Οι
Αρβανίτες
Μετά τον 10ον αιώνα, ιδίως
δε στην διάρκεια του 14ου αιώνος, έλαβαν χώραν αθρόες μεταναστεύσεις Αλβανών.
Κυρίως Γκέγκες* μετανάστευσαν προς το γειτονικό Κοσσυφοπέδιο, του οποίου
άλλαξαν, την εθνολογική δομή. Σε πολύ μικρότερο αριθμό κατέβηκαν αλβανόφωνοι και
στην Ήπειρο, την Πελοπόννησο και την λοιπή νότιο Ελλάδα. Αυτοί που κατέβηκαν
στην Ελλάδα τότε «Αρβανίτες» ήσαν Βορειοηπειρώτες και Τόσκες, πολλοί εκ των
οποίων μιλούσαν ήδη και ελληνικά.
Η κάθοδος αυτών των
Αλβανοφώνων προς την νότιο Ελλάδα δεν έγινε τότε, διότι τάχα αυτή ήταν
αραιοκατοικημένη (όπως ελέχθη από μερικούς), αλλ' αντιθέτως διότι ήταν πολύ
πλούσια και ανθούσε σον γεωργικό και στον εμπορικό τομέα. Αυτό βεβαιώνεται από
φράγκικες πηγές (Μίλλερ), αφού, ως γνωστόν, μέχρι τότε οι Φράγκοι κατείχαν την
περιοχή. Η κάθοδος εκείνη ήταν αντίστοιχη της πρόσφατης του 1990 όμοιας καθόδου
Αλβανών υπηκόων στην Ελλάδα.
Κι απ' αυτούς όμως τους Αρβανίτες,
πού ήλθαν τότε στην νότιο Ελλάδα, πολλοί μετανάστευσαν στην Καλαβρία και την
Σικελία τους επόμενους δύο αιώνες (όπως και πολλοί Μανιάτες), καθώς στην Ελλάδα
είχε επιβληθεί η στυγνή τουρκική κυριαρχία. Ποσοτικά, πρέπει λοιπόν να έμειναν
πολύ λίγοι «Αρβανίτες» έκτοτε στην Ελλάδα Εν τούτοις, ό αριθμός τους φάνηκε πολλαπλασιασμένος
αργότερα, όταν, με την απελευθέρωση της Ελλάδος, πολλές κοινότητες μιλούσαν
«αρβανίτικα». Ανέκυψε έτσι το ερώτημα περί της εθνολογικής υπαγωγής αυτών των
Αρβανιτών. Τέτοιες κοινότητες είχαν δημιουργηθεί στην Βοιωτία, στην Εύβοια,
στην Αττική, στην Αργολιδοκορινθία και άλλου.
Ο Σουρμελής εξηγεί, ότι επί
τουρκοκρατίας πολλές ελληνικές κοινότητες, που συγκατοικούσαν με αρβανίτες,
προτιμούσαν να ντύνονται και να ομιλούν αρβανίτικα, για να αποφεύγουν τις
τουρκικές διώξεις. Έξ αυτού δε τού λόγου πολλαπλασιάστηκαν συγχρόνως οι
δίγλωσσες κοινότητες. «Όπου αναμείχθηκαν η
ελληνική με την αρβανίτικη γλώσσα, επικράτησε η τελευταία», βεβαιώνει ο Κ.
Μπίρης. Αυτή είναι η επικρατούσα άποψη για τις σχετικά πολυάνθρωπες αρβανίτικες
κοινότητες, πού είχε η Ελλάδα μετά το 1830. Αυτή δε η άποψη, όπως θα δούμε,
επιβεβαιώνεται σήμερα και ανθρωπολογικά.
Πράγματι, ο Κ. Στέφανος
ήδη από το 1911 είχε επισημάνει ότι καμία αρβανίτικη κοινότητα στην Ελλάδα δεν
ήταν υπερβραχυκέφαλη. Παντού ο μέσος κεφαλικός δείκτης κυμαινόταν μεταξύ 80 και
84 χιλιοστά, με ελαφρά μεν τάση των Αρβανιτών της Αργολίδος προς την υπερβραχυκεφαλία,
αλλά με σοβαρότερη απόκλιση των Αρβανιτών της Αττικής, της Ευβοίας και της
Κορινθίας προς την μεσοκεφαλία. Τά στοιχεία αυτά του κεφαλικού δείκτη, πού
μέτρησε ο Κ. Στέφανος, αρκετά ανόμοια μεταξύ τους, δεν ήταν όμως έξω από το
φάσμα του ελληνικού κεφαλικού δείκτη.
Η έρευνα του Θ. Πίτσιου
(1978) στην Πελοπόννησο επιβεβαίωσε ότι οι εκεί Αρβανίτες, όχι μόνον δεν είναι
φυλετικώς διναρικοί, άλλ' ότι είναι πολύ «μεσογειακώτεροι» κι από τους Έλληνες της
Ηπείρου. Έτσι π.χ. το ύψος της μύτης των Αρβανιτών είναι γύρω στα 53,5, των
Ηπειρωτών περίπου 55,5, ενώ των Βορειοαλβανών, κατά την έρευνα Κουν, υπερβαίνει
τα 58 χιλ. Επίσης το πλάτος του σαγονιού, που στους διναρικούς είναι μικρό,
δίνοντας τους μορφή τριγωνικού προσώπου (στους Γκέγκες μόλις 107,7), ατούς
Αρβανίτες υπερβαίνει τα 110 χιλ., όσο δηλαδή έχουν και οι λοιποί Πελοποννήσιοι ενώ
οι Ηπειρώτες έχουν 109 χιλ. περίπου. Αλλά και η ορθομετωπία, πού είναι γνήσιο
χαρακτηριστικό της λεπτοφυούς Μεσογειακής φυλής, απαντάται μεταξύ των Αρβανιτών
σε ποσοστό 90%, όσο δηλ. και στους λοιπούς Πελοποννησίους, ενώ στούς Γκέγκες σε
ποσοστό κάτω του 40%. Αυτά και άλλα στοιχεία πείθουν ότι «δεν διαφέρουν οι
Αρβανίτες από τους Έλληνες των γειτονικών τους χωριών». Γι' αυτό και οι Φράγκοι
δεν τους διέκριναν ούτε τότε από τους λοιπούς Έλληνες («είναι ένας μόνον λαός»,
έγραφαν) και τους ξεχώριζαν μόνον από την γλώσσα, αλλά και από την ροπή τους
προς την στρατιωτική τέχνη (Κ. Μπίρης, Αρβανίτες 1960).
Αυτή η στρατιωτική ροπή των
Αρβανιτών, πού έκανε τους Φράγκους να ταυτίζουν το όνομα «αρβανίτης» με το
«στρατιώτης», υποδηλώνει μίαν ιδιαιτερότητα στην ψυχική ιδιοσυγκρασία τους. Και
είναι πράγματι και σήμερα γνωστή μία κάποια ιδιαιτερότητα στον ψυχικό χαρακτήρα
των Αρβανιτών, πού θεωρούνται αρκετά σκληροί, πείσμονες και συμφεροντολόγοι. Ο
Δ. Καμπούρογλου είχε από παλαιά επισημάνει αυτήν την διαφοροποίηση τους από
τους άλλους Έλληνες, μολονότι δεχόταν ότι προήρχοντο από την Ήπειρο - και όχι από
την Αλβανία, όπως οι Τουρκαλβανοί. Άλλα και ο Κ. Μπίρης γράφει: «Όπως απέδειξαν με την πολεμική τους τέχνη οι
Αρβανίτες, δεν τους έλειπε η ευφυΐα, η έλλειψη όμως ευστροφίας τους έκανε να
είναι τραχείς στους τρόπους, επίμονοι και αγύριστοι» (το γνωστό «αγύριστο
αρβανίτικο κεφάλι»). Αύτη η ψυχική ιδιαιτερότητα των Αρβανιτών μας ανάγει
φυσικά στην ψυχική περιγραφή, της Διναρικής φυλής. Επειδή δε τα ψυχικά γνωρίσματα
είναι εξ ίσου σχεδόν πειστικά με τα ανθρωπογραφικά, όσο άφορα στην φυλετικότητα
ενός λαού, μπορεί κανείς να συναγάγει, ότι οι Αρβανίτες έχουν κάποια διναρική
καταβολή - μολονότι η διναρική συμμετοχή είναι ελαχίστη, όπως δείχνουν τα
σωματικά στοιχεία. Το γεγονός τούτο της αντίφασης μεταξύ ψυχικών και σωματικών
στοιχείων επιβεβαιώνει, πόσο τα ψυχικά φυλετικά γνωρίσματα μπορεί να είναι
ενίοτε σταθερότερα και διαχρονικότερα από τα σωματικά.
Επειδή η ελληνική εθνική συνείδηση
των αρβανιτοφώνων είναι αδιαμφισβήτητη, αυτή δε η συνείδηση αποτελεί την άλλη
συνιστώσα της εθνικότητος, μπορεί κανείς να υποστηρίξει χωρίς αμφιβολία ότι
αυτοί, αν και έχουν κάποια ελάχιστη διναρική συμμετοχή στην καταβολή τους, όπως
άλλωστε και πλείστοι Έλληνες, δεν διαφοροποιούνται εθνόλογικά από τον υπόλοιπο
ελληνικό λαό. Μόνη η γλώσσα δεν αποτελεί, ως γνωστό, τεκμήριο εθνικότητος. Άλλωστε
ή αρβανίτικη γλώσσα ομιλείται σήμερα ελάχιστα - και μόνον σαν δεύτερη γλώσσα.
*Σημείωση.
Κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας μεγάλοι αλβανικοί πληθυσμοί εξισλαμίσθηκαν,
ιδίως δε Γκέγκες. Τέτοιους εξισλαμισμένους Αλβανούς, γνωστούς ως «Τουρκαλβανούς»,
πού συνδύαζαν την σκληρότητα του χαρακτήρα με τον θρησκευτικό φανατισμό, χρησιμοποιούσαν
οι Τούρκοι σε διάφορα σημεία ως σώματα κρούσεως.
Από το βιβλίο του Δημ.
Π. Δημόπουλου «Η καταγωγή των Ελλήνων»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου