Ένας γοητευτικός πολιτισμός στη Λήμνο
Οι
έρευνες της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής στη Λήμνο και οι «πόλεις» της Πολιόχνης και της Ηφαιστείας
Η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών αρχίζοντας έρευνες στη Λήμνο, επιδίωκε να αποκαλύψει στοιχειά από τον πολιτισμό των Τυρρηνών, ενός μυστηριώδους προελληνικού λαού, που έζησε στη Λήμνο (και την Ίμβρο), πριν να καταλάβουν το νησί οι Αθηναίοι, γύρω στα 500 π.Χ., όπως υποστηρίζει ο Θουκυδίδης. Τόσο το όνομα των κατοίκων, όσο και η γραφή τους - όπως μπορεί να δει κανείς στη στήλη των Καμινιών, που μετά από περιπέτειες, κατέληξε και βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο - έμοιαζε να τους συσχετίζει με τους Τυρρηνούς της Ιταλίας, τους Ετρούσκους.
Δοκιμαστικές έρευνες στο νησί είχε κάμει ένας σπουδαίος Ιταλός αρχαιολόγος και πανεπιστημιακός καθηγητής ο Alessandro Della Seta (1879-1944) που από το 1919 και για 20 χρόνια, ήταν επικεφαλής της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών. Το 1930 έγινε μέλος της Ακαδημίας των Lincei ενώ ήταν επίσης και μέλος της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας και μέλος της τεχνικής επιτροπής της Enciclopedia Italiana , διευθύνων του αρχαιολογικού της τμήματος από το 1925 έως το 1930.
Ο Della Seta ήταν διαπρεπής τόσο ως αρχαιολόγος πεδίου όσο και ως ιστορικός τέχνης. Στη δεκαετία του 1930 διηύθυνε τις σημαντικές ανασκαφές στην Παλιόχνη, μια τοποθεσία στο νησί της Λήμνου, ξεκινώντας από το Κάστρο που σήμερα έχει πάρει ξανά το κλασικό του όνομα, Μύρινα. Ως ιστορικός τέχνης, ο Della Seta, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανίχνευση της προέλευσης, της εξέλιξης και της ιστορίας της αρχαίας κλασικής τέχνης. Μεταξύ των έργων του είναι το La genesi dello scorcio nell'arte greca (1907), Religione e arte figurata (1912), Il nudo nell'arte (1920), Italia antica (1922) καθώς και μια έρευνα του ιταλικού πολιτισμού από την προϊστορία και μετά I monumenti dell' antichitā classica (1926). Παρόλο ότι ήταν ένας λαμπρός επιστήμονας και αρχαιολόγος οι αντιεβραϊκοί νόμοι του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος έβαλαν τέλος στην ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία καθώς και στην επιστημονική του παραγωγή.
Η Λήμνος με ένα από τα γνωστότερα προσωνύμια της το «Δίπολις», υπήρξε ένα νησί με δύο ισχυρές πόλεις στο διάστημα της Αθηναϊκής κυριαρχίας, την Μύρινα και την Ηφαιστία. Όμως το πελασγικό της παρελθόν ήταν αυτό που απετέλεσε το κίνητρο για να ασχοληθεί μαζί της η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή.
Στα 1925 χορηγήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση η πρώτη άδεια της για ανασκαφή στη Λήμνο, που είχε πρόσφατα απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό. Δόθηκε λοιπόν με την άδεια αυτή η δυνατότητα στους Ιταλούς αρχαιολόγους να προβούν σε δοκιμαστικές έρευνες στο νησί. Κατά τις έρευνες αυτές βρέθηκε από τον Della Seta ένας προϊστορικός οικισμός (μια ακρόπολη της Νεολιθικής Εποχής) στον λόφο του κάστρου Βρυόκαστρου, στον όρμο του Κοντιά. Το 1926 δόθηκε άδεια ανασκαφής και για την Ηφαιστία, τη νεκρή πόλη που εγκαταλείφθηκε τον 12ο αιώνα μ.Χ.
Η Ηφαιστία ήταν μία από τις δύο πόλεις-κράτη της αρχαίας Λήμνου, πρωτεύουσα των Πελασγών, στο ΒΑ τμήμα του νησιού, κοντά στο σημερινό χωριό Κοντοπούλι και, σύμφωνα με τα ανασκαφικά και ιστορικά δεδομένα, η μεγάλη ακμή της διήρκεσε από τον 7ο έως τον 1ο αιώνα π.Χ. Αποτελούσε την έδρα της αρχαιοελληνικής θρησκείας στο νησί. Προστάτης της πόλης ήταν ο θεός Ήφαιστος, στον οποίο οφείλει το όνομά της. Νομίσματα που βρέθηκαν εδώ και παριστάνουν έναν αναμμένο δαυλό στη μία τους όψη, αποδεικνύουν ότι τελούνταν γιορτές προς τιμή του θεού Ηφαίστου, τα λεγόμενα "Ηφαίστεια".
Η πόλη βρίσκεται στην ακμή της ιδίως τον 5ο και τον 4ο π.Χ. αι. Σήμερα σώζονται τα ερείπια μιας πολυσύνθετης πόλης εκτάσεως 10 περίπου στρεμμάτων που περιελάμβανε λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και χριστιανικές εκκλησίες, ελληνιστικό - ρωμαϊκό θέατρο και Ιερό του 8ου έως 6ου π.Χ. αι. αφιερωμένο στη μεγάλη Θεά Λήμνο, που ταυτίζεται με τη Θεά Άρτεμη. Στις συνεχόμενες αίθουσες του Ιερού βρέθηκαν θαυμαστά έργα τέχνης, όπως ολόκληρη σειρά από πήλινα αγάλματα που παρίσταναν Σειρήνες και Σφίγγες. Στα ΝΔ της πόλης ανακαλύφθηκε η νεκρόπολις της Ηφαιστίας με ευρήματα και δίπλα της, άλλα τρία νεκροταφεία μεταγενέστερων χρόνων.
Η Ηφαιστία κάηκε από τους Πέρσες το 511 π.Χ., ξαναχτίστηκε όμως και απέκτησε ισχυρά τείχη από τους Αθηναίους και διατηρήθηκε ως πρωτεύουσα ή συμπρωτεύουσα του νησιού έως τον Μεσαίωνα.
Η αρχαία πόλη καταλάμβανε ολόκληρη τη χερσόνησο της Παλαιόπολης, στον κόλπο του Πουρνιά. Ήταν σημαντικό λιμάνι, κτισμένη από τους Πελασγούς πάνω σε μία χερσόνησο που βρέχεται γύρω-γύρω από θάλασσα σχηματίζοντας δύο φυσικά λιμάνια, που χρησιμοποιούνταν ανάλογα με τον καιρό.
Υπήρξε το οικονομικό κέντρο του νησιού μέχρι και τον 11ο μ. Χ αιώνα, όταν το λιμάνι της σταδιακά επιχώσθηκε και άρχισε η εγκατάσταση των Βενετών στον γειτονικό Κότζινο.
Ερευνήθηκε λοιπόν έτσι η τυρρηνική νεκρόπολη του 8ου αι. π.Χ., η νεκρόπολη της αθηναϊκής κληρουχίας του 5ου και 4ου αι. π.Χ., κι έγιναν μια σειρά από τομές στον οικισμό, για να ελεγχθεί, εκτός από τα στρώματα της βυζαντινής της ρωμαϊκής και της κλασικής εποχής και η τυρρηνική πόλη μια εκτεταμένη συνοικία και το Ιερό - το σπουδαιότερο εύρημα των ανασκαφών - για την αρχαιότερη Ηφαιστία και την τυρρηνική Λήμνο.
Από τις ανασκαφές έχουν βρεθεί πολλές κατοικίες, ένα ιερό και η μεγάλη καμένη νεκρόπολη, που ανήκαν σε ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος κατοίκησε στο νησί από τον 8ο μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ. Το ιερό μοιάζει να καταστράφηκε στα τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα.
Βρέθηκαν πολλά όπλα, χρυσά αντικείμενα, πήλινα ειδώλια και αγγεία τοπικής τεχνοτροπίας. Σ' αυτά τα αγγεία η γεωμετρική απεικόνιση, συνοδεύεται από καμπύλες μορφές, παράδοση κρητο-μυκηναϊκή που διατηρείται στο νησί μέχρι σχετικά αργά, δημιουργώντας μια τέχνη γεμάτη ζωντάνια και κίνηση. Μερικά θραύσματα αγγείων φέρουν την γραφή στην λημνιακή γλώσσα, ίδια με αυτή της Στήλης των Καμινίων, που αποδίδεται στους Πελασγούς.
Τα αντικείμενα που βρέθηκαν μαρτυρούν τις εμπορικές σχέσεις της πόλης με τα νησιά του Αιγαίου και με περιοχές της Μακεδονίας. Αγγεία πρωτοκορινθιακά και αττικά, μελανόμορφα, μιλούν για τις σχέσεις της πόλης με την ηπειρωτική Ελλάδα.
Να σημειώσουμε ότι το 499 πάντως σύμφωνα με τον Θουκυδίδη οι Τυρρηνοί αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στη Χαλκιδική. Οι έρευνες του Della Seta ελευθέρωσαν από την προβληματική της απομόνωση τη στήλη των Καμινιών, και φώτισαν κάπως τον ασαφή αλλά γοητευτικό πολιτισμό των Τυρρηνών.
Ως το 1936 όμως είχε γίνει, πάλι από την Ιταλική Σχολή μια σειρά από εξαιρετικά αποδοτικές ανασκαφές και στην πόλη της Πολιόχνης κατά την ίδια εποχή, που μια αμερικανική αποστολή, στις γειτονικές μικρασιατικές ακτές επανεξέταζε με νέους προβληματισμούς τη στρωματογραφία της Τροίας, στενά συνδεδεμένης με την Πολιόχνη.
Η Πολιόχνη είναι ένας αρχαιολογικός τόπος στην ανατολική ακτή της Λήμνου, κοντά στο χωριό Καμίνια, που χτίστηκε στη αυγή της νεολιθικής περιόδου για το Αιγαίο, την 4η ή 5η χιλιετία π.Χ. Βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Τροία αλλά η Τροία θα χτιστεί χίλια χρόνια αργότερα, όταν πια η Πολιόχνη θα έχει εξελιχθεί σε έναν αστικό οικισμό με 1.500 κατοίκους με ορθογώνιες πέτρινες κατοικίες, προστατευτικό τείχος, πλατείες, πηγάδια, δρόμους, δημόσια κτίρια και πιθανώς Βουλευτήριο.
Η Πολιόχνη ήρθε στο φως από τις ανασκαφές της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, με επικεφαλής τον τότε διευθυντή της Αλεσσάντρο Ντέλα Σέτα (Della Seta - it) το 1930 και βασικό ανασκαφέα το βοηθό του Bernabo Brea. Μαζί με την Τροία, που βρίσκεται στα απέναντι παράλια, είναι η πιο γνωστή ακρόπολη της 3ης χιλιετίας π.Χ. σε ολόκληρο το Βόρειο Αιγαίο.
Περιβάλλεται από τείχη, που έχουν επιβλητική μορφή μόνο στη δυτική πλευρά, όπου ήταν μεγαλύτερη η ανάγκη προστασίας των θεμελίων από τη διάβρωση του κοντινού ποταμού. Φαίνεται πράγματι ότι η Πολιόχνη, τουλάχιστον στην αρχή, δε χρειαζόταν στρατιωτική άμυνα. Στην πόλη ανθούσε ένας ειρηνικός πληθυσμός χιλίων περίπου κατοίκων, που ασχολιόταν κατά τη διάρκεια της μέρας με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ το βράδυ επέστρεφε στον οικισμό, πράγμα που κάνουν ακόμη και σήμερα οι αγρότες της περιοχής. Αυτή η συνήθεια πρέπει να ήταν που δημιούργησε μεταξύ τους μιά μορφή στοιχειώδους κοινωνικής οργάνωσης, τη διατύπωση, δηλαδή, κοινών κανόνων που έπρεπε να είναι σεβαστοί μέσα στην πόλη, αλλά και έξω από αυτήν, στους κοινούς αγρούς ή σε αυτούς που ίσως είχαν παραχωρηθεί από την κοινότητα σε κάθε οικογενειακό πυρήνα.
Το σκάψιμο των φρεατίων, με κτιστή επένδυση, σε βάθος που έφτανε πάνω από τα 9 μέτρα, η κατασκευή και η συντήρηση των τειχών, των δρόμων και των αγωγών για τη συλλογή των νερών της βροχής, η δαπέδωση πλατειών όπου συναντιόταν οι κάτοικοι για να περάσουν τον ελέυθερο χρόνο τους ή με την ευκαιρία εορτών, ήταν όλες μέτρα που πάρθηκαν, απαιτούσαν μια συμφωνία του συνόλου και ένα χώρο όπου μπορούσαν να συζητήσουν και να πάρουν αποφάσεις. Γι' αυτό το σκοπό κατασκευάστηκε στην Πολιόχνη το αποκαλούμενο Βουλευτήριο.
Χάρη στην κατεργασία και τη διακίνηση των μετάλλων η Πολιόχνη, κτισμένη ακριβώς απέναντι από τα στενά του Ελλησπόντου, αναδείχθηκε στο αρχαιότερο αστικό κέντρο, στο πρώτο εμπορικό λιμάνι της Ευρώπης. Απετέλεσε το επίκεντρο της ευρύτερης περιοχής του Β. Αιγαίου.
Τα ευρήματα της Πολιόχνης αποδεικνύουν ότι στα νησιά του Β.Α. Αιγαίου αναπτύχθηκε ένας προϊστορικός πολιτισμός τελείως αυτόνομος από τους μέχρι τώρα γνωστούς (Κυκλαδικό, Μινωικό, Μυκηναϊκό).
Η έρευνα των Ιταλών διακόπηκε το 1937 και άρχισε ξανά μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
Από το 1937, ο Luigi Bernabο Brea εντόπισε το ιερό των Καβείρων, στη Χλόη κοντά. Οι Κάβειροι ήταν θεότητες συνδεμένες με τη μεταλλοτεχνία και τη ναυσιπλοΐα και κατά τις αρχαίες πηγές -του 5ου π.Χ- ήταν παιδιά του Ηφαίστου και της νύμφης Καβειρώς. Τα Καβείρια. ήταν γιορτή προς τιμήν των Καβείρων ετήσια και σχετίζονταν με την αναγέννηση της φύσης. Ο L. Bernabο Brea ως το 1964 είχε κυκλοφορήσει τους πρώτους επιβλητικούς τόμους για την ανασκαφή της Πολιόχνης. Το 1961 εγκαινιάστηκε το Μουσείο στη Μύρινα. Ο αείμνηστος Doro Levi ενδιαφέρθηκε πολύ για τα ευρήματα της Λήμνου μόλις ανέλαβε μεταπολεμικά τη διεύθυνση της σχολής.
Επί διευθύνσεως της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής από τον Αντονίνο Di Vita, το 1977, ξανάρχισαν οι ανασκαφές στη Λήμνο (Πολιόχνη, Χλόη και Ηφαιστία)
Ο καθηγητής Χρ. Ντούμας έχει αναφέρει πως στην Αργοναυτική Εκστρατεία διασώθηκε η μνήμη του ρόλου που έπαιξαν η Πολιόχνη και οι άλλοι οικισμοί της Λήμνου, ως βάση υποστήριξης στην αναζήτηση μετάλλων στη μακρινή και μυστηριώδη Κολχίδα.
Ένας ξαφνικός βίαιος σεισμός στα τέλη της 3ης χιλιετίας, ο ίδιος που κατέστρεψε την Τροία II, έβαλε τέλος, στην ουσία στην Πολιόχνη, που εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της και δεν μπόρεσε ποτέ να ζωντανέψει ξανά. Μαρτυρία της παλιάς της δόξας έμεινε ένας θησαυρός κοσμημάτων (σήμερα στο Εθνικό Αρχ. Μουσείο), που δεν μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους οι ιδιοκτήτες τους κι έμειναν κάτω από τα ερείπια, ώσπου ανακαλύφθηκαν τυχαία κοντά στο μεγάλο Μέγαρο, τον Οκτώβριο του 1956 από τον Bernabο Brea.
Πηγές:
https://www.jewishvirtuallibrary.org/della-seta-alessandro
https://www.limnosreport.gr/limnos/125320/ta-choria-tis-limnou-v-meros/
https://www.mylemnos.gr/ifaistia.html
https://el.wikipedia.org/wiki/Ηφαιστία_Λήμνου
https://www.scuoladiatene.it/archivio-in-evidenza/18-settembre-1938-18-settembre-2018-2.html
https://en.wikipedia.org/wiki/Luigi_Bernab%C3%B2_Brea
https://el.wikipedia.org/wiki/Πολιόχνη
Καθημερινή «Ένας γοητευτικός πολιτισμός» 22.2.1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου