Κάτι ήξεραν οι παλαιοί: με δεδομένη τη σοβαρότητα του ζητήματος, οι πόλεμοι, έλεγαν, δεν πρέπει ποτέ να αφήνονται στα χέρια των κατ” επάγγελμα στρατιωτικών που, κατά τεκμήριο τουλάχιστον, δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους. Κάτι αντίστοιχο φαίνεται να συμβαίνει σε ό,τι αφορά τα σημερινά σοβαρά ζητήματα που συνδέονται με τον οικονομικό πόλεμο, δηλαδή με τον «ειρηνικό» αγοραίο ανταγωνισμό.
Για τα ζητήματα αυτά, μας λένε σήμερα, δεν μπορεί να εμπιστεύεται κανείς ούτε τους κατ” επάγγελμα πολιτικούς, ούτε τον λαό. Ακόμα και αν είναι ικανοί, οι πρώτοι επιδιώκουν συχνά τα δικά τους «ιδιοτελή» πολιτικά συμφέροντα. Και μολονότι ο δεύτερος βέβαια «δεν πλανάται ποτέ», αυτό δεν ισχύει παρά υπό τον απαράβατο όρο πως δεν τον αφήνουν να αποφασίζει για τίποτε.
Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα. Μόνον εκείνοι που διακινούν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα (δηλαδή οι «αγορές») και, κατ” επέκτασιν, όσοι μπορούν να κρίνουν αδέκαστα, αντικειμενικά και μετά «λόγου επιστημονικής γνώσεως» για τους όρους προώθησης των συμφερόντων αυτών (δηλαδή οι τραπεζίτες, «τεχνοκράτες» και «ειδικοί»), δικαιούνται να έχουν άποψη και να αποφασίζουν περί του πρακτέου.
Η θεμελίωση της απόφανσης αυτής είναι άλλωστε αυτονόητη. Αν η βελτιστοποίηση του κόσμου, δηλαδή η πρόοδος, είναι συνώνυμη με τη μεγιστοποίηση των κερδών, ποιος θα ήταν δυνατόν να γνωρίζει «καλύτερα» από εκείνους που καλούνται να τα απολαύσουν; Ετσι, ο κύκλος τετραγωνίζεται. Οι ρητορικές ερωτήσεις δεν επιδέχονται παρά μόνο ρητορικές απαντήσεις.
Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στους αλήστου μνήμης πολέμους και στον σημερινό ελεύθερο ανταγωνισμό. Αν ο πρώτος είχε συνήθως ημερομηνία λήξεως αφού έπρεπε κάποτε να τελειώσει, ο δεύτερος είναι αιώνιος αφού πρέπει να αναπαράγεται επ” άπειρον.
Και γι” αυτόν ακριβώς τον λόγο, ενώ οι «καταστάσεις ανάγκης» που συνοδεύουν τις έκτακτες συνθήκες του πολέμου αίρονταν με τη λήξη του, οι λογικές και δομικές καταστάσεις ανάγκης που ακολουθούν τον θεσπισμένο και απορρυθμισμένο αγοραίο ανταγωνισμό δεν μπορεί ποτέ να αρθούν ή να αμφισβητηθούν.
Η αγορά δεν μπορεί ποτέ να «ειρηνεύσει». Στο εξής λοιπόν, οι εξελίξεις και οι αναγκαίοι περιορισμοί των δημοκρατικών διαδικασιών οφείλουν να είναι «διαρκείς» και να ισχύουν επ” αόριστον. Η αγοραία κατάσταση «ανάγκης» είναι μόνιμη και εγγενής.
Μοιραία, υπό τους όρους αυτούς, ο τρόπος διακυβέρνησης μεταλλάσσεται μέρα με τη μέρα. Είναι σαφές ότι προκειμένου να μπορεί να λαμβάνονται άμεσα καίριες αποφάσεις δίχως βραδύτητα, με τις ελάχιστες δυνατές αντιστάσεις και δίχως αδόκητες κωλυσιεργίες, θα πρέπει να μπορεί να αποδυναμωθούν επί μονίμου βάσεως όλες εκείνες οι «δικλίδες δημοκρατικής ασφάλειας» που διαμεσολαβούσαν μέχρι σήμερα ανάμεσα στον κυρίαρχο λαό και στις καίριες αποφάσεις.
Ανεξάρτητα από το ζήτημα πώς και από ποιον λαμβάνονται, πρέπει να μπορεί να θεσμοθετούνται ακώλυτα και στον ελάχιστο δυνατό χρόνο. Τα συμπτώματα της μεταλλαγής των πολιτικών πρακτικών είναι άλλωστε πολλαπλά. Οπως παλαιότερα οι «αναγκαστικοί νόμοι», -σαν να ήταν δυνατόν να νοηθούν μη αναγκαστικοί νόμοι (!)-, έτσι και σήμερα οι «πράξεις νομοθετικού περιεχομένου», όπως και η επιλογή της διαδικασίας του «επείγοντος», στοχεύουν να παρακάμψουν ή να περιορίσουν τις «ανοικτές» κοινοβουλευτικές συζητήσεις.
Στο ίδιο πνεύμα, η νεοθεσπιζόμενη «Γενική Γραμματεία Συντονισμού» καλείται να αποδυναμώσει την αυτόνομη λειτουργία μιας πολυμελούς κυβέρνησης, κυρίως όταν αυτή απαρτίζεται από περισσότερα κόμματα.
Οι υφέρπουσες σκοπιμότητες δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας. Οι χρονοβόρες και συχνά άδηλης έκβασης δημοκρατικές διαδικασίες και διαπραγματεύσεις όλων των θεσπισμένων συλλογικών πολιτικών σωμάτων δεν πρέπει να «παρακωλύουν τις ελεύθερες αγοραίες συγκοινωνίες».
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι τα περισσότερα κόμματα λειτουργούν όλο και πιο αρχηγικά και ότι όποιος διαφωνεί με τη γραμμή «διαγράφεται» ή, έστω, «θέτει εαυτόν εκτός κομματικής οικογένειας». Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι οι τριμερείς συλλογικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα συνδικάτα, την εργοδοσία και το κράτος έχουν υποκατασταθεί από πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται από την κεντρικά αποφασίζουσα εξουσία ή τους υποβολείς της.
Τέλος, δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και η ισχύς της αρχής του χωρισμού των «εξουσιών» -του κατ” εξοχήν αυτού θέσφατου της νεωτερικής δημοκρατίας και μαζί με αυτήν η προβλεπόμενη διαδικασία άρσης της σύγκρουσης ανάμεσά τους- τείνει να σχετικοποιείται στο όνομα μιας νεοπροσδιοριζόμενης υπέρτερης «εθνικής σκοπιμότητας» που ταυτίζεται πλέον με την άμεση αποτελεσματικότητα του θεσπίζειν.
Η δύσκαμπτη δημοκρατική νομιμότητα πρέπει πάση θυσία να μεταλλαγεί σε μιαν εύκαμπτη εξουσιαστική αυθαιρεσία. Και μάλιστα με «την άδεια της αστυνομίας» αφού με προσήκουσες ερμηνευτικές εκλογικεύσεις, τα νέα ήθη μπορεί να εμφανίζονται τύποις συνταγματικά.
Βαθμιαία αλλά σταθερά, λοιπόν, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την εμπέδωση της νέας «διαρκούς αυταρχικής δημοκρατίας». Και δεν θα μπορούσε ίσως να γίνει διαφορετικά.
Από τη στιγμή που υπό τις τρέχουσες συνθήκες κρίσης, η φερεγγυότητα του πολιτικού συστήματος εμφανίζεται κυριολεκτικά καταβαραθρωμένη και που, ταυτοχρόνως, οι πιέσεις των αγορών απαιτούν άμεσες θεσμικές παρεμβάσεις στον κοινωνικό ιστό, αποδυναμώνονται και οι κατά παράδοσιν εκτονωτικές λειτουργίες του συμμετοχικού πολιτικού θεάτρου.
Και από τη στιγμή που στο όνομα της άμεσης αποτελεσματικότητας η «τεχνοδημοκρατία» πιέζεται να απαλλαγεί από το βάρος της άμεσης συμμετοχής του λαού στα τεκταινόμενα, τα δημοκρατικά «κοινωνικά συμβόλαια» τείνουν να χάνουν την εμβέλειά τους.
Εδώ ακριβώς εντοπίζονται τα αίτια της ανάδυσης της νέας ολοκληρωτικής «τεχνοαυθαιρεσίας». Οχι μόνον δεν επιτρέπεται να συζητούνται επιλογές «άλλες» από εκείνες που προτείνονται, αλλά επιπλέον, οι τεχνικά επιβαλλόμενες λύσεις πρέπει να θεσπιστούν και να εφαρμοστούν κατά γράμμα και παραχρήμα.
Οπως έλεγε χαρακτηριστικά η Κριστίν Λαγκάρντ, τρία πράγματα πρέπει να γίνουν αμέσως. Εφαρμογή, εφαρμογή και εφαρμογή (implementation, implementation and implementation). Ετσι, κινούμενη υπό τον αστερισμό του χρόνου-χρήματος, η σημερινή αυταρχική δημοκρατία ορίζεται πλέον ως δημοκρατία φαστ-τρακ.
Ακόμα και αν δεν είναι σίγουρη γι” αυτό που θέλει η κάνει, δεν έχει την «πολυτέλεια» ούτε να σκέπτεται, ούτε να χρονοτριβεί. Απολαμβάνει απλώς τη δυνατότητά της να αποφασίζει και να διατάσσει, θαυμάζοντας το είδωλό της σε έναν ραγισμένο καθρέφτη. Ισως να υπολογίζει στην ανοχή ή τη συγγνώμη ενός Θεού και μιας Ιστορίας που δεν υπάρχουν παρά μόνον μέσα από την άπειρη φιλευσπλαχνία τους.
Ομως, πλανάται. Σαν τους Θεούς, οι λαοί και η ιστορία διψούν κυρίως για εκείνα πουτους στερούν.
23/12/2012
http://www.efsyn.gr/?p=9524
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου