ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
ΚΑΙ Ο ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ
Κατά την 29ην Μαρτίου άρχισαν οι εκτελέσεις κορυφαίων Ελλήνων. Αποκεφαλίσθηκαν ο ένας μετά τον άλλον ο Νικόλαος Σκαναβής, ο Μιχαήλ Μάνος, ο Θεόδωρος Ρίζος και ο Αλέξανδρος Φωτεινός ενώ συνεχιζόντουσαν και οι επιθέσεις εναντίον των έγκλειστων στα σπίτια τους Ελλήνων καθώς και οι σφαγές τους. Δεν υπήρχε ανάγκη να προσκομισθούν στοιχεία για την ενοχή τους και αρκούσε η παραμικρή υποψία για να θανατωθεί ο οποιοσδήποτε. Απλά αρκούσε το ότι ήταν Ελληνικής καταγωγής. Αγχόνες είχαν στηθεί παντού και οι σφαγές συστηματοποιήθηκαν με την εγκατάσταση σε ορισμένες θέσεις της πόλεως συνεργείων σφαγέων. Τότε ο Ρώσος πρεσβευτής προέβη σε διάβημα προς την Πύλη για όλα τα εγκλήματα που συνέβαιναν και έλαβε την απάντηση ότι επρόκειτο περί μικρών αταξιών οι οποίες προκλήθηκαν από την αποστασία των Ελλήνων της Μολδοβλαχίας.
Ο κεραυνός της αναγγελίας δι' εφίππων απεσταλμένων του Χουρσίτ, των επαναστατικών γεγονότων της Πελοποννήσου, έπεσε σαν κεραυνός στην Κωνσταντινούπολη κατά το δειλινό της 31ης Μαρτίου. Ακολούθως την 4ην Απριλίου έφθασαν άλλοι αγγελιαφόροι με νεωτέρες ειδήσεις για την επέκταση της επαναστάσεως. Τα συνταρακτικά νέα διακηρύχθηκαν αμέσως στην Πόλη υπό των μαινόμενων στις Ελληνικές συνοικίες γενιτσάρων. Στα ανάκτορα και στην Πύλη έγιναν συσκέψεις και υπό το κράτος της οργής, άλλα και του φόβου εκ τού επεκτεινομένου κινήματος, αποφασίστηκε κατά πρώτον να κτυπήσουν τον Ελληνικό πληθυσμό της Κωνσταντινουπόλεως και να τον παραλύσουν δια του τρόμου. Τώρα πλέον οι οχλαγωγίες και οι σφαγές κατευθυνόντουσαν από την Πύλη και από τα ανάκτορα. Εντός της ημέρας μεγάλη διαδήλωση στην οποία μετείχαν και Λαζοί περιήλθε τις συνοικίες και διαπράχθηκαν ανήκουστα εγκλήματα. Τα Ελληνικά σπίτια παραβιαζόντουσαν το ένα μετά το άλλο και σφαγές και λεηλασίες γινόντουσαν παντού. Τέλος ο όχλος επιτέθηκε και κατά της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής, όπου είχαν καταφύγει αρκετοί Έλληνες. Διηρπάγησαν τα ιερά σκεύη ενώ όσοι πιστοί βρέθηκαν εκεί θανατώθηκαν από τους Λαζούς ως σφάγια επί της αγίας τραπέζης και η εκκλησία παραδόθηκε στις φλόγες. Κατά την αυτήν ημέρα αποκεφαλίστηκε δια πελέκεως ο μέγας διερμηνεύς της Πύλης Κωνσταντίνος Μουρούζης.
Οι πρέσβεις των Ευρωπαϊκών κρατών προέβησαν τότε σε παραστάσεις δια την έλλειψη κάθε ασφαλείας και έλαβαν την απάντηση ότι η Πύλη βρισκόταν σε αδυναμία να συγκράτηση τον ευρισκόμενο σε ιερή αγανάκτηση Τουρκικό λαό. Ο πρέσβης της Ρωσίας Στρογγανώφ ζήτησε να γίνει δεκτή μία επέμβαση της Ρωσίας προς τους επαναστάτες για να εξευρεθεί λύσις διασφαλίζουσα την ειρήνη χωρίς ζημιά του γοήτρου της Τουρκίας, αλλά ο μέγας Βεζύρης του απάντησε: «Η μεγάλειότης του δεν συνηθίζει να διαπραγματεύεται με επαναστάτες!». Την επόμενη μέρα κλήθηκε ο πατριάρχης στην Πύλη και ο μέγας Βεζύρης τον ρώτησε αν εγγυάται για την ησυχία των Ελλήνων υπηκόων του σουλτάνου και εκείνος απάντησε ότι ως εθνάρχης των πρέπει να θεωρείται και εγγυητής της ησυχίας των Χριστιανών, αλλά ότι αρμοδιότεροι αυτού ήταν οι κατά τόπους διοικητές του κράτους. Ακολούθως του ζητήθηκε ένας πλήρης κατάλογος των Ελληνικών οικογενειών του Φαναρίου και εκείνος τους απάντησε ότι τοιούτος κατάλογος δεν υπήρχε στο Πατριαρχείο. Η καταγραφή έγινε δι' άλλου τρόπου υπό γενιτσάρων πού γνώριζαν Ελληνικά, αλλά ήδη ο πατριάρχης ερχόταν σε φανερή αντίθεση προς την Πύλην. Τότε τον συμβούλευσαν οι περί αυτόν να φύγει, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Τουναντίον τέλεσε ο ίδιος μνημόσυνο για τον Κ. Μουρούζην.
Το ίδιο διάστημα συνεχιζόντουσαν οι ομαδικές πλέον σφαγές και καταζητούντο περισσότερο οι καταγόμενοι εκ της Πελοποννήσου. Έγινε εισβολή του όχλου στην Ισπανική πρεσβεία ενώ έγινε και απόπειρα να παραβιαστεί και η Ρωσική πρεσβεία. Παντού κατεζητούντο "Έλληνες. Οι ακτές γέμισαν από τα πτώματα των πνιγμένων κατά τις νύκτες Ελλήνων. Επειδή οι δήμιοι των καθοριζομένων για τις θανατώσεις τόπων δεν ήταν αρκετοί για τα τόσα θύματα, παλαιά πλοία φορτώνονταν με τους συλλαμβανομένους και καταποντιζόντουσαν τα βράδια στο πέλαγος.
Με επίσημη διαταγή της Πύλης εκτελέστηκαν ο Αντώνιος Τσιμάς, ο γιος του Στέφανος, ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, ο αδελφός του Ιωάννης, ο Δημήτριος Σκαναβής, ο Παναγιώτης Τσογκής, ο πρώην διερμηνεύς του στόλου Μ. Χατζερής, ο Γ. Μαυροκορδάτος, ο Χατζηβασίλης, ο Δημ. Κάλφας, ο X. Πανανός, ο Κ. Μάνος, ο Αλ. Μαυροκορδάτος, ο Κ. Ήμερος, ο Έμμ. Δανέζης, ο Δημ. Χατζερής, ο Αλ. Ράλλης, ο Τσαλίκης, ο Δημ. Λεβίδης και ό αδελφός του Στέφανος. Κατεσφάγη επίσης και ο ευρισκόμενος ακόμα σε υπηρεσία διερμηνέας του στόλου Νικόλαος Μουρούζης γνωστός για την μεγάλη του μόρφωση και την αρχαιοφιλία του, ο όποιος προ ενός έτους τότε είχε προσπαθήσει ματαίως να σώσει από τα χέρια των Γάλλων το περίφημο άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου, που το άρπαξαν από τα υπόγεια της μονής όπου φυλασσόταν και φορτώθηκε επί του Γαλλικού πλοίου «Εσταφέτ» κατόπιν πραγματικής μάχης προς τους ανίσχυρους κατοίκους της νήσου.
Το κακόν είχε φθάσει στο αποκορύφωμα του. Κατά το δειλινό του Μεγάλου Σαββάτου 9ην Απριλίου πέντε χιλιάδες περίπου γενίτσαροι ένοπλοι έτοιμοι προς μάχη πλημμύρισαν την ενορία του Πατριαρχείου. Περιφερόντουσαν διαρκώς χωρίς να ενοχλούν κανένα, άλλα και μόνη η επίμονος εκείνη παρουσία τους ήταν αρκετή για να προκαλέσει τον τρόμο στους ευρισκομένους εντός του μεγάλου εκκλησιαστικού ιδρύματος. Φοβόντουσαν ότι θα ακολουθούσαν ομαδικές σφαγές όταν θα συγκεντρώνονταν οι Χριστιανοί για την λειτουργία της Αναστάσεως. Ο πατριάρχης εξεδήλωσε το προαίσθημα του ενωρίς. Επρόκειτο περί προγραφής αυτού του ιδίου. Περνούσε ώρες αγωνίας. Εν τούτοις όταν έφθασε η ώρα της λειτουργίας φόρεσε τα καλύτερα του άμφια και κατέβηκε στην εκκλησία όπου παρά την τρομοκρατία είχαν προσέλθει αρκετοί πιστοί και λειτούργησε. Όταν μετά την λειτουργία ανήλθε στο Πατριαρχείο αντί να κατακλιθεί κάθισε σε ένα καναπέ και έμεινε εκεί προσπαθώντας να αναπαύσει το κεφάλι του επάνω σε ένα προσκέφαλο, άλλα χωρίς να κατορθώσει να ηρεμήσει. Κατά την 11ην πρωινή του ανήγγειλαν ότι έφτασε ο νέος μέγας διερμηνεύς Στ. Αριστάρχης και τον περίμενε στην μεγάλη αίθουσα. Ο Γρηγόριος έσπευσε να προσέλθει και βρήκε την αίθουσα πλημμυρισμένη από τους κληθέντας συνοδικούς και από τους ανωτέρους αξιωματούχους της Πύλης. Μεταξύ τούτων παρίστατο και ο Κεσεδάρης - ο αρχιδήμιος. Τότε ο Αριστάρχης ανέγνωσεν εν μέσω νεκρικής σιγής το φιρμάνι δια του οποίου ο πατριάρχης Γρηγόριος «επειδή έφάνη ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου αχάριστος και άπιστος προς την Πύλην» κηρυσσόταν έκπτωτος του Πατριαρχικού Θρόνου και του προσδιοριζόταν διαμονή στο Καδίκιοϊ. Ο αρχιδήμιος τον παρέλαβε αμέσως, αλλά αντί να τον οδηγήσει στο Καδίκιοΐ τον παρέδωσε στις φύλακές του Μποστατζήμπασι. Από εκεί μετ' ολίγον τον μετέφεραν με βάρκα με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα ως επικίνδυνο κακούργο στο Φανάρι. Ο δήμιος περίμενε εκεί και με την συνοδεία αλαλάζοντος όχλου και Εβραίων τον επήγαν προς τον δρόμο του Πατριαρχείου και σταμάτησαν προ της εξωτερικής πύλης όπου τον απαγχόνισαν. Ταυτοχρόνως απαγχονίστηκαν και τρεις εκ των κρατουμένων ως ομήρων Ιεραρχών. Ο νεκρός του Γρήγορου παραδόθηκε εις τον όχλο και μεταφέρθηκε μέχρι της ακτής συρόμενος κατά Γής και από εκεί παραλήφθηκε από βάρκα και ρίχτηκε στην θάλασσαν. Μετά τρεις ημέρας επιπλέοντας το νεκρό σώμα του στη θάλασσα αναγνωρίσθηκε από τον Κεφαλλήνιο πλοίαρχο Σκλάβον και μεταφέρθηκε στην Οδησσό, όπου η Ορθοδοξία κήδευσε τον μέγα εθνομάρτυρα.
Ο απαγχονισμός του πατριάρχου Γρηγορίου προκάλεσε φρίκη στα μεγάλα Ευρωπαϊκά κέντρα και αποδοκιμάσθηκε από όλα τα ανακτοβούλια ακόμη και της Βιέννης. Ενεργήθηκε υπό της Πύλης ως πολιτική πράξη αλλά απέμεινε οικτρό έγκλημα που προκάλεσε εις βάρος των δραστών του τον αποτροπιασμό του πολιτισμένου κόσμου. Ταυτοχρόνως έγιναν διώξεις και σφαγές στην Σμύρνη όπου οι ζεϊμπέκηδες διέπραξαν όσα οι γενίτσαροι έκαναν στην Κωνσταντινούπολη, και στην Κύπρο ο τούρκος διοικητής Κιουτσούκ Μεχμέτ με σύμβουλο τον Φραγκολεβαντίνο Γεώργ. Λασιέρ θανάτωσε πολλούς προκρίτους, τον μητροπολίτη Κυπριανό και τους αρχιερείς της Πάφου, του Κιτίου και της Κυρήνειας. Σφαγές έγιναν επίσης στην Κώ, στην Λήμνο, στην Θάσο και στην Αδριανούπολη, όπου απαγχονίστηκε ο πρώην οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος.
Ετίθετο έν τώ μεταξύ επί τού διπλωματικού πεδίου το Ελληνικό κίνημα, όχι ως ζήτημα ταραχών και αποστασίας υπηκόων του σουλτάνου, όπως είχε καθαρισθεί στο συνέδριο του Λάϋμπαχ – σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό που απέδιδε η Πύλη στα γεγονότα και την εισήγηση του Μέττερνιχ- αλλά ως εθνική επανάσταση που δημιουργούσε ένα ζήτημα στο οποίο όφειλαν να δώσουν προσοχή και να το λύσουν οι μεγάλες Δυνάμεις. Η επιτυχία αυτή για τους Έλληνες ήταν έργον του Ιωάννη Καποδίστρια. Η μεταστροφή της Ρωσικής πολιτικής, Η οποία και βάρυνε περισσότερο απέναντι των άλλων ανακτοβουλίων επί των ζητημάτων της Ανατολής, υπήρξε ραγδαία. Όταν ο Ρώσος αυτοκράτορας Αλέξανδρος αναχωρούσε για την Αγία Πετρούπολη αποχαιρετούσε στις 12ην Μαΐου στο Λάϋμπαχ τον Μέττερνιχ ήταν αιχμάλωτος της πολιτικής του και ο Αυστριακός καγκελάριος φαινόταν απόλυτος κύριος της κατάστασης στο διπλωματικό πεδίο σχετικά με την ειρήνη στη περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όμως κατά την ώρα της αναχώρησης του ο Αλέξανδρος έλαβε γνώση, εκ των μόλις αφιχθέντων από την Κωνσταντινούπολη διπλωματικών φακέλων όλα τα σχετικά με τις φρικαλεότητες που προκαλούσε ο τουρκικός όχλος, με την ανοχή αλλά και την συμμετοχή του επίσημου κράτους, στην Κωνσταντινούπολη, καθώς επίσης για τον απαγχονισμό του Πατριάρχου.. Συγκινήθηκε, έφριξε και οργίστηκε κατά της Πύλης για την περιφρόνηση της προς τα διαβήματα του πρεσβευτή του και προς την Ρωσική σημαία. Τόε ο Καποδίστριας που τον συνόδευε στο ταξίδι του χρησιμοποίησε την περίσταση και έφθασε σε αποτέλεσμα ευνοϊκό για την Ελληνική Επανάσταση. Στην διαδρομή της επιστροφής ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος αποφάσισε να αλλάξει την πολιτική της Ρωσίας απέναντι στην Τουρκία, αλλά και απέναντι των συμμάχων του συνεδρίου του Λάϋμπαχ. Οι αντιφάσεις της πολιτικής του ηγεμόνα αυτού εξηγούνται εκ της ιδιοσυγκρασίας του που επηρεαζόταν τόσο από το περιβάλλον του όσο και από τα γεγονότα και τους αντιμαχόμενους δαιμόνιους διπλωμάτες της εποχής του. Δέσμιος της γοητείας του Μέττερνιχ στο Λάϋμπαχ, απέβη ολίγον αργότερα όργανο των εθνικών επιδιώξεων του Έλληνα υπουργού του, ο οποίος ενισχυόταν από το φιλοπόλεμο αντιτουρκικό κόμμα στην Πετρούπολη και μάλιστα μέχρι και τα μέσα του 1822 που η Ελληνική Επανάσταση στερείτο άλλου φίλου στα ανακτοβούλια της Ευρώπης και είχε ανάγκη να τεθεί απέναντι στην υφιστάμενη διπλωματία των ξένων. Ο ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη φιλέλληνας ρώσος πρεσβευτής έλαβε τέτοιες εντολές από την Κυβέρνησή του, ώστε προχωρώντας από διάβημα σε διάβημα, έφτασε και σε προσωπικές ακόμη έριδας και αντεγκλήσεις με τον ρεήζ έφένδην και τον μέγαν βεζύρην. Την 6ην Ιουλίου του 1821 επέδωσε προς την Πύλην τελεσίγραφο διακοίνωση, που είχε συνταχτεί από τον Καποδίστρια. Με την διακοίνωση αυτή η Πύλη καθίστατο υπεύθυνος ουσιωδών παραβάσεων του διεθνούς δικαίου και κάθε ανθρωπιστικής αρχής και των απέναντι της Ρωσίας υποχρεώσεων της και ζητιόταν να σταματήσουν οι καταδιώξεις, να γίνουν επανορθώσεις των αδικημάτων, ν' αναγνωρισθεί το δίκαιον των αθώων Χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου και να δοθούν εγγυήσεις για την ασφάλεια του. Δηλωνόταν τέλος ότι αν η Πύλη δεν έδιδε απάντηση ότι αποδεχόταν τις αξιώσεις αυτές εντός οκτώ ήμερων, ο Ρώσος πρέσβης θα αναχωρούσε από την Κωνσταντινούπολη με ολόκληρο το προσωπικό της πρεσβείας. Η Πύλη δεν απήντησε εις αυτά και ο Στρογγανώφ αναχώρησε για την Ρωσία. Οι διπλωματικές σχέσεις της Ρωσίας και της Τουρκίας είχαν διακοπή. Τότε επιδόθηκε και μια άλλη διακοίνωση της Ρωσίας προς τις συμμάχους Δυνάμεις, με την οποία γνωστοποιούνταν τα σχετικά με την διακοίνωση που παραδόθηκε την 6ην Ιουλίου στον ρεήζ έφένδην, και αποδιδόταν στην Πύλη η πρόθεση να ταπείνωση την Χριστιανική Εκκλησία, να εξολόθρευση όχι μόνον τους επαναστάτες άλλα ολόκληρο τον Ελληνικό λαό διεξάγοντας όχι αγώνα εναντίον επαναστάσεως, άλλα πόλεμο του Ισλαμισμού κατά του Σταυρού και ζητιόταν η σύμπραξη και των άλλων Δυνάμεων προς λήψιν κοινών αποφάσεων απέναντι της Τουρκίας, η όποια αποδείκνυε ότι «δεν ήδύνατο πλέον νά συνυπάρχη μετά τών Χριστιανικών κρατών». Προτεινόταν κατόπιν τούτου η σύγκληση διάσκεψης με την δήλωση ότι η Ρωσία δεν επεδίωκε τίποτε για αυτήν, άλλα μόνον την είρήνη, την σταθερότητα της Ευρωπαϊκής ισορροπίας και «αύτοδιοίκησιν τών Ελληνικών χωρών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας». Τέλος καθίστατο γνωστόν ότι «τά Ρωσικά στρατεύματα ήσαν έτοιμα προς επιβολήν τών αποφάσεων του αύτοκράτορος». Τούτο απετέλεσε και την πρώτη μεγάλη πολιτική νίκη της Επαναστάσεως, αφού ετίθετο η Ελληνική υπόθεσης επί της τραπέζης της Ευρωπαϊκής διπλωματίας, νίκη η οποία οφειλόταν κατά κύριο λόγο στον Καποδίστρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου