγχιστείας. Μόνο τα 4 παιδιά μου μπορούν να υπερηφανεύονται ότι είναι γνήσιοι απόγονοί του. Έχοντας εργαστεί στη φωτογραφία πάνω από 10 χρόνια με το γιο του τον Πωλ, αισθάνομαι πολύ κοντά στο έργο του, παρά το ότι δεν πρόλαβα να γνωρίσω τον Φρεντ.  

Σκοπός μου ήταν να κρατήσω στη ζωή το έπος των Μπουασονά. Έχω την εντύπωση ότι έκανα το καθήκον μου, καθόσον μόλις 5 μήνες πριν το σύνολο των αρχείων του μετακόμισαν στη Δημόσια και Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Γενεύης, ενώ το τμήμα που αφορούσε την Ελλάδα βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη από το 2004.   

Θέλησα να σεβαστώ την επιθυμία του εξ αγχιστείας παππού μου όχι μόνο να βρουν ένα καταφύγιο τα αρχεία του αλλά και ένα μέρος όπου θα μπορούσαν να τα επεξεργάζονται οι πανεπιστημιακοί. Έβαλα και εγώ ένα λιθαράκι ώστε οι Μπουασονά να περάσουν στην αιωνιότητα, ένα μικρό λιθαράκι συγκρινόμενος με τον Πωλ Μπουασονά, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να ασχοληθεί με την φωτογραφία· ήθελε να ασχοληθεί με τη γεωργία. Καθώς οι άλλοι δύο αδελφοί του δεν μπόρεσαν να ασχοληθούν για διάφορους λόγους, αναγκάστηκε να συνεχίσει εκείνος την οικογενειακή παράδοση. Κατά τη διάρκεια του πολέμου χρειάστηκε να αναζητήσει τρόπους να επιβιώσει, καθώς είχε πέντε θυγατέρες να θρέψει. Καμία από τις θυγατέρες του δεν σκέφτηκε να πάρει τη σκυτάλη, αφού η φωτογραφία δεν είναι ένα επάγγελμα που ταιριάζει στις γυναίκες. Εξαιτίας δε ενός ατυχήματος –ο Πωλ έπεσε από ένα δέντρο-, ξαφνικά δεν υπήρχε κανείς πλέον για να διευθύνει το προσωπικό, την επιχείρηση. Έχοντας νυμφευθεί την τελευταία του κόρη χωρίς να έχω ποτέ διανοηθεί ότι θα ασχοληθώ με τη φωτογραφία -φοιτούσα τότε ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης-, βοήθησα λίγο στο εργαστήριο και από εκεί μπλέχτηκα στα γρανάζια που με οδήγησαν σήμερα μέχρι εδώ μαζί σας, ύστερα από πολλές περιπέτειες που δεν είναι της παρούσης. Όταν η κ. Μαρίνα Φουντουλάκημε προσκάλεσε στην Ελούντα, οφείλω να ομολογήσω ότι αισθάνθηκα πολύ άβολα, καθώς, όπως σας ανέφερα, όλα τα αρχεία του Μπουασονά για την Ελλάδα βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη από το 2004 και δεν βρήκα το χρόνο να τα συμβουλευτώ μέχρι σήμερα. Ο κ. Βαγγέλης Ιωακειμίδης και η ομάδα του με έσωσαν κυριολεκτικά, στέλνοντάς μου από χθες το βράδυ μια παρουσίαση Power Point, που ανακάλυψα μόλις μερικές ώρες νωρίτερα από εσάς. Θα ήθελα να τους απευθύνω τις ιδιαίτερες ευχαριστίες μου, καθόσον με τη βοήθειά τους θα μπορέσετε να ανακαλύψετε σπάνια ντοκουμέντα μέσα από την εικόνα. Προτείνω λοιπόν να δούμε μαζί την παρουσίαση αυτή.

Μέσω άλλων πηγών, πληροφορούμαστε ότι ο Φρεντ είχε εκπλαγεί από το κλίμα βίας που επικρατούσε το 1911 στην Κρήτη. Πράγματι, δεν απέχουμε πολύ από το 1897, όταν οι Τούρκοι αποχωρούν από το νησί αλλά η Κρήτη δεν έχει ακόμη ενωθεί με την Ελλάδα. Σύμφωνα με τα γραπτά του Φρεντ: «Ο νόμος επιβάλλεται με δυσκολία και οι συγκρούσεις των οργάνων τήρησης της τάξης με τους ληστές είναι καθημερινό φαινόμενο.» Ο Φρεντ κάνει λόγο για το «εθνικό σπορ» που συνίσταται στην κλοπή των αρνιών του γείτονα. Ο κυβερνήτης του νησιού προσφέρει στους ήρωές μας από τη Γενεύη, Ντανιέλ Μπωντ-Μποβύ και Φρεντ Μπουασονά, στρατιωτική συνοδεία, καθώς ο κίνδυνος επιθέσεων είναι σοβαρός. Όλοι οι κάτοικοι είναι «οπλισμένοι σαν αστακοί» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Φρεντ. Διάγουν βίο πολύ λιτό, μόνο ο καφές και η μαρμελάδα έρχονται να γλυκάνουν τη ζωή τους. Ο φόβος για το αύριο σε έναν τόπο που δεν έχει ακόμη βρει ακόμη την ισορροπία μεταξύ μιας ελευθερίας που μόλις κατακτήθηκε και την αβεβαιότητα της ένωσης με την Ελλάδα που δεν έχει ακόμη συντελεστεί. Ωστόσο ο Φρεντ Μπουασονά βρίσκει ένα λαό αυθεντικό που μάχεται για το μέλλον του. Έκφραση που χρησιμοποιεί στις πολυάριθμες διαλέξεις του και στο στενό του περιβάλλον. Οι εικόνες αυτές από την Κρήτη αποτελούν πράγματι μαρτυρίες του αγέρωχου χαρακτήρα των κατοίκων της και της τραχύτητας της εποχής. Οι φωτογραφίες έχουν αποθανατίσει αποφασιστικές ματιές, στάσεις ευγενείς, που υποδηλώνουν πρόσωπα έτοιμα να πολεμήσουν πάλι, αν χρειαστεί, για την ελευθερία, πατριώτες θεματοφύλακες ενός ένδοξου παρελθόντος, αλλά και αγωνιστές με όραμα για το αύριο. Ο Φρεντ γοητεύεται επίσης από τα κρητικά τοπία, τη βλάστηση, το φως και την αρμονία αλλά εκφράζει και τη λύπη του για τον τρόπο αναστήλωσης της Κνωσού από τον Έβανς, την οποία θεωρεί τσαπατσούλικη -«rappicolé».   

Τότε είναι που ο Φρεντ Μπουασονά γνωρίζεται με τον Βενιζέλο και γεννιέται η φιλία μεταξύ τους. Θυμάμαι μια επιστολή που δεν θυμάμαι την ημερομηνία της (αλλά μπορεί να εντοπιστεί χάρη στο Μουσείο της Θεσσαλονίκης), μια επιστολή που απευθύνεται στον Βενιζέλο: «τώρα είναι η στιγμή να δώσουμε ώθηση στον τουρισμό στην Ελλάδα, έρχομαι!». Αυτόν ήταν, νομίζω, ένας τρόπος να εκτελεστεί η περίφημη σύμβαση με το Ελληνικό Δημόσιο που δεν είχε τελικά επιτυχία παρά τους πολύ ευνοϊκούς όρους για τον Φρεντ Μπουασονά. Τι είναι αυτό όμως από τον Ελλάδα που προσελκύει τον Φρεντ Μπουασονά;  

Η έλξη που μετεξελίσσεται σε αγάπη για τη χώρα αυτή δεν είναι κεραυνοβόλα· πηγάζει από μια σειρά παραγόντων που συγκλίνουν όλοι ώστε να επιτρέψουν αυτή τη φώτιση, αυτή τη συνεύρεση που θα τον απομακρύνει σταδιακά από τη Γενεύη και θα τον ωθήσει προοδευτικά στα ταξίδια. Ο δεσμός που ανέπτυξε με την Ελλάδα είναι τόσο ισχυρός που τον οδήγησε να δημιουργήσει ένα φανταστικό γενεαλογικό δέντρο του οποίου οι πρώτες αρχέγονες ρίζες έπρεπε να είναι ελληνικές. Ορμώμενος από την ετυμολογία του ονόματος Μπουασονά –«né sous un buisson»: γεννημένος κάτω από θάμνο-, και τον τόπο καταγωγής της οικογένειας, το χωριό Λιβρόν (Livron) στη νότια Γαλλία στην περιοχή του Ντρομ (Drôme), εκεί που ο Ροδανός, αφού διασχύσει τη Γενεύη, εκβάλλει στη Μεσόγειο, ο Φρεντ καυχιόταν ότι ήταν απόγονος ενός από τους αρχαίους ναυτικούς που ίδρυσαν την αποικία της Μασσαλίας προτού ανηφορίσει προς βορρά για να καλλιεργήσει αμπέλια.  

Σίγουρα βρήκε στην Ελλάδα την απάντηση στην υπέρμετρη φιλοδοξία του να καθιερωθεί ως παγκοσμίως γνωστός φωτογράφος, ότι δηλαδή τίποτε δεν αξίζει όσο μια ζωή απλή κοντά στη φύση αφήνοντας το χρόνο να κυλάει. Καμία παγκόσμια δόξα δεν μπορεί να συγκριθεί με την ευτυχία που σφυρηλατείται από μέρα σε μέρα μέσα από την κοινοτυπία της καθημερινότητας.  

Είναι ενδιαφέρον να επισημάνω ότι ο Φρεντ Μπουασονά, αυτός ο μεγάλος περιηγητής που ονειρευόταν από παιδί να ταξιδέψει στην Ελλάδα, είχε στην αρχή αρνηθεί να το πράξει όταν του δόθηκε η ευκαιρία. Είναι δύσκολο να το εξηγήσει κανείς χωρίς τη βοήθεια ψυχίατρου. Ιδού η ιστορία και θα το αφήσω στην κρίση σας αφού σας διηγηθώ πώς ο Φρεντ ήρθε στην Ελλάδα για πρώτη φορά. Χάρη στην «ορθοχρωματική» πλάκα που είχε εφεύρει ο αδελφός του Εντμόν Βικτόρ Μπουασονά με την ονομασία «Ρεγκούλιτας» (που βραβεύτηκε στη Βιέννη το 1872), ξεκινάει συνεργασία με τον Ήστμαν, το δημιουργό της Κόντακ. Δυστυχώς ο Εντμόν Βικτόρ προσβάλλεται αιφνιδίως από τύφο στις ΗΠΑ και πεθαίνει το 1890. Με τη βοήθεια των πλακών αυτών, ο Φρεντ θα φωτογραφίσει ένα μακρινό πλάνο του Λευκού Όρους (Μον Μπλαν) για πρώτη φορά στη ιστορία της φωτογραφίας. Μέχρι τότε το γαλάζιο του ουρανού συγχεόταν με το λευκό του χιονιού. Οι φωτογράφοι ήταν αναγκασμένοι να καταφύγουν στο μολύβι και το πινέλο (αφού τότε δεν υπήρχε το «φωτοσόπ») για να ξανασχεδιάσουν την κορυφογραμμή. Χάρη στις πλάκες «Ρεγκούλιτας», ο φωτογραφικός φακός μπορούσε πλέον να αποτυπώσει τις χρωματικές διαφορές ανάμεσα στις χιονώδεις μάζες και τον ουρανό, αφήνοντας ταυτόχρονα να φανεί η ύπαρξη των νεφών και το σχήμα τους.

Η φωτογραφία αυτή του Λευκού Όρους θα γίνει διάσημη και θα υποπέσει στην αντίληψη στο Λονδίνο το 1900 του Λόρδου Νάπιερ, ενός σκωτσέζου λόρδου, ερωτευμένου και αυτού με την Ελλάδα και τον Βύρωνα. Ο Λόρδος Νάπιερ έρχεται στη Γενεύη ειδικά για να αποκτήσει αυτή τη φωτογραφία. Στη συνέχεια στέλνει ένα τηλεγράφημα με μία επιταγή 100 γκινεών. «Πηγαίνετε να κάνετε για μένα στον Παρνασσό ό,τι κάνατε στο Λευκό Όρος.» Βρισκόμαστε στο 1901· είναι αλήθεια ότι ο Φρεντ είναι πολύ απασχολημένος εκείνο τον καιρό με το άνοιγμα ενός εργαστηρίου στο Παρίσι, στην οδό Ειρήνης (Rue de la Paix) και ίσως τη φορά αυτή η πραγματικότητα να ξεπέρασε τις πιο τρελές του επιθυμίες. Προκαλεί όντως έκπληξη η στάση αυτή που μπορούμε να την αποκωδικοποιήσουμε ως την άρνηση του μεγαλύτερου πόθου του, ως το τέλος, με την άρνηση αυτή του ελληνικού ονείρου, κάθε ελπίδας για τη γέννηση νέων επιθυμιών. Έτσι αρνείται την προσφορά και επιστρέφει στο Λόρδο την επιταγή, προσθέτοντας ωστόσο: «εάν ωστόσο σε ένα χρόνο εξακολουθείτε να έχετε την ίδια διάθεση…». Το πεπρωμένο που θα έφερνε τον Φρεντ στην Ελλάδα είχε καθοριστεί. Ένα χρόνο αργότερα, σε τακτά διαστήματα, έβρισκε στο γραμματοκιβώτιό του το ίδιο λακωνικό μήνυμα γραμμένο με πένα από φτερό χήνας, που επαναλάμβανε την προσφορά. Ο Φρεντ Μπουασονά δεν θα αρνηθεί αυτή τη φορά και θα αναχωρήσει με το φίλο του Ντανιέλ Μπωντ-Μποβύ, με τη συνοδεία των συζύγων τους. Δεν υπάρχει χρόνος για να σας διηγηθώ τη συνέχεια. Βλέπετε ωστόσο ένα δείγμα της. 


Συμπερασματικά, θέλω να υπογραμμίσω ότι ο Φρεντ Μπουασονά δεν είναι ο μόνος κάτοικος της Γενεύης που έχει αναπτύξει τόσο ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα. Δεν αποτελεί παρά ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του προϊόντος μιας Γενεύης φιλελληνικής, της οποίας ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος αποτελεί έναν από τους πρώτους εκπροσώπους, που έφτασε να γίνει ο πρώτος αντιπρόεδρος της τράπεζας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους το 1842. Θα πρέπει επίσης να μνημονεύσουμε τον Καποδίστρια ο οποίος, αν και δεν καταγόταν από τη Γενεύη, από την πόλη αυτή ξεκίνησε τον αγώνα κατά του συντηρητισμού της Ιερής Συμμαχίας. Εάν σας ενδιαφέρει το θέμα, υπάρχει ένας ειδικός στη συνάθροιση αυτή, στο πρόσωπο του Εξοχότατου Πρέσβη της Ελβετίας κ. Άμπεργκ ο οποίος θα μπορούσε να σας το αναπτύξει με μεγάλη θέρμη. 

Θα ήθελα επίσης να κάνω μια διαπίστωση. Σκέφτομαι ειδικότερα τον κ. Ζουλιέν Γκριβέλ τον οποίο πολλοί από εσάς γνωρίζετε χάρη στην αφοσίωσή του στους χανσενικούς, τον οποίο θα ήθελα να παραλληλίσω με την αφοσίωση του Λουΐ-Αντρέ Γκος απέναντι στα θύματα της πανώλης. Ο γιατρός-φαρμακοποιός αυτός ήρθε στην Ελλάδα την εποχή του αγώνα για την Ανεξαρτησία για να θεραπεύσει τα θύματα μιας βαριάς επιδημίας πανώλης που είχε μεταδοθεί από τα αιγυπτιακά στρατεύματα κατοχής. Η μέριμνά του έκανε θαύματα. Κατέγραψε τα αποτελέσματα σε ένα βιβλίο που αποτελεί σημείο αναφοράς στην ιστορία της ασθένειας. Θα εγκλωβιστεί μάλιστα στην πολιορκία της Αθήνας από τους Τούρκους το 1827. 

Έχω εδώ την αλληλογραφία μεταξύ του ιατρού Λουΐ-Αντρέ Γκος και του Ναυάρχου Λόρδου Τόμας Κόχραν, του Άγγλου διοικητή των επαναστατημένων Ελλήνων, ο οποίος συνδέθηκε με στενή φιλία με τον γιατρό από τη Γενεύη όταν του έσωσε τη ζωή στη διάρκεια μιας επίθεσης από τους Τούρκους. Το βιβλίο αυτό το βρήκα στη βιβλιοθήκη που ανήκε στον Πωλ Μπουασονά, του οποίου το σπίτι το είχε χτίσει ο πατέρας του Λουΐ-Αντρέ Γκος. Μια συγκινητική σύμπτωση που αναδεικνύει το δέσιμο των οικογενειών της Γενεύης με βιώματα από την Ελλάδα που εξακολουθούν να γεννιούνται ακόμη και σήμερα στην πόλη μας. 

 ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ - ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ

Τελειώνοντας, θα ήθελα να σας διηγηθώ ένα ανέκδοτο που παίρνει σήμερα και κάποιες ουσιαστικές διαστάσεις στους καιρούς αυτούς τους οικονομικά δύσκολους για την Ευρώπη. Ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος, προκειμένου να βοηθήσει την Ελλάδα ουσιαστικά, είχε επινοήσει έναν τρόπο συνδρομής για την υποστήριξη του ελληνικού λαού: Απλοί πολίτες μπορούσαν να συνεισφέρουν μικρά ποσά αλλά με τακτικότητα. Στη Νυόν, π.χ., μια πόλη που βρίσκεται σε απόσταση 30 χμ. από τη Γενεύη, που αριθμούσε τότε μόλις 2.000 κατοίκους, είχε 430 συνδρομητές που είχαν αναλάβει να καταβάλλουν 5 δεκάρες την εβδομάδα. Δεν πρόκειται να κλείσω εκθειάζοντας το διαχρονικό ρόλο των τραπεζών. Αλλά θα ήταν άδικο να αποκλείσει κανείς τη δυνατότητα των τραπεζών να παίξουν ένα θετικό ρόλο στις συνθήκες αυτές, όπως το κατέδειξε με τον καλύτερο τρόπο ο Εϋνάρδος. 

Σημειώνω ακόμη μια ευτυχή σύμπτωση. Εκτός από τις τραπεζικές του ασχολίες, ο Εϋνάρδος ήταν και φωτογράφος, ο πρώτος που φωτογράφησε στη Γενεύη με τις πλάκες Ντάγκερ. Διατηρούσε επίσης ιδιαίτερες σχέσεις με τους αδελφούς Νήπς (Σαλόν συρ Σων, είναι ο τόπος της εφεύρεσής τους, όχι μακριά από τη Γενεύη). Επομένως οι τράπεζες και η φωτογραφία μπορούν να κάνουν κάποιον να προκόψει. 

Μπορούμε επίσης να επιβεβαιώσουμε, χωρίς κίνδυνο να σφάλουμε, ότι η τέχνη της φωτογραφίας που τιμούμε απόψε έχει συνέπειες που βαίνουν πέρα από την παραγωγή μιας απλής εικόνας. Έχει την ικανότητα να συσπειρώνει τους ανθρώπους, πολύ περισσότερο από όσο τους διαιρεί το χρέος.   

(*) Ομιλία του αρθρογράφου στην εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν η βιβλιοθήκη «Μανώλης Φουντουλάκης», το Ριζάρειο Ίδρυμα και η Ελβετική Πρεσβεία στην Ελλάδα για τα εγκαίνια της έκθεσης  του Fred Boissonnas το Σάββατο 28.07.12 στην Ελούντα, σε μετάφραση κ. Πάρι Ασανάκη. O κ. GADBOREL γεννήθηκε το 1942 στην πόλη Ερστάλ (Herstal) του Βελγίου. Θα μετοικίσει στην Ελβετία από το 1949 στο καντόνι του Νεσατέλ (Neuchâtel). Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, δίδαξε ιστορία και εικαστικές τέχνες στο Κολλέγιο της Γενεύης. Πρώτη του σύζυγος υπήρξε η Νινόν Μπουασονά (Ninon Boissonnas), εγγονή του Φρεντ Μπουασονά (Fred Boissonnas), με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετά από ένα ατύχημα του πεθερού του, Πωλ Μπουασονά (Paul Boissonnas), αναλαμβάνει το 1970 το φωτογραφικό οίκο των Boissonnasκαι ανοίγει το ίδιο έτος χώρο εκθέσεων με κύριο αντικείμενο τη φωτογραφία. Ερευνητής της σημαντικής της εικόνας, έχει λάβει μέρος σε πολυάριθμα συνέδρια και έχει συγγράψει μονογραφίες. Έχει διδάξει στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Γενεύης και ιστορία της φωτογραφίας στο καντόνι του Βω (Vaud). Όπως είχε πράξει και ο Πωλ Μπουασονά (Paul Boissonnas), ανέλαβε με τη σειρά του τη διαχείριση των φωτογραφικών αρχείων της οικογένειας Boissonnas. Το 2004 παραχωρεί το ελληνικό τμήμα των αρχείων αυτών στο Μουσείο Φωτογραφίας της Θεσσαλονίκης, και στη συνέχεια, το 2011, το σύνολο του αρχείου στο Δήμο της Γενεύης. Είναι παντρεμένος σε δεύτερο γάμο με την Αδαμαντία Διβάρη, Ελληνίδα ψυχοπαιδαγωγό γεννημένη στην Κεφαλονιά που έχει ιδρύσει θεραπευτική σχολή στη Γενεύη για παιδιά με προβλήματα. Ένας ακόμη σύνδεσμος μεταξύ Γενεύης και Ελλάδας.
 
MERABELLO LIBRO D' ORO

Δεν υπάρχουν σχόλια: