ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΑΣ
ΤΟ ΠΛΙΑΤΣΙΚΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Είναι αλήθεια πώς με την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως σχηματίστηκαν πολλά και σε διάφορα μέρη πολεμικά στρατόπεδα
Στο κάθε στρατόπεδο, πού είχε την σημαία του και ήταν προφυλαγμένο με «ταμπούρια» (οχυρώματα), «βάρδιες» (φυλάκια με σκοπούς) και «μυστικόν» (σύνθημα), υπήρχε ο αρχηγός και οι καπεταναίοι με τα παλληκάρια τους και ήταν μοιρασμένοι σε «μπουλούκια» (συγγενειακές ή συμπατριωτικές ομάδες). Κοντά τους, απαραίτητα, ήταν και ο αστυνόμος του στρατοπέδου, για να προλαβαίνει τις τυχόν απειθαρχίες, ή και λιποταξίες, που δεν ήταν λιγοστές σε ασύνταχτα και διαφορετικής ηλικίας στρατεύματα. Αν υπήρχαν σπίτια στο χωριό, έμεναν σε αυτά, αλλιώς έφτιαχναν πρόχειρες καλύβες «τσαντήρια», για να προφυλάσσονται από τις βροχές, τα κρύα και τις ζέστες. Και εθεωρείτο θεϊκό δώρο, αν βρισκόταν καμιά ψάθα κάποτε, για να ξαπλώνουν.
Ο εφοδιασμός των στρατοπέδων με τα απολύτως αναγκαία, εφόσον δεν υπήρχε ενιαία επιμελητεία, εξαρτιόταν από τις ενέργειες και τις φροντίδες των κατά τόπους εφορειών, οι οποίες συναντούσαν πάντοτε πολλές δυσκολίες
Η τροφή όλων, καπεταναίων και στρατιωτών, ήταν ξερή και λιτή. Καθημερινό συσσίτιο το πολύ ψωμί, άφθονες ελιές και αρκετό κρασί από τις τσίτσες. Μια φορά την εβδομάδα έτρωγαν ψητό κρέας και πιο συχνά, αν τους εφοδίαζαν οι γειτονικές στάνες. Αν δεν προλάβαιναν οι φούρνοι, ζύμωναν οι ίδιοι σε σανίδες ή πλάκες, το ακοσκίνιστο αλεύρι, χωρίς προζύμι και πολλές φορές χωρίς αλάτι και το έψηναν στην χόβολη. Το ταγάρι, ο «ντορβάς», του καθενός, ο γυλιός του καιρού εκείνου, πάντα κάτι είχε για προσφάγι: τυρί, κρεμμύδια ή σκόρδα. Είχε ακόμη μέσα και τσακμακόπετρες, βελόνες, κλωστές και τσαγκαροσούβλια, για τα τσαρούχια. Ο καθένας φορούσε και ένα χαϊμαλί, για φυλακτό από τα εχθρικά βόλια. Την σχόλη τους την περνούσαν με τραγούδια, χορούς και αγωνίσματα. Πάντα είχαν κοντά τους «παιγνιδιάτορες» με βιολιά, κλαρίνα, μπουζούκια, καραμούζες και νταούλια.
Έτσι περνούσαν τον καιρό τους όσο βρίσκονταν καθιστικοί στα στρατόπεδα. Σαν ξεκίναγαν όμως για μεταστάθμευση, ή για μάχη, ή γύριζαν από πόλεμο, παρά τις συμβουλές και τις απαγορευτικές διαταγές των καπεταναίων, υπέφεραν και κακοπαθούσαν τα σπίτια, τα ζωντανά, τα κοτέτσια, τα βαγένια με το κρασί, τα δενδρικά, οι κήποι και τα περιβόλια των χωριών, που συναντούσαν στο πέρασμα τους. Κι αν δεν ήταν στο δρόμο τους, λοξοδρομούσαν και τα εύρισκαν. Κι εκείνο που γινόταν, ήταν κάτι τρομερό. Τίποτα δεν έμενε απείραχτο. Ήταν σαν να έπεσε χαλάζι, ή να πέρασε ακρίδα. Και οι κάτοικοι όλων των περιοχών, και ιδιαίτερα εκείνοι που ζούσαν σε μέρη από τα οποία συχνοπερνούσαν στρατεύματα, ήσαν όλο παραπόνα.
Κάτι τέτοιο φανερώνει και ζωντανή εικόνα δίνει ή παρακάτω (Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ) Οίκον. Φ. 37) χαρακτηριστική και ανέκδοτη ως τώρα αναφορά των κατοίκων του Αργούς, από το οποίο συχνά – πυκνά περνούσαν και, εξ αιτίας της θέσης τους, στάθμευαν πάντα πολλά και διάφορα στρατεύματα:
Προς το σεβαστόν Εκτελεσπκον Σώμα,
Και οι δούλοι σας απηυδήοαμεν γράφοντες και αναφερόμενοι και η σεβαστή Διοίκησις αηδίασεν ίσως από τας καθημερινάς προσκλαύσεις και τους ολοφυρμούς μας, πλην τι να κάμωμεν; Πόθεν άλλοθεν νά ζητήσωμεν αντίληψιν και προστασίαν; Τα αφόρητα δεινά και τας αδιάλειπτους επήρειας όπου δοκιμάζομεν, μήτε λογω ημπορούμεν να τας περιγράψωμεν, μήτε με αναφοράς ημπορούμεν να τας παραστήσωμεν. Όλαι αι επαρχίαι, αναμφιβολως, εδοκίμασαν και δοκιμάζουν εις αυτήν την εποχήν, άλλ' ή μερικώς, ή προσωρινώς, ή εις εν και μόνον είδος ενοχλούνται.
Αι συμφοραί όμως του τρισαθλίου Αργούς, δεν συγκρίνονται με κανενός τόπου. Δεν είναι στρατιώτης άπ’ όλην την Ελλάδα, όστις να μην ήλθεν εις το Αργος. Και ερχόμενοι, όχι να αναχωρήσουν την δεύτερον ή τρίτην ημέραν, άλλα διατρίβουν εβδομάδας, μήνας, καιρόν. Η διάρκεια της διατριβής των τους διδάσκει κάθε είδος καταχρήσεως, ώστε τα πάντα να λογίζωνται κοινά. Δεν εξουσιάζομεν κτήμα, δεν ορίζομεν σπίτι, δεν έχομεν, εν ολίγοις, κανένα περισσότερον λόγον από αυτούς εις τα πράγματα μας. Τα περιφράγματα των σπιτιών μας τα κρημνίζουν, τα περιβόλια και τους κήπους μας τα κατασκάπτουν, τα δενδρικά μας, οίον μουριές, λεμονιές και άλλα από τα οποία ελπίζομεν καπόιαν ωφέλειαν, τα εκριζώνουν παντάπασι. Τα αμπέλια μας τα ξεκουρβουλώνουν και τα καίουν. Εις τα χωράφια μας απέλυσαν τα ζώα τους και τα κατέφθειραν. Τα σπίτιά μας τα μεταχειρίζονται ως καπηλεία και ημάς τους ίδιους ως άνδραπόδα. Να τους εμποδίσωμεν μήτε τολμώμεν, μήτε δυνάμεθα. Να τα υποφέρωμεν δεν ήμπορούμεν πλέον. Αυτοί μόνοι των δεν συστέλλονται. Όθεν κατηντήσαμεν εις αμηχανίαν, ποίαν οδόν να βαδίσωμεν.
'Αλλ'αφού δοκιμάζομεν τοσαύτα βάσανα, μήπως βλέπομεν αλλαχόθεν καμμίαν παραμυθίαν; Μολις πέρυσιν, ευσπλαγχνισθείσα η σεβαστή Διοίκησις, μάς εχάριοε 30.000 γρόσια, το πολλοστόν των εξόδων και ζημιών μας και εξ αυτων ζητεί να λάβη τας 7.000 ο ενοικιαστής. Οι ιερείς των εκκλησιών μας, απαιτούμενοι εμβατίκια παρά του επιτρόπου, έκλεισαν τας εκκλησίας και ευρίσκονται όλοι εδώ (εις το Ναύπλιον) και πιθανόν να αναχωρήσουν διόολου, μη έχοντες τ'απαιτούμενα.
Οι δούλοι σας, παραστήσαντες τους εφετεινούς λογαριασμούς μας, εισέτι δεν βλέπομεν το έλεος της Διοικήσεως. Βλέποντες λοιπόν το πανταχόθεν στενόν των καθ' ημάς πραγμάτων και αμηχανούντες πώς να ζήσωμεν, πώς να οικονομηθώμεν, προστρέχομεν, ως εις ευείδιον λιμένα, προς το σεβαστον τούτο Σώμα, τους ένθερμους του έθνους προστάτας και παρακαλούμεν μετά δακρύων, ή να μας οδηγήσητε τον τροπον δι'ού νά ημπορούμεν να απαντήσωμεν τα δυσβάστακτα ταύτα δεινά χωρίς να προσκρούσωμεν, ή ν’ ασφάλιση τουλάχιστον την ζωήν και την τιμήν μας, επειδή έξ ού πάσχομεν συμπεραίνομεν και άλλα απευκταιότερα επακόλουθα καθ'ημών, περί ών δίδομεν κατα χρέος την είδησιν προς την σεβαστήν Διοίκηοιν, και αν δεν γίνη η αναγκαία πρόβλεψις, είμεθα τουλάχιστον ανεύθυνοι, ότι δεν εσιωπήσαμεν το πράγμα εν καιρώ οίτινες και μένομεν μέ βαθύτατον σέβας.
Ναύπλιον 1825 Μαρτίου 8
Δούλοι ταπεινοί
οι επιστατοδημογέροντες της επαρχίας Αργούς
Π. Πασχαλινοπουλος
Γεώργ. ' Αλμπανοπουλος
Προστίθεται, ότι διά της 4819/13-3-1825 επιταγής του Εκτελεστικού, «διατάττεται» το υπουργείον της Οικονομίας να διάταξη «οπού ανήκει», να καταβληθούν 40.000 γρόσια στους κατοίκους της πόλεως Αργούς, «προς ανακουφισμόν των όποιων υποφέρουσι δεινών» (Φ. 38).
Σχόλια δεν χρειάζονται.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΙΑΝ-ΦΕΒ 1980
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου