«Η ζωή δεν είναι αυτή που έζησε κανείς, αλλά αυτή που θυμάται και όπως
τη θυμάται για να τη διηγηθεί», έγραψε ο Μάρκες στο «Ζω για να τη
διηγούμαι», το πρώτο βιβλίο της τρίτομης αυτοβιογραφίας του, που
εκδόθηκε το 2002.
Σε όλο το έργο του δεν έκανε τίποτε άλλο από το να διηγείται ιστορίες
της ζωής του δεμένες με την πραγματικότητα της Λατινικής Αμερικής και να
τις ομορφαίνει αινιγματικά με τον μαγικό ρεαλισμό - το φαντασιακό
στοιχείο που ο ίδιος καθιέρωσε στη λογοτεχνία. Εικόνες και καταστάσεις
με γλαφυρές περιγραφές, αλήθειες και ψέματα - όλα μπερδεμένα σε ένα,
βγαλμένα από την αλήθεια των χωρών της Καραϊβικής, εμπνευσμένα από τα
πρόσωπα της ζωής του, μπολιασμένα με την αριστερή ιδεολογία του.
Κορυφαίος Λατινοαμερικανός λογοτέχνης του 20ού αιώνα, επιστήθιος φίλος
του Φιντέλ Κάστρο αλλά και αγαπημένος συγγραφέας του Μπιλ Κλίντον, ο
τιμημένος με Νόμπελ Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες άφησε την τελευταία του
πνοή τη Μ. Πέμπτη στο σπίτι του στο Μεξικό έπειτα από μακρόχρονη μάχη με
την επάρατη νόσο. Ηταν 87 ετών. Συγκλονισμένη η διεθνής κοινότητα
αποχαιρετάει τον «μάγο του ρεαλισμού».
Οικογενειακές επιρροές
Γεννημένος
στις 6 Μαρτίου 1927 στην Αρακατάκα της Κολομβίας, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία
Μάρκες ήταν γνωστός στη Λατινική Αμερική και ως «Γκάμπο». Δημιουργός του
είδους του «μαγικού ρεαλισμού» στη λογοτεχνία έδεσε αρμονικά στη γραφή
του φανταστικά στοιχεία και γεγονότα σε κατά τα άλλα συνηθισμένες και
ρεαλιστικές καταστάσεις. Αναθρεμμένος με τις ιστορίες για τον τελευταίο
εμφύλιο από τον συνταγματάρχη παππού του, ήρωα του Πολέμου των Χιλίων
Ημερών, αλλά και της γιαγιάς του, την «πηγή της μαγικής, προληπτικής και
μεταφυσικής άποψης της πραγματικότητας», χρησιμοποίησε την επιρροή τους
για να γράψει το μυθιστόρημα που τον καθιέρωσε, το «Εκατό χρόνια
μοναξιά».
Ο ίδιος ξεκίνησε την καριέρα του σαν δημοσιογράφος
όταν σπούδαζε Νομική στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Κολομβίας. Εγινε ενεργό
μέλος της ανεπίσημης οργάνωσης «Μπαρανκουίλα», που επίσης επηρέασε τη
γραφή του (όπως και τα έργα της Βιρτζίνια Γουλφ και του Γουίλιαμ Φόκνερ
στα πρώτα του βήματα), καθώς και κριτικός κινηματογράφου για την
εφημερίδα El Espectador της Μπογκοτά.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Νεκρά φύλλα», το
οποίο ο ίδιος υπεραγαπούσε ως το πιο «ειλικρινές» και «αυθόρμητο» που
είχε γράψει ποτέ, εκδόθηκε το 1955, αφού πάλεψε για να βρει εκδότη επί
επτά χρόνια.
Ηταν ο λογοτεχνικός και εμπορικός άθλος τού «Εκατό
χρόνια μοναξιά» που τον καθιέρωσε, τον έβαλε στην ίδια ζυγαριά απέναντι
σε συγγραφείς-θρύλους όπως ο Θερβάντες, ο Μαρκ Τουέιν και ο Τσαρλς
Ντίκενς και τον κατέστησε εξαιρετικά δημοφιλή πέρα από τη Λατινική
Αμερική, σε όλο τον κόσμο. Είναι γνωστό πως για να γράψει το
βιβλίο-σταθμό, ο Μάρκες έφτασε στο σημείο να μην μπορεί να ζήσει την
τετραμελή οικογένεια που είχε δημιουργήσει με την αγαπημένη του
Μερσέντες Μπάρχα (οι δυο τους απέκτησαν δυο γιους, τον Ροντρίγκο
Γκαρσία, γνωστό κινηματογραφικό σκηνοθέτη, και τον Γκονζάλο, γραφίστα).
Εδινε... ρόλο στον αναγνώστη
Η ιστορία χρονογραφεί πολλές γενιές της οικογένειας Μπουεντία στο φανταστικό χωριό του Μακόντο (το μέρος που αναπαριστούσε τη γενέτειρα του Μάρκες, Αρακατάκα) - μια αλληγορία πάνω στις κοινωνικές και πολιτικές δομές της Λατινικής Αμερικής.
Στον Μάρκες άρεσε συχνά
να αφήνει εκτός του γραπτού του λόγου σημαντικές λεπτομέρειες και
γεγονότα, ώστε ο αναγνώστης να έχει πιο ενεργό ρόλο στην εξέλιξη της
ιστορίας. Κάτι που είχε προφανώς δανειστεί από τις αρχαίες τραγωδίες,
στήνοντας ένα δικό του σκηνικό.
Κινηματογραφικός ο λόγος του, εξ
ου και η ενασχόλησή του με τα σενάρια μεταξύ άλλων των ταινιών «Καιρός
να πεθάνεις» του Αρτούρο Ριπστάιν και «Erendira» του Ρούι Γκουέρα με την
Ειρήνη Παππά, ενώ σκηνοθέτες όπως ο Φρανσέσκο Ρόσι σκηνοθέτησαν ταινίες
εμπνευσμένες από τα έργα του (ο Φρανσέσκο Ρόσι το «Χρονικό ενός
προαναγγελθέντος θανάτου» και ο Ριπστάιν το «Ο συνταγματάρχης δεν έχει
κανέναν να του γράψει», αλλά και πρόσφατα ο Μάικ Νιούελ το «Ερωτας στα
χρόνια της χολέρας» με πρωταγωνιστή τον Χαβιέ Μπαρδέμ).
Το θέμα
της μοναξιάς διέτρεχε όλο το έργο του. Στα «Εκατό χρόνια μοναξιά» το
διερεύνησε μέσα από τον έρωτα και την αγάπη, ξεκινώντας από το άτομο και
γενικεύοντάς το ως προβληματική ολόκληρης της ανθρωπότητας. Κερδίζοντας
το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1982, ο Μάρκες είχε πει στον
ευχαριστήριο λόγο του «Μοναξιά της Λατινικής Αμερικής», συσχετίζοντας
την προσφιλή του θεματική με την εμπειρία των λατινοαμερικανικών εθνών:
«Η ερμηνεία της πραγματικότητάς μας μέσα από πρότυπα που δεν μας
ανήκουν, χρησιμεύουν μόνο να μας κάνουν όλο και πιο άγνωστους, όλο και
λιγότερο ελεύθερους, όλο και πιο μοναχικούς».
Αλλα σημαντικά
μυθιστορήματα που καθορίζουν το έργο του είναι τα: «Το φθινόπωρο του
πατριάρχη», «Ο στρατηγός μες στο λαβύρινθό του» και «Περί έρωτος και
άλλων δαιμονίων». Το 1999, ο συγγραφέας προσβλήθηκε από καρκίνο των
λεμφαδένων.
Τότε άρχισε να γράφει την αυτοβιογραφία του, εκδίδοντας τελικά μόνο το πρώτο της κεφάλαιο «Ζω για να τη διηγούμαι» το 2002.
Ανατρεπτικός
Φίλος του Κάστρο και αγαπημένος συγγραφέας του Κλίντον
Φίλος του Κάστρο και αγαπημένος συγγραφέας του Κλίντον
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην
Πόλη του Μεξικού στις αρχές της δεκαετίας του '60. Η διεθνής φήμη που
απέκτησε με το «Εκατό χρόνια μοναξιά» τού έδωσε πολλαπλές ιδιότητες.
Τον κατέστησε διαμεσολαβητή ανάμεσα στις διαπραγματεύσεις της
κυβέρνησης της Κολομβίας και των ανταρτών, ενώ τον έφερε σε επαφή με τον
πρόεδρο της Κούβας Φιντέλ Κάστρο, μια σχέση αμφιλεγόμενη που επικρίθηκε
πολύ από συναδέλφους του. Γοητευμένος ο Μάρκες από την Κούβα του
Φιντέλ, την οποία θεωρούσε υπόδειγμα για έναν μελλοντικό
λατινοαμερικανικό σοσιαλισμό, συνδέθηκε με βαθιά φιλία μαζί του. Από
την πρώτη τους συνάντηση κι έπειτα, ο Μάρκες έγινε για τον Φιντέλ ένας
επιστήθιος φίλος, ένας ευφυής λογοτέχνης που τον συμβουλευόταν για τα
επερχόμενα βιβλία του: «Η δική μας, είναι μια διανοούμενη φιλία.
Μπορεί να μην είναι ευρέως γνωστό, όμως ο Φιντέλ είναι ένας πολύ
καλλιεργημένος άνθρωπος. Οταν είμαστε μαζί, μιλάμε πολύ για λογοτεχνία»,
είχε πει αναφορικά με τη σχέση του με τον Κουβανό πρόεδρο σε συνέντευξή
του το 1982.
Την ίδια ώρα, λόγω της φήμης και των ανοιχτά
δηλωμένων απόψεών του περί «ιμπεριαλισμού των Ηνωμένων Πολιτειών», ο
Μάρκες είχε κριθεί ως «ανατρεπτικός» από την αμερικανική κυβέρνηση και
για χρόνια δεν μπορούσε να πάρει βίζα από τις αμερικανικές αρχές (ήταν ο
Μπιλ Κλίντον που ως πρόεδρος των ΗΠΑ του επέτρεψε να ταξιδέψει
δηλώνοντας πως το «Εκατό χρόνια μοναξιά» ήταν το αγαπημένο του
μυθιστόρημα). Ευαισθητοποιημένος πολιτικά, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
έγραψε το «Φθινόπωρο του πατριάρχη», που εκδόθηκε το 1975 μετά τη φυγή
του δικτάτορα της Βενεζουέλας Μάρκος Πέρεζ Χιμένεθ. Σύμφωνα με τον ίδιο,
ήταν ένα «ποίημα πάνω στη μοναξιά της εξουσίας», καθώς παρακολουθούσε
τη ζωή ενός αιώνιου δικτάτορα. Μετά την έκδοσή του, ο Μάρκες επέστρεψε
στο Μεξικό από τη Βαρκελώνη όπου είχε εγκατασταθεί για επτά χρόνια και
προχώρησε και στην έκδοση του «Χρονικού ενός προαναγγελθέντος θανάτου»,
εμπνευσμένου από τον Χιλιανό δικτάτορα Αουγκούστο Πινοσέτ, καθώς «δεν
μπορούσε να παραμένει σιωπηλός απέναντι στο πρόσωπο της αδικίας και της
καταπίεσης».
Αντα Δαλιάκα
adaliaka@pegasus.gr
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22769&subid=2&pubid=63994816
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο κορυφαίος της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας
της ΛαμπρινήςΚουζέλη
«Ενα βράδυ, ήμουν φοιτητής
στην Μπογκοτά, έπιασα να διαβάζω τη "Μεταμόρφωση" του Κάφκα που μου
είχε δανείσει ένας φίλος. Μόλις διάβασα την πρώτη πρόταση: "Oταν ο
Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωί από ανήσυχα όνειρα, βρήκε τον εαυτό του
στο κρεβάτι μεταμορφωμένο σε πελώριο ζωύφιο" σχεδόν έπεσα από το κρεβάτι
από την έκπληξη. Δεν ήξερα ότι επιτρεπόταν να γράφεις λογοτεχνία έτσι.
Αν το ήξερα, θα έγραφα καιρό πριν. Αρχισα λοιπόν αμέσως να γράφω
διηγήματα. Ηταν εντελώς εγκεφαλικά γιατί βασιζόμουν στις λογοτεχνικές
εμπειρίες από τα αναγνώσματά μου, δεν είχα βρει ακόμη τη σύνδεση ανάμεσα
στη λογοτεχνία και στη ζωή» έλεγε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες σε
συνέντευξή του στο «Paris Review» τον χειμώνα του 1981. Αργότερα βρήκε
τη σύνδεση. Αντλησε υλικό από την παιδική του ηλικία, έχτισε χαρακτήρες
βασισμένους στο πρόσωπο του παππού του και διηγήθηκε ιστορίες με τον
τρόπο της γιαγιάς του.
«Ελεγε ιστορίες που ακούγονταν υπερφυσικές και φανταστικές, αλλά τις έλεγε με απόλυτη φυσικότητα. Οταν ανακάλυψα ότι αυτό ήταν το ύφος που έψαχνα, κάθησα και δούλεψα εντατικά ενάμιση χρόνο». Το αποτέλεσμα ήταν το Εκατό χρόνια μοναξιά (1967), το μυθιστόρημα που καθιέρωσε τον Γκαρσία Μάρκες και τον ιδιότυπο «μαγικό ρεαλισμό» του, όπου φαντασία και πραγματικότητα παντρεύονταν σε ένα παραμύθι σουρεαλιστικό που αναπαριστούσε γεγονότα από την ιστορία, την κουλτούρα, την πολιτική πραγματικότητα, τη βία και την εκμετάλλευση στη Λατινική Αμερική των δεκαετιών 1950-1960 το οποίο διαβάστηκε στην Ευρώπη καθιερώνοντας τη λογοτεχνία μιας ολόκληρης ηπείρου. Μετά τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, τον Γκάμπο, όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά φίλοι και αναγνώστες, η λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής μπήκε στην κεντρική λογοτεχνική σκηνή και ταυτίστηκε με το όνομά του.
Ο κολομβιανός νομπελίστας πέθανε τη Μεγάλη Πέμπτη στο σπίτι του στην Πόλη του Μεξικού, σε ηλικία 87 ετών. Τον επικείμενο θάνατό του περιμέναμε από καιρό καθώς τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ήταν αυξημένα. Ο καρκίνος στους λεμφαδένες που τον είχε ταλαιπωρήσει το 1999 ήταν, σύμφωνα με φήμες, η αιτία που τον οδήγησε στο νοσοκομείο στις αρχές Απριλίου. Πριν από ενάμιση χρόνο ο αδελφός του Χάιμε είχε ισχυριστεί ότι ο Γκάμπο έπασχε από άνοια.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε το 1927 στην Αρακατάκα, ένα παραλιακό χωριό της Κολομβίας. Μεγάλωσε κοντά στους παππούδες του από τη μεριά της μητέρας του, μακριά από τους γονείς του. Πρωτοείδε τη μητέρα του σε ηλικία δέκα ετών, ένα σοκ το οποίο δεν μπόρεσε να ξεπεράσει. Τον πατέρα του τον αντιπαθούσε. Λάτρευε όμως τον συνταγματάρχη παππού του. «Ημουν οκτώ ετών όταν πέθανε. Από τότε τίποτε σημαντικό δεν μου συνέβη» υποστήριζε ο Μάρκες.
Το 1947 άρχισε σπουδές Νομικής και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά. Τον ίδιο χρόνο η εφημερίδα «Ελ Εσπεκταδόρ» δημοσίευσε το πρώτο διήγημά του με τίτλο «Η τρίτη παραίτηση». Το 1948 μετακόμισε στην Καρταχένα των Δυτικών Ινδιών και άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ελ Ουνιβερσάλ». Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Αμερική και στην Ευρώπη. Την πρώτη του νουβέλα Τα νεκρά φύλλα (1955) ακολούθησαν η νουβέλα Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει (1961) και το μυθιστόρημα Κακιά ώρα (1962).
Πέρασε τα πρώτα 40 χρόνια της ζωής του προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα ως κειμενογράφος, κριτικός κινηματογράφου και δημοσιογράφος. Οταν οι συνάδελφοί του στην εφημερίδα σχολούσαν, εκείνος έμενε και έγραφε τη λογοτεχνία του, συντροφιά με τον θόρυβο από τις λινοτυπικές μηχανές. «Μου άρεσε. Ακουγόταν σαν βροχή. Οταν σταματούσαν δεν μπορούσα να συνεχίσω το γράψιμο». Η θητεία στη δημοσιογραφία επηρέασε τη γραφή του, που χαρακτηρίζεται από θαυμαστή ακρίβεια και αφηγηματικό στυλ που δανείζεται στοιχεία από το ρεπορτάζ. Μετά το Εκατό χρόνια μοναξιά, που έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 50 εκατ. αντίτυπα, δεν χρειαζόταν πλέον να εργάζεται. Αφοσιώθηκε στη συγγραφή. Ακολούθησαν Το φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1981), το Ερωτας στα χρόνια της χολέρας (1985), τα Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα (1992) και το Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων (1994).
Το 1982 βραβεύθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του στα οποία το φανταστικό και το ρεαλιστικό παντρεύονται σε έναν πλούσιο, περίπλοκο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου». Είναι η πιο εμβληματική φυσιογνωμία της σπουδαίας λατινοαμερικανικής πεζογραφικής «γενιάς της έκρηξης», ένας συγγραφέας τον οποίο, σύμφωνα με τον ομότεχνό του Κάρλος Φουέντες, δεν ξεπερνά άλλος στην ισπανική γλώσσα παρά μονάχα ο Θερβάντες. Απολάμβανε την παγκόσμια φήμη του αλλά θεωρούσε ότι η φήμη και η δημοσιότητα δεν είναι εποικοδομητικές για έναν συγγραφέα. «Στην περίπτωσή μου το μόνο πλεονέκτημα της φήμης μου είναι ότι μπορώ να τη χρησιμοποιήσω πολιτικά» έλεγε και εννοούσε τον ρόλο του δημόσιου διανοουμένου. Ο Μάρκες συνδεόταν με δεσμούς φιλίας με τον Φιντέλ Κάστρο και πίστευε ότι η Επανάσταση στην Κούβα ευαισθητοποίησε τους Ευρωπαίους και πυροδότησε το ενδιαφέρον τους για τη λογοτεχνία που γραφόταν στη Λατινική Αμερική, αλλά υποστήριζε ότι το μόνο επαναστατικό καθήκον του συγγραφέα είναι να γράφει όσο καλύτερα μπορεί.
Το 1999 διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες. Στη διάρκεια της θεραπείας του πήρε την απόφαση να συντάξει την αυτοβιογραφία του. Τα επόμενα τρία χρόνια, όπως είπε σε συνεντεύξεις του, χάθηκε από προσώπου γης, σταμάτησε τα ταξίδια και τις δημόσιες εμφανίσεις, περιόρισε τις συναντήσεις με τους φίλους του και έγραφε πυρετωδώς. Το 2002 κυκλοφόρησαν τα απομνημονεύματά του των ετών 1927-1950 με τίτλο Ζω για να τη διηγούμαι. Στον τόμο αφηγείται τη ζωή των παιδικών και νεανικών του χρόνων ως τη στιγμή που έκανε πρόταση γάμου στη σύζυγό του Μερτσέντες, η οποία τον στήριξε με αφοσίωση σε όλη τη διάρκεια της κοινής τους ζωής.
Η συγγραφική σιωπή του μετά τις Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου (2004) είχε τροφοδοτήσει πολλά δημοσιεύματα τα οποία έκαναν λόγο για επιδείνωση της ασθένειάς του και άλλα προβλήματα υγείας - ορισμένα μάλιστα μιλούσαν ακόμη και για θάνατο του Μάρκες. Αυτή τη φορά η είδηση δεν ήταν ψευδής. Λίγες εβδομάδες μετά τα γενέθλιά του, στις 6 Μαρτίου, ο κόσμος αποχαιρετά τον πατριάρχη της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Οχι οριστικά. Προς το παρόν. «Αναπαύσου εν ειρήνη, Γκάμπο, θα συναντηθούμε στο Μακόντο» έγραφε ένα από τα δεκάδες χιλιάδες μηνύματα στο Facebook, στο μυστικό χωριό που εκείνος επινόησε.
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=588173
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου