ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
& ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα
στον χρόνο
Του Νίκου Αμμανίτη
Ήταν
ένα κρύο μουντό και βροχερό πρωινό του Νοέμβρη. Ο γκρίζος και βαρύς ουρανός
γέμιζε τις ψυχές με απελπισία. Βαθιά χωμένος ο πάππους στην πολυθρόνα,
τυλιγμένος στο μάλλινο καρό χοντρό σακάκι του σπιτιού, απ΄ εκείνα που κάποτε
φόραγαν οι αριστοκράτες στην κλινική Σμπαρούνη, όταν πήγαιναν για «αφαίρεση αμυγδαλών».
Πλάι του, στο τραπεζάκι, ένα μισοάδειο ποτήρι με νερό, σκεπασμένο με πιατάκι
του καφέ για τις σκόνες. Είναι βλέπεις και εκείνος ο θεράπων ιατρός (ο
«κουράντε», καθώς τον αποκαλούσε η Σμυρνιά η γιαγιά του) που του επέβαλε να
πίνει δυο σταμνιά νερό στην καθισιά του, μην πάθουνε, λέει, τα νεφρά του.
Ορκισμένος ήταν φαίνεται αυτός ο γιατρός να τον τυραννάει στα στερνά του.
...Υπάρχω,
λες κι ύστερα δεν υπάρχεις.
(Κ. Καρυωτάκης)
Εμπρός του και ο πιο
αιμοχαρής τύραννος που υπήρξε στην ανθρωπότητα, ήταν η προσωποποίηση της
αγαθότητας. Με την πρώτη του επίσκεψη στον ασθενή πάππου του έκοψε το αλάτι και
για να μην του αφήσει οδό διαφυγής, στρώθηκε και του καθόρισε λεπτομερώς και
εγγράφως τι «δεν κάνει να τρώει». Πάνε τα τηγανιτά συκωτάκια.
Πάνε τα γλυκαδάκια και τ'
«αμελέτητα». Αντίο και σ' όλες εκείνες τις νοστιμιές που του εύφραιναν τον
καταπιόνα, υγραίνοντας τον με το τσιπου-ράκι του.
Τώρα τον τάιζαν κάτι
σούπες νερομπουμπούλια, ανάλατες, όπου μέσα τους κολυμπούσαν κουσκουσέδες και
«μαλλιά αγγέλου»... Στο σύντομο διάστημα εφαρμογής αυτού του διαιτολογίου έφαγε
με τις σούπες του πιο πολλά «μαλλιά αγγέλου» απ' όσα είχαν στο τριχωτό μέρος
της κεφαλής τους οι ταξιαρχίες των Σεραφείμ και των Χερουβείμ, εκεί πάνω στο
υπερπέραν.
Στην επομένη επίσκεψη του
ο δόκτωρ του έκοψε τη ζάχαρη: «Δεν μου αρέσουν οι εξετάσεις σου», είπε
μελετώντας εμβριθώς τις μικροβιολογικές εξετάσεις στις οποίες τον υπέβαλε άνευ
αποχρώντος λόγου. Μακρινές πια αναμνήσεις για το ταλαίπωρο γεροντάκι οι
βυσσινάδες, τα κουρκουμπίνια, τα «σεκέρ παρέ», τα κορνέ και οι νουγκατίνες. Και
ας ήταν γλυκατζής από τα μικράτα του.
Τότε που η μάνα του έκοβε
μια φέτα ψωμί από το καρβέλι, τη μούλιαζε με νερό και τη βούταγε σε μια χοντρή
κρυσταλλιζέ ζάχαρη που κυκλοφορούσε εκείνα τα χρόνια. Εκείνος τη βούταγε
λαίμαργα και τη μασούλαγε αργά αργά για να παρατείνει τη διάρκεια της και να
την απολαύσει μέχρι το τελευταίο ψίχουλο.
Και τώρα; Τώρα
«στρατιωτικός νόμος. Αποφασίζομεν και διατάσσομεν...» Αλλά καθώς στο αίμα του
-εκτός από τα ερυθρά και τα λευκά- κυκλοφορούσαν και... αντιστασιακά
αιμοσφαίρια, προχθές τους την έσκασε και ένιωσε... Χουαρέζ. Βρέθηκε προς
στιγμήν μόνος στην κουζίνα.
Εν ριπή οφθαλμού πήρε ένα
κουτάλι, άνοιξε το βάζο και, φαπ-φαπ-φαπ, καταβρόχθισε τρεις απανωτές κουταλιές
σκέτη ζάχαρη. Σκούπισε εν τάχει τα χείλια με το μανίκι του, αμόλησε ένα φάσκελο
προς την κατεύθυνση που υπολόγιζε πως είχε το ιατρείο του ο γιατρός και ούτε
γάτα ούτε ζημιά.
Σήμερα, αυτή τη γκρίζα, τη
μουντή και υγρή ημέρα, νοσταλγεί το ζεστό του κρεβατάκι. Να χουχουλιάζει,
κούκουλωμένος από το κεφάλι, μέσα στις χοντρές κουβέρτες, να αναπολεί και να
ξαναζεί πεπραγμένα της ζωής του, υλοποιώντας με τη φαντασία του τα πιο γλυκά
ανεκπλήρωτα όνειρα του. Αλλά, βλέπεις, το παλιοτόμαρο του στέρησε και το
κρεβάτι.
«Οι γέροι», δογμάτισε,
«δεν πρέπει να κάθονται την ημέρα στο κρεβάτι, επειδή συνηθίζουν στην ξάπλα και
μετά δεν τους σηκώνεις ούτε με τη μαγκιόρα μπίγα του ναυστάθμου. Ξεχνούν να περπατάνε
και θέλουν καροτσάκι για να πάνε ως το καθιστικό»... Και του τράβηξε τις
κουβέρτες, προσθέτοντας επιτακτικά: «Άντε, σήκω!». Και για να δώσει στην
ιατρική συμβουλή στρατιωτικό παράγγελμα έκραξε: «Εγέρθητι».
Ένα παμπάλαιο κουσούρι της
οικογένειας, που κληρονομείτο από γενεάς εις γενεάν, είναι ότι έπαιρναν τοις
μετρητοίς τις ιατρικές διαταγές. Έτσι, τον σήκωναν βιαίως, τον πότιζαν τσάι του
βουνού, τον έντυναν γαμπρό και τον απίθωναν στην πολυθρόνα στο σαλόνι μπροστά
στην τηλεόραση, να βλέπει τα πρωινάδικα, να νευριάζει με τις γκουρμέ συνταγές
μαγειρικής, τα «σοτέ φραγκοστάφυλα» και το κουνουπίδι με σάλτσα σοκολάτας.
Θυμάται, τέτοιες μέρες, που η γιαγιά του -Θεός σχωρέσ' την-, αφέντρα και
δικτάτωρ της πολυμελούς οικογένειας, επέβαλε αυστηρά νηστεία καθ' όλη τη
διάρκεια της σαρακοστής.
Μαγείρευε «ταχινόσουπα»,
κολοκυθιά βραστά, «ασουρέδες» κι άλλες δικές της επινοήσεις. Θυμάται ακόμα πως
στα μέσα του Νοέμβρη έφερναν από τη Θεσσαλία με τα... πόδια ζωντανές γαλοπούλες
για τα Χριστούγεννα. Τα σπίτια ήτανε, βλέπεις, τότε, μονοκατοικίες με αυλές.
Αγόραζαν στη φτήνια μια
λυμφατική γαλοπούλα, ζωντανή, από το κοπάδι που περιέφερε στις γειτονιές ο
βλάχος, και την πάχαιναν. Χαιρόταν η γαλοπούλα που «έπεσε σε καλά χέρια», διότι
την περιποιόντουσαν σαν να ήτανε άραβας επενδυτής. Την τάιζαν ολόκληρα καρυδιά,
κεφτεδάκια από πίτουρα και άλλες νοστιμιές και την παραμονή, πριν εμφανιστούν
οι καλικάντζαροι, περνούσε σε «έναν καλύτερο κόσμο» και ήταν έτοιμη να γίνει...
γεμιστή.
Η ώρα όμως δεν περνά, το
μεσημέρι αργεί πολύ ακόμη, η βροχή χοροπηδά στα τζάμια, στα κανάλια «αδελφές»
λένε ανακρίβειες και βλακείες και ο παππούς στην πολυθρόνα μουρμουρίζει
συνέχεια:
- «Υπάρχω, λες, κι ύστερα
δεν υπάρχεις...».
"ΤΟ ΠΑΡΟΝ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου