Translate -TRANSLATE -

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

«Επικοινωνία» και «κοινωνικός εμφύλιος»




«Επικοινωνία» και «κοινωνικός εμφύλιος»



Η σημερινή κυβέρνηση θα καταγραφεί στις μαύρες σελίδες της σύγχρονης πολιτικής ι­στορίας του τόπου. Όχι μόνο γιατί παρέδωσε την ελληνική κοινωνία και τη χώρα στους απηνείς μηχανισμούς του ΔΝΤ και της αγοράς.


Αυτή η ιστορική ταπεινωτική ε­πιλογή συνδέεται με μια γενικό­τερη «φιλοσοφία» της ηγετικά ελίτ και του πρωθυπουργού, η ο­ποία και συνιστά το κεντρικό χα­ρακτηριστικό της σημερινής δια­κυβέρνησης. Ποιο είναι το χαρα­κτηριστικό αυτό; Η κυβέρνηση του ΠΑΔΟΚ αυτοπροσδιορίζεται στην πράξη ως εξουσία «μειωμένης ευθύνης», ως μια διακυβερ­νητική εξουσία που «ανέθεσε» στους μηχανισμούς της αγοράς και στο ΔΝΤ τις κεντρικές οικονομικές (αλλά και πολιτικοκοινω­νικές στην πράξη) αποφάσεις, αρκούμενη στην απλή διαχείριση των αποφάσεων αυτών.


Όμως και στο σημείο αυτό, στο επίπεδο της εφαρμογής και της διαχείριση, ακολούθησε την ίδια ανευθυνοϋπεύθυνη στάση: Μετέφερε στην κοινωνία τις δικές της ευθύνες, ενσπείροντας έναν πρωτοφανή «εμφύλιο πόλεμο» μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, των επαγγελμάτων, των ταμείων ασφάλισης των εργαζομένων, με επίκεντρο το θέμα της φοροδιαφυγής και της φοροκλοπής και με περιφερικά, αλλά ιδιαίτερα κρίσιμα πεδία αυτά των ασφαλι­στικών δικαιωμάτων, του χρόνου εργασίας, της εξίσωσης ανδρών -γυναικών, των εισοδημάτων με­ταξύ των εργαζομένων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα.


Η κυβέρνηση δεν κυβερνά, δηλαδή δεν παίρνει και δεν ε­φαρμόζει αποφάσεις στα κρίσιμα θέματα, αλλά νομοθετεί γενικώς και κυρίως ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΕΙ μέσω των ΜΜΕ, η στήριξη των οποίων προς την κυβέρνηση προσλαμ­βάνει μορφές ολοκληρωτικών καθεστώτων.


Οι μηχανισμοί της διαπλοκής, που σχεδόν βρίσκο­νται στο απυρόβλητο, δίνουν τη δική τους μάχη για να κερδίσουν θέσεις (οικονομικές και πολιτικές) μέσα σε μια περίοδο αναταραχής, ανασφάλειας, έκπτωσης και απαξίωσης της πολιτικής ε­ξουσίας, ώστε να καλύψουν το ι­στορικό κενό που δημιουργείται μεταξύ της κοινωνίας και της πολιτικής.


Το «μενού» της επικοινωνιακής επίθεσης των «κυνηγών κεφαλών» περιλαμβάνει λίστες φο­ροφυγάδων, επίλεκτες κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών, τους δημόσιους υπάλληλους γενικώς, τα «κλειστά επαγγέλμα­τα», τα «ευγενή» Ταμεία κ.λπ. κ.λπ. Οδηγείτε με τον τρόπο αυ­τό ο κάθε πολίτης, η κάθε κοινω­νική - επαγγελματική ομάδα, σ' έναν εμφύλιο πόλεμο, όπου ο καθένας θα καταγγέλλει και θα κατηγορεί τον «διπλανό» του και θα στρέφεται εναντίον του...


Όλες αυτές οι πρακτικές ε­ντάσσονται στο γενικό «ιδεολό­γημα» που καλλιεργούν επιμελώς τα ΜΜΕ: «Όλοι φταίμε», «Συμμετείχαμε όλοι στο πάρτι», «Όλοι πλούτισαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο», «Καταναλώ­σαμε περισσότερα από όσα δικαιούμεθα»...


Αυτή η συνολική επίρριψη ενοχής, η συλλογική «αυτοκαταγγελία», επιμερίζεται στη συνέχεια και διαχέεται στην κοινωνία, ό­που ο καθένας αναζητεί τους «διπλανούς» του ενόχους... Το πρό­βλημα συνεπώς, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, είναι κοινω­νικό, αναφέρεται σε μια ιστορική κοινωνική κουλτούρα και δεν α­φορά παρά εμμέσως, περιθωρια­κά, τους οικονομικούς και πολιτικούς φορείς της διαπλοκής...


Ένα είναι το βασικό καθήκον της σημερινής κυβέρνησης: να ψηφίσει και να εφαρμόσει ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο, να πατάξει αμείλικτα τη φοροδιαφυγή, τη φοροκλοπή, την εισφοροδιαφυγή, να καταργήσει τους κάθε είδους μεσάζοντες και «προμη­θευτές», να περί στείλει αποτελε­σματικά τις σπατάλες στο Δημό­σιο και στους Οργανισμούς. Ταυ­τόχρονα έχει χρέος να διευκολύνει νομοθετικά τη Δικαιοσύνη να εκδίδει άμεσα αποφάσεις για υ­ποθέσει φοροδιαφυγής, ώστε να προκύπτουν άμεσα αποτελέσματα.


Όλα τα άλλα είναι πολιτικές ε­ντυπωσιασμού, που δεν αντιμετωπίζουν αλλά αναπαράγουν ε­σαεί τη δομική διαφθορά, τη συναλλαγή, τη διαπλοκή, κρατώντας σε ιστορική καθήλωση την κοινωνία και τη χώρα.


Δυστυχώς, με την τακτική της αυτή η κυβέρνηση αποδυναμώνει το τελευταίο και μοναδικό της έρεισμα. Για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την κρίση απαι­τείται πριν απ' όλα κοινωνική ενότητα, συνοχή, που θα θεμελιώ­νεται στις αρχές της ισονομίας και της δικαιοσύνης. Μια κοινω­νία που διαπερνάται από διχαστικού τύπου συνθήματα, από επιλογές που επιβαρύνουν άνισα και άδικα τα ασθενέστερα στρώ­ματα, από αντιθέσεις και αντιπα­ραθέσει, δεν έχει καμία προο­πτική.


Η αξιοπιστία, το κύρος, η αξιο­πρέπεια του πολιτικού συστήματος, των κομμάτων, των πολιτι­κών προσώπων βρίσκονται στο ναδίρ. Η αποδοκιμασία κατά του Κοινοβουλίου και των πολιτικών φορέων προσλαμβάνει πρωτοφανείς διαστάσεις. Όμως οι γενικές καταγγελίες και οι αφορισμοί δεν προσφέρουν τίποτα...


Ασφαλώς οι πολιτικοί που ενέ­χονται αποδεδειγμένα σε πράξεις συναλλαγής και διαφθοράς θα πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγ­ματικά. Όταν ο ίδιος ο Τ. Μαντέλης αναβιβάζει το ύψος της μίζας για τις προγραμματικές συμβάσεις (ΟΤΕ, ΟΣΕ, ΗΣΑΠ) που υπε­γράφησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 στο ύψος των 10 ε­κατ. μάρκων, τότε δικαία» διατυ­πώνεται η απαίτηση: «Φέρτε πί­σω τα κλεμμένα»...


Όμως το πρόβλημα δεν λύνε­ται ούτε με τις Εξεταστικές Επιτροπές ούτε με τις καταγγελίες ή τις φήμες.


Έχει ή όχι τη δύναμη η κυβέρ­νηση, το πολιτικό σύστημα, να κόψει οριστικά τα ιστορικά δεσμά του με τη διαπλοκή; Μπορεί να συγκρουσθεί με τα μεγάλα συμ­φέροντα που σήμερα καγχάζουν παρακολουθώντας και αναρριπίζοντας τον «κοινωνικό εμφύλιο» που πυροδότησε η κυβέρνηση;


Χρειάζεται ασφαλώς συνείδη­ση της ιστορικής ευθύνης, της κρισιμότητας των καιρών. Την οποία δεν μπορεί κανείς να απαιτήσει από μια κυβέρνηση πολιτικώς «ελλιποβαρή», που «αποφασίζει» με βάση τις εντολές, τις υπομνήσεις και τα «ραβασάκια» που δέχεται από τους πάτρωνες του ΔΝΤ. Γιατί ακόμα και η πολιτική αξιοπρέπεια φαί­νεται ότι ανήκει στα «αγαθά εν ανεπάρκεια»...



ΠΗΓΗ:

Εφημερίδα "ΤΟ ΠΑΡΟΝ"


Δεν υπάρχουν σχόλια: