Σας παρουσιάζω σήμερα ένα άρθρο που αναφέρεται σε θεολογικά θέματα εξ αιτίας βασικά του τρόπου με τον οποίο διδάσκονται σήμερα τα θρησκευτικά στα σχολεία μας.
Δυστυχώς ο τρόπος αυτός απομακρύνει τους μαθητές από το να πάρουν τα βασικά εκείνα στοιχεία γύρω από την θρησκεία μας και τις θρησκείες των άλλων λαών.
Έχοντας, εξ ανάγκης, διαβάσει τα σημερινά σχολικά βιβλία των θρησκευτικών και έχοντας γνωρίσει τον τρόπο διδασκαλίας τους μπορώ να 'πώ ότι τα βιβλία των ετών 1950 - 1970 και ο τρόπος διδασκαλίας τότε, προσέφεραν πολύ μεγαλίτερη γνώση στους μαθητές από ότι΄προσφέρει το σημερινό σύστημα. Για τον λόγο άλλωστε αυτό δεν θεωρώ ότι η μείωση των μαθητών που παρακολουθούν το μάθημα των θρησκευτικών κάθε χρόνο θα πρέπει να μας εντυπωσιάζει.
Μήπως όμως αυτός είναι ένας από τους στόχους της παγκοσμιοποίησης; Μήπως δηλαδή η απομάκρυνση από την θρησκεία και την ηθική που προέβαλε αυτή είναι ο στόχος; Άν όλα αυτά συμβαίνουν τότε οι νέοι μας, ίσως και εμείς, θα πρέπει μόνοι μας να αναζητήσουμε την γνώση.
Κριτική στις παθογένειες της θεσμικής έκφρασής της στην Ελλάδα
Του Κωστα Καρακωτια
Σταυρος Zουμπουλακης
Χριστιανοί στον δημόσιο χώρο. Πίστη η πολιτιστική ταυτότητα;
εκδ. Εστία
Ο διανοούμενος Σταύρος Ζουμπουλάκης βιώνει μια διπλή «ατυχία». Αφ’ ενός δηλώνει και θέλει να είναι χριστιανός, με την ευαγγελική έννοια, σε έναν κόσμο, όπου «η χριστιανική πίστη είναι προ πολλού ξένη και ακατανόητη». Αφ’ ετέρου προσπαθεί να είναι χριστιανός στην Ελλάδα, όπου, παρά την υπερχειλίζουσα χριστιανίζουσα ρητορική της Εκκλησίας, ως χριστιανισμός έχει καταγραφεί η τυπολατρική άσκηση κάποιων παραδοσιακών πρακτικών και ένας δημόσιος λόγος που διακρίνεται περισσότερο για τα εθνικοπολιτικά του στοιχεία και σχεδόν καθόλου για εκείνα των Ευαγγελίων.
Ομως, παρά τη σχεδόν δυσβάσταχτη συγκυρία για έναν χριστιανό, ο Ζουμπουλάκης επιμένει και με τα κείμενα που συγκροτούν το νέο του βιβλίο «Χριστιανοί στον δημόσιο χώρο», καταθέτει με αγωνία τη μαρτυρία του για τη χριστιανική πίστη και ασκεί έντονη κριτική στους τρόπους πρόσληψης του χριστιανισμού στην Ελλάδα και στις πάμπολλες παθογένειες της θεσμικής έκφρασής του.
Ετσι στο κείμενό του για τη στροφή του Γιώργου Θεοτοκά στον χριστιανισμό, μετά τον πρόωρο θάνατο της πρώτης γυναίκας του το 1959, ο Ζουμπουλάκης βλέπει έναν χριστιανισμό που δεν είναι ούτε η ορθόδοξη ιδιαιτερότητα, ούτε η υποτιθέμενη νεοελληνική πολιτιστική ιδιοπροσωπία, ούτε η εθνοκεντρική πρόσληψή του, αλλά ο χριστιανισμός του Ευαγγελίου. Αντίθετα, με αφορμή την αντίρροπη πορεία του αρχαιολόγου Δημητρίου Ι. Πάλλα, (1907-1995), από τη χριστιανική πίστη στην άρνησή της, όπως αυτή καταγράφεται στο βιβλίο του «Ορθοδοξία και παράδοση. Δοκιμή αυτοβιογραφίας», ο Ζουμπουλάκης σχολιάζει την κυρίαρχη εγχώρια εκδοχή εκδήλωσης της χριστιανικής πίστης. Ο Πάλλας, αν και δεν πιστεύει, αγαπά τον κόσμο, τον πολιτισμό και την τελετουργία της Ορθοδοξίας και θέλει να σωθούν και να αφομοιωθούν στο παρόν. Ο χριστιανισμός όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο, εκλαμβάνεται ως ένα σύνολο τελετουργιών, λατρευτικών συνηθειών και γιορτών, ως ένα στοιχείο της νεοελληνικής παράδοσης και ταυτότητας δηλαδή και όχι ως πίστη στον Θεό και στις διδαχές του Χριστού.
Η πρόταση Γιανναρά
Στη συνέχεια του βιβλίου ο Ζουμπουλάκης αποτιμά το θεολογικό κίνημα του ’60 όπως αυτό εκφράστηκε από το περιοδικό «σύνορο» και τον διευθυντή του Χρήστο Γιανναρά. Μετά την απόδοση όμως των οφειλών για τη νέα οπτική που εισήγαγε, προβαίνει σε μια κριτική των βασικών θεολογικών θέσεων του Χρήστου Γιανναρά, οι οποίες έχουν διατυπωθεί στο βιβλίο του «Η ελευθερία του ήθους».
Εστιάζει την προσοχή του στη θεολογική πρόταση του Γιανναρά για αποηθικοποίηση του χριστιανισμού και την απελευθέρωση της Εκκλησίας από τα δεσμά της ηθικής, εκφράζοντας ρητά τη διαφωνία του. Για τον Ζουμπουλάκη, η χριστιανική ηθική δεν είναι η τρέχουσα συμβατική που εκλαμβάνει ο Γιανναράς, αλλά «η ηθική της ευθύνης έναντι του άλλου ανθρώπου, η ηθική που ορίζει ως τόπο συνάντησης του Θεού το πρόσωπο του άλλου, η ηθική που επιτάσσει να γίνω ο πλησίον, η ηθική της οντολογικής ταύτισης του Χριστού με κάθε ξένο και άγνωστο συνάνθρωπο». Σύμφωνα με τον συγγραφέα η θέση για την αποηθικοποίηση του χριστιανισμού έχει διαμορφώσει και τις επιμέρους απόψεις του Γιανναρά για την αμαρτία, την αρετή, τα Μυστήρια, την ατομικότητα. Ο Ζουμπουλάκης ανασκευάζει με θεολογική τεκμηρίωση τις ιδέες αυτές και αντιτάσσεται στην πολεμική του Γιανναρά στην ατομικότητα, η οποία τον οδηγεί στην εξαιρετικά επικίνδυνη ιδεολογικοπολιτικά αναγόρευση του λαού σε κριτήριο της αλήθειας. Το κείμενο του Ζουμπουλάκη είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί με την κριτική του ανάγνωση εντοπίζει και αναδεικνύει τη μήτρα πολλών από τις σημερινές γενικότερες ιδεολογικές θέσεις του Γιανναρά.
Η οπτική Λίποβατς
Ενας άλλος διανοούμενος με τον οποίο συνδιαλέγεται ο συγγραφέας είναι ο πολιτικός φιλόσοφος Θάνος Λίποβατς, στο πρόσωπο του οποίου αναγνωρίζει πια έναν χριστιανό στοχαστή. Ο χριστιανισμός όμως του Λίποβατς διαφέρει από τις εγχώριες εκδοχές του. Είναι χριστιανισμός του Νόμου και της ηθικής, κριτικός του παρελθόντος και του παρόντος των Εκκλησιών, δεν αντιμάχεται τον εβραϊσμό, δεν δηλώνει ορθόδοξος, ούτε καθολικός ή προτεσταντικός. Ο Ζουμπουλάκης θεωρεί την οπτική του Λίποβατς εξαιρετική πρόκληση για γόνιμο διάλογο.
Ο συγγραφέας στα κείμενά του ασχολείται διεξοδικά και με άλλα σημαντικά ζητήματα, όπως με την κατάσταση της χριστιανικής τέχνης, με αφορμή τον ζωγράφο Χρήστο Παπανικολάου ή την αποτυχία του ιεραποστολικού έργου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, λόγω κυρίως της εθνικής ταύτισης. Τον ενδιαφέρει έντονα το πρόβλημα των θρησκευτικών στο πολυεθνικό πλέον σχολείο και προτείνει τη διδασκαλία τους ως βιβλικό μάθημα, ενώ δηλώνει τη διαφωνία του με την απαγόρευση της ισλαμικής μαντίλας στη Γαλλία. Καταγγέλλει δε με δριμύτητα και με επιχειρήματα τον «αρχιμαντριτισμό», τις παρενέργειες δηλαδή που δημιουργεί η θέση των αρχιμαντριτών στη δομή και την ιεραρχία της εκκλησίας, όπως επίσης και την απεριόριστη εξουσία των επισκόπων στα εκκλησιαστικά πράγματα της περιοχής τους και τον αποκλεισμό του λαού από αυτά.
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης με τα κείμενά του, τη στρωτή, ανεπιτήδευτη και ρέουσα αφήγησή του και την απολύτως κατανοητή γλώσσα του, παρεμβαίνει στον ευρύτερο δημόσιο χώρο και συνεχίζοντας την προβληματική του προηγούμενου βιβλίου του «Ο Θεός στην Πόλη», αναδεικνύει έναν άλλο θεολογικό λόγο και προκαλεί και προσκαλεί πιστούς ή και μη θρησκευόμενους, σε έναν αναστοχασμό του χριστιανικού μηνύματος και του τρόπου πρόσληψής του.
Πηγή:http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_06/06/2010_403139
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου