Ο Πικιώνης σε εκδρομή στους Δελφούς,ένα τοπίο με ιδιαίτερη σημασία γι΄ αυτόν
Ποιος
ήταν ο Δημήτρης Πικιώνης;
Η
ζωή του αρχιτέκτονα που διαμόρφωσε αριστοτεχνικά τον περιβάλλοντα χώρο του
ομφαλού της Αθήνας
ΑΠΟ
ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΠΑΡΙΔΗ
Ο Δημήτρης Πικιώνης με τα
παιδιά του Ινώ, Ίωνα, Τάσο και Πέτρο στην Αίγινα, περ. 1937.
Ίσως σήμερα να μας
φαίνεται αναπόσπαστο μέρος του ιερού λόφου της Ακρόπολης και να έχει γίνει με
τα χρόνια ταυτόσημο της φυσιογνωμίας και της μορφολογίας της πόλης των Αθηνών,
αλλά, αν οφείλουμε σε κάποιον τη -σχεδόν- ιδιοφυή διαμόρφωση και χάραξη οδών πρόσβασης
των πεζών, τους σπειροειδείς διαδρόμους που οδηγούν στο σημαντικότερο μνημείο
της ελληνικής αρχαιότητας, δεν είναι άλλος από τον εμπνευσμένο
εικαστικό-αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη.
Στην ευλαβική του αφοσίωση
στο φυσικό τοπίο και τη λαϊκή αρχιτεκτονική, από τις οποίες η σύγχρονη Ελλάδα
είχε τη μεγάλη τύχη να ωφεληθεί, καθώς του έδωσε την ευκαιρία να
πραγματοποιήσει ένα όραμα εικαστικής σύλληψης που αφορούσε τον ευρύτερο
αρχαιολογικό χώρο αλλά και τον γειτονικό περίπατο στον λόφο του Φιλοπάππου. Όπως
και τον ναΐσκο του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη, με το τουριστικό του
περίπτερο. Έργα μεγάλης πνοής και στοχασμού για τα οποία έπρεπε να δώσει πολλές
μάχες, έναν καθημερινό αγώνα ενάντια στη γραφειοκρατία και την ευθυνοφοβία, για
να του παραχωρηθούν όλες οι εγγυήσεις ώστε να ολοκληρώσει το έργο του.
Τα τέσσερα χρόνια που
κράτησαν οι εργασίες, ο τότε υπουργός Δημοσίων
Έργων Κωνσταντίνος Καραμανλής (από τον Φεβρουάριο του 1954 μέχρι το 1958
που το εγκαινίασε ως πρωθυπουργός) ξεκινούσε καθημερινά το πρόγραμμά του με
επιτόπιες επισκέψεις συνοδεία του αρχιτέκτονα, αρχικά για να πειστεί από τον
ίδιο για τις επιλογές του που παρέπεμπαν στην αρμονία και την κλίμακα
-αισθητικά θέματα που αντιμάχονταν λυσσαλέα οι μηχανικοί του υπουργείου του- κι
αργότερα, όταν πια του παραχώρησε το έργο, στην προσωπική του επιθυμία να
κατανοήσει πλήρως το μεγαλεπήβολο σχέδιο που χάρη στη γενναία για την εποχή
πολιτική του απόφαση είχε στηρίξει. Από το οποίο περίμενε όχι μόνο να αναδείξει
το αττικό τοπίο και την Ακρόπολη με τον ιδανικότερο τρόπο ικανοποιώντας το
διεθνές κοινό (η Ελλάδα ξεκινούσε τότε τα μεγάλα τουριστικά της ανοίγματα),
αλλά συγχρόνως να μη θιγεί η αισθητική ιστορία του τόπου.
Διαμόρφωση του χώρου γύρω
από την Ακρόπολη και τον Λόφο του Φιλοπάππου, 1954-1958: Κάτοψη κλιμακωτής
ανόδου από την πλατεία στάθμευσης για την Ακρόπολη
Ο Πικιώνης, αφοσιωμένος
ευλαβικά στη λαϊκή παράδοση, σε καιρούς που οι πάντες λοξοκοιτούσαν τα
μεταπολεμικά διεθνή ρεύματα και που συχνά μιμούνταν με άστοχους και άτεχνους
νεωτερισμούς, συγκέντρωσε τους καλύτερους τεχνίτες της Αθήνας, λιθοξόους,
κτίστες, ξυλουργούς με τα συνεργεία και τα παραπαίδια τους, και με τυφλή
εμπιστοσύνη και ισότιμη συνεργασία δημιούργησε, κυριολεκτικά με τα χέρια και τη
συνδρομή τους, βήμα βήμα, χωρίς ολοκληρωμένα σχέδια, αυτοσχεδιάζοντας
περισσότερο, ένα τεραστίων μεγεθών χειροτέχνημα! Εφαρμογή αρχών και αισθητικών
επιλογών μιας ζωής και της σταδιοδρομίας του εβδομηντάχρονου αρχιτέκτονα, που
είχε ξεκινήσει από τα θρανία του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου μισό αιώνα πριν
και μέσα από ποικίλες, καλλιτεχνικής φύσεως αναζητήσεις άγγιζε το τελειότερο
και πλέον εμβληματικό επίτευγμά του...
Γεννημένος το 1887 στον
Πειραιά από Χιώτες γονείς ευαισθητοποιημένους στην Τέχνη και τον αγώνα της
νεότευκτης Ελλάδας για επιβίωση, γαλουχήθηκε με αξίες όπως αγάπη για την
πατρίδα και σεβασμό στον ανθρώπινο μόχθο. Στα χρόνια των σπουδών του ως
πολιτικού μηχανικού, περνούσε περισσότερες ώρες στις αίθουσες της Σχολής Καλών
Τεχνών παρά στα θρανία του Πολυτεχνείου, στο οποίο ανήκε. Εκεί έκανε και
μερικούς από τους πιο σημαντικούς του φίλους, όπως ο Τζιόρτζιο ντε Κίρικο,
επιδιδόμενος στο πραγματικό του μεράκι που ήταν η ζωγραφική. Έτσι, με μια
συστατική επιστολή στο χέρι χτύπησε την πόρτα του Παρθένη και έγινε ο πρώτος,
χρονολογικά, μαθητής του. Ο μεγάλος ζωγράφος ήταν που έπεισε και τον πατέρα του
το 1908 να τον αφήσει να φύγει για σπουδές ζωγραφικής στο Μόναχο.
Εκεί, ανάμεσα σε
ατέλειωτες επισκέψεις σε μουσεία, ατέρμονες συζητήσεις με τον Γιώργο Μπουζιάνη
και μελέτη της αρχαίας ελληνικής ποίησης, ανακαλύπτει τον Σεζάν. Τρεις πίνακες
του σπουδαίου Γάλλου πρωτοπόρου καλλιτέχνη ήταν αρκετοί για να παρατήσει τη Γερμανία
και να εγκατασταθεί, εν έτει 1909, στο Παρίσι. Εκεί συναντήθηκε ξανά με τον
Παρθένη και μαζί επισκέφθηκαν μουσεία, εκθέσεις, ανακάλυψαν όλη τη σύγχρονη
ζωγραφική και γλυπτική. Παράλληλα, παρακολούθησε μαθήματα στην Academie de la
Grande Channiere. Καθώς, όμως, οι οικονομικοί του πόροι εξαντλούνταν, γράφτηκε
σε εργαστήρι αρχιτεκτονικής της Ecole des Beaux Arts χωρίς να ξέρει ότι αυτή
του η επιλογή θα αποδεικνυόταν καθοριστικής σημασίας. Οι έπαινοι από τους
δασκάλους του έπαιρναν και έδιναν, ανοίγοντάς του μια νέα επαγγελματική
προοπτική, της οποίας τις πρακτικές εφαρμογές θα μάθαινε αναγκαστικά στην
πράξη. Λίγο πριν την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1912, σε μια από τις
τελευταίες του συναντήσεις με τον Ντε Κίρικο, ο οποίος επίσης βρισκόταν στο Παρίσι,
ο «μεγάλος» αυτός φίλος του τού αποκάλυψε τα πρώτα του νιτσεϊκά μεταφυσικά
έργα. Ο Πικιώνης υπήρξε ίσως ο πρώτος κοινωνός αυτών των έργων που σύντομα θα
γίνονταν διάσημα ως Scuola Metafysica!
Διαμόρφωση του χώρου γύρω
από την Ακρόπολη και τον Λόφο του Φιλοπάππου, 1954-1958
Πίσω στην πατρίδα,
φανατικός υποστηρικτής της φυλετικής συνέχειας των Ελλήνων, ψάχνει για κάθε
δυνατό στοιχείο, κοινωνικό, ιστορικό, κλιματολογικό, που να δίνει σημασία στις
έρευνες του και τις αισθητικές του αγωνίες γύρω από την ελληνικότητα.
Συμμετέχει με τον βαθμό του λοχαγού στους Βαλκανικούς Πολέμους, αμέσως μετά
ολοκληρώνει τις αρχιτεκτονικές του σπουδές και περνάει τις ώρες του είτε
ζωγραφίζοντας αλά Σεζάν στις όχθες του Κηφισού στα Σεπόλια είτε σχεδιάζοντας τα
σπίτια της Αίγινας. Συνδέεται φιλικά με τους Κόντογλου, Παπαλουκά,
Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Τσαρούχη, Εγγονόπουλο, Διαμαντόπουλο και το 1923 κτίζει το
πρώτο του σπίτι στις Τζιτζιφιές, για το οποίο ο Φώτος Πολίτης έγραψε ύμνους. Το
1929 περνάει τρεις μήνες στη Χίο μελετώντας και καταγράφοντας την αρχιτεκτονική
της. Με την επιστροφή του στην Αθήνα, αναλαμβάνει και ολοκληρώνει μερικά
σημαντικά κτίσματα όπως η οικία Παπαϊωάννου στην οδό Μαρκορά, το περίφημο
δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια, στον Λυκαβηττό, και το θερινό θέατρο της Μαρίκας
Κοτοπούλη στην οδό Χέυδεν, το οποίο βασίζει στις αρχές του αρχαίου και
ιαπωνικού θεάτρου και για το οποίο εν μέρει επικρίνεται. Σε συνεργασία με τον
ζωγράφο Γεράσιμο Στέρη κάνει τα σκηνικά της πρώτης του παράστασης.
Το 1930 μονιμοποιείται
στην έδρα Διακόσμησης του ΕΜΠ, θέση που διατηρούσε ως έκτακτος καθηγητής ήδη
επί μια πενταετία. Φύση στοχαστική και ερευνητική, δεν ήταν ο τυπικός δάσκαλος
που δίδασκε με προγραμματισμένη ύλη. Αντιθέτως, χρησιμοποιούσε τη σωκρατική
μέθοδο της «μαιευτικής», βάζοντας τους μαθητές του να αναζητήσουν τις λύσεις
μέσα στις ίδιες τους τις ιδέες και σκέψεις. Τα μαθήματα αυτά «παραδίδονταν»
συχνά με ένα καφέ στο χέρι στο προαύλιο της σχολής. Πολλοί λίγοι φοιτητές μπορούσαν
να ακολουθήσουν αυτό το είδος «περιπατητικής» διδασκαλίας. Οι ωριμότεροι βγήκαν
αργότερα κερδισμένοι στην καριέρα τους. Εκείνα τα χρόνια, με προτροπή του
συλλόγου «Ελληνική Λαϊκή Τέχνη», οργανώνει σειρά επισκέψεων σε παραδοσιακούς
οικισμούς της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Το 1948, οι μελέτες που προέκυψαν από
εκείνες τις εκδρομές στα αρχοντικά της Καστοριάς αλλά και της Ζαγοράς θα
βραβεύονταν από την Ακαδημία Αθηνών.
Διαμόρφωση του χώρου γύρω
από την Ακρόπολη και τον Λόφο του Φιλοπάππου,
1954-1958.
Όταν το 1935 χτίζει το
Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, οραματιζόμενος τον μακεδονικό τύπο, έχει ήδη
στραφεί σε μια νέα προσέγγιση της δουλειάς του, τον συνδυασμό εθνικής
ταυτότητας και οικουμενικού πνεύματος. Χάρη σε αυτήν τη νέα αντίληψη, θα
εκπονούσε τα επόμενα χρόνια σπίτια όπως αυτό της γλύπτριας Φρόσως Ευθυμιάδη,
την έπαυλη Άνω Φιλοθέης, το «Ξενία» των Δελφών, τα σπίτια του Συνοικισμού
Αιξωνής, για να αναφερθούμε σε μερικά από τα χαρακτηριστικότερα. Πολλοί,
πάντως, δεν συγκινούνται από τις εμμονές του. Συχνά κατηγορείται για
μορφοκρατία και ρομαντικό τοπικισμό, χωρίς βέβαια ο ίδιος να πτοείται. Παρόλο
που όλο και πιο πολύ παραδιδόταν στη βυζαντινο-ανατολική του ταυτότητα,
απορρίπτοντας τη δυτική, έκρινε ότι ένα πάντρεμα παραδοσιακής φόρμας και σύγχρονων
-επιλεκτικά- εφαρμογών ήταν η ιδανική λύση για μια σύγχρονη ελληνική
αρχιτεκτονική. Κι αυτό ακολούθησε εντέλει.
Εκκλησία Αγίου Δημήτριου
Λουμπαρδιάρη και αναπαυτήριο, 1954-1958:
Το πρόπυλο και η εκκλησία
Με τον Γκίκα εκδίδουν το
περιοδικό «Το τρίτο μάτι», στο οποίο δημοσιεύει τα περισσότερα από τα κείμενά
του περί αισθητικής και άλλων, ενώ δεν παύει να ζωγραφίζει. Eπαγγελματικά,
όμως, είχε ολοκληρωτικά και οριστικά αποπροσανατολιστεί. Τη ζωγραφική του την
οργανώνει σε θεματικές όπως Βυζαντινά, Αττικά, Αριάδνες, Νεφέλες, Λαϊκά, και
έτσι καταχωρούνται στην εικαστική κοινότητα, παρόλο που πολλά από τα έργα του
παρέμειναν στην κρυφή πλευρά της δημιουργικότητάς του. Το 1943 αναγορεύεται
τακτικός καθηγητής στο ΕΜΠ και τρία χρόνια αργότερα γίνεται επικεφαλής
εκπόνησης σχεδίου λαϊκών πολυκατοικιών σε Πειραιά και Λαμία. Την ίδια εποχή
μελετά προβλήματα ανοικοδόμησης της Ρόδου και των Δωδεκανήσων.
Από την ενότητα ΑΤΤΙΚΑ,
1940-1950:
Χωρίς τίτλο, μελάνι σε χαρτί
Από την ενότητα ΛΑΪΚΑ,
1940-1950:
Χωρίς τίτλο, κολάζ και μικτή τεχνική σε χαρτί
Μετά την ολοκλήρωση και
παράδοση του περιβάλλοντος χώρου της Ακρόπολης παραιτείται -ύστερα από τριάντα
πέντε χρόνια γόνιμης συνεισφοράς του- από το Πολυτεχνείο κι εκλέγεται πρόεδρος
Κομητείας Τοπίου. Και έναν χρόνο μετά, το 1961, αντεπιστέλλον μέλος της
Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου. Ακολουθούν, σε συνεργασία με τον γιο του
Πέτρο και τον Αθανάσιο Κουτσογιάννη, ο Παιδικός Κήπος Φιλοθέης, το Δημαρχείο
Βόλου, το Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο Τήνου, η διαμόρφωση του
περιβάλλοντος χώρου Αγίου Ιωάννη των Ρώσων στο Προκόπι Ευβοίας και πολλά άλλα!
Το 1966 εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην έδρα της
Αρχιτεκτονικής.
Πεθαίνει το 1968 κι ενώ η
πολιτεία όφειλε να προστατεύσει το έργο του, πολλά από τα θαυμάσια επιτεύγματά
του η τυπική ελληνική αδιαφορία και αυθαιρεσία τα έχει αφήσει στη μοίρα τους. Η
παρακμή και η φθορά είναι εμφανέστατες τόσο στο τουριστικό περίπτερο στον Άγιο
Δημήτριο Λουμπαρδιάρη όσο και στο Σχολείο στο Λυκαβηττό. Ως συνήθως, δεν υπήρξε
ο απαραίτητος σεβασμός όχι μόνο στη μνήμη του δημιουργού τους αλλά, ακόμα
περισσότερο, στην ίδια την ιστορία του τόπου...
«Είναι απόλυτα βέβαιο πως στις περισσότερες
περιπτώσεις, αν όχι σε όλες, ο χυδαίος ρεαλισμός της εποχής μας εθυσίασε κι
επιμένει ακόμη να θυσιάζει τις ανάγκες της εσώτερης ζωής του ανθρώπου εις τα
ωφελιμιστικά του ιδεώδη, όχι γιατί η θυσία τούτη ήταν τωόντι αναπότρεπτη -τις
περισσότερες φορές μπορούσαν τούτες να ικανοποιηθούν χωρίς οι άλλες να
βλαφτούν- αλλά γιατί οι εσώτερες τούτες ανάγκες απουσιάζουν απ' την ψυχή του.
Τρέφει απέναντί τους κάτι χειρότερο από άγνοια - ιταμή περιφρόνηση».
Αδημοσίευτο, 1948
«Η αρχιτεκτονική, όπως κάθε ποίηση, δεν είναι
μια ενεργητικότητα αποκομμένη από τη σύνολη πνευματικότητα και που μπορεί γι'
αυτό να παράγεται μόνο μέσα στα στενά όρια της περιοχής της. Η καταβολή της
ιδιαίτερης για κάθε τέχνη μελέτης και πολύμοχθης άσκησης είναι αυτονόητη. Μα το
πνεύμα της το καθορίζει και το κυβερνάει η κοσμοθεωρητική σύλληψη που έχει
καταρτίσει ο καλλιτέχνης μέσα του. Η Τέχνη, μ' άλλους λόγους, είναι ομόλογη των
ανθρώπινων ιδεωδών».
Περιοδικό «Αιξωνή»,
Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1952
«... Ας δούμε αίφνης πώς χτίζει το σπίτι του ο
χωρικός. Τον φυσικό δρόμο που ακολουθεί γι' αυτό. Δεν του χρειάζεται κανένα
γραφείο, ούτε μολύβι, για ν' αραδιάσει μάταιες γραμμές της φαντασίας του.
Κανένα βιβλίο αρχιτεκτονικής δεν διάβασε. Από ρυθμούς και χαρακτήρα δεν νιώθει.
Μα τα πραγματώνει ασυνείδητα, ακολουθώντας τη φύση. Ξέρει πλέρια τις ανάγκες
του. Στο έδαφος επάνω θα χαράξει τον χώρο τον χρήσιμο για κατοικία του. Τη
φαντάζεται κιόλας έτσι στον χώρο, υψωμένη μπροστά του. Εξόν από το να προσέξει
να βάλει τις πιο γερές βάσεις, τα αγκωνάρια, στις γωνίες και στις παστάδες της
θύρας ή των παραθυριών, άλλο τίποτα δεν έχει να σκεφτεί. Γερό μόνο να είναι το
χτίσιμο και η φύση θ' αναλάβει μόνη της τ' άλλα».
«Η Λαϊκή μας Τέχνη κι
εμείς», Περ. «Φιλική Εταιρία», Απρίλης 1925
Ο Δημήτρης Πικιώνης,
φωτογραφημένος από τον Παύλο Μυλωνά
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο
αφιέρωμα της LIFO στην Ακρόπολη το 2009
http://www.lifo.gr/mag/features/2438
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ
Παλιωμένος σοβάς, ανθρώπινο δέρμα
της Μαρίας Θερμου
Ο μυθικός αρχιτέκτονας, ο ζωγράφος, ο φιλόσοφος αλλά και ο μικρόσωμος άνθρωπος με τη σιγανή φωνή και με το σβησμένο τσιγάρο στα χείλη, έτσι όπως τον θυμούνται οι μαθητές του
Ηθελε να γίνει ζωγράφος αλλά έγινε αρχιτέκτονας, αγαπούσε την ποίηση
αλλά ήταν φιλόσοφος. Κατηγορήθηκε από άλλους ως παραδοσιακός και από
άλλους ως μοντερνιστής. Περίπου μισό αιώνα μετά τον θάνατό του ο
Δημήτρης Πικιώνης εξακολουθεί, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, να διχάζει.
Κάποιοι τον παρεξήγησαν, κάποιοι δεν θέλησαν να τον καταλάβουν και
ασφαλώς υπήρξαν άλλοι που τον φοβήθηκαν. Ούτε καν η διεθνής αναγνώρισή
του, ιδίως μετά τη διαμόρφωση στην περιοχή της Ακρόπολης, εκτιμήθηκε όσο
θα περίμενε κανείς. Ο λόγος; «Γιατί ο Πικιώνης εξακολουθούσε να θεωρείται από κάποιους ο βασικός υπεύθυνος μιας νέας παραδοσιακής “σκηνογραφίας΄΄ στην ελληνική αρχιτεκτονική και το άλλοθι για την αναζήτηση μιας φασματικής και επιζήμιας ελληνικότητας», όπως
λέει ο αρχιτέκτονας και μελετητής του έργου του κ. Δημήτρης Φιλιππίδης.
Ετσι απαιτήθηκαν δεκαετίες ώσπου, λίγο πριν από την αλλαγή του αιώνα,
να αρθούν- και πάλι όχι εντελώς- οι επιφυλάξεις εναντίον του. Η έκθεση
που έγινε τον Δεκέμβριο του 2010 στο Μουσείο Μπενάκη με όλες τις αρχιτεκτονικές
μελέτες και τις ζωγραφικές δημιουργίες του Πικιώνη άνοιξε όμως και
πάλι τη συζήτηση γύρω από τον άνθρωπο και το έργο του.
«Το 1958, με αφορμή μια μετακόμιση από το σπίτι μας της οδού Βιζυηνού στη συνοικία Κυπριάδου, όπου η οικογένεια Πικιώνη έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της,αντίκρισα πρώτη φορά τα ζωγραφικά έργα του πατέρα μου μέσα σε μια μεγάλη ξύλινη κασέλα.O Πικιώνης δεν θέλησε ποτέ να τα παρουσιάσει» αναφέρει η κόρη του κυρία Αγνή Πικιώνη, η οποία έχει παραχωρήσει όλο αυτό το υλικό, ζωγραφικό και αρχιτεκτονικό, στο Μουσείο Μπενάκη. Και σήμερα όμως ακόμη, αν δεν υπήρχαν αυτό το περίτεχνο λιθόστρωτο καμωμένο από λογιών λογιών υλικά στου Φιλοπάππου, ο Αγιος Δημήτρης ο Λουμπαρδιάρης και το περίπτερο με θέα την Ακρόπολη, όλα καμωμένα από τον ζωγράφο, αρχιτέκτονα, καθηγητή Πικιώνη, για τον πολύ κόσμο θα ήταν άγνωστο το έργο του. Γιατί εκείνος υπήρξε κυρίως στοχαστής και ερευνητής, όχι ένας επαγγελματίας με την τρέχουσα έννοια του όρου.
Ανθρωπος ιδιόμορφος, προσωπικότητα αντιφατική θεωρείτο ο Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968) από την εποχή ακόμη που ήταν στη ζωή. Μικρόσωμος, με σιγανή φωνή, ένα σβησμένο τσιγάρο μονίμως στα χείλη και με συμπεριφορά ανεπιτήδευτη αλλά και παράξενη, που μόνο καθηγητή δεν θύμιζε, θα πρέπει να προκαλούσε αμηχανία στους συνομιλητές και στους φοιτητές του. Από την άλλη, είναι τεκμηριωμένο ότι αντιμετώπιζε τους πάντες με την ίδια προσοχή και σοβαρότητα, χωρίς να ενδιαφέρεται για την παιδεία ή την κοινωνική τους θέση.
Ο δάσκαλος
Επαρση
δεν είχε καθόλου, χαρακτηριστικό είναι μάλιστα ότι ρωτούσε ακόμη και
τους φοιτητές του για τα προβλήματα που τον απασχολούσαν, ενώ
παροιμιώδης ήταν η τελειομανία του. Οσο για το μάθημα ο αρχιτέκτονας
Γιώργος Κανδύλης λέει: «Πρόγραμμα δεν υπήρχε στη Σχολή και ποτέ δεν ξέραμε το περιεχόμενο του μαθήματος.Και όταν ο Πικιώνης απόκανε να κάνει τον καθηγητή ή να μένει κλεισμένος στην τάξη,μας έλεγε στη μέση του μαθήματος:“Δεν αισθάνομαι πολύ καλά, αν θέλετε βγαίνουμε στον δρόμο και περπατάμε λίγο”και τότε η παράδοση γινόταν στον δρόμο!».
Από την άλλη, αυτός ο οπαδός της περιπατητικής σχολής ήταν και ο
μόνος αρχιτέκτονας καθηγητής που έχτιζε δίχως να τοποθετεί την ταμπέλα
του, αν και συζητιόταν περισσότερο από όλους. Χρησιμο ποίησε τα υλικά-
φυσικά ή τεχνητά, παραδοσιακά ή σύγχρονα- με μια νοοτροπία
χειροτεχνική, όπως λέει ο αρχιτέκτονας και μαθητής του κ. Δημήτρης
Αντωνακάκης. Το υλικό ήταν εκείνο που τον οδηγούσε, καθώς και ο
μάστορας που το χειριζόταν. «Το 1958, με αφορμή μια μετακόμιση από το σπίτι μας της οδού Βιζυηνού στη συνοικία Κυπριάδου, όπου η οικογένεια Πικιώνη έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της,αντίκρισα πρώτη φορά τα ζωγραφικά έργα του πατέρα μου μέσα σε μια μεγάλη ξύλινη κασέλα.O Πικιώνης δεν θέλησε ποτέ να τα παρουσιάσει» αναφέρει η κόρη του κυρία Αγνή Πικιώνη, η οποία έχει παραχωρήσει όλο αυτό το υλικό, ζωγραφικό και αρχιτεκτονικό, στο Μουσείο Μπενάκη. Και σήμερα όμως ακόμη, αν δεν υπήρχαν αυτό το περίτεχνο λιθόστρωτο καμωμένο από λογιών λογιών υλικά στου Φιλοπάππου, ο Αγιος Δημήτρης ο Λουμπαρδιάρης και το περίπτερο με θέα την Ακρόπολη, όλα καμωμένα από τον ζωγράφο, αρχιτέκτονα, καθηγητή Πικιώνη, για τον πολύ κόσμο θα ήταν άγνωστο το έργο του. Γιατί εκείνος υπήρξε κυρίως στοχαστής και ερευνητής, όχι ένας επαγγελματίας με την τρέχουσα έννοια του όρου.
Ανθρωπος ιδιόμορφος, προσωπικότητα αντιφατική θεωρείτο ο Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968) από την εποχή ακόμη που ήταν στη ζωή. Μικρόσωμος, με σιγανή φωνή, ένα σβησμένο τσιγάρο μονίμως στα χείλη και με συμπεριφορά ανεπιτήδευτη αλλά και παράξενη, που μόνο καθηγητή δεν θύμιζε, θα πρέπει να προκαλούσε αμηχανία στους συνομιλητές και στους φοιτητές του. Από την άλλη, είναι τεκμηριωμένο ότι αντιμετώπιζε τους πάντες με την ίδια προσοχή και σοβαρότητα, χωρίς να ενδιαφέρεται για την παιδεία ή την κοινωνική τους θέση.
Ο δάσκαλος
Οι φίλοι
«Το 1904 εμπήκα στο Πολυτεχνείο. Ηταν η τάξη του Ορλάνδου, του αείμνηστου Ιωσήφ Πεσταρίνη, που έγινε ένας από τους τέσσεριςπέντε διάσημους ηλεκτρολόγους της εποχής μας και που μαζί του δέθηκα μ΄ αγνή φιλία.Απέναντι στη Σχολή Καλών Τεχνών φοιτούσαν ο Καντζίκης, ο Μπουζιάνης και ο De Chirico. Ο Μπουζιάνης ήταν πολύ άγριος για να τον πλησιάσω.Δεν ανεχόταν μάλιστα τις συχνές και αυθαίρετες επισκέψεις μου στην 7η τάξη όπου δούλευαν.Αντίθετα,με τον De Chirico είχα από τότε στενότατα συνδεθεί,συζητώντας ώρες μακριές κάτω απ΄ τις στοές του Πολυτεχνείου για τη ζωγραφική και τα μελλοντικά σχέδιά μας.Είχα ήδη κάμει τη γνωριμία του Καμπούρογλου και του Περικλή Γιαννόπουλου.Ο πρώτος ήταν ο αθηναίος πρεσβύτης που λες κι εξεπήδησε από αρχαίο ανάγλυφο. O Γιαννόπουλος...Περίμεναν από αυτόν να ΄ναι αυτόπου στην εποχή του δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει...».
Αυτός ήταν ο περίγυρος του Πικιώνη στον οποίο θα προσθέτονταν σύντομα ο Παρθένης- που θα γινόταν δάσκαλός του- και αργότερα ο Φώτης Κόντογλου, ο Παπαλουκάς, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, με τον οποίο θα ιδρύσουν το περιοδικό «Τρίτο μάτι», ο Αγγελος Σικελιανός, ο Βάλτερ Γκρόπιους, ο Εγγονόπουλος, ο Στέρης, ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης, ο Γιάννης Τσαρούχης κ.ά. «Ενα βράδυ στο Σύνταγμα μου εξήγησε τι ωραία που ήταν τα νεοκλασικά σπίτια το βράδυ με τον λίγο φωτισμό και έλεγε πως ο παλιωμένος σοβάς είναι σαν δέρμα ανθρώπινο» αφηγούνταν ο Γιάννης Τσαρούχης. Φίλοι κι εχθροί θα συνέχιζαν τη συζήτηση για πολύ μετά τον θάνατό του κρατώντας σταθερά τις θέσεις τους. Ισως τώρα, ύστερα από αυτή την έκθεση, να λυθούν οριστικώς οι παρεξηγήσεις.
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΠΙΚΙΩΝΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Διαμόρφωση χώρων γύρω από την Ακρόπολη και τον λόφο Φιλοπάππου,ο Αγιος Δημήτριος Λουμπαρδιάρης και το Τουριστικό Περίπτερο Φιλοπάππου Παιδική Χαρά, λεωφόρος Ελ. Βενιζέλου στη Φιλοθέη Δημοτικό Σχολείο στα Πευκάκια, Λυκαβηττός Οικία Ευθυμιάδη-Μενεγάκη, Γρυπάρη 1 στην Κυπριάδου Οικία Ποταμιάνου, Νιόβης και Β. Παύλου 1 στη Φιλοθέη Πολυκατοικία, Χέυδεν 27, πλατεία Βικτωρίας Οικία Σταματοπούλου, Αγίας Λαύρας και Λασκαράτου στα Πατήσια Ξενοδοχείο «Ξενία» των Δελφών Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης. ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ
Σάββας Κονταράτος
Ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής
«Για τον Πικιώνη το σχέδιο ήταν ένα εκφραστικό μέσον που όφειλε να αποδίδει εικαστικά τον χαρακτήρα του αρχιτεκτονήματος και του περιβάλλοντος χώρου πριν από την υλοποίησή τους.Στο τέταρτο έτος σπουδών μας,θυμάμαι καλά,μας είχε δώσει ως θέμα τη διαμόρφωση του προκηπίου της έπαυλης Ποταμιάνου στη Φιλοθέη που απασχολούσε και τον ίδιο. Την ημέρα παρουσίασης των εργασιών μας ο Πικιώνης καθισμένος σ΄ ένα σχεδιαστήριο έβλεπε,σχολίαζε χαμηλόφωνα και διόρθωνε ένα ένα τα σχέδια που είχαμε εκπονήσει.Ενας συμφοιτητής μας,όμως,ακραιφνής μοντερνιστής,του παρουσίασε μια κάτοψη του προκηπίου με τα δέντρα σχεδιασμένα σαν απλούς κύκλους.
“Τι είναι αυτά;”ρώτησε ο δάσκαλος.“Δέντρα”απάντησε ο φοιτητής. “Ετσι σχεδιάζονται τα δέντρα;”ξαναρώτησε ο δάσκαλος.Και ο φοιτητής με περισσή αυτοπεποίθηση:“Γιατί όχι;Αφού έτσι προσδιορίζω τη θέση τους,το μέγεθος του φυλλώματός τους και με τη βοήθεια του υπομνήματος το είδος τους”.Ο Πικιώνης,αν και φύσει μειλίχιος,έγινε έξαλλος και αποπήρε τον φοιτητή.Αμέσως μετά σηκώθηκε,κατευθύνθηκε σε μια γούρνα που υπήρχε στο βάθος της αίθουσας,άνοιξε τη βρύση και έβρεξε το κεφάλι του για να συνέλθει.Επιστρέφοντας όμως είπε στον μαθητή του: “Με συγχωρείς, παιδί μου, παραφέρθηκα”.
Ο Πικιώνης συμφωνούσε με αρκετά αιτήματα του μοντέρνου κινήματος στην αρχιτεκτονική αλλά απέστεργε ορισμένες ακραίες θέσεις του.Ιδιαίτερα τον ενοχλούσε το δόγμα του φονξιοναλισμού,ότι δηλαδή κατά τον σχεδιασμό ενός αρχιτεκτονήματος το πρωταρχικό μέλημα είναι η σωστή λειτουργία του,από την οποία θα προκύψει λίγο-πολύ αυτόματα και η μορφή του.Εδώ ο Πικιώνης αντέτασσε ως επιχείρημα μια φράση που έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου:“Δεν αγαπάς μια γυναίκα για την καλή λειτουργία των σπλάχνων της”».
Ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής
«Το Πάσχα του 1952 σε μια εκδρομή στη Μακεδονία μείναμε και πέντε ημέρες στη Θεσσαλονίκη.Από όλες τις εκδοχές που είχαμε για την παραμονή μας εκείνος επέλεξε τη δυσκολότερη.Ενα σπίτι στον προσφυγικό συνοικισμό της Αγίας Φωτεινής που έχει κατεδαφιστεί σήμερα και στη θέση του χτίστηκε η Πολυτεχνική Σχολή.Ηταν ένα πολύ μικρό δωμάτιο,χαμηλοτάβανο,με δάπεδο από πατημένο χώμα,ήθελε όμως να μείνει εκεί για να μάθει τη λειτουργικότητα ενός τόσο μικρού σπιτιού και πώς ζούν οι άνθρωποι σ΄ αυτό.Το ίδιο καλοκαίρι δούλεψα μαζί με άλλους δύο συμφοιτητές δίπλα στον Πικιώνη για τα χρώματα του ξενοδοχείου του ΕΟΤ στους Δελφούς και αργά τα βράδια κάναμε περιπάτους έξω από το χωριό,στον δρόμο προς την Ιτέα,ακούγοντας τους ήχους του αγροτικού χώρου.Ο Πικιώνης μάς μιλούσε για τα μαντριά με παράδειγμα ένα εκτεταμένο σύνολο λίγο πριν από την Αράχοβα.
Είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση στην αρχιτεκτονική ο Πικιώνης.
Συνιστά ένα συντακτικό που,ενώ φαίνεται ότι δίνει προτεραιότητα στις μορφολογικές,στυλιστικές αναφορές,ωστόσο συχνά τονίζει τις έμμεσες συσχετίσεις του μοντέρνου κινήματος με το διαχρονικό συντακτικό της ελληνικής αρχιτεκτονικής».
Δημήτρης Αντωνακάκης
Αρχιτέκτονας
«Αντίθετα απ΄ ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς,ο Πικιώνης είχε χιούμορ.Θυμάμαι πως όταν δούλευα στα έργα της Ακρόπολης,φοιτητής ακόμη,είχα παρακαλέσει κάποιον από τους μαστόρους να μου μάθουν να πελεκώ την πέτρα.Εκείνος ήρθε από πάνω μου και με παρατηρούσε και ξαφνικά λέει:“Πρόσεξε,θα σκοτώσεις κανένα μυρμήγκι και δεν είναι σωστό να πάει από καλέμι”. Η τελευταία φορά που τον είδα πάντως ήταν λίγο προτού πεθάνει.Τον βρήκα μπροστά σ΄ ένα περίπτερο.Ηταν η τρίτη ημέρα της πρώτης αντιστασιακής δίκης.Δικτατορία.Διάβαζε τους τίτλους των εφημερίδων.Μου κράτησε το χέρι.Αισθάνθηκα ότι,όπως κι εγώ,ήταν πολύ συγκινημένος.Θυμάμαι τα λόγια του:“Δεν άφησαν τίποτα όρθιο...Πού πάει πάλι ο τόπος...Τι ντροπή”. Σήκωσε το κεφάλι του,έγειρε πίσω το σκυφτό κορμί και με κοίταξε.Θυμάμαι ακόμη τα μάτια του πελώρια πίσω από τους μεγεθυντικούς φακούς. “Πρέπει να κρατηθούμε”μουρμούρισε και μου έσφιξε το χέρι με απίστευτη για έναν γέροντα δύναμη κάμποση ώρα.Δεν είπαμε άλλο,αν θυμάμαι καλά.Υστερα χάθηκε μες στους περαστικούς μικροκαμωμένος και αδύνατος».
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=365491
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου