Η Πόλη που χάθηκε
Για περισσότερα από χίλια
πεντακόσια χρόνια η Κωνσταντινούπολη υπήρξε μία τις σημαντικότερες
πόλεις στο γνωστό έως τότε κόσμο, ως πρωτεύουσα δύο μεγάλων
αυτοκρατοριών: της ελληνόφωνης Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που
έμεινε γνωστή ως Βυζάντιο, και της ισλαμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι Οθωμανοί κυρίαρχοι υπήρξαν ένα παράξενο φυλετικό υβρίδιο που είχε μεγαλύτερη σχέση με τους ντόπιους πληθυσμούς των κατακτημένων από τους Τουρκομάνους περιοχών παρά με τους αρχικούς κατακτητές, οι οποίοι απορροφήθηκαν από τις μάζες των εξισλαμισμένων προσφέροντάς τους όμως ως στοιχείο της φυλετικής υπεροχής του κατακτητή την ουραλοαλταϊκή τους γλώσσα.
Αλλά και σ' αυτή τη σκοτεινή εποχή της ισλαμικής κυριαρχίας, η ελληνική παρουσία παρέμεινε ισχυρή. Τόσο θεσμικά μέσω του συστήματος των μιλέτ που είχαν επιλέξει οι νέοι κυρίαρχοι για την καλύτερη διαχείριση και εκμετάλλευση των υπηκόων τους όσο και φυλετικά μέσα από τη διατήρηση ενός σκληρού πυρήνα Ρωμιών που παρέμειναν προσκολημμένοι στην παραδοσιακή πίστη όσο και μέσω των πολυάριθμων εξωμοτών που επέλεξαν την ένταξη στο κυρίαρχο ιδεολογικό σύστημα του Ισλάμ.
Οι σκοτεινοί αιώνες της απόλυτης ισλαμικής κυριαρχίας θα υποχωρήσουν στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις των υπόδουλων ραγιάδων αλλά και ο μεταρρυθμιστικός άνεμος εκείνης της εποχής θα επηρεάσουν και την οθωμανική απολυταρχία. Οι μεταρρυθμίσεις θα δώσουν για πρώτη φορά το δικαίωμα του ίσου πολίτη στους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Οι προσπάθειες των αρχών είναι να μετατρέψουν την Πόλη σε μια δυτικού τύπου πρωτεύουσα. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν τα μεγάλα δημόσια έργα υποδομής, όπως η σιδηροδρομική σύνδεση με την Ευρώπη (1870), η υπόγεια σήραγγα μεταξύ Γαλατά και Πέραν (1873) κ.ά.
Εθνικισμός VS οθωμανισμός
Παράλληλα, η βιομηχανική επανάσταση που είχε σημειωθεί στη Δύση μαζί με την ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου θα ευνοήσουν την ανάπτυξη νέων τομέων στο χώρο της οικονομίας.
Οι δυνατότητες που θα προσφέρει η εποχή αυτή θα αξιοποιηθούν κυρίως από τα μη μουσουλμανικά στρώματα που σε κάποιο βαθμό ήταν αποξενωμένα από τις παραδοσιακές οικονομικές λειτουργίες της φεουδαρχικής αυτοκρατορίας. Η ελληνορθόδοξη ομάδα θα επιτύχει αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη. Θεωρείται ότι το 60% του επενδεδυμένου κεφαλαίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι την εποχή που οι Νεότουρκοι εθνικιστές έθεσαν σε εφαρμογή τα σχέδια για τη γενοκτονία των χριστιανικών κοινοτήτων, ανήκε σε Οθωμανούς Ελληνες.
Η ιδέα του οθωμανισμού -δηλαδή της μετεξέλιξης της απολυταρχικής αυτοκρατορίας σε κράτος δικαίου- είχε γίνει ιδιαιτέρως αγαπητή τόσο στις μειονοτικές ομάδες όσο και στους προοδευτικούς διανοούμενους, ακόμα και σε Ελλαδίτες εθνικιστές, όπως ο Ιων Δραγούμης.
Η Τουρκάλα ιστορικός Ντιλέκ Γκιουβέν περιγράφει ως εξής το ρεύμα αυτό: «Μπορούμε να συνοψίσουμε τον οθωμανισμό -την ιδεολογία που συνείχε το μεταρρυθμιστικό κίνημα Τανζιμάτ- ως μια προσπάθεια συμφιλίωσης αποκλινόντων συμφερόντων των επί μέρους λαών της αυτοκρατορίας στο πλαίσιο ενός κοινοβουλευτικού συστήματος. Ολοι οι υπήκοοι του σουλτάνου, ανεξάρτητα από το σε ποια θρησκεία ή εθνική ομάδα ανήκαν, θα γίνονταν νομικώς ισότιμοι πολίτες ενός μοναδικού οθωμανικού κράτους».
Το σχέδιο αυτό, παρότι εξέφραζε την πλειοψηφία των μεταρρυθμιστών, δεν μπόρεσε να επικρατήσει, γιατί τελικά θα καταλάβουν την εξουσία οι ακραίοι εθνικιστές των Νεότουρκων (Τζεμάλ, Ενβέρ, Ταλαάτ), εμφορούμενοι εξ αρχής με ρατσιστικές και αντιμειονοτικές ιδέες, με πρόθεση να επιλύσουν το «εθνικό ζήτημα» με τη φυσική εξαφάνιση των ανεπιθύμητων λαών, δηλαδή με τις γενοκτονίες που ψύχραιμα οργάνωσαν και συστηματικά υλοποίησαν.
Από εκείνη την περίοδο του οθωμανισμού έμειναν τα ίχνη μιας μοναδικής πολιτιστικής ανάπτυξης αυτών των λαών που έπρεπε να εξοντωθούν.
Η κληρονομιά του Τανζιμάτ
Η πνευματική ζωή της ελληνικής κοινότητας ήταν πολύ ενδιαφέρουσα στις αρχές του 20ού αιώνα. Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώρισε η κοινοτική εκπαίδευση. Εμφανίστηκαν πολιτιστικοί σύλλογοι, όπως ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, που επέδειξαν σημαντική δραστηριότητα. Πλούσιος ήταν και ο προβληματισμός για ζητήματα πολιτισμού. Το «γλωσσικό ζήτημα» των Νεοελλήνων βρέθηκε στο επίκεντρο των συζητήσεων και προκάλεσε σφοδρές ιδεολογικές συγκρούσεις.
Μεγάλη άνθηση στις αρχές του 20ού αιώνα είχε και η θεατρική δραστηριότητα. Τόσο στα κεντρικά όσο και στα περιφερειακά θέατρα οι θίασοι εναλλάσσονταν με μεγάλη συχνότητα. Το θέμα αυτό της θεατρικής δράσης καλύπτει η έρευνα της φιλολόγου Γιούλης Πεζοπούλου, στης οποίας τη διδακτορική διατριβή αποκαλύπτεται αυτή την πλευρά της πολιτιστικής ζωής των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, πριν ο εθνικισμός σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του.
*Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός, http://kars1918.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου