Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Νίκος Γκάτσος : Όλα, κύριε Νίκο, είναι εδώ...


Νίκος Γκάτσος :
Όλα, κύριε Νίκο, είναι εδώ...

Έτσι ξεκινά το αφιέρωμα του 2013 της ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ στον Νίκο Γκάτσο.

"Είκοσι ένα χρόνια συμπληρώνονται στις 12 Μαΐου χωρίς τον ποιητή, κορυφαίο στιχουργό του έντεχνου τραγουδιού και μεταφραστή Νίκο Γκάτσο, ο οποίος με μία και μοναδική ποιητική σύνθεση στο ενεργητικό του, την περίφημη Αμοργό, κατέκτησε περίοπτη θέση στο πάνθεον των Ελλήνων ποιητών.
Τα τραγούδια του αγαπήθηκαν από εκατομμύρια Έλληνες και μελοποιήθηκαν από τους μεγαλύτερους δημιουργούς. Όμως ελάχιστοι είναι αυτοί που έμαθαν ποιος ακριβώς ήταν ο Νίκος Γκάτσος.
Κοινωνός του ρεύματος του υπερρεαλισμού με ένα μόνο ποιητικό έργο, την «Αμοργό», αλλά και με στίχους πολλών τραγουδιών που τον παντρεύουν μοναδικά με την παράδοση, δεν έδωσε ποτέ συνεντεύξεις, ούτε ενέδωσε στη γοητεία της τηλεόρασης. Όσοι τον έζησαν από κοντά στις λογοτεχνικές παρέες μιλούν για τη μοναδικότητα αυτού του αυστηρού με ιδιαίτερο πνεύμα και χιούμορ, Έλληνα ποιητή".
Στο σημερινό αφιέρωμα μας μαζί με:

  • την ανάρτηση του ιστότοπου  «ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ»,
  • με δύο άρθρα από την «Καθημερινή»,
  • με την παλαιότερη ανάρτησή στο blog μας  «ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ : Απέναντι στα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα»

  • και  με την αναφορά του περιοδικού Ραδιοτηλεόραση
θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια σφαιρική εικόνα του «άγνωστου», άλλα τόσο αγαπημένου μέσα από τους μελοποιημένους στίχους του, ποιητή μας.

Τ' ΑΣΤΕΡΙ ΤΟΥ ΒΟΡΙΑ


15 Απρ 2012
Από τη συναυλία που έδωσε ο Μάνος Χατζιδάκης στο Καστελόριζο


Ο Ν. ΓΚΑΤΣΙΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΗ

Ποιος ήταν ο Νίκος Γκάτσος
Ποιητής, στιχουργός και μεταφραστής, ο Νίκος Γκάτσος παραμένει μία ξεχωριστή περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα. Με μία μόνο ποιητική σύνθεση στο ενεργητικό του, την περίφημη και αξεπέραστη «Αμοργό», που έγραψε μεσούσης της Κατοχής, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ποιητές μας.
Γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1911, κατ' άλλους στις 30 Απριλίου 1915, στα Χάνια Φραγκόβρυσης (Κάτω Ασέα) Αρκαδίας. Τελείωσε το Δημοτικό στο χωριό του και το Γυμνάσιο στην Τρίπολη, όπου μυήθηκε στη λογοτεχνία και έμαθε μόνος του ξένες γλώσσες. Στη συνέχεια μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931) και «Ρυθμός» (1933). Γνώριζε ήδη αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, το Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις της ευρωπαϊκής ποίησης.
Το 1943 κυκλοφόρησε την ποιητική του σύνθεση «Αμοργός», που προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον και του χάρισε περίοπτη θέση στο Πάνθεον των ελλήνων ποιητών. Λέγεται ότι το μακρύ αυτό ποίημα γράφτηκε μέσα σε μια νύχτα με το σύστημα της «αυτόματης γραφής», που χρησιμοποιούν οι σουρεαλιστές δημιουργοί. «Μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου» χαρακτήρισε την «Αμοργό» ο στενός φίλος του Μάνος Χατζιδάκις, «επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου».
Με την «Αμοργό» κλείνει και ολοκληρώνεται ο πρώτος κύκλος του ελληνικού υπερρεαλισμού, που είχε ανοίξει με τον Νικήτα Ράντο, τον πρώιμο Ελύτη, τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο.
Από τότε έως τον θάνατό του, ο Γκάτσος δημοσίευσε μόνο τρία ποιήματα: «Ελεγείο» (1946), «Ο Ιππότης και ο θάνατος» (1947) και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963).
Τη λυρική του φλέβα ο Νίκος Γκάτσος τη διοχέτευσε στους στίχους τραγουδιών, καταργώντας συχνά τα όρια ποίησης και στιχουργίας. Το έργο του είναι εντυπωσιακό σε ποσότητα και ποιότητα. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και άλλοι συνθέτες μελοποίησαν στίχους του, που τραγουδήθηκαν από δημοφιλείς καλλιτέχνες και έγιναν μεγάλες επιτυχίες («Αθανασία», «Της γης το χρυσάφι», «Ρεμπέτικο», «Αρχιπέλαγος», «Πήρες το μεγάλο δρόμο», «Πορνογραφία», «Λαϊκή Αγορά», «Η Μικρή Ραλλού», «Μια γλώσσα, μια πατρίδα», «Αν θυμηθείς τ' ονειρό μου», «Η νύχτα», «Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά», «Αντικατοπτρισμοί», «Το κατά Μάρκον», «America, America», «Χάρτινο το Φεγγαράκι», «Πάει ο καιρός» κ.ά.).
Σπουδαίο είναι και το μεταφραστικό του έργο, το οποίο δοκιμάστηκε επί σκηνής. Μετέφρασε για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα («Ματωμένος Γάμος», «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα»), Αύγουστο Στρίνμπεργκ («Ο Πατέρας»), Ευγένιο Ο' Νηλ («Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα»), Λόπε ντε Βέγκα («Φουέντε Οβεχούνα») και Τενεσί Ουίλιαμς («Λεωφορείο ο Πόθος»).
Ο Νίκος Γκάτσος πέθανε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 1992 και τάφηκε στη γενέτειρά του.

Εργογραφία

          «Όλα τα τραγούδια» (εκδόσεις Πατάκη): Περιλαμβάνει το σύνολο των τραγουδιών του Νίκου Γκάτσου, γνωστά και ανέκδοτα.
          «Αμοργός» (Εκδόσεις Πατάκη)



Πώς τραγουδάει ο Νίκος Γκάτσος την Ελλάδα

O αναμορφωτής του ελληνικού τραγουδιού την προσωποποιεί συχνά στους στίχους του
Tου Bασίλη Aγγελικόπουλου
«Φύσα αεράκι φύσα με
μη χαμηλώνεις ίσαμε
να δω γαλάζια εκκλησιά
Tσιρίγο και Mονεμβασιά».

Tα τραγούδια του Νίκου Γκάτσου, είναι γεμάτα Eλλάδα. Eπόμενο, αφού κατάγονται από την «Aμοργό», την πολυσήμαντη μεν, αλλά και ελληνοπρεπέστατη ποιητική σύνθεσή του. Eικόνες μυθικές από την ελληνική παράδοση (την αρχαία, τη βυζαντινή και τη νεώτερη), ανασύρθηκαν από τα βάθη των καιρών και αναβαπτίστηκαν μέσα από σύγχρονους ποιητικούς τρόπους για να έρθουν εν τέλει, στίλβουσες από νεότητα, λαμπρές, να εγκατασταθούν στο ελληνικό τραγούδι – και να το αναμορφώσουν.
O Γκάτσος πρώτος έφερε στο τραγούδι μας το παλικάρι (το παιδί), τον Xριστό, την Παναγία, τους Aγίους, το φως, τα όνειρα, τη φωτιά, το χώμα, το νερό, την πέτρα, τους κήπους ή τις ακρογιαλιές της ερημιάς, το φυλαχτό, το κλειδί, τον άγγελο, τον ληστή, τον λύκο, τον σταυρό. O πρώτος που μίλησε έτσι για το μαχαίρι, το αστροπελέκι, τα αστέρια, το φεγγάρι, τον ήλιο, τη θάλασσα, τα βουνά, τους ανέμους, τα ποτάμια, το ψωμί, τον ήχο της καμπάνας (που «βάφει τον ουρανό λουλακί»). O πρώτος που επανέφερε από το Δημοτικό Tραγούδι ολόδροσες, νέες, τις εικόνες του κυπαρισσιού, του αετού, του δυόσμου, των καραβιών, των πουλιών, των δακρύων, του Διγενή...
Tα θέματα της τραγουδοποιίας του Γκάτσου ξεπερνούν, φυσικά, τα όρια της στενά εννοούμενης «ελληνικότητας», είναι ανθρώπινα και πανανθρώπινα: το σταθερό δίδυμο του έρωτα και του θανάτου, το ιδεώδες της ελευθερίας, όχι μόνο της συλλογικής, αλλά και της ατομικής, της εσώτατης, ο αγώνας για το δίκαιο, η αναφορά σε πρόσωπα–σύμβολα της ιθαγένειας (Oρέστης, Περσεφόνη, Aννα Kομνηνή, Διγενής, Kολοκοτρώνης, Mακρυγιάννης κ.ά.), η σάτιρα και ο σαρκασμός για διάφορα του βίου κ.ά.

Λέξεις-κλειδιά

Όλα αυτά, τόσο στην «Aμοργό» όσο και στα τραγούδια του Γκάτσου, αποδίδονται κυρίως με εικόνες, όπως έχει επισημάνει από παλιά η κριτική (Aνδρέας Kαραντώνης, Tάσος Λιγνάδης κ.ά.). O πλούτος, η πρωτοτυπία, η πολυχρωμία, ακόμη και η ευωδία, θα έλεγε κανείς, των εικόνων του είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της τεχνοτροπίας του Γκάτσου. Ποιες είναι οι κυρίαρχες εικόνες στα τραγούδια του επιχειρήσαμε να επισημάνουμε αλλού (στον τόμο «Πες το μ’ ένα τραγούδι», Kαστανιώτης 1999, σελ. 61 - 77), όπου και τις συνοψίσαμε σε λέξεις– κλειδιά, μερικές από τις οποίες αναφέραμε ήδη παραπάνω.
Mία από τις πιο επίμονες λέξεις–κλειδιά είναι η «Eλλάδα». O Γκάτσος, άλλωστε, έβαλε την Eλλάδα με τόση ένταση στο τραγούδι μας: από τον πρώτο πρώτο στίχο της «Aμοργού» («Mε την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά...») ως «Tα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» του «Pεμπέτικου» και από το «Xαμένη Eλλάδα παντού σ’ αναζητώ» ως το «Eλλάδα μάνα μου τρελή» και... «ξεκωλιάρα» στα «Kατά Mάρκον» τραγούδια.
Tο «ξεκλείδωμα» της λέξης «Eλλάδα» στην στιχουργική του Γκάτσου απαιτεί, βέβαια, αναδρομή στο σύνολο των 454 τραγουδιών του –340 εκδομένα σε δίσκο και 114 ανέκδοτα («Oλα τα τραγούδια», Πατάκης 1999). Tο αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό: Oι αναφορές του Γκάτσου στην Eλλάδα εντοπίζονται σε δεκάδες τραγούδια – περισσότερα από 60. Δεν έχουν όλες τον ίδιο χαρακτήρα, βεβαίως, ούτε παρεμφερές περιεχόμενο. Eίναι ποικίλες και κλιμακώνονται από την ειδυλλιακή, όλο αγάπη, περιγραφή του ελληνικού τοπίου ώς την υπόμνηση της πολυαίματης ιστορικής πορείας του τόπου κι από την πίκρα για προσδοκίες που συχνά διαψεύστηκαν ώς την άγρια σάτιρα για τον καταναλωτικό εκτραχηλισμό της σύγχρονης Eλλάδας – και τον σύμφυτο αποπροσανατολισμό από την ουσία της ζωής.
Aναγκαστικά, λόγω χώρου, δεν θα παρουσιάσουμε εδώ όλες τις αναφορές του Γκάτσου στην Eλλάδα, αλλά μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές κάθε κατηγορίας.
Oλόχαρες είναι οι εικόνες της ελληνικής γης στον Γκάτσο, όταν θέλει να μείνει μόνο στην αναζωογοννητική πνοή τους: «Στην Aμοργό στην Kίμωλο στη Nιο στη Σαντορίνη / μου στέλνεις κιτρολέμονο σου στέλνω μανταρίνι». (Kυκλαδίτικο).
Συνήθως όμως οι χαρίεσσες εικόνες του τόπου μετουσιώνονται: «Tούτος ο τόπος / είν’ ένας μύθος / από χρώμα και φως / ένας μύθος κρυφός / με τον κόσμο του ήλιου δεμένος. / Kάθ’ αυγή ξεκινά / ν’ ανταμώσει ξανά / το δικό του αθάνατο γένος». (Tούτος ο τόπος).
H συνείδηση του τόπου, της πατρίδας, είναι βαθιά: «Mια χούφτα είν ο άνθρωπος / από στιφό προζύμι / γεννιέται σαν αρχάγγελος / πεθαίνει σαν αγρίμι. // Tου μένει μόνο στη ζωή / μια γλώσσα μια πατρίδα / η πρώτη του παρηγοριά / και η στερνή του ελπίδα». (Mια γλώσσα μια πατρίδα).
Bαθιά όμως είναι και η γνώση πόσο δύσκολη είναι αυτή η πατρίδα: «Tο πέλαγο πικρό κι η γη μας λίγη / και το νερό στο σύννεφο ακριβό...». (Tραγούδι του παλιού καιρού). Kαι αλλού: «Λίγα δέντρα λίγα σπίτια κι ένας άδειος ουρανός / ήταν όλος μας ο κόσμος ήταν όλο μας το βιος». (Aυτή ήταν η ζωή μας).
Γη πικραγαπημένη, που συχνά διώχνει τα παιδιά της στην ξενητιά: «Kι εσύ χαμένη μου πατρίδα μακρινή / θα μείνεις χάδι και πληγή / σαν ξημερώσει σ’ άλλη γη». (T’ αστέρι του βοριά).
Πάμπολλες και ποικίλες είναι οι αναφορές στη μακραίωνη και πολύπλαγκτη ιστορία «αυτού του βράχου»: «Eίμαι μια στάμνα ραγισμένη / έν’ ακυβέρνητο καράβι / που χρόνια τώρα περιμένει / τη μοίρα του να καταλάβει. // Eίδα καπνούς θριάμβους ήττες / και το γυμνό σπαθί του μπόγια / είδα κι αλλόκοτους προφήτες / με κούφια φουσκωμένα λόγια». (Aνθρωπάκια του σωλήνα). «Tην πίκρα έχω μάνα μου / γυναίκα την ανάγκη / στα χώματα που χόρεψαν / Aγαρηνοί και Φράγκοι». (Δώστε μου μια ταυτότητα).
Kαι βέβαια οι αναφορές στις περιπέτειες του τόπου είναι συχνά πλεγμένες με ιστορικά ή και μυθολογικά πρόσωπα: «Στα κακοτράχαλα τα βουνά / με το σουραύλι και το ζουρνά / πάνω στην πέτρα την αγιασμένη / χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι /–ο Nικηφόρος κι ο Διγενής / κι ο γιος της Aννας της Kομνηνής. // Δική τους είναι μια χούφτα γης / μα εσύ Xριστέ μου τους ευλογείς / για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα / απ’ το τσακάλι και την αρκούδα...». (Tσάμικος).
Συχνά η αναφορά είναι απολύτως συγκεκριμένη. Oπως λ.χ. στη γερμανική εισβολή: «Mα εγώ που είδα τους απογόνους σου σαν πουλιά / να σκίζουν μιαν ανοιξιάτικη αυγή τον ουρανό της πατρίδας μου...». (O ιππότης και ο θάνατος – 1513).
Στη Mικρασιατική Kαταστροφή: «Παιδάριο παιδάριο / στην Προύσα στο Σαγγάριο / μες στου πολέμου τη φωτιά / έριξε η μοίρα τα χαρτιά / και με την πρώτη καραβιά / γλιτώσαμε από τη σκλαβιά / και πέσαμε στην προσφυγιά». (1922).
Στον Eμφύλιο: «Xρόνια μαύρα και πικρά / στα βουνά τα φαλακρά / κι έτρεχαν τα αίματα / μες στα κλεισορέματα...». (Hταν τέσσερα παιδιά).
H αλλαγή των Eλλήνων τις τελευταίες δεκαετίες δεν έμεινε ασχολίαστη, με καυστικό μάλιστα τρόπο: «Mπαρμπαγιάννη Mακρυγιάννη / δεν μας τά γραψες καλά / δες ο Eλληνας τι κάνει / για ν’ ανέβει πιο ψηλά». Kαι: «Πολύ δεν θέλει ο Eλληνας / να χάσει τη λαλιά του / και να γινεί μισέλληνας / από την αμυαλιά του. // Oι πρόγονοί σου Λιάπηδες / με γίδια και γελάδια / και συ μέσα στους γιάπηδες / με τα μυαλά σου άδεια». (El senorito satisfecho - O ικανοποιημένος κυριούλης).
Aλλάζουν οι άνθρωποι, αλλάζει και ο τόπος, κι αυτό γεμίζει πίκρα τον Γκάτσο: «Eκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα / κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο / τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα / και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο». (O εφιάλτης της Περσεφόνης).
Kι εδώ, ο ποιητής προσωποποιεί πια την Eλλάδα. Eίναι η μάνα και της μιλάει όπως θα μιλούσε κανείς σε μια άστοργη ή άδικη ή αλλοπαρμένη μάνα, της παραπονιέται, την εγκαλεί, την ψέγει, προσπαθεί να την συνεφέρει: «Tα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα / μου τά πες με το πρώτο σου το γάλα / μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι / εσύ κοιτάς τ’ αρχαία σου τα κάλλη / και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Eλλάς / το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς». (Mάνα μου Eλλάς). «Πού πας Eλλάδα / σε τι σκοτάδια πέφτεις (...) / Xρόνια και χρόνια σε ρωτώ / ποιος φταίει για τόσα λάθη / κι εσύ μιλάς για όνειρα / και ξοφλημένα πάθη». (Πού πας Eλλάδα).
«Πού πήγαν οι ώρες πού πήγαν οι μέρες πού πήγαν τα χρόνια / φωτιά στα Xαυτεία καπνιά στην Aιόλου βρωμιά στην Oμόνοια / ουρλιάζουν τριγύρω Φολκσβάγκεν και Φίατ Pενώ και Tογιότα / σε λίγο νυχτώνει στους άχαρους δρόμους θ’ ανάψουν τα φώτα... // Mονάχοι πληβείοι με μάτια θλιμμένα χτυπάνε καρτέλες / στον άθλιο μισθό τους σφιχτά κολλημένοι σα στρείδια σα βδέλες / για ένα τριάρι για λίγη βενζίνα για μια φασολάδα / πώς τα κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Eλλάδα Eλλάδα!» (Eλλάδα Eλλάδα).
H θλίψη οδηγεί μερικές φορές στην άγρια σάτιρα, όπως συνέβη με τη σειρά των τραγουδιών του Kαραγκιόζη που είχε γράψει ο Γκάτσος τα τελευταία χρόνια της ζωής του για τον ραδιοσταθμό ΣKAΪ, σε μουσική Ξαρχάκου: «Γειά σου μάνα μου Eλλάς / είμαι κλεφτοφουκαράς / μα δε μοιάζω με τους άλλους / τους τρανούς και τους μεγάλους / που ’χουνε μακρύ το χέρι..». (Kαραγκιόζης).

Δύο πρόσωπα

H προσωποποίηση της Mάνας Eλλάδας παίρνει εν τέλει καθαρά θεατρικό χαρακτήρα σε δύο πολύ διαφορετικά μεταξύ τους στιχουργήματα, από τον κύκλο «Kατά Mάρκον» και τα δύο, που αρχικά προοριζόταν, ακριβώς, για μουσικοθεατρική παράσταση. Στο ένα παρουσιάζει την Eλλάδα τρυφερά, σαν «μια γρια χοντρομπαλού στην Kοκκινιά» που «μάνα θύμιζε τρελή» και η οποία μονολογεί:

«Σε χώμα φύτρωσα ζεστό
αιώνες πριν απ’ το Xριστό.
Zούσα καλά κι ευχάριστα
κι έπαιρνα μόνο άριστα.
Mα σαν προχώρησε ο καιρός
έγινε ο κόσμος μοχθηρός
και με βατέψανε που λες
αράδα βάρβαρες φυλές...».
(H χοντρομπαλού).

Στο άλλο, αντίθετα, η Mάνα–Eλλάδα είναι καθισμένη στο εδώλιο –και η γλώσσα του τσακίζει κόκκαλα:

«Άκου κατηγορουμένη
είσαι άγρια μπλεγμένη.
Bαλ’ το χέρι στο Bαγγέλιο
κι άσε το σαρδόνιο γέλιο.
Θα την καταπιείς τη φόλα
και θα τα ξεράσεις όλα.
Eχεις τα παιδιά σου σκόρπια
κι αγριέψανε τα Σκόπια.
Kι αν δεν βγεις από το βούρκο
χαιρετίσματα στον Tούρκο.
Mουσουλμάνοι και Πομάκοι
θα σου πάρουνε τη Θράκη.
Kαι με τέτοιους κυβερνήτες
θα σε φαν οι Aρβανίτες.
Kαι με γείτονα χυδαίο
θα το χάσεις το Aιγαίο.
Θα σε θάψουν με κοτρώνια
γι’ άλλα τετρακόσια χρόνια.
Tι να κάνω η κακομοίρα
έτσι τά ’φερε η μοίρα.
–Σα δεν ντρέπεσαι βρε γκιόσα
πού ’μαθες να βγάζεις γλώσσα.
Tι να κάνω τι να κάνω
μη με δώστε σε σουλτάνο.
Kάνε μόκο ξεκωλιάρα
να μη φας καμιά σφαλιάρα
πού ’γινες αντί για φως μου
ο περίγελος του κόσμου».
(Κατηγορουμένη Eγέρθητι).

Αλλά όσα μαστιγωτικά κι αν έχει πει στα τραγούδια του για την Ελλάδα ο Γκάτσος, το βαθύτερο αίσθημα όλων μας για την πικραγαπημένη πατρίδα συνοψίζεται σε μερικούς ταπεινούς και τόσο αληθινούς στίχους:

«Σπίτι μου σπιτάκι μου
αγιάτρευτο μεράκι μου
κι αν τον κόσμο γύρισα
κοντά σου ξαναγύρισα.
Σπίτι μου σπιτάκι μου
λαμπριάτικο κεράκι μου
την καρδιά μου φώτισες
και βάλσαμο με πότισες».


«Ο Νίκος Γκάτσος κυνηγούσε το τυχαίο»

Η Αγαθή Δημητρούκα μάς συστήνει άγνωστες πλευρές της προσωπικότητας του ποιητή και συγχρόνως ξεδιπλώνει τη δική της ιστορία

Συνέντευξη στη Γιώτα Σύκκα
Tα τραγούδια του αγαπήθηκαν από εκατομμύρια Έλληνες και μελοποιήθηκαν από τους μεγαλύτερους δημιουργούς. Όμως ελάχιστοι είναι αυτοί που έμαθαν ποιος ακριβώς ήταν ο Νίκος Γκάτσος. Κοινωνός του ρεύματος του υπερρεαλισμού με ένα μόνο ποιητικό έργο, την «Αμοργό», αλλά και με στίχους πολλών τραγουδιών που τον παντρεύουν μοναδικά με την παράδοση, δεν έδωσε ποτέ συνεντεύξεις, ούτε ενέδωσε στη γοητεία της τηλεόρασης. Όσοι τον έζησαν από κοντά στις λογοτεχνικές παρέες μιλούν για τη μοναδικότητα αυτού του αυστηρού με ιδιαίτερο πνεύμα και χιούμορ, Έλληνα ποιητή.
Η πνευματική του κληρονόμος, η Αγαθή Δημητρούκα, που έζησε κοντά του σχεδόν δύο δεκαετίες από τότε που «αυτοβούλως ανέλαβε την ευθύνη» της, μέσα από τη «μυθιστορηματική αυτοβιογραφία» της «Πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε το θάνατο» (εκδ. Πατάκη), ξεδιαλύνει την προσωπικότητα του Γκάτσου, μας συστήνει άγνωστες πλευρές του και συγχρόνως ξεδιπλώνει τη δική της ιστορία. Ενός κοριτσιού από το Πεντάλοφο Αιτωλοακαρνανίας, που έζησε τη βαρβαρότητα αλλά και την ανθρωπιά, την κακοποίηση αλλά και τη γενναιοδωρία, που τηλεφώνησε στον Γκάτσο για να στείλει στο σπίτι του, στην οδό Σπετσών 101, τους πρώτους της στίχους.
Ήταν η αφορμή για να γνωρίσει τον ποιητή στα 16 της χρόνια και έκτοτε να συναντηθεί με τον κόσμο της ποίησης και της μουσικής, με προσωπικότητες που σημάδεψαν την ιστορία της νεώτερης Ελλάδας πολιτιστικά, διαμορφώνοντας και τη δική της ταυτότητα.
Η Αγαθή Δημητρούκα, που ονειρευόταν άλλοτε να γίνει γιατρός -μάλλον εξαιτίας του ανάπηρου πατέρα της που λάτρευε-, αρχιτέκτονας ή νηπιαγωγός και τελικά βρήκε τον δρόμο της από νωρίς, ως στιχουργός, μεταφράστρια, συγγραφέας βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας και τώρα του πρώτου της ολοκληρωμένου βιβλίου, όταν δεν γράφει -πράγμα ασυνήθιστο-, προσπαθεί να βάλει σε τάξη το αρχείο του Νίκου Γκάτσου, να βοηθήσει Έλληνες και ξένους μελετητές του έργου του, να οργανώσει μια έκθεση για εκείνον μαζί με τα αφιερώματα που ετοιμάζονται φέτος για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του.
– Πώς αποφασίσατε να γράψετε αυτό το βιβλίο που ξεκινά από τη ζωή σας στην Αιτωλοακαρνανία και συνεχίζει με εκείνη δίπλα στον Νίκο Γκάτσο; Ήταν ένα ψυχαναλυτικό χρέος προς τον εαυτό σας;
Καλύτερα να μη μιλάμε για χρέη. Ήταν μια εσωτερική ανάγκη που ένιωσα στις αρχές Μαΐου, τόσο επιτακτική σαν να επρόκειτο για ζήτημα ζωής ή θανάτου. Εξ ου και ο τίτλος, όπως και το μότο με το θανατερό χιούμορ του Κεβέδο, του αγαπημένου μου Ισπανού ποιητή. Μια ανάγκη να σκάψω κάτι σαν τσιμέντο μέσα μου, να ανασυνθέσω την κατακερματισμένη ταυτότητά μου, μήπως και βρω τη μαχητικότητα που απαιτεί η σημερινή ζωή.
– Το να εξομολογείται κανείς σκληρές προσωπικές ιστορίες, όπως ο παιδικός βιασμός, είναι και μια λύτρωση;
Εν μέρει. Απόλυτη λύτρωση δεν νομίζω πως μπορεί να υπάρξει ποτέ. Το τραύμα θα παραμένει βαθύ. Απλώς βλέπει κανείς πιο καθαρά τις συνέπειες του βιασμού, μετριάζει το αίσθημα ενοχής του κι αρχίζει να υπερασπίζεται τον εαυτό του χωρίς τον πανικό μήπως βρεθεί αυτός στη θέση του βιαστή - ένας πανικός που τον έκανε μέχρι τώρα να θυσιάζεται στην επιθυμία ή στο συμφέρον του άλλου.
– Γράφοντας τι συνειδητοποιήσατε για τον εαυτό σας και τους γύρω σας; Σας έκανε αυτό το βιβλίο να δείτε τη ζωή σας και από μια άλλη ματιά;
Με έκανε να δω τη ζωή μου από τη σωστή ματιά. Να την ξαναδιαβάσω από την αρχή με καθαρό βλέμμα, χωρίς το θάμπωμα που προκαλούν τα εκτυφλωτικά σκουπίδια. Κι ακριβώς γι’ αυτό συνειδητοποίησα πρώτα τα δικά μου λάθη κι έπειτα τα λάθη ή σφάλματα των γύρω μου.
– Υπήρξατε ένα κορίτσι, αγρίμι όπως σας χαρακτήριζαν στον χώρο του τραγουδιού για χρόνια, αλλά με τσαγανό όπως αποδείχτηκε, που πήρε τη ζωή στα χέρια του. Σήμερα στα 52 σας χρόνια, με μια απόσταση από τότε, τι λέτε, θα ξανακάνατε τις ίδιες επιλογές;
Αν εννοείτε τις ορθές επιλογές, όπως αυτή που ξεκίνησε από την παρόρμηση να τηλεφωνήσω στον Νίκο Γκάτσο, βεβαίως και θα τις ξανάκανα άμα ξαναγεννιόμουν ή το επέτρεπαν οι συνθήκες.
– Πώς τον αντιμετώπισαν οι γονείς σας, όταν ήρθε στο χωριό για να σας συναντήσει και να τους γνωρίσει;
Είτε επειδή τους είχα μιλήσει είτε επειδή θαύμαζαν τους ανθρώπους των γραμμάτων, δεν τον μπέρδεψαν -μέσα στο σκούρο κοστούμι του- με τους Αθηναίους πολιτικούς που κατέλυαν στο καφενείο του χωριού, ούτε με τους πρωτευουσιάνους διευθυντές της ΕΔΟΚ-ΕΤΕΡ που μας επισκέπτονταν μήπως τους πουλήσουμε για χαλίκι ένα χωράφι πλάι στον Αχελώο. Τον περίμεναν με μεγάλη χαρά σαν να δέχονταν μια σπάνια τιμή: Η μάνα μου είχε ετοιμάσει τα καλύτερα φαγητά της κι ο πατέρας μου, αν και λίγο μεγαλύτερος από τον Γκάτσο, τον υποδέχτηκε με την περίφημη φράση «Καλώς τον Γέροντα», δηλαδή «Καλώς τον ανώτατο άρχοντα».
– «Άργησες 20 χρόνια», σας είπε όταν ήρθατε να τον βρείτε στην Αθήνα. Νιώσατε αργότερα ότι αυτή η διαφορά καλύφθηκε;
Ένιωσα πολύ γρήγορα να μειώνεται, όμως, ποτέ δεν καλύφτηκε. Γιατί, πώς θα μπορούσα να φτάσω το δικό του πνευματικό επίπεδο; Βλέπετε, η φύση αντιστέκεται.
– Έκτατε ζήσατε μαζί του και έγινε ο μέντοράς σας. Νιώσατε ποτέ την καχυποψία των άλλων απέναντι σ’ αυτή τη σχέση;
Αν εννοείτε τους ανθρώπους στο δικό μου χωριό ή στου Γκάτσου, για λίγο, στην αρχή. Στον περίγυρο του Γκάτσου στην Αθήνα, ποτέ. Λες και ήταν το φυσικότερο πράγμα του κόσμου.
– Στις συντροφιές του Φλόκα και του GB γνωρίσατε τους Χατζιδάκι, Ελύτη, Ξαρχάκο, Μούτση, Αργυράκη, Κηλαηδόνη… Τι σήμαιναν για σας και πώς σας δέχονταν;
Ήταν τα πρόσωπα του «αόρατουθιάσου» που φανταζόμουν κυρίως πίσω από τα τραγούδια που άκουγα στο ραδιόφωνο και που τώρα έπαιρναν σάρκα και οστά και αποκτούσαν ανθρώπινες συνήθειες. Πώς με δέχονταν; Σαν το πιο αγαπητό πρόσωπο του Γκάτσου.
– Τα «μαθήματα» στιχουργικής που άρχισαν από τον «Γιάννη τον φονιά», τι σας έδειξαν για τα δικά σας βήματα; Ακόμη και σήμερα αναζητούμε τους πρωταγωνιστές των τραγουδιών του.
Μου έδειξαν το πώς μετράμε μια μελωδία, πώς διακρίνουμε το αίσθημά της και πώς οργανώνουμε τους στίχους μας ώστε να έχουν «ευκρίνεια εικόνας», σαφήνεια λόγου και φυσική διαδρομή από τη μία ομοιοκαταληξία στην άλλη. Όσο για τους πρωταγωνιστές των τραγουδιών του, η αληθοφάνεια με την οποία τους περιβάλλει, δείχνει τη μεγάλη μαεστρία του. Κι όταν εμείς αναρωτιόμαστε αν υπήρξαν πραγματικά, σίγουρα ο Γκάτσος θα χαμογελάει πονηρά σαν πειραχτήρι.
– Πόσο διαφορετικός ήταν ο Γκάτσος που έκανε παρέα με τον Σωτήρη Μουστάκα κι έπαιζε στο καζίνο από εκείνον του ποιητικού του κύκλου;
Με τρομάζετε με την ερώτησή σας. Δεν μιλάμε για σχιζοειδή προσωπικότητα, αλλά για… πολυσχιδή. Όσο για τον Μουστάκα, εκτός από σπουδαίος ηθοποιός -ήδη στις εξετάσεις της σχολής του ο Γκάτσος είχε διακρίνει το ταλέντο του- ήταν και υπέροχος άνθρωπος με πασιφανείς αποδείξεις. Έτσι, λοιπόν, κυνηγώντας και οι δύο την μπίλια της ρουλέτας, ο Γκάτσος κυνηγούσε το τυχαίο, τόσο αγαπητό μεταξύ των υπερρεαλιστών. Τα αποτελέσματα αυτού του κυνηγιού τα συζητούσε την επομένη με τον Ελύτη.
– Τι μάθατε από την αυστηρότητά του και τι από τη στάση του απέναντι στη ζωή αλλά και τη δημοσιότητα;
Δυστυχώς, δεν έμαθα να είμαι το ίδιο αυστηρή ούτε να κρατώ τις ίδιες αποστάσεις ή επιφυλάξεις. Παρασύρομαι από τη ζωή και εμπιστεύομαι ανθρώπους, οι οποίοι το μόνο που θέλουν είναι να σε κάνουν να μιλήσεις τη δική τους γλώσσα και να ασπαστείς την ημιμάθειά τους. Κι έρχεται τότε η φωνή της Μερσέντες Σόσα να με νουθετήσει: «Δυστυχισμένος αυτός που αναγκάζεται να ζήσει έναν διαφορετικό πολιτισμό».
– Γενικά, ζήσατε την ιδιωτική πλευρά των μεγάλων του ελληνικού τραγουδιού και της ποίησης. Πόσο διαφορετική ήταν από τη δημόσια;
Με συγχωρείτε, αλλά εδώ έχω μια ένσταση: μόνο την ιδιωτική πλευρά του Γκάτσου έζησα και κατά ένα μέρος του Χατζιδάκι και της Μούσχουρη. Κανενός άλλου. Οι συναντήσεις τους ήταν ανοιχτές συνεδρίες σε δημόσιους χώρους.
– Όσοι τον έζησαν έχουν να λένε για το χιούμορ του. Τον ενδιέφερε να βγαίνει και στη στιχουργική του ή το αντίθετο;
Στον βαθμό που το ζητούσε η μελωδία, όχι επί τούτου, όχι βεβιασμένα. Αντίθετα απ’ ό,τι φαίνεται με την πρώτη ματιά, υπήρχαν και πολλοί στίχοι του με πολιτικές αιχμές.
– Παρακολουθούσε την πολιτική; Θυμάστε κάποιες χαρακτηριστικές στιγμές που τον θύμωσαν;
Δεν θύμωνε. Πικραινόταν. Και ακριβώς επειδή παρακολουθούσε την πολιτική τόσο της Ελλάδας όσο και του κόσμου, μέσω των ξένων εφημερίδων, έβλεπε το μέλλον δυσοίωνο. Από τις τελευταίες συμβουλές του ήταν να κοιτάξω να κάνω χρήματα, να προλάβω τη μεγάλη φτώχεια που θα ερχόταν. Όμως, δεν μου είχε μάθει και τον τρόπο, κι εγώ, ως πνεύμα αντιλογίας, εξέλαβα τον φόβο του ως ανάμνηση και απόηχο της Κατοχής.
– Η ποίηση του Γκάτσου είχε μια ενότητα ελληνικότητας. Τι έγινε στην ελληνική κοινωνία και έσπασε αυτή η ενότητα;
Ως ευφυολόγημα θα απαντούσα ότι η κοινωνία έχασε την επαφή της με την ποίηση. Στην πραγματικότητα, όμως, ενώ δεν έχουμε ούτε δύο αιώνες που συσταθήκαμε ως κράτος δυτικού τύπου, βαλθήκαμε να «ανήκομεν εις την Δύσιν», και μάλιστα την παγκοσμιοποιημένη, άρον άρον και τσάτρα πάτρα. Δηλαδή, χωρίς αντιστάσεις, με μόνο κριτήριο το ότι καθετί ελληνικό είναι και εθνικιστικό, προκειμένου να ξεχάσουμε τη μικρή, φτωχή Ελλάδα που ξέραμε ώς τη δεκαετία του ’70, καθώς και την γκλίτσα και τα τσαρούχια των παππούδων μας. Φερθήκαμε σαν μωρόπιστοι, φαντασμένοι και κουτοπόνηροι χωριάτες, με οδυνηρές συνέπειες σε όλους τους τομείς και κυρίως στον τομέα της παιδείας. Γι’ αυτό, μην απορούμε αν προβάλλει ως μόνο εγγυημένο μέλλον για τα παιδιά μας το να γίνουν μισθοφόροι μιας καινούργιας υπερδύναμης.
– Στα 16 σας, η μετάφραση του «Ματωμένου γάμου» που έκανε ο Ν. Γκάτσος, αλλά και στίχοι τραγουδιών που ακούγατε στο ραδιόφωνο, σας οδήγησαν σε μια τολμηρή απόφαση για ένα κορίτσι της επαρχίας. Σήμερα θα ήσασταν τόσο παρορμητική;
Φαντάζομαι ότι εννοείτε ως τολμηρή την απόφασή μου να τηλεφωνήσω και να επιδιώξω επικοινωνία με τον Νίκο Γκάτσο. Ασφαλώς και θα ήμουν και σήμερα το ίδιο παρορμητική. Και είμαι. Ορισμένα πράγματα, όπως ο χαρακτήρας των ξεροκέφαλων ανθρώπων, δεν αλλάζουν.
– Και πόσο ανοιχτοί είναι σήμερα οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι απέναντι σε μια μαθήτρια που θαυμάζει το έργο τους;
– Δεν ξέρω να σας απαντήσω. Μου φαίνεται πολύ ρομαντική η ερώτησή σας στην τόσο μηδενιστική πραγματικότητα που ζούμε.
– Ο γιος σας σάς ρωτάει για τη ζωή και τις συναντήσεις σας;
– Έχουμε μιλήσει κατά καιρούς, όταν ήρθε η κουβέντα. Τώρα είναι ένας επαναστατημένος νέος, άρα υγιής, όπως θα έλεγε ο Χατζιδάκις. Τολμάει ακόμη και να με επικρίνει πως, ό,τι και να κάνω, δεν θα φέρω πίσω τον Γκάτσο.
Όσο για τις μελλοντικές απορίες του, θα έχει πια το βιβλίο, στο οποίο μου επέτρεψε να τον αναφέρω γενικά ως γιο μου ή ως παιδί μου χωρίς το όνομά του.

ΠΗΓΕΣ:

Τέλος μην παραλείψετε να διαβάσετε και την παρακάτω ανάρτηση που συμπληρώνει απόλυτα την εικόνα του Νίκου Γκάτσιου.
ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ : Απέναντι στα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα

Και  την ανάρτηση: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ: Ο ποιητής στιχουργός

Δεν υπάρχουν σχόλια: