Η
ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΔΥΟ ΑΧΩΡΙΣΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
Βασίλης
Βασιλικός: Ο φίλος μου ο Μένης
Η
ζωή μας είναι λίγη, Μένη. Πολύ λίγη. Και κάθε μέρα λιγοστεύει. Βιάσου λοιπόν να
πεις αυτό που έχεις μέσα σου, αυτό που σε κλωθογυρίζει τόσα χρόνια. Βιάσου να
το πεις μ' έναν τρόπο ολότελα δικό σου, ξεχνώντας ό,τι διάβασες, άκουσες, ή σου
είπαν.
Η Τέχνη μάς θέλει γυμνούς,
γιατί μόνο μες στη γύμνια μας είμαστε ξεχωριστοί ο ένας απ' τον άλλον. Τα
ρούχα, οι μόδες, μας εξομοιώνουν τραγικά. Και όσοι κατόρθωσαν να πούνε κάτι σ'
αυτόν τον παράλογο κόσμο, ήταν αυτοί που δεν είχαν χάσει την παιδική τους
αφέλεια, μια κάποια αυθορμησία που πάντα πρέπει να υπάρχει» (15 Ιανουαρίου
1960).
Ξεκίνησαν να αλληλογραφούν
πριν από εξήντα χρόνια. Το 1954. Τότε γνωρίστηκαν. Επιμένει ο Βασίλης
Βασιλικός: “Πάω να δω τον Μάνο το '54 και βγαίνει ένας ναύτης απ' την κουζίνα
με τη μαμά του Μάνου. Όμορφος τσαρουχικός ναύτης, και με αγριοκοίταξε, ο Μένης.
Αλλά μόλις μαθαίνω ότι έχει το ίδιο πάθος με μένα για το γράψιμο, εκεί
κολλήσαμε. Βέβαια, ο Μένης ισχυριζόταν ότι γνωριστήκαμε στο πατάρι του
Πικαντίλι”.
Στην παρουσίαση της
νεανικής αλληλογραφίας τους, «Νεανική αλληλογραφία 1954-1960» από τις εκδόσεις
«Τόπος», μόλις τρεις μέρες πριν από την απίστευτη δολοφονία του Μένη
Κουμανταρέα, πείραζαν ο ένας τον άλλον για την αμφιλεγόμενη πρώτη συνάντηση: “Πάντως
είμαι σίγουρος 1.000%” επέμενε ο Βασίλης Βασιλικός, “κι εγώ τ' ορκίζομαι”, ο
Μένης.
«Πάω
να δω τον Χατζιδάκι το ‘54 και βγαίνει ένας ναύτης απ’ την κουζίνα με τη μαμά
του Μάνου. Δεξιά, μερικές από τις 46 επιστολές που αντάλλαξαν.
Η
παρέα της Αθήνας
“Εγώ ήμουν στη
Θεσσαλονίκη, ο Μένης ήταν ήδη φίλος με τον Μάνο. Ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος
ήταν η παρέα του, τους έβλεπε κάθε μέρα. Εμένα, από τη Θεσσαλονίκη, το
επαρχιωτόπουλο που κατέβαινε στην Αθήνα, με έβλεπαν δυο φορές τον χρόνο”,
θυμάται ο Βασίλης Βασιλικός. “Δηλαδή, η Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή δεν
μπορείτε να φανταστείτε τι ήταν! Έλειπαν όλοι οι προοδευτικοί, εξορία ή στο
εξωτερικό, κι υπήρχε ένα κλίμα λογοτεχνικό το οποίο με καταπίεζε αφάνταστα. Με
εξαίρεση τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου. Κι όταν γνώρισα τον Μένη στο σπίτι του
Χατζιδάκι, γνώρισα επιτέλους κάποιο νέο παιδί πανέμορφο το οποίο απασχολούσαν
τα ίδια πράγματα που απασχολούσαν κι εμένα. Ο Μάνος δεν ασχολιόταν με το δικό
μας αντικείμενο, που ήταν η γραφή, και εκεί κολλήσαμε με τον Μένη. Ακριβώς
επειδή είχαμε τα ίδια ενδιαφέροντα για τη λογοτεχνία”.
Η φιλία τους, για έξι
χρόνια, διασώζει τον τρόπο που έβλεπαν ανθρώπους, βιβλία, συγγραφείς, την ίδια
την εποχή. Προοιωνίζοντας εκείνο το μεγάλο που και οι δύο θα γίνονταν στην
πορεία: δύο από τους πιο σημαντικούς μεταπολεμικούς συγγραφείς. “Δεν έχει
ξανασυμβεί δυο συγγραφείς να βγάζουν την αλληλογραφία τους, να παρίστανται στην
έκδοση της αλληλογραφίας τους και να είναι το ίδιο αγαπημένοι όσο στην αρχή.
Αυτό δεν έχει ξανασυμβεί. Οι αλληλογραφίες βγαίνουν μετά θάνατον”, είχε πει
προφητικά σχεδόν ο Βασίλης Βασιλικός σε μια παρουσίαση που, ποιος θα το
πίστευε, πως θα ήταν και η τελευταία εμφάνιση για τον Μένη Κουμανταρέα: “Επειδή
εγώ μισώ οτιδήποτε θα συμβεί μετά θάνατον, θέλω όλα τα πράγματα να συμβούν εν
ζωή για να μπορέσω να τα χαρώ. Γιατί το τι θα πούμε μετά δεν με ενδιαφέρει. Έτσι
βρισκόμαστε μπροστά σε αυτή την παγκόσμια πρωτοτυπία: δυο συγγραφείς που
αλληλογράφησαν να είναι παρόντες και να μιλιούνται και να αγαπούν ο ένας τον
άλλον”.
Χριστούγεννα
με τον Βασίλη Βασιλικό (αριστερά), τον Μένη Κουμανταρέα και μια κοινή φίλη,
στην πλατεία Αριστοτέλους το 1956.
Του το υπενθυμίζω και
συγκινείται. Από τον Μένη Κουμανταρέα κι αυτή την παρέα έχει να θυμάται πολλά.
Τη γενναιοδωρία, πρώτα απ' όλα, του ίδιου του Μένη: “Όταν γύρισα από την
Αμερική και έβγαλα το βιβλίο μου, στο πρώτο είχα λεφτά, δούλευα ως βοηθός
σκηνοθέτη, μιλάμε για το '61, στο τρίτο δεν είχα! Ο Μάνος είχε γράψει τότε το «Ποτέ
την Κυριακή»· πάω, λοιπόν, στον επί της ζωής του άρχοντα και του
λέω, “σε παρακαλώ, πες του Μάνου”. Φυσικά, δεν ξέρω αν το 'μαθε ή όχι ο Μάνος.
Αυτό που ξέρω είναι ότι ο Μένης πήρε δύο μισθούς προκαταβολικά, μού 'δωσε τα
λεφτά και έτσι βγήκε η τριλογία ολόκληρη που το '61 και το '62 πήρε το βραβείο”.
Το χρονικό της φιλίας τους
καταγεγραμμένο πια μέσα σε 46 επιστολές, 28 του Βασίλη Βασιλικού και 18 του
Μένη Κουμανταρέα. Μέσα από κάρτες, κριτικές, απόψεις, προσωπικά, και
χαρτοπετσέτες με χαιρετίσματα απ' όλους: Μένης, Μάνος, Γκάτσος, Κούνδουρος,
Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Καίη Τσιτσέλη. “Σε
νοσταλγούμε, σε αγαπούμε”
με τις υπογραφές τους. Το αποτέλεσμα αυτής της φιλίας και εκείνης της
αλληλογραφίας, ένα σπάνιο ντοκουμέντο. Επιστολές τρυφερές, εξομολογητικές, με
το κοινό πάθος τους πάντα για τη δημιουργία. Με κριτικές, πολλές φορές,
αυστηρές, “ο Μένης μού κάνει μια αυστηρή κριτική, είχα εκδώσει τότε τα «Θύματα
ειρήνης»”. Αλλά προσθέτει αμέσως μετά “όμως, αυτή η περιγραφή είναι
καταπληκτική”, δηλαδή, σε τσιμπάει κι αμέσως σου βάζει εκεί το κατάπλασμα για
να μην πονάει”.
Το
στέκι στην Πανεπιστημίου
Βασίλης Βασιλικός, λοιπόν,
και Μένης Κουμανταρέας. Ο μεν γεννημένος στη Θάσο το 1934, ο δε στην Αθήνα το
1931. Γιος δικηγόρου ο μεν, γιος τραπεζίτη και χρηματιστή ο άλλος. Με
γυμνασιακές σπουδές στο κολλέγιο Ανατόλια στη Θεσσαλονίκη και σπουδές Νομικής ο
πρώτος, απόφοιτος πρότυπου λυκείου Αθηνών και σπουδές Νομικής και Φιλοσοφικής που
δεν τέλειωσε ποτέ ο δεύτερος, όπως θα επισημάνει ο Αριστοτέλης Σαΐνης. “Στην
Αθήνα του '54, σουλατσάρουν ως φερέλπιδες συγγραφείς ανάμεσα στους μεγάλους της
καλλιτεχνικής συντροφιάς που συγκεντρώνεται στο Πικαντίλι της Πανεπιστημίου.
Εκεί όπου δεσπόζουν οι ηγετικές μορφές του Γκάτσου και του Χατζιδάκι. Ο πρώτος
με πλούσια καστανά μαλλιά, γυαλιά μυωπίας και έντονη προφορά του ρο, μόλις έχει
φτάσει από τη Θεσσαλονίκη. Συμμετέχει στη συζήτηση, γελάει και σοβαρεύει
απότομα, καπνίζει μανιωδώς. Το πρώτο του βιβλίο έχει προκαλέσει εντύπωση. Δίπλα
του σιωπηλός, λεπτός και ντελικάτος ο δεύτερος, ναύτης με σκαστή άδεια από τη
βάση του Βοτανικού. Γράφει κι αυτός αλλά ακόμα δεν έχει δημοσιεύσει”.
“Αγαπητέ Βασίλη,
φαντάζομαι πως το γράμμα μου σε αιφνιδιάζει”, το πρώτο γράμμα 22 Ιουλίου 1954,
του Μένη. Συνδετικός κρίκος, τι άλλο; Φυσικά η λογοτεχνία: “Στο κάτω κάτω, οι
άλλοι στο τραπέζι μας ανήκουν σε άλλη γενιά. Εμείς τώρα κάνουμε τη δική μας”,
σχολιάζει χρόνια μετά στο βιβλίο του «Η μέρα για τα γραπτά και η νύχτα για το
σώμα» ο Μένης Κουμανταρέας. Και ο Βασιλικός από την άλλη στην αυτοβιογραφία του
συμπληρώνει το χρονικό της φιλίας τους με πλούσιες αναφορές “στον πιο στενό
φίλο εκείνης της εποχής” («Μνήμη από μελάνι»).
Στην αλληλογραφία τους
υπάρχουν και μεγάλα κενά: «Γράμματα χάνονται ή καθυστερούν, υποσχέσεις
αθετούνται. Μεσολαβούν διαστήματα με συναντήσεις, ταξίδια στη Θεσσαλονίκη,
κάθοδος στην Αθήνα, διαβάζω τα χρήματα που του γράφω ότι θα χρειαστεί, μάλλον
δεν είχα πάρει είδηση την υποτίμηση της δραχμής» σχολιάζει ο Βασίλης Βασιλικός
εκ των υστέρων εκείνη την εποχή. Και θυμάται «επιτάφιο» που δεν πρόφτασαν
επειδή «επί δύο ώρες συζητούσαμε σε ποιον επιτάφιο θα πάμε! Ήταν και ο Ζαν Ζενέ
τότε. Ο Ελύτης -όχι απ' εδώ να πάμε απ' εκεί- και ο Γιώργος Βασιλειάδης -να πάμε
από κει-. Έτσι τελειώσανε οι επιτάφιοι κι εμείς ακόμα να διαφωνούμε σε ποιον
επιτάφιο θα πάμε».
Στην πορεία της φιλίας
τους κάποτε το τηλέφωνο αντικαθιστά τη γραπτή επαφή. Οι αναγνωστικές
προτιμήσεις τους, όμως, οι διαφορετικές διαδρομές και η φίλια τους πάντα εκεί.
Ο Κουμανταρέας να «βράζει» μεταφορικά και κυριολεκτικά στην Αθήνα: «Βρίσκομαι
σε μια κατάσταση υπνοβασίας ανάμεσα στη ζέστη και στη ρουτίνα» Μένης, 1954. Κι
ο Βασιλικός «να λιάζεται στην εξοχή ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς πάνω σε τρεις
καρέκλες». Βασίλης, 1954.
«Από τη μια ο Βασίλης,
έγκλειστος σε μια κρύα φοιτητική κάμαρα στη Θεσσαλονίκη, μετά έφεδρος
αξιωματικός, οργισμένος νέος τέλος, στην Αμερική του '59. Από την άλλη ο Μένης,
ναύτης αρχικά, -άσωτος υιός- όπως λέει ο ίδιος στη νυχτερινή Αθήνα, υπάλληλος,
τέλος, σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες. Συχνά-πυκνά μπαινοβγαίνει στα
νοσοκομεία εξαιτίας της λεπτεπίλεπτης υγείας του. Ο Βασίλης στην πιο
δημιουργική φάση της καριέρας του γράφει και δημοσιεύει συνεχώς. Ο Μένης
διαβάζει Τσιτσέλη, Τσβάιχ και Καζαντζάκη. Πρωτοδιαβάζει Κάφκα και Καμί
ενθουσιασμένος και ακούει συνέχεια κλασική μουσική» επισημαίνει ο Αριστοτέλης
Σαΐνης. Και ο Βασίλης Βασιλικός: «Ο Μένης ήταν πάντα της κλασικής μουσικής, τον
θυμάμαι νεαρό να ξυρίζεται σπίτι του ακούγοντας όπερα».
«Η αποδοχή διαφαίνεται
ολοφάνερα μέσα από τις γραμμές ή στην αποδοχή της κριτικής ματιάς του άλλου. Η
ειλικρίνεια και η εμπιστοσύνη».
Ο Βασιλικός τον προτρέπει
ενθουσιασμένος να διαβάσει Ζιντ, Μπέκετ και Σαρτρ. Να τολμήσει να δημοσιεύσει
επιτέλους: “Εστειλες το διήγημα στον «Κρίκο»; Τι καινούργιους δίσκους αγόρασες;
Πώς πάει το ραδιόφωνό σου; Οι -αμαρτωλές- σου νύχτες πληθαίνουν με τον οργασμό
της άνοιξης; Τι γίνεται ο Γκάτσος; Πότε θα του πάρεις συνέντευξη;” (11 Μαΐου,
1956).
“Πάντως, εγώ είμαι πολύ
χαρούμενος που παρουσιάσαμε το βιβλίο με τον Μένη, που είμαστε και οι δύο καλά
και που είπαμε αυτά που είπαμε, διότι μου έφυγε κι εκείνο το άγχος του ότι θα
μιλάνε άλλοι για μας, τώρα μιλάμε εμείς για τους εαυτούς μας”, θα δηλώσει στην
παρουσίαση. Επιμένοντας στην αμφιλεγόμενη πρώτη συνάντηση και ποιος αμφισβήτησε
ποιον, αναφερόμενοι κι οι δύο στα δύσκολα γράμματα του Βασιλικού “εμένα μου λες
τι τραβούσα να σε διαβάσω;” ο Μένης.
Τα τελευταία τους γράμματα
το 1960 και όταν ο Βασιλικός ήταν με τη Μιμή, την πρώτη γυναίκα του, στην
Αμερική: “Πριν μπω σ' αυτά που έχω να σου πω για τον «Χαμένο Ουρανό», ο λόγος
που σου έγραψα παραπάνω ότι δεν χάρηκα με το γράμμα σου είναι, όπως
καταλαβαίνεις, τα νέα σου ότι επέστρεψες στο σπίτι σου το πατρικό. Θα υπάρχουν
όμως αναμφισβήτητα σοβαροί λόγοι για να κάνεις αυτό το βήμα προς τα πίσω, ενώ
όλοι περιμέναμε να κάνεις ένα βήμα πιο μπροστά. Τέλος πάντων, από το γράμμα σου
δεν φαίνεσαι κι εσύ πολύ πεπεισμένος για την ορθότητα αυτής σου της απόφασης κι
έτσι περιττό να επιμένεις. Ίσως είναι μια λύση πρόσκαιρη αυτή, ένα ημίμετρο που
οικονομικές συνθήκες σε ανάγκασαν να πάρεις. Πρόσεξε, όμως, γιατί, όπως μου
γράφεις και στα γράμματά σου, τα χρόνια περνούν και δεν μικραίνεις, όπως λες,
αλλά υποχρεώνεσαι να μεγαλώνεις. Είναι πάντως απίστευτο το πόσο παιδί μπόρεσες
να μείνεις σε μερικά πράγματα - όσο κι αν ωρίμασες σε άλλα. Γράψε μου πώς
περνάς στο καινούργιο σου δωμάτιο, που δεν το ξέρω. Ελπίζω να το κρατήσεις αγνό
κι αμόλυντο και να το γεμίσεις με έργα δικά σου. Και τώρα ας έρθουμε στα
ποιήματα. Έχω πολλά να σου πω. «Ο Χαμένος Ουρανός» είναι αναμφισβήτητα η πιο
ολοκληρωμένη δουλειά σου» (Νέα Υόρκη, 13 Ιουνίου 1960, Βασίλης Βασιλικός).
Τον ρώτησε και στην
παρουσίαση κι εκείνος γέλασε: “Αλήθεια, τι απόγινε εκείνος «Ο Χαμένος Ουρανός»”;
ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ
elgika@pegasus.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου