Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Η ξεχασμένη πολυαγαπημένη Αθήνα μας
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Στις πολύ κακές του ήταν εκείνο το πρωί ο παππούς Νικολής, καθώς το προηγούμενο βράδυ, παρά την αυστηρή απαγόρευση που του είχε επιβάλει ο κουράντε ιατρός του, κάθισε και είδε στην τηλεόραση δύο ολόκληρα δελτία ειδήσεων απ' αρχής μέχρι τέλους.
Για να του αποσπάσει την προσοχή η γυναίκα του, που ήξερε την κατάληξη αυτής της «ενημέρωσης», του έφερε να πιει ένα τσιπουράκι με μεζέ μια παχουλή αντζούγια, έδεσμα που και αυτό απαγορευόταν αυστηρά, αλλά έκρινε η γυναικούλα πως «δύο κακών προκειμένων, το μη χείρον βέλτιστον…». Έχαψε τη σαρδέλα ο παππούς, ρούφηξε απνευστί το τσίπουρο, έριξε μια μούντζα ξεγυριστή στην τηλεόραση και τράβηξε για ύπνο χωρίς να πει ούτε ένα ξερό «καληνύχτα».
Άγνωστη, φυσικά, ήταν η συνέχεια και ποια παράξενα όνειρα, ποιοι τρομεροί εφιάλτες τον βασάνιζαν ολονυχτίς, γιατί μούγκριζε και κλώτσαγε στο κρεβάτι, μέχρι που πέταξε στο πάτωμα την κακομοίρα τη γυναικούλα του, κόβοντάς της το ωραιότερο όνειρο που είχε δει ποτέ: Ήταν, λέει, στην τράπεζα και εισέπραττε τον δέκατο τρίτο μισθό… Με τέτοια νύχτα που πέρασε, δεν ήταν παράξενο που σηκώθηκε άκεφος εκείνο το πρωινό. Μουρτζούφλης και αμίλητος, έπινε τον καφέ του βήχοντας συνέχεια λόγω ΧΑΠ από το μακροχρόνιο κάπνισμα και προβληματιζόταν πώς θα σκότωνε την ώρα του διότι, ενώ τα χρόνια τρέχουν και φεύγουν καλπάζοντας, οι ώρες δεν περνούν με τίποτα οι αφιλότιμες. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο φίλος του ο Προκόπης. Τι φίλος του, δηλαδή; Μια γνωριμία ήταν που δημιουργήθηκε στην αίθουσα αναμονής του ΙΚΑ, περιμένοντας τον παθολόγο να τους γράψει φάρμακα, η οποία εξελίχθηκε σε φιλία. «Πρόσφυγες» από την Αθήνα και οι δύο, που στα στερνά τους βρέθηκαν στη Βόρειο Ελλάδα, αντάμωναν κάθε τόσο στο ιστορικό «Ντορέ» και ανατρέχανε στο παρελθόν: «Τι ωραία ήταν τότε η ζωή...». Ανταλλάσσανε αναμνήσεις και ο ένας διόρθωνε ό,τι θυμόταν στραβά ο άλλος, ανασύροντας από τη λήθη κάποιες ξεχασμένες λεπτομέρειες.
Χαρούμενος έδειχνε ο Προκόπης στο τηλέφωνο, λακωνικός ήταν ο παππούς Νικολής. Με λόγια γεμάτα θέρμη, ο Προκόπης εξήγησε στον παππού πως τη μεθεπομένη θα κατέβαινε ο γιος του με το αυτοκίνητό του στην Αθήνα και του πρότεινε να τους πάρει μαζί του για παρέα. «Τζάμπα όλα. Φράγκο δεν θα δώσουμε», συμπλήρωσε ως δέλεαρ. Ο Νικολής το ξέκοψε βίαια: «Καλό κατευόδιο», είπε. «Εγώ δεν το κουνάω από δω!». Εις μάτην προσπάθησε να τον μεταπείσει ο Προκόπης λέγοντάς του πόσο ωραία θα περνούσαν οι δυο τους στην Αθήνα, ζωντανεύοντας το παρελθόν. Κι αν, πάλι, προτιμούσε να τριγυρίσει μοναχός του στα γνωστά του τα λημέρια, να συναντήσει φιλαράκους στην παλιά του γειτονιά, εκείνος δεν θα του γινόταν βάρος. Αμετάπειστος, ο παππούς τού πέταξε ένα ξερό «παράτα με» κι έκλεισε το τηλέφωνο. Αλλά αγύριστο κεφάλι καθώς ήταν ο Προκόπης, σκέτος «γκέκας», που λένε, ξανατηλεφώνησε αργότερα και τους πληροφόρησε πως σκόπευε να τους επισκεφθεί το απόγευμα, μπας και τον έπειθε να πάνε για προσκύνημα στην πρωτεύουσα.
Έξαλλη έγινε η γιαγιά και τα έβαλε με τον παππού Νικολή που της κουβαλούσε αυτό το χούφταλο:
«Θα μας βρωμοκοπήσει το σπίτι με τα χνότα του», είπε, «και θα μαζεύω τα σάλια και τις γόπες του», διότι ο Προκόπης είχε την κακή συνήθεια να καπνίζει το ένα τσιγάρο κολλητά στο άλλο και έβγαζε θαρρείς τα σωθικά του από τον βήχα, εκτοξεύοντας τριγύρω σάλια.
Κατέφθασε, λοιπόν, το απόγευμα, στρογγυλοκάθισε και, κρατώντας στο χέρι το τσιγάρο, άρχισε να αναπτύσσει τα επιχειρήματά του, πόσο καλό θα έκανε στον κύριο Νικολή αυτή η σύντομη εξόρμηση στα πατρογονικά του. Μέλι έτρεχε από το στόμα του, το οποίο παρακολουθούσε η γιαγιά με προσήλωση, καθώς φοβόταν μην πέσει η καύτρα από το τσιγάρο του και της κάψει το χαλί. Σιωπηλός τον άκουγε ο παππούς, ενώ κάποιες νευρικές συσπάσεις στους μυς του προσώπου του πρόδιδαν μια δυσφορία που με πολλή προσπάθεια συγκρατούσε. Όταν με το καλό η χειμαρρώδης παράθεση επιχειρημάτων τερματίστηκε και περίμενε τη συγκατάθεση, ο παππούς Νικολής αποφάνθηκε με ένα ξερό «όχι». Και πρόσθεσε: «Στην Αθήνα δεν έρχομαι. Θέλεις να πάμε στο Ταμτούμ για αρκούδες; Να πάμε! Θέλεις να σε ακολουθήσω να βρεις το τέρας του Λοχ Νες στη Σκωτία; Δίπλα σου! Θέλεις να πάμε στη ζούγκλα με τον Ταρζάν; Καμία αντίρρηση! Αν και πολύ φοβούμαι πως τον Ταρζάν θα τον ανταμώσεις στην Αθήνα. Και πολύ σε παρακαλώ μη μου βάζεις κακά λόγια στο στόμα μου. Διότι ξέρεις πολύ καλά πως η Αθήνα, η Αθήνα μου, η Αθήνα σου, η Αθήνα όλων μας, δεν υπάρχει πια. Πέθανε και πήγε άκλαυτη. Και σε ρωτάω, αγαπητέ μου Προκόπη: Τι είναι εκείνο που χαρακτηρίζει μια πόλη, μια πρωτεύουσα; Είναι η φυσιογνωμία της, η ατμόσφαιρά της, η διαφορετική της προσωπικότητα που την κάνουν να ξεχωρίζει πάνω στη Γη. Και ακόμα είναι τα ήθη και τα έθιμα, ο τρόπος ζωής των ανθρώπων της, η ζεστασιά ή το απόμακρό τους. Τι απέμεινε απ' όλα αυτά στην Αθήνα μας; Τίποτα. Στο όνομα του μοντέρνου, της αφαίρεσαν την ταυτότητα και στη θέση της γοητείας της φυτέψανε σκουπίδια. Περπατάς στους δρόμους όπου βόλταρες αγκαζέ με το κορίτσι σου κι έκανες όνειρα μπροστά στις ολόφωτες βιτρίνες και τώρα σε πιάνει ρίγος από τη νέκρα και την ερημιά, με μόνη παρηγοριά στη μοναξιά σου τα αυτοκίνητα που τρέχουν σαν κυνηγημένα στους άδειους δρόμους. Αντάμωνες έναν παλιόφιλο και, καθώς πάντοτε είχες χρόνο διαθέσιμο, καθόσασταν σ' ένα από τα αμέτρητα στέκια, που τώρα γινήκαν τράπεζες, και ανταλλάσσατε σαν άνθρωποι μερικές κουβέντες. Στη θέση τους φύτρωσαν κάτι μαγαζιά του ποδαριού που σου πετάνε μέσα σε πλαστικό σερβίτσιο μιας χρήσεως ένα snack ακατονόμαστο. Περπάταγες και το βλέμμα σου έπεφτε πάνω σε ταμπέλες με φίρμες που ήξερες από παιδί, και ήταν αυτονόητο πως θα τις αντίκριζες παντοτινά. Διαβαίνοντας τη Σταδίου, συνάνταγες την «Πανελλήνιο Αγορά», στην Ερμού τον «Πάλλη» και, κατηφορίζοντας ανάμεσα στον γυναικόκοσμο, έριχνες κλεφτές ματιές, επειδή ντρεπόσουν, στα γαργαλιστικά εσώρουχα στις βιτρίνες του «Κοντώση». Κι αν έκανες ένα τεστ ζητώντας να σου πουν ένα όνομα από την Αιόλου, αβίαστα θα σου απαντούσανε «Δραγώνας»… Αυτή ήταν, φίλε μου, η Αθήνα όπου γεννήθηκα, μεγάλωσα, ερωτεύθηκα, έφαγα ψωμί, έκανα οικογένεια. Αλλά δεν υπάρχει πια η Αθήνα που αγάπησα και κάποιες στιγμές, μ' ένα καρτούτσο ρετσίνας, σιγοτραγούδησα σ' ένα κουτούκι: «Αθήνα μου, πώς να σ' το πω; / Σαν μάνα μου σε αγαπώ / και πιο πολύ ακόμα… / Κι απ' τη ζωή σαν κουραστώ / θα 'θελα, Αθήνα, να θαφτώ / μες στο δικό σου χώμα…». Το όνομά της το σφετερίστηκε μια αδιάφορη, εχθρική πόλη, που μισεί τον εαυτό της. Κι έρχεσαι εσύ και μου ζητάς να πάμε να την προσκυνήσουμε. Ε, λοιπόν, όχι. Η πόλη αυτή μ' αφήνει αδιάφορο…».
Από "ΤΟ ΠΑΡΟΝ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου