Translate -TRANSLATE -

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Η ΝΗΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΜΕΝΤΗ ΕΓΙΝΕ ΜΟΥΣΕΙΟ


Έκθεση Νηματουργίας Μέντη το Δεκέμβριο στο "Μπενάκη"


              Δωρεά Μέντη. Πρωτοβουλία για τη διατήρηση Παραδοσιακών Τεχνικών

Ο χώρος της παλιάς βιοτεχνίας στην οδό Πολυφήμου 6 στεγάζει τη «Δωρεά Μέντη». Η δωρεά του Σπύρου, της Μαρίνας και του Όθωνα Μέντη στο Μουσείο Μπενάκη περιλαμβάνει το σύνολο των αποθηκευμένων εμπορευμάτων, καθώς και τον εξοπλισμό της νηματουργίας ΜΕΝΤΗ, μιας από τις παλαιότερες βιοτεχνικές και εμπορικές επιχειρήσεις της χώρας στο χώρο της επεξεργασίας νημάτων και παραγωγής ειδών passementerie (γαλόνια, τρέσες, σιρίτια, κορδόνια, φράντζες, φούντες, brandebourg, embrasses), η οποία λειτούργησε από το 1867 έως το 2011.

Τα προϊόντα των επιχειρήσεων ΜΕΝΤΗΣ Ε.Π.Ε. © Μουσείο Μπενάκη, Δωρεά Μέντηστόλισαν για πάνω από ενάμιση αιώνα ελληνικές παραδοσιακές ενδυμασίες, θεατρικά κοστούμια, ιερατικά άμφια και στρατιωτικές στολές, καθώς και δημιουργίες γνωστών οίκων μόδας στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Μετά το αναγκαστικό κλείσιμο της επιχείρησης, το 2011, το Μουσείο Μπενάκη αποδέχτηκε τη γενναιόδωρη προσφορά της οικογένειας Μέντη, με σκοπό να δημιουργήσει ένα χώρο που θα αποτελεί ένα ζωντανό εργαστήριο-μουσείο.
Στόχος είναι ο χώρος να δίνει την ευκαιρία στον επισκέπτη να γνωρίσει τη λειτουργία μιας ιστορικής βιοτεχνίας, παρακολουθώντας όλα τα στάδια της επεξεργασίας του μεταξιού και της κατασκευής κλώστινων τεχνουργημάτων για τα οποία φημιζόταν η επιχείρηση.

Ταυτόχρονα, ο νέος αυτός χώρος φιλοδοξεί να αποτελέσει έναν πυρήνα διατήρησης των παραδοσιακών τεχνικών που σχετίζονται με την επεξεργασία των νημάτων, την υφαντική και την κεντητική. Πέρα από την παρακολούθηση της ζωντανής διαδικασίας παραγωγής, το Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του Μουσείου Μπενάκη συνεργάζεται με εξειδικευμένους τεχνίτες για τη διοργάνωση κύκλων μαθημάτων ενηλίκων με αντικείμενο τις παραδοσιακές αυτές τέχνες.

http://www.diakopes.gr/news-offers/article/?aid=208625

Το παραμύθι της κλωστής

ΝΗΜΑΤΟΥΡΓΙΑ  ΜΕΝΤΗ

Η  νηματουργία Μέντη, που έκλεισε ύστερα από 144 χρόνια, φα "διηγείται" πλέον τις ιστορίες της (με βασιλιάδες, μητροπολίτες και σάχηδες) στα Πετράλωνα, 
σε κτίριο του Μουσείου Μπενάκη

της ΓΙΩΤΑΣ ΒΑΖΟΥΡΑ

Με τα νήματα τους δημιουργήθηκαν ιερατικά άμφια, παραδοσιακές στολές, θεατρικά κοστούμια, ακόμη και σινιέ συνολάκια υψηλής ραπτικής. Μπροστά από τα ράφια των καταστημάτων τους συνωστίζονταν σχεδόν   όλες οι κυρίες της Αθήνας για να αγοράσουν κλωστές και μεταξωτά κρόσσια από τα χιλιάδες προϊόντα που παρήγαγε η βιοτεχνία.  
Η ιστορία της παλαιότερης εμπορικής και βιοτεχνικής επιχείρησης της χώρας δεν σταμάτησε το 2011 με το οριστικό κλείσιμο και του τελευταίου καταστήματος στην Αθήνα. Τα αδέρφια Σπύρος και Μαρίνα μαζί με τον μικρότερο Όθωνα, σκεπτόμενοι ότι  η επιχείρηση Μέντης δεν πρέπει να χαθεί, αποφάσισαν να δωρίσουν το ακίνητο επί της οδού Πολυφήμου στα Πετράλωνα  -τον χώρο όπου στεγάζεται η βιοτεχνία-  στο Μουσείο Μπενάκη με έναν και μοναδικό στόχο: να μεριμνήσουν οι υπεύθυνοι για τη διατήρηση των παραδοσιακών τεχνικών που σήμερα, δυστυχώς, τείνουν να ξεχαστούν.
Ο χώρος, μόλις λίγα μέτρα από το Μπενάκη της οδού Πειραιώς, άνοιξε ήδη επίσημα τις πύλες του για το κοινό   με εκπαιδευτικό πρόγραμμα αλλά και παζάρι  προϊόντων, για ης ανάγκες του οποίου 47 καλλιτέχνες έφτιαξαν ευφάνταστες δημιουργίες χρησιμοποιώντας (τι άλλο;) πρώτες ύλες από ης αποθήκες του Μέντη.


ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ
Η ιστορία της νηματουργίας καθρεφτίζεται μέσα από τις πλεκτομηχανές, τις γαϊτανομηχανές  και τα εκατοντάδες κουβάρια που ακόμη και σήμερα βρίσκονται στη βιοτεχνία εξυπηρετώντας τις ανάγκες συγκεκριμένων και λιγοστών πελατών, μεταξύ των οποίων το Εθνικό θέατρο, η Λυρική Σκηνή και το Λύκειο Ελληνίδων.
Εμπνευστής της νηματουργίας υπήρξε ο Σπύρος Γ. Μέντης, άνθρωπος με εμπορικό δαιμόνιο, ο οποίος το 1867 ίδρυσε την επιχείρησή του στο Ναύπλιο. Με τη μετακόμιση των βασικότερων πελατών της, δηλαδή των μελών της αυτοκρατορικής αυλής και της ανακτορικής φρουράς, στην Αθήνα, η εταιρία μετέφερε το κατάστημα της στην πρωτεύουσα προκειμένου να εξυπηρετεί πιο άμεσα τις ανάγκες τους.
Η βασίλισσα Όλγα, τακτική πελάτισσα της βιοτεχνίας, ζητούσε πάντα οι φορεσιές της να είναι φτιαγμένες από αληθινό χρυσό, ενώ και τα αμπράζ των βασιλικών ανακτόρων του Τατοΐου προέρχονταν από εκεί.
Το πρώτο κατάστημα στην Αθήνα άνοιξε στην πλατεία Μητροπόλεως, ενώ το πρώτο εργαστήριο, που περιλάμβανε νηματουργείο, μεταξουργείο, υφαντήριο και βαφείο, εγκαινιάστηκε στην οδό Πανδρόσου στο Μοναστηράκι. «Πάνω στις αρχαιότητες απλώναμε τα κορδόνια για να στεγνώσουν οι βαφές» τόνισε ο δισέγγονος του ιδρυτή Σπύρος Μέντης.
Τη δεκαετία του 1880 το κατάστημα μεταφέρθηκε στην πλατεία Καπνικαρέας, ενώ παράλληλα εκείνη την εποχή η οικογένεια διατηρούσε κουκουλόσπιτο στην περιοχή του Μετς για την παραγωγή της πρώτης ύλης.
«Μέχρι και τους Βαλκανικούς Πολέμους, στο πηδάλιο της επιχείρησης εναλλάσσονταν, όλα τα μέλη της οικογένειας, δηλαδή ο ιδρυτής και τα τέσσερα παιδιά του, ο Γεώργιος, ο Δημήτριος, η Αναστασία και ο Όθων» υποστήριξε ο δωρητής. Την περίοδο από την αρχή των Βαλκανικών Πολέμων έως το 1922 οι μεγάλοι γιοι έφυγαν για το μέτωπο και το κατάστημα λειτουργούσε από την κόρη Αναστασία και τον μικρό Όθωνα, ο οποίος λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο άνοιξε νέο παράρτημα στην οδό Ευαγγελιστρίας 29. Τη δεκαετία του 70 το κατάστημα της Καπνικαρέας μεταφέρθηκε διαγωνίως απέναντι, σε διώροφο κτίριο της στοάς Κόνιαρη-Μελά, και λίγο αργότερα έκλεισε το εργοστάσιο της οδού Πανδρόσου. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, η φήμη της βιοτεχνίας είχε εξαπλωθεί εκτός ελληνικών συνόρων και ο παραγγελίες έπεφταν βροχή. Όπως θυμάται και ο ίδιος, «στις καλές εποχές στη βιοτεχνία απασχολούνταν 220 εργαζόμενοι, γυναίκες ως επί το πλείστον. Οι μοναδικοί άνδρες ήταν οι τεχνικοί».
Γι’ αυτό και τη χρυσή δεκαετία της βιοτεχνίας -το 1970- ο Μέντης επέκτεινε τις δραστηριότητες του με ακόμη τρία καταστήματα: στο Παγκράτι, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη. «Δυστυχώς, η κατάσταση άλλαξε άρδην τα επόμενα χρόνια. Η κρίση έφερε τα πάνω κάτω. Το 2011 φτάσαμε να δουλεύουμε μόλις με τέσσερις υπαλλήλους. Η περσινή χρονιά ήταν πολύ κρίσιμη για εμάς. Το κατάστημα μας στο κέντρο της Αθήνας υπέφερε από τα επεισόδια. Είχε, καταστραφεί μια-δυο φορές, το φτιάξαμε πάλι αλλά στο τέλος δεν αντέξαμε. Βέβαια, έως την τελευταία στιγμή δεν σταματήσαμε να αναζητούμε τρόπους να το σώσουμε. Τότε ήταν πού κάποιες πελάτισσες μας πρότειναν το Μουσείο Μπενάκη. Το πάντρεμα έγινε χάρη σε αυτές».
Οι δωρητές, ο Σπύρος  Μέντης με τον γιο του Όθωνα και την αδελφή του Μαρίνα, αποφάσισαν να μην αφήσουν τον πλούσιο εξοπλισμό  της βιοτεχνίας να... αραχνιάσει, αλλά να τον χαρίσουν στο Μουσείο Μπενάκη, το οποίο θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι οι παραδοσιακές τεχνικές της ιστορικής βιοτεχνίας δεν θα χάνονταν στον χρόνο.


Από τον Ναό της Αγίας Αικατερίνης (στο Σινά) και τον σάχη της Περσίας μέχρι τον οίκο Dior
 ΓΝΩΣΤΗ για την ποιότητα των πρώτων υλών, η βιοτεχνία μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε να κλείνει μεγάλες παραγγελίες, έχοντας στο πελατολόγιο της σπουδαίες προσωπικότητες από τον χώρο της μόδας, του θεάτρου και όχι μόνο. Άλλωστε, οι Μέντηδες ήταν οι μοναδικοί που, εκτός από την επεξεργασία των νημάτων, έβγαζαν και την πρώτη ύλη μόνοι τους. Γαλόνια, τρέσες, σιρίτια, κορδόνια, φράντζες, φούντες και περίτεχνα αμπράζ ήταν τα υλικά που προμηθεύονταν από τους χώρους της βιοτεχνίας κορυφαίοι ενδυματολόγοι  και σχεδιαστές μόδας  (όπως ο διευθυντής του οίκου Dior Μαρκ Μπόαν, ο Τσεκλένης και οι άνθρωποι του οίκου Τσούχλου).
Στους μόνιμους πελάτες επί σειρά ετών ήταν, εκτός από τα ανάκτορα, το Προεδρικό Μέγαρο, η Βασιλική και κατόπιν Προεδρική Φρουρά, το Λύκειο Ελληνίδων, το θέατρο Ελληνικών Χορών Δόρα Στράτου, η Βασιλική Πρόνοια, ο ΕΟΜΜΕΧ, καθώς και μεγάλα ξενοδοχεία της Ελλάδας και του εξωτερικού.
«Είχαμε συνεργαστεί ακόμη με το Εθνικό θέατρο, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και παραδοσιακούς συλλόγους σε όλη την Ελλάδα».
ΔΥΟ BOEING
Ακόμη και ο σάχης της Περσίας είχε κάνει μια μεγάλη παραγγελία από την ελληνική βιοτεχνία για τον εορτασμό της επετείου των 2.500 ετών της μοναρχίας, το 1971, στα ερείπια της αρχαίας Περσέπολης.
«Μας είχαν ζητήσει να τους ετοιμάσουμε εκατοντάδες κορδόνια και φούντες. Η παραγγελία ήταν τόσο μεγάλη, που χρειάστηκαν δύο Boeing  747 για να μεταφερθούν» τόνισε ο κ. Μέντης.
Αλλά και ο κλήρος ήταν μεταξύ των πελατών τους. Ο Ναός της Αγίας Αικατερίνης του Σινά είχε αγοράσει ιερατικά είδη από εκείνους, όπως και η Μητρόπολη του Καναδά, η οποία, τιμώντας την οικογένεια για την προσφορά της, χάραξε σε τιμητική πλακέτα το όνομα της.
Σημαντική ήταν η συμβολή και στην Ελληνική Βιομηχανία Όπλων, την οποία προμήθευε με ειδικά φιτίλια για όλμους. «Είχαμε εφεύρει μια δική μας πατέντα» τόνισε ο κ. Μέντης.
«Δίναμε στο πυριτιδοποιείο και το καλυκοποιείο, ενώ την περίοδο του πολέμου μεταξύ Ιράκ και Ιράν προμηθεύαμε και αυτούς. Η κατασκευή των φιτιλιών σταμάτησε αιφνίδια τη δεκαετία του '90, κατόπιν παρέμβασης του τότε προέδρου της Αμερικής Τζορτζ Μπους. Με την αιτιολογία ότι οι προδιαγραφές του ΝΑΤΟ για την κατασκευή των φιτιλιών είχαν αλλάξει, απαγόρευσε σε όλες τις ελληνικές βιοτεχνίες να τα φτιάχνουν».

Μαθήματα ύφανσης και σεμινάρια ενηλίκων
ΣΤΟΧΟΣ των ανθρώπων του μουσείου είναι το κτίριο της οδού Πολυφήμου στα Πετράλωνα να μετατραπεί σε ζωντανό εργαστήριο, διασώζοντας με τον τρόπο αυτό μια τεχνογνωσία που τελεί υπό εξαφάνιση. Σύμφωνα με την Ξένια Πολίτου, υπεύθυνη των Λαογραφικών Συλλογών του Μουσείου Μπενάκη, «από σήμερα που ανοίγει επίσημα ο χώρος για το κοινό, οι επισκέπτες θα έχουν την ευκαιρία είτε μεμονωμένα είτε σε μικρές ομάδες να ξεναγούνται στη βιοτεχνία». Ακόμη, οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν να κάνουν-πάντα με την επίβλεψη ειδικών- μια μικρή παραγωγή χρησιμοποιώντας τις κλωστοϋφαντουργικές μηχανές, ενώ προγραμματίζονται και σεμινάρια ενηλίκων για τα μυστικά του νήματος, στα οποία οι συμμετέχοντες θα μπορούν να δημιουργήσουν προϊόντα με την τεχνική του τσαπαρί, όπως μικρές ζώνες και καλτσοδέτες. Ελπίζουμε ότι με αυτόν τον τρόπο θα ενισχυθούν τα έσοδα του μουσείου» τόνισε η κυρία Πολίτου για να συμπληρώσει ο διευθυντής του πολιτιστικού οργανισμού Άγγελος Δεληβοριάς: «Η ανάπλαση του χώρου για να μπορεί να είναι επισκέψιμος από το κοινό έγινε από έναν ανώνυμο δωρητή». «Στους δύσκολους αυτούς καιρούς έχουμε ανάγκη από ενέσεις αισιοδοξίας» κατέληξε.

Πηγή : Εφημερίδα "ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: