Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Γουρουνίσιες ιστορίες ...... παντός τύπου





Γουρουνίσιες ιστορίες
Χοίρος ο παρεξηγημένος
Ο Μάρβιν Χάρις, ένας από τους σημαντικότερους, αλλά συγχρόνως και τους πιο αμφιλεγόμενους, ανθρωπολόγους του 20ου αι., έγραφε ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: τους «γουρουνόφιλους» (pig lovers) και τους «γουρουνοφοβίκους» (pighaters). To έκανε ορμώμενος από το ότι οι δυο από τις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες -ο ιουδαϊσμός και ο μωαμεθανισμός- απαγορεύουν ρητά στους πιστούς τους την κατανάλωση χοίρινου κρέατος. Ο Χάρις διατύπωνε τη θεωρία ότι η συγκεκριμένη παράδοση διατηρείται επειδή έχει μόνο συμβολική αξία και ο αποκλειστικός ρόλος της είναι να συμβάλει στη συγκρότηση και τη συντήρηση μιας θρησκευτικής (και άρα πολιτισμικής) ταυτότητας.
Το θετικό με τις γουρουνοφοβικές θρησκείες είναι ότι κρατούν μια σταθερή στάση απέναντι στο ζώο. Αντίθετα, στις περισσότερες γουρουνόφιλες κουλτούρες διακρίνει κανείς μια εντυπωσιακή παλινδρόμηση σε σχέση με το ζήτημα. Στο χριστιανισμό, για παράδειγμα, στο κατά Ματθαίον, αίρεται η εβραϊκή απαγόρευση για το χοιρινό κρέας (κεφ.ιε', 11), αλλά συγχρόνως ο ίδιος Ευαγγελιστής (κεφ. η', 28-34), όπως και ο Μάρκος (κεφ. ε', 1 -20), μας πληροφορούν ότι ο χοίρος έχει δεχτεί εντός του δαίμονες.


Καταδικαστική απόφαση
Στο Παρίσι του 12ου αι. -και στις περισσότερες πόλεις της Ευρώπης καθ' όλο τον Μεσαίωνα- οι χοίροι εκτελούσαν χρέη «σκουπιδιάρηδων»: Κυκλοφορούσαν ελεύθεροι και ανεξέλεγκτοι παντού, τρώγοντας ό,τι κατέληγε ως σκουπίδι στους δρόμους. Κάποια στιγμή όμως, και εξαιτίας ενός γουρουνιού που τρόμαξε το άλογο του, ο διάδοχος του γαλλικού θρόνου έπεσε και σκοτώθηκε. Η δυναστεία των Καπέτων δέχτηκε τεράστιο πλήγμα από ένα ανυποψίαστο ζωάκι, το οποίο όλοι ονόμαζαν-και με βασιλικό διάταγμα πια- «porcus diabolicus», δηλαδή διαβολικό γουρούνι.
Γενικότερα, η δαιμονοποίηση του γουρουνιού στη Δύση παραμένει σταθερή σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα και ο απόηχός της γίνεται αισθητός για αρκετούς αιώνες μετά. Κι αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι πρόκειται για το ζώο που καταναλώνεται περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο και από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ο κόσμος είναι πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει άλλη εξήγηση: επειδή το γουρούνι έχει συνέχεια το βλέμμα του στραμμένο στη γη και δεν κοιτάζει ποτέ στον ουρανό όπου κατοικεί ο θεός, επειδή κυλιέται στις λάσπες, επειδή τρώει ακόμα και περιττώματα κι επειδή την ώρα που το σφάζουν βγάζει εκείνο τον τρομερό ολολυγμό, που αγγίζει τα 115 ντεσιμπέλ, δεν θα μπορούσε παρά να είναι υποχείριο του διαβόλου. Στις διαβόητες δίκες ζώων (μόνο οι καταγεγραμμένες από αυτές αγγίζουν τις 100 σε διάστημα 3 αιώνων), εννιά φορές στις δέκα ο κατηγορούμενος ήταν γουρούνι.

Pax Romana
Απ' όλα τα γένη και του ς πολιτισμούς της Γης την πιο «ασύμπλεκτη» σχέση με τα γουρούνια την ανέπτυξαν οι Ρωμαίοι. Ήταν το ζώο που κατά κανόνα πρόσφεραν στους θεούς τους, και πολύ συχνά οι αρχαιολόγοι τυχαίνει να επιβεβαιώνουν τον «εκρωμαϊσμό » μιας περιοχής, βάσει των υπολειμμάτων οστών χοίρων που εντοπίζουν σε θυσιαστήρια. Οι Ρωμαίοι ήταν οι πρώτοι που επέδειξαν αξιομνημόνευτη έφεση στο να μαγειρεύουντο χοιρινό κρέας με πολλούς και ευφάνταστους τρόπους. Όπως επίσης και να τρώνε κάθε μέρος του σώματος του ζώου, ακόμα κι εκείνα που σήμερα δεν θα μας άνοιγαν εύκολα την όρεξη. Για παράδειγμα, ο Πλίνιος περιγράφει εκτενώς δύο εδέσματα, έκτων οποίων το ένα παρασκευάζεται με θηλές και το άλλο με αιδοία χοίρων.
Η σφαγή του χοίρου στην αρχαία Ρώμη, κατά την περίοδο της γιορτής των Σατουρναλίων (που ήταν ο εορτασμός του χειμερινού ηλιοστασίου, το Δεκέμβριο), διατηρείται σαν ζωντανή παράδοση σε όλη την αγροτική Ευρώπη και την Ελλάδα και έχει πια συνδεθεί με τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Επιπλέον, παντού καταλήγει σε μια χαρούμενη οικογενειακή γιορτή στην οποία συμμετέχουν συγγενείς και φίλοι. Το αρχαίο τελετουργικό στοιχείο που παραμένει απαράλλακτο ανά τους αιώνες είναι εκείνη η τομή με το μαχαίρι στον ανασηκωμένο λαιμό του ζώου, που κάνει το αίμα του να αναπηδήσει. Αυτή η εκτίναξη αίματος ως σύμβολο προσφοράς είναι κάτι που μπορεί να παρατηρήσει κανείς και σήμερα στα χωριά, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Κεντρική Ευρώπη, αλλά και στη χώρα μας (π.χ. στην Κρήτη). Πρόκειται για μια πρακτική που στις μέρες μας δεν έχει πια αντίκρισμα (αφού δεν υφίστανται βωμοί για να «λουστούν» με αίμα), αλλά επαναλαμβάνεται κάθε φορά στο λυκόφως μιας ασυναίσθητης συμβολικής αξίας.
Η περίοδος κύησης μιας χοιρομητέρας είναι 113 έως 116 ημέρες. Με άλλα λόγια, διαρκεί 3 μήνες, 3 εβδομάδες και 3 ημέρες. Αυτή η τριπλή εμφάνιση του αριθμού 3 γοήτευε τον άνθρωπο στο αρχαίο και μεσαιωνικό δεισιδαίμον παρελθόν του. Τη θεωρούσε εξαιρετικά γουρλίδικη, και έτσι η παγανιστική Ευρώπη συνέδεσε τα γουρούνια με την καλή τύχη και τη γονιμότητα. Το γουρούνι ως γούρι έβρισκε πάντα (και βρίσκει) ιδιαίτερη απήχηση στον γερμανικό κόσμο. Την περίοδο των εορτών στη Γερμανία διατίθενται παντού μικροσκοπικά γουρουνάκια ή γουρουνάκια που αγκαλιάζουν ένα πφένιχ (την παλαιά μικρότερη υποδιαίρεση του γερμανικού μάρκου) αλλά και ζαχαρωτά με τη μορφή γουρουνιού, καθώς και πολλά άλλα παραφερνάλια, τα οποία προσφέρονται ως γούρι, όπως εδώ η πρωτοχρονιάτικη κρεμμυδα ή το ρόδι. Επιπλέον, οι Γερμανοί, όταν θέλουν να πουν «καλή τύχη», χρησιμοποιούν την έκφραση «schweinhaben» -που σημαίνει: «να έχεις γουρούνι».
Αν έπρεπε κάποιος να ορίσει έναν «χρυσό αιώνα γουρουνοφιλίας», αυτός αναμφισβήτητα θα τοποθετούνταν στην περίοδο της Belle Epoque, δηλαδή από τα τέλη του 19ου αι. και μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το γουρούνι υπήρξε τότε πιο «darling» από ποτέ - αυτό που σήμερα θα λέγαμε ένα «εικόνισμα» της ποπ κουλτούρας της εποχής. Ο κόσμος έστελνε καρτ ποστάλ με γουρουνάκια, χάριζε μπιμπελό και κουκλάκια με τη μορφή τους, και με δυο λόγια επικρατούσε μια «τρέλα για γουρούνια».


Δόξα στην Αμερική
Η πιο πρόσφατη περίοδος που τα γουρούνια «ήρθαν ξανά στη μόδα» ήταν η δεκαετία του 1990, κατά την οποία στις ΗΠΑ εμφανίστηκε η τάση να γίνεται το γουρούνι «ζώο συντροφιάς». Ήταν η εποχή που ο κόσμος ανακάλυπτε με δέος ότι δεν πρόκειται για βρώμικο ζώο. Όπως οι γάτες, προτιμούσε την ειδική άμμο για τις φυσικές ανάγκες του και, αν κάποιος φρόντιζε να του παρέχει λίγο καθαρό νερό για να δροσίζει το σώμα του, το γουρουνάκι δεν θα ζητούσε ποτέ από μόνο του να κυλιστεί σε λάσπες. Η «συνταγή» άρχισε να χαλάει όταν, μετά από ένα διάστημα συγκατοίκησης ανθρώπου - γουρουνιου σε διαμερίσματα, ο πρώτος άρχισε να αντιλαμβάνεται επίσης και το πόσο πιο έξυπνο είναι από τα συνήθη κατοικίδια και ότι μπορεί να διεκδικήσει επιτακτικά και να καταλάβει περισσότερο «χώρο» απ' όσον του παρέχεται. Ήταν σαν ο άνθρωπος να συνειδητοποίησε ξαφνικά (και με έναν κάποιο τρόμο) την ουσία της περίφημης ρήσης του ΟυίνστονΤσόρτσιλ: «Προτιμώ τα γουρούνια. Οι σκύλοι σε κοιτάζουν από χαμηλά εκλιπαρώντας, οι γάτες σε κοιτάζουν αφ' υψηλού με περιφρόνηση, ενώ τα γουρούνια σε αντικρίζουν κατάματα».
Ο Γάλλος ερευνητής Μισέλ Παστουρό, που δημοσίευσε το 2009 μια συγκλονιστική μονογραφία για το πολιτισμικό βάρος των γουρουνιών στην ανθρώπινη ιστορία, προωθεί σε ένα κάπως πιο ακραίο επίπεδο τον «ανθρωπομορφισμό» του Τσόρτσιλ. Ξεκινά τη σκέψη του από την τεράστια βιολογική ομοιότητα που έχουμε με το συγκεκριμένο ζώο και υποστηρίζει ότι τα τελευταία 11.ΟΟΟ χρόνια που ο άνθρωπος «σχετίζεται» με τα γουρούνια, έβλεπε συνήθως ο' αυτά ένα μη κολακευτικό είδωλο του εαυτού του. Για το λόγο αυτό κατέληξε να τα αντιμετωπίζει πάντα ως τον «ανεπιθύμητο ξάδελφο του». Με άλλα λόγια, η εικόνα του γουρουνιού για τον άνθρωπο ταυτίζεται με την οικεία και ταυτόχρονα ανοίκεια εικόνα που σχηματίζει για τον απωθημένο ένοχο εαυτό του. Και για να εκτινάξουμε ακόμα μακρύτερα τη συγκεκριμένη συλλογιστική, το υποσυνείδητο του ανθρώπου είναι γουρούνι. Μπορεί να ηχεί σαν σουρεαλιστική παραδοξολογία, μπορεί όμως να έχει και μια κάποια δόση αλήθειας. Σίγουρα, πάντως, είναι μια φρέσκια και απαλλακτική για τους άρρενες απάντηση στο διαβόητο φεμινιστικό dictum ότι μόνο οι άντρες είναι γουρούνια. 


Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΚΟΥΜΠΑΡΑ
Κατά το Μεσαίωνα επικρατούσε η αντίληψη ότι, αν έχεις στην κατοχή σου ένα γουρούνι, δεν θα πεινάσεις ποτέ. Εθεωρείτο η καλύτερη εξασφάλιση κατά της φτώχειας. Αυτή η παλαιά δοξασία, σε συνδυασμό με το ότι το γουρούνι ήταν σύμβολο γονιμότητας και το ότι καταβροχθίζει τα πάντα, συνέτεινε στο να γίνουν ιδιαίτερα αγαπητοί στην Ευρώπη και, κατ' επέκταση, σε όλο τον κόσμο οι πήλινοι κουμπαράδες-γουρουνάκια. Εμφανίστηκαν, βέβαια, πολύ μετά το Μεσαίωνα (περί τα τέλη του 18ου αιώνα) και ήταν μια αγγλική «ανακάλυψη» που προέκυψε με τρόπο που ουδεμία σχέση είχε με τον παραπάνω συμβολισμό: κατασκευάζονταν από έναν πηλό με την ονομασία pygg και, λόγω ομοηχίας με τη λέξη «pig», που σημαίνει γουρούνι, κατέληξαν να αποκτήσουν τη μορφή του συγκεκριμένου ζώου.
Ο κουμπαράς-γουρουνάκι ήταν το δώρο που προσφερόταν πιο συχνά απ' οποιοδήποτε άλλο στα παιδιά από τα τέλη του 19ου αιώνα και σχεδόν μέχρι τα τέλη της δεκαετία του 1950. θεωρείται ότι την περίοδο εκείνη, χάρη στη χαριτωμένη όψη του κουμπαρά και στο συμβολικό φορτίο του γουρουνιού, καλλιεργήθηκε ευκολότερα και ευρύτερα η ιδέα της αποταμίευσης. Επιπλέον, «τόνωσε» γενικότερα το ενδιαφέρον για τους ιδίους τους κουμπαράδες, οι οποίοι γνώρισαν ένα απόγειο παραγωγής. Έτσι, άρχισαν να κατασκευάζονται διάφοροι τύποι, από άλλα υλικά, πέραν του πηλού. Απέκτησαν μηχανισμούς για να κλειδώνουν αλλά και για να έχουν πιο παιχνιδιάρικιες λειτουργίες (όπως ήταν, για παράδειγμα, το να κάνουν ένα «νεύμα ευχαρίστησης» κάθε φορά που ο κατοχός τους τοποθετούσε μέσα τους ένα κέρμα).
Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, η «τέχνη τού κουμπαρά» μας παρέδωσε αληθινά κομψοτεχνήματα, που δεν απευθύνονταν μόνο σε παιδιά. Συχνά φτιάχνονταν από χυτοσίδηρο, ήταν περίτεχνοι και σήμερα πια αποτελούν αντικείμενο συλλογών.


Εορταστικό -και όχι μόνο- έδεσμα
Η εκδημία του Μίμη, ιδρυτή του ομώνυμου, ειδικευμένου στο γουρουνόπουλο, ψητοπωλείου στο Χαλάνδρι και το κλείσιμο του καταστήματος αποτελεί μέγα πλήγμα στο ελληνικό γαστρονομικό γίγνεσθαι. Ο πληθωρικός Μίμης είχε την ευφυΐα να επικεντρωθεί σε ένα μόνο είδος, υπηρετώντας σε ύψιστο επίπεδο την τέχνη του ψητού γουρουνόπουλου. Με τέλεια πετσαλίδα, πάντα ζουμερό και ευωδιαστό και σε άψογη θερμοκρασία, το γουρουνόπουλο του ήταν γαστρονομικά αντάξιο πιάτων υψηλής κουζίνας μεγάλων εστιατορίων.
Βεβαίως, οι εκ Καλαμάτας ορμώμενοι θα ισχυριστούν ότι η πόλη τους έχει τα πρωτεία στις ψητές γουρουνοπούλες. Αυτό το γεγονός θα διαπιστώσει εύκολα ο εποχούμενος επισκέπτης, αφού δεκάδες εξ αυτών παρακολουθούν τους διερχόμενους οδηγούς μέσα από το τζάμι και κάτω από τις θερμαντικές λάμπες των προθηκών. Χωρίς όμως να θέλω να κακολογήσω την καλαματιανή γουρουνοπούλα, η παραμονή της στην προθήκη, πέραν του αισθητικού ζητήματος, λειτουργεί αρνητικά και στη γεύση.
Αυτό δεν συμβαίνει, βέβαια, στα αυγουστιάτικα τοπικά πανηγύρια, στα οποία κατά κανόνα το σφαχτό προέρχεται από το ίδιο το χωριό και ψήνεται μετά πολλής φροντίδας. Αρκεί, βέβαια, ο επισκέπτης να αντέχει τη σχετική μουσική επένδυση, η ένταση και το είδος της οποίας ενίοτε αφαιρούν από τη γαστρονομική εμπειρία.
Το ψητό γουρουνόπουλο δεν είναι, προφανώς, αποκλειστικά ελληνική υπόθεση. Στην Ισπανία, το σουβλιστό γουρουνόπουλο γάλακτος είναι γνωστό ως lechon από την ισπανική λέξη «leche» (που σημαίνει γάλα). Σερβίρεται με σάλτσα από συκωτάκια πουλιών, σκόρδο, κρεμμύδι και ξίδι. Η χώρα όμως που έχει την τιμητική της οε χοιροτεχνικά θέματα είναι η γειτονική μας Ιταλία. Το χοιρινό, αποδιδόμενο στην ιταλική με την ιδιαίτερα εύηχη λέξη «maiale», αποτελεί την πρώτη ύλη για μύρια πιάτα, αλλά κυρίως για αλλαντικά, μεταξύ των οποίων το φημισμένο προσούτο, το κουλατέλο κλπ. Η βασίλισσα όμως της ιταλικής χοιροτεχνίας είναι η περίφημη πορκέτα, δηλαδή ένα μεγάλο ρολό από καθαρισμένο χοιρινό κρέας γεμιστό με το δικό του λίπος και πολλά μυρωδικά και ψημένο συνήθως σε ξύλα. Η πορκέτα συνήθως πωλείται πάνω σε ψωμί -συχνά από κινητές καντίνες-, ενώ γενικά θεωρείται γιορτινό έδεσμα. Ευτυχώς για εμάς δεν χρειάζεται να ταξιδέψει κανείς στη γειτονική χώρα, αφού στα καλά καταστήματα εδωδίμων της ημεδαπής υπάρχει το υπέροχο κρασάτο χοιρομέρι του μερακλή Ευρυτάνα αλλαντοποιού Στρεμμένου.
Στην Ουγγαρία είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα τα χοιροσφάγια, ενώ η χώρα φημίζεται για το, επίσης χοιρινό, σαλάμι της- Χρειάζεται ωστόσο να είναι κανείς πραγματικά ρέκτης του χοίρου για να επισκεφτεί το φεστιβάλ χοιρινού στο Μίσκοβτς, όπου παρασκευάζεται η μεγαλύτερη «κοτσόνια», ήτοι σούπα από ποδαράκια και γόνατα με υφή ζελέ. Αν και, προσωπικά, θεωρώ το αποτέλεσμα μάλλον αηδιαστικό, υπάρχουν τουλάχιστον 200.000 νοματαίοι με διαφορετική άποψη, οι οποίοι επισκέπτονται ενθουσιωδώς κάθε χρόνο το φεστιβάλ της κοτσόνια.
Οι παμφάγοι Κινέζοι τρώνε περίπου την ίδια ποσότητα χοιρινού ετησίως με τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς, δηλαδή περί τα σαράντα κιλά. Οι δαιμόνιοι Κινέζοι της Σιγκαπούρης, μάλιστα, χρησιμοποιούν το χοιρινό ως πρόφαση για να μην κάνουν δουλειές με τους γείτονες Μαλαισιανούς. Οι Κινέζοι λένε ότι, για να κάνουν δουλειά με κάποιον, πρέπει πρώτα να φάνε μαζί του κάτι που δεν μπορεί να φάει ένας μουσουλμάνος Μαλαισιανός, αφού, ακόμη και εάν αποφύγει κανείς, για παράδειγμα, το γλυκόξινο χοιρινό ως πιάτο, στην κινεζική κουζίνα καραδοκεί πανταχόθεν το χοιρινό λίπος. Ένα από τα δημοφιλέστερα πιάτα αυτής είναι το χοιρινό μουσου, που μαγειρεύεται με πολύχρωμα λαχανικά. Στην Ιαπωνία το χοιρινό έχει την τιμητική του με την περίφημη παναρισμένη μπριζόλα τονκάτσου, που σερβίρεται πάνω σε ψιλοκομμένο λάχανο με την ομώνυμη σος.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΣΣΕΛΟΣ/GK

Τα τρία γουρουνάκια της ζωής μας!

( Απόσπασμα από το βιβλίο: ” Κι έζησαν αυτοί καλά…με εμάς τι γίνεται” )

Και τώρα ώρα για παραμύθι! Τα θυμάστε τα τρία γουρουνάκια; Που έζησαν και αυτά καλά, ενώ εμείς ακόμα ψάχνουμε; Για όσους από εμάς μεγάλωσαν, ας τους θυμίσουμε το παραμύθι.

Κάποτε στο δάσος ζούσαν τρία μικρά γουρουνάκια, ο Χοντρούλης, ο Ζωηρούλης (! ) και ο Ατακτούλης. Το καλοκαίρι περνούσε και τα τρία γουρουνάκια έπαιζαν αμέριμνα και ξετρέλαιναν όλο το δάσος με τις φωνές και τα παιχνίδια τους.

Άρχισαν να πέφτουν τα πρώτα Φθινοπωρινά φύλλα και οι μικροί μας φίλοι αποφάσισαν πως θα έπρεπε να χτίσουν από ένα σπιτάκι για να περάσουν ένα ζεστό χειμώνα. Στο δάσος είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν και κάποιες φήμες πολύ ανησυχητικές για τα γουρουνάκια μας. Ένας κακός λύκος είχες μετακομίσει από ένα κοντινό δάσος στο δικό τους δάσος και το χειρότερο από όλα ήταν ότι ο κακός λύκος τρελαινόταν για γουρουνίσιο μπριζολάκι στα κάρβουνα! Έτσι και τα τρία άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για το πώς θα κτίσουν τα σπιτάκια τους μόνα τους μιας και ο επίσημος αρχιτέκτονας του δάσους, ο σεβαστός κύριος κούνελος, είχε πάει για διακοπές στην Καροτούπολη και αποφάσισε να μη ξαναγυρίσει.

Ο Ατακτούλης, γνωστός τεμπελάκος και βολεψάκιας, αποφάσισε να φτιάξει το σπιτάκι του χωρίς κόπο με άχυρα. Μάζεψε λίγα άχυρα και σε μερικές ώρες έτοιμο το σπιτάκι. Ο Ζωηρούλης, λίγο πιο σοβαρός από τον Aτακτούλη καθότι μεγαλύτερος και λάτρης των χωριάτικων σπιτιών με προσωπικότητα, αποφάσισε να φτιάξει το δικό του σπιτάκι με ξύλο. Μια και δύο, σε δύο μέρες έκοψε τα ξύλα και το σπιτάκι ήταν έτοιμο. Ο Χοντρούλης που είχε και θείο μάστορα και ήξερε την τέχνη, το παίδεψε από δω το παίδεψε από κει και αποφάσισε να φτιάξει το δικό του σπιτάκι με πέτρες και τούβλα και λάσπη. Πέρασε μια εβδομάδα και ο Χοντρούλης ακόμα πάλευε με το σπιτάκι και αφού το έφτιαξε έψαξε να βρει όλες τις ατέλειες και να τις διορθώσει όσο πιο καλά και γερά μπορούσε.

Τα παιχνίδια και οι τρέλες συνεχίστηκαν μέχρι που μια μέρα ο κακός λύκος εμφανίζεται και τα τρία φιλαράκια μας έτρεξαν να κρυφτούν στα σπιτάκια τους για να γλιτώσουν από τα δόντια του που ήτανε και πολύ κοφτερά!

Ο λύκος βλέπει το αχυρένιο σπιτάκι του Ατακτούλη και αρχίζει να το σπρώχνει με δύναμη. Το σπιτάκι κατέρρευσε με τη μια και ο Ατακτούλης πανικόβλητος τρέχει στο σπίτι του Ζωηρούλη για καταφύγιο. Ο λύκος τον κυνηγάει μέχρι εκεί και σπρώχνει δυνατά το ξύλινο σπιτάκι. Μια και δυο, πάει η αρχιτεκτονική του Ζωηρούλη. Το σπιτάκι με τα δύο γουρουνάκια κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Οι δύο μας φίλοι, από ροζ έγιναν άσπροι από το φόβο τους και τρέχουν σαν τον Κεντέρη στο σπίτι του Χοντρούλη για σιγουριά. Ο λύκος τα ακολουθεί. Σπρώχνει, σπρώχνει! Τίποτα! Το σπίτι όρθιο και δυνατό.

Αρπάζει ένα κορμό από δίπλα και αρχίζει να χτυπάει το σπίτι με μανία. Αλλά μάταια. Είδε και απόειδε ο λύκος μας ο έρμος ( και πολύ πεινασμένος παρακαλώ) και αναγκάστηκε να φύγει και να μην ξαναγυρίσει ποτέ στα τρία γουρουνάκια…που έζησαν αυτά καλά και έμαθαν τελικά πως η καλή κατασκευή στον λύκο και στον σεισμό φαίνεται!

Τι μας λέει το παραμύθι για τις σχέσεις μας; Πολλά! Δείτε το κάθε γουρουνάκι σαν μια διαφορετική προσωπικότητα ανθρώπου. Ο Ατακτούλης με το αχυρένιο σπιτάκι είναι ο τύπος που δεν σκέφτεται και πολύ και έχει το μυαλό του συνεχώς στο παιχνίδι και στις εύκολες λύσεις – τις λύσεις του ποδαριού. Ποτέ δεν προβληματίστηκε, ποτέ δεν προσπάθησε αλλά πάντα έκανε προχειρότητες και επιπολαιότητες. Το αχυρένιο σπιτάκι του εκτός από τον αχυρένιο χαρακτήρα του μπορεί να αντιπροσωπεύει και την αχυρένια σχέση που αυτός ο τύπος ανθρώπου θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει. Μια σχέση που μπάζει από παντού και πάει όπου την φυσάει ο άνεμος. Αυτός ο τύπος ανθρώπου δεν έχει δυνατό χαρακτήρα, έχει ατελή προσωπικότητα και πολλά ελαττώματα. Ενδοσκόπηση μηδέν και προβληματισμός στο απειροελάχιστο. Όλα καλά και όλα ανθηρά για τον φίλο μας και το σπιτάκι του όσο δεν υπάρχει καμία απειλή και κανένα πρόβλημα. Μόλις όμως μια απειλή εμφανίζεται στο προσκήνιο ο ίδιος μένει ανοχύρωτος στον κίνδυνο, το σπιτάκι του καταρρέει και τρέχει στους γύρω του για βοήθεια.

Ο Ζωηρούλης και το ξύλινο σπιτάκι του, αντιπροσωπεύουν το άτομο που έχει κάποιους προβληματισμούς μεν, αλλά δεν το ψάχνει και πολύ δε. Βολεύεται με ημίμετρα. Η ξύλινη σχέση που αντιπροσωπεύει το σπιτάκι του, έχει κάποιες βάσεις αλλά όχι ιδιαίτερα στέρεες. Οι απόψεις είναι συγκεχυμένες και οι προοπτικές της μάλλον αβέβαιες. Το άτομο αυτό προβληματίζεται λίγο, προσπαθεί στη σχέση του λίγο, αλλά το αποτέλεσμα αν και καθυστερημένα, έρχεται να δώσει την ίδια κατάληξη με αυτήν του προηγούμενου φίλου μας: την καταστροφή, την έκθεση στον κίνδυνο, το φόβο και το πλήγωμα.

Τέλος, το τρίτο γουρουνάκι, ο Χοντρούλης, αντιπροσωπεύει το άτομο με δυνατό χαρακτήρα, το άτομο που προσπαθεί, προβληματίζεται, θυσιάζεται κα αγωνίζεται για το καλύτερο. Η σχέση από τούβλα, πέτρες και λάσπη είναι η σχέση με γερές βάσεις, δυνατούς ψυχικούς δεσμούς και οχύρωση προς τους εξωτερικούς κινδύνους. Η σχέση που δονείται αλλά δεν καταρρέει, που δεν φθείρεται, που εξελίσσεται και βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου, που σηκώνει επισκευές και συντήρηση και αποτελεί καταφύγιο και στήριγμα ζωής.

Εσείς ποιο γουρουνάκι θα θέλατε να είστε; Προσωπικά θα επέλεγα το τρίτο, αυτό με την ισορροπημένη προσωπικότητα και την ασφάλεια που του προσφέρει το σπιτάκι του και μια όμορφη σχέση.

Ηθικά διδάγματα; Χτίστε ένα δυνατό εαυτό, μια στερεή προσωπικότητα με όσο το δυνατό λιγότερες ατέλειες. Φροντίζετε ασταμάτητα να εντοπίζετε τις ατέλειες σας με ειλικρίνεια και να προσπαθείτε να τις βελτιώσετε όσο το δυνατό καλύτερα. Οχυρώστε τη σχέση σας με τα πιο στέρεα και ανθεκτικά υλικά που είναι η αγάπη, η αφοσίωση, η τρυφερότητα, η επικοινωνία, το κοινό όραμα και τα όνειρα και κανένας, ποτέ, ούτε και εσείς οι ίδιοι, δε θα μπορέσετε να την γκρεμίσετε. Οι κακοί λύκοι βρίσκονται στο μυαλό μας και με το μυαλό μας μπορούμε να τους νικήσουμε, εκπαιδεύοντας το.

Οι όμορφες σχέσεις προϋποθέτουν προσωπική βελτίωση αλλά και φροντίδα. Φροντίστε τις σχέσεις σας, ενδιαφερθείτε για αυτές. Μην τις καταστρέφετε με καυγάδες, εγωισμούς, διαφωνίες. Μην τις παραμελείτε με τη δουλειά σας. Εντοπίστε και τα δικά τους προβλήματα και παλέψτε για την ευτυχία σας, για την αγάπη σας, για το / τη σύντροφο σας, για το κοινό σας ‘εμείς’.

Ποιος καταστρέφει τις σχέσεις μου; Ποιος ευθύνεται για την ευτυχία μου; Ποιος θα ζήσει καλά και ακόμα καλύτερα μέσα στο σπιτάκι μιας υπέροχης σχέσης…όταν το προσπαθήσει; Ακόμα αναρωτιέστε;
http://mybellavista.wordpress.com/tag/τα-τρία-γουρουνάκια/

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: