Η βαθιά οικονομική κρίση δημιούργησε αντικειμενικά δύσκολες συνθήκες
επιβίωσης στη μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας. Όλοι οι άνθρωποι, και ιδίως όσοι
βρίσκονται στις πιο παραγωγικές ηλικίες, υφίστανται έντονη ψυχική πίεση με επιδράσεις
στην ψυχική, τη σωματική, τη
διαπροσωπική, την εργασιακή και την κοινωνική τους υπόσταση. Η ανατροπή του
εργασιακού περιβάλλοντος και των οικονομικών τους δεδομένων δημιουργεί συνθήκες
«διατάραξης» σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο.
Η πρώτη απόλυση από την εργασία και η σημαντική μείωση του εισοδήματος
αποτελούν μια αύξηση μέτριου βαθμού στον κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης, η
δεύτερη διαδοχική απόλυση αυξάνει περισσότερο τον κίνδυνο, ενώ η τρίτη και η
τέταρτη απόλυση δεν προκαλούν περαιτέρω αύξηση του κινδύνου εμφάνισης κατάθλιψης.
Σαν να επανέρχεται το άτομο σχεδόν στα επίπεδα προ της αρχικής απολύσεως.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο σχετικής προσαρμογή στο στρες της απόλυσης, σε
επίπεδο αποτελμάτωσης. Η ψυχολογική ανάκαμψη είναι δυσκολότερη για τους ανθρώπους
της ηλικιακής ομάδας 50-60 ετών, οι οποίοι αποκαθίστανται ψυχικά μόνον όταν
επανέλθουν στην εργασία, πράγμα αρκετά δυσκολότερο να συμβεί στις ηλικίες αυτές
από ό,τι στις νεότερες ηλικίες των
εργαζομένων.
Τα πρώιμα συμπτώματα της ψυχικής δυσφορίας και του έντονου
και διαρκούς άγχους ξεκινούν με τη συνειδητοποίηση του κινδύνου. Ότι ο εργαζόμενος
απειλείται και ανήκει πλέον και ο ίδιος στην ομάδα αυτών που μπορεί να χάσουν
τη δουλειά τους, χωρίς προοπτική και σημαντική αποζημίωση. Μετά τ ην απόλυση, το σοκ και η ελπίδα είναι
ανάμεικτα και οι άνεργοι περιγράφουν ότι η κατάθλιψη, η αϋπνία και η νευρικότητα
εδραιώθηκαν περίπου τρεις μήνες από την απώλεια της εργασίας τους. Η συμμετοχή
τους σε κάποιο πρόγραμμα επαγγελματικής καταρτισμέ βελτιώνει προσωρινά την
ψυχολογική τους κατάσταση, η οποία επιδεινώνεται, όταν δεν καταλήξει σε επαναπρόσληψη.
Η οικονομική κατάσταση των ανθρώπων, ακόμα και όσων συνήθισαν
να ζουν με περιορισμένα οικονομικά, ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την αίσθηση της
ατομικής τους εξουσίας. Ο άντρας οικογενειάρχης
απαξιώνεται, αφού δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του ως αρχηγός της
οικογένειας. Η ανεργία του είναι οικογενειακό και όχι ατομικό δράμα και
σχετίζεται με την καθημερινή έννοια και ευθύνη για την ύπαρξη του ιδίου και των
αγαπημένων του προσώπων. Η απώλεια οικονομικών πόρων, που τον καθίστα
οικονομικά αδύναμο, του προσδίδει την αίσθηση της απώλεια του έλεγχου της καθημερινότητας
και της ζωής του, αφού η οικονομική
ανεξαρτησία είναι σοβαρή προϋπόθεση της ανεξαρτησίας των ανθρώπων και των κοινωνιών. Ακολουθεί ο φόβος
για το μέλλον, ο οποίος μεγαλώνει όσο
ανατρέπεται η οικονομική αυτάρκεια. Η απουσία ελπίδας και προοπτικής
υπονομεύουν ευθέως την αυτοπεποίθηση κυρίως των ανθρώπων, οι οποίοι θεωρητικά
δεν ανέμεναν να ζήσουν τέτοιες καταστάσεις, και αυτοί είναι οι πιο μορφωμένοι
και εξειδικευμένοι εργαζόμενοι. Ο αιφνιδιασμός και η έλλειψη χρόνου προσαρμογής
δρα ακόμη πιο πιεστικά, φθοροποιά και
αρνητικά επάνω τους. Σε αυτό συμβάλλει και η αποσταθεροποίηση του αισθήματος συνοχής
που διαθέτουν οι άνθρωποι και αναπτύσσεται από την παιδική ηλικία, ωριμάζοντας
με τον χρόνο περίπου στα 30 έτη. Πρόκειται για την αίσθηση ότι μπορούμε να
αντεπεξέλθουμε στις αναμενόμενες απαιτήσεις της ζωής, ότι μπορούμε να
προβλέψουμε μέχρι κάποιο βαθμό τι πρόκειται να μας συμβεί, και έχουμε
εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας. Η αίσθηση αυτή που συμβάλλει πολύ στην ανάπτυξη
της επαγγελματικής και κοινωνικής δραστηριότητας απομειώνεται.
Όταν ο άνεργος ή ο χαμηλόμισθος πλέον εργαζόμενος δεν μπορεί
να ανταποκριθεί στις καθημερινές υποχρεώσεις του, επιτείνονται οι δυσκολίες που
συναντά σε συναισθηματικό και πρακτικό επίπεδο. Μελέτες σε ανθρώπους που έχασαν
τη δουλειά τους κατέδειξαν ότι μακροπρόθεσμα, μετά πάροδο έξι και δώδεκα μηνών,
οι λόγω της κρίσης καταθλιπτικοί, όχι μόνο
δυσκολεύονται να βρουν εργασία, αλλά και οι εργασίες που βρίσκουν (αν βρουν)
είναι κατώτερες σε αμοιβή και εργασιακές συνθήκες. Ακόμη χειρότερα, ο άνεργος που ψάχνει εναγωνίως για οποιαδήποτε εργασία με μάταιο αποτέλεσμα
αισθάνεται άχρηστος. Μειώνεται η αυτοεκτίμησή του, η οποία σχετίζεται με την
αίσθηση απώλειας του έλεγχου στη ζωή του
και όχι σπάνια του παρουσιάζονται ψυχοσωματικού τύπου προβλήματα υγείας και
αδυναμία εκπλήρωσης των κοινωνικών του ρόλων. Ένα καλό επίπεδο αυτοεκτίμησης
εξακολουθούν να διατηρούν μόνον όσοι έχουν τη στήριξη της οικογένεια και του
φιλικού τους περιβάλλοντος.
Λόγω της μακρόχρονης και εκτεταμένης οικονομικής κρίσης, ένα όχι
μικρό τμήμα του πληθυσμού διατρέχει αυξημένο
κίνδυνο ψυχικών διαταραχών. Η ανεργία κοστίζει και η πολιτεία οφείλει να συμπεριλαμβάνει στο
κόστος της ανεργία και τη σημαντική αύξηση στα χρήματα που δαπανώνται για τα
προβλήματα υγεία των άνεργων, τα οποία είναι πολλά.
Στο κόστος αυτό συμπεριλαμβάνονται και οι αυξημένες δαπάνες
για αντικαταθλιπτικά και άλλα παρεμφερή φάρμακα. Γι' αυτό η πολιτεία και οι εθελοντικές
οργανώσεις πρέπει να εστιάσουν με σοβαρές πολιτικές πρακτικές στην αντιμετώπιση
των προβλημάτων αυτών των συνανθρώπων μας. Η ανεργία αποτελεί το
χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του πως το πολιτικό γίνεται ψυχολογικό. Σε ένα
πολιτικό πρόβλημα π λύση είναι πάντα πολιτική. Η ψυχιατρική και η ψυχολογία απλώς
βοηθούν στην αντιμετώπιση της προσωπικής δυστυχίας που κάποτε προκαλεί η
πολιτική.
Δρ. Κ. Ι. Αλεξανδρόπουλος
από "ΤΟ ΠΑΡΟΝ/ΥΓΕΙΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου