Δεν μπορούμε να υποταχθούμε στους όρους σας, έπρεπε να πούμε στους βάρβαρους οικονομικούς κατακτητές. Δεν είχαμε όμως πολιτικές ηγεσίες μεγάλου αναστήματος
Το
2010 η χώρα μας υπέγραψε το πρώτο Μνημόνιο χωρίς περίσκεψη και χωρίς
καμία αντίσταση και έτσι κατέστη εθελόδουλη. Ήταν τούτο επόμενο και
αναγκαία συνέπεια της μέχρι τότε άφρονος συμπεριφοράς μεγάλου μέρους των
διοικούμενων αλλά κυρίως των διοικούντων, η οποία είχε καταστήσει το
Σύνταγμα κουρελόχαρτο και τη δημοκρατία χωλή.
Με άλλα λόγια αυτοκαταστρέψαμε οι ίδιοι τη
δημοκρατία μας γιατί δεν τηρήσαμε το Σύνταγμά μας και το μέτρο στην
άσκηση των δικαιωμάτων μας και έτσι επιβεβαιώθηκαν εκείνα που είχε
διαλάβει ο Ισοκράτης στον Αρεοπαγιτικό και τα οποία σε ελεύθερη
μετάφραση έχουν ως ακολούθως: «Η δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται διότι
κατεχράσθη το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε τους
πολίτες να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την παρανομία ως
ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως
ευδαιμονία».
Όπως είναι προφανές, απ' όλα τα ανωτέρω, υπαίτιοι για το κατάντημά μας είμαστε εμείς οι ίδιοι και κυρίως και βασικώς οι πολιτικές, πολιτειακές και πνευματικές ηγεσίες κατά τη μεταπολίτευση.
Προσωπικά πιστεύω ότι δεν μας έβλαψε αυτή καθ' αυτή η ένταξή μας στην ΕΟΚ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, το πρόβλημα της οποίας βεβαίως είναι υπαρκτό, αφού και υπό την πίεση των διαφόρων κέντρων της παγκοσμιοποίησης έχασε και αυτή τον προσανατολισμό της και απολάκτισε αξίες, σκοπούς, στόχους και οράματα των ιδρυτών της, στους οποίους περιλαμβάνεται και η εκδήλωση αλληλεγγύης μεταξύ των λαών της. Μας έβλαψε το γεγονός ότι γίναμε γραικύλοι, παρότι είχαμε το δικαίωμα και τη δυνατότητα από τη συνθήκη εντάξεως να διατηρήσουμε ως έθνος και ως λαός τα ταυτοποιητικά μας στοιχεία και να αρνούμεθα συμμετοχή σε αποφάσεις και πράξεις βλαπτικές για τα εθνικά μας συμφέροντα. Μας έβλαψε το γεγονός ότι δεν είχαμε πολιτικές και πνευματικές ηγεσίες που να αίρονται στο ύψος τω περιστάσεων, ίσως και διότι έτσι γίνονταν αρεστές και απέφευγαν τον έλεγχο της Ευρώπης ως προς την κατασπατάληση των πόρων που δίδονταν στην Ελλάδα με τα διάφορα πακέτα και τα ΜΟΠ. Η περίοδος, λοιπόν, μετά το 2010 ήταν η περίοδος του τελειωτικού πλήγματος κατά του Συντάγματος, αφού δεν έχει ως αποτέλεσμα μόνο την οικονομική εξαθλίωση του λαού μας αλλά και την καταρράκωση του Συντάγματός μας με τις αλλεπάλληλες προκλητικές και εξακολουθητικές παραβιάσεις του στο όνομα της οικονομικής ανάκαμψης και της σωτηρίας της καταρρέουσας χώρας.
Και ερωτάται πλέον: Ήταν εφικτό να γίνει κάτι άλλο; Θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να απαντήσουμε στους ιταμούς και βάρβαρους νεοφανείς οικονομικούς κατακτητές μας: «Κύριοι δεν μπορούμε να υποταχθούμε στους όρους σας διότι το απαγορεύει το Σύνταγμά μας».
Τούτο βεβαίως θα ήταν ευκταίο και επιθυμητό για κάθε Έλληνα. Το ερώτημα όμως παραμένει. Ήταν όντως εφικτό; Ναι, αν υπήρχαν πολιτικές ηγεσίες μεγάλου αναστήματος. Να εύρισκαν το θάρρος οι ηγεσίες όλων των κομμάτων, διότι όλα τα κόμματα, είτε κυβέρνησαν είτε όχι με τις πράξεις ή παραλείψεις τους, συνέβαλαν, όχι ασφαλώς στο ίδιο ποσοστό, στο τραγικό αδιέξοδο που περιήλθε η πατρίδα μας να ομολογήσουν τα τεράστια σφάλματά τους, να ζητήσουν συγγνώμη από τον ελληνικό λαό, να παραιτηθούν αυτοί πρώτοι από το μεγαλύτερο μέρος των μισθών και συντάξεων που λαμβάνουν και αν μάλιστα είχαν οικονομική δυνατότητα να προσφέρουν δωρεάν τις υπηρεσίες τους στο έθνος, όπως έκανε ο Καποδίστριας, να μειώσουν τον αριθμό των βουλευτών στο ελάχιστο, να σταματήσουν τις σπατάλες και στη συνέχεια, εν όψει της εμπόλεμης κατάστασης που ουσιαστικά βρισκόταν η χώρα (πόλεμος και μάλιστα χειρότερος είναι και ο οικονομικός πόλεμος), να ζητήσουν και από τον ελληνικό λαό θυσίες (αίμα, πόνο και δάκρυα είχε υποσχεθεί ο Τσόρτσιλ στους Άγγλους στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) και ειδικότερα να συνεισφέρουν πρώτοι οι έχοντες και κατέχοντες το πλείστον της περιουσίας τους, οι λοιποί δε πολίτες από τα υστέρημά τους, προκειμένου να σωθεί η πατρίδα και να αποκρουσθούν έτσι οι δανειστές. Ήταν όμως και τούτο εφικτό;
Δύσκολα θα μπορούσα να πω ναι, αφού όπως απέδειξαν τα πράγματα οι πρίγκιπες της Βουλής (πολιτικοί και στρατιές υπαλλήλων) τη μόνη προσπάθεια που έκαναν ήταν να διατηρήσουν τα κεκτημένα. (Να θυμίσω ότι μόλις πρόσφατα πληροφορηθήκαμε μέσω του Τύπου ενίσχυση του Ταμείου των Υπαλλήλων της Βουλής από τον προϋπολογισμό της Βουλής με 1.500.000 ευρώ, όταν για όλα τα Ταμεία έχει παύσει η χρηματοδότηση.) Φοβούμαι ότι και ο λαός, λόγω του εκμαυλισμού του μέσω και του λαϊκισμού, επί 35 περίπου χρόνια, δεν θα συναινούσε. Σ' αυτό συντελούσε αναμφίβολα και το γεγονός ότι μέχρι πριν από την αποδοχή του Μνημονίου κάποιοι διαβεβαίωναν τον λαό ότι λεφτά υπήρχαν, ενώ προηγουμένως κάποιοι άλλοι ότι η οικονομία μας ήταν θωρακισμένη.
Επιβεβαίωση της δυσχέρειας να δοθεί θετική απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα αποτελεί και το γεγονός ότι κληθείσα η Δικαιοσύνη, και ειδικότερα το ΣτΕ, μετά από προσφυγές πολιτών και οργανώσεων, να δώσει λύση σ' ένα καθαρά πολιτικό πρόβλημα που είχε δημιουργήσει η υπογραφή του πρώτου Μνημονίου κ.λπ., η οποία είχε ως συνέπεια την εξαφάνιση κατ' ουσίαν του κοινωνικού κράτους μέσα στην καταιγίδα της οικονομικής κρίσης, δεν μπόρεσε να βρει τρόπο προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών. Αντιθέτως μάλιστα υπό την επίκληση, το πρώτον, της έννοιας του «δημοσιονομικού δημοσίου συμφέροντος», η απόφαση 668/2012 του ΣτΕ δικαιολογεί τα περιοριστικά μέτρα που περιελάμβανε το Μνημόνιο, ο Ν. 3845 /2010 και η δανειακή σύμβαση. Ήταν άραγε ορθή και δικαιολογημένη η απόφαση του ΣτΕ; Τι άλλο αλήθεια θα μπορούσε να πράξει και να πει όταν η εκτελεστική εξουσία και ο νομοθέτης πιστοποιούν ότι το δημόσιο ταμείο είναι και θα είναι άδειο, αν δεν ληφθούν τα μέτρα; Έτερο, βεβαίως, ότι με τη μετάθεση ευθυνών από την πολιτική εξουσία στη Δικαιοσύνη, που δεν της ανήκουν, εν δυνάμει οδηγούν στον βιασμό της ελευθερίας της.
Όπως είναι προφανές, απ' όλα τα ανωτέρω, υπαίτιοι για το κατάντημά μας είμαστε εμείς οι ίδιοι και κυρίως και βασικώς οι πολιτικές, πολιτειακές και πνευματικές ηγεσίες κατά τη μεταπολίτευση.
Προσωπικά πιστεύω ότι δεν μας έβλαψε αυτή καθ' αυτή η ένταξή μας στην ΕΟΚ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, το πρόβλημα της οποίας βεβαίως είναι υπαρκτό, αφού και υπό την πίεση των διαφόρων κέντρων της παγκοσμιοποίησης έχασε και αυτή τον προσανατολισμό της και απολάκτισε αξίες, σκοπούς, στόχους και οράματα των ιδρυτών της, στους οποίους περιλαμβάνεται και η εκδήλωση αλληλεγγύης μεταξύ των λαών της. Μας έβλαψε το γεγονός ότι γίναμε γραικύλοι, παρότι είχαμε το δικαίωμα και τη δυνατότητα από τη συνθήκη εντάξεως να διατηρήσουμε ως έθνος και ως λαός τα ταυτοποιητικά μας στοιχεία και να αρνούμεθα συμμετοχή σε αποφάσεις και πράξεις βλαπτικές για τα εθνικά μας συμφέροντα. Μας έβλαψε το γεγονός ότι δεν είχαμε πολιτικές και πνευματικές ηγεσίες που να αίρονται στο ύψος τω περιστάσεων, ίσως και διότι έτσι γίνονταν αρεστές και απέφευγαν τον έλεγχο της Ευρώπης ως προς την κατασπατάληση των πόρων που δίδονταν στην Ελλάδα με τα διάφορα πακέτα και τα ΜΟΠ. Η περίοδος, λοιπόν, μετά το 2010 ήταν η περίοδος του τελειωτικού πλήγματος κατά του Συντάγματος, αφού δεν έχει ως αποτέλεσμα μόνο την οικονομική εξαθλίωση του λαού μας αλλά και την καταρράκωση του Συντάγματός μας με τις αλλεπάλληλες προκλητικές και εξακολουθητικές παραβιάσεις του στο όνομα της οικονομικής ανάκαμψης και της σωτηρίας της καταρρέουσας χώρας.
Και ερωτάται πλέον: Ήταν εφικτό να γίνει κάτι άλλο; Θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να απαντήσουμε στους ιταμούς και βάρβαρους νεοφανείς οικονομικούς κατακτητές μας: «Κύριοι δεν μπορούμε να υποταχθούμε στους όρους σας διότι το απαγορεύει το Σύνταγμά μας».
Τούτο βεβαίως θα ήταν ευκταίο και επιθυμητό για κάθε Έλληνα. Το ερώτημα όμως παραμένει. Ήταν όντως εφικτό; Ναι, αν υπήρχαν πολιτικές ηγεσίες μεγάλου αναστήματος. Να εύρισκαν το θάρρος οι ηγεσίες όλων των κομμάτων, διότι όλα τα κόμματα, είτε κυβέρνησαν είτε όχι με τις πράξεις ή παραλείψεις τους, συνέβαλαν, όχι ασφαλώς στο ίδιο ποσοστό, στο τραγικό αδιέξοδο που περιήλθε η πατρίδα μας να ομολογήσουν τα τεράστια σφάλματά τους, να ζητήσουν συγγνώμη από τον ελληνικό λαό, να παραιτηθούν αυτοί πρώτοι από το μεγαλύτερο μέρος των μισθών και συντάξεων που λαμβάνουν και αν μάλιστα είχαν οικονομική δυνατότητα να προσφέρουν δωρεάν τις υπηρεσίες τους στο έθνος, όπως έκανε ο Καποδίστριας, να μειώσουν τον αριθμό των βουλευτών στο ελάχιστο, να σταματήσουν τις σπατάλες και στη συνέχεια, εν όψει της εμπόλεμης κατάστασης που ουσιαστικά βρισκόταν η χώρα (πόλεμος και μάλιστα χειρότερος είναι και ο οικονομικός πόλεμος), να ζητήσουν και από τον ελληνικό λαό θυσίες (αίμα, πόνο και δάκρυα είχε υποσχεθεί ο Τσόρτσιλ στους Άγγλους στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) και ειδικότερα να συνεισφέρουν πρώτοι οι έχοντες και κατέχοντες το πλείστον της περιουσίας τους, οι λοιποί δε πολίτες από τα υστέρημά τους, προκειμένου να σωθεί η πατρίδα και να αποκρουσθούν έτσι οι δανειστές. Ήταν όμως και τούτο εφικτό;
Δύσκολα θα μπορούσα να πω ναι, αφού όπως απέδειξαν τα πράγματα οι πρίγκιπες της Βουλής (πολιτικοί και στρατιές υπαλλήλων) τη μόνη προσπάθεια που έκαναν ήταν να διατηρήσουν τα κεκτημένα. (Να θυμίσω ότι μόλις πρόσφατα πληροφορηθήκαμε μέσω του Τύπου ενίσχυση του Ταμείου των Υπαλλήλων της Βουλής από τον προϋπολογισμό της Βουλής με 1.500.000 ευρώ, όταν για όλα τα Ταμεία έχει παύσει η χρηματοδότηση.) Φοβούμαι ότι και ο λαός, λόγω του εκμαυλισμού του μέσω και του λαϊκισμού, επί 35 περίπου χρόνια, δεν θα συναινούσε. Σ' αυτό συντελούσε αναμφίβολα και το γεγονός ότι μέχρι πριν από την αποδοχή του Μνημονίου κάποιοι διαβεβαίωναν τον λαό ότι λεφτά υπήρχαν, ενώ προηγουμένως κάποιοι άλλοι ότι η οικονομία μας ήταν θωρακισμένη.
Επιβεβαίωση της δυσχέρειας να δοθεί θετική απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα αποτελεί και το γεγονός ότι κληθείσα η Δικαιοσύνη, και ειδικότερα το ΣτΕ, μετά από προσφυγές πολιτών και οργανώσεων, να δώσει λύση σ' ένα καθαρά πολιτικό πρόβλημα που είχε δημιουργήσει η υπογραφή του πρώτου Μνημονίου κ.λπ., η οποία είχε ως συνέπεια την εξαφάνιση κατ' ουσίαν του κοινωνικού κράτους μέσα στην καταιγίδα της οικονομικής κρίσης, δεν μπόρεσε να βρει τρόπο προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών. Αντιθέτως μάλιστα υπό την επίκληση, το πρώτον, της έννοιας του «δημοσιονομικού δημοσίου συμφέροντος», η απόφαση 668/2012 του ΣτΕ δικαιολογεί τα περιοριστικά μέτρα που περιελάμβανε το Μνημόνιο, ο Ν. 3845 /2010 και η δανειακή σύμβαση. Ήταν άραγε ορθή και δικαιολογημένη η απόφαση του ΣτΕ; Τι άλλο αλήθεια θα μπορούσε να πράξει και να πει όταν η εκτελεστική εξουσία και ο νομοθέτης πιστοποιούν ότι το δημόσιο ταμείο είναι και θα είναι άδειο, αν δεν ληφθούν τα μέτρα; Έτερο, βεβαίως, ότι με τη μετάθεση ευθυνών από την πολιτική εξουσία στη Δικαιοσύνη, που δεν της ανήκουν, εν δυνάμει οδηγούν στον βιασμό της ελευθερίας της.
Και όλα αυτά συνέβησαν γιατί κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, εν ονόματι του ευδαιμονισμού και του μηδενισμού αλλά και του λαϊκισμού, χάσαμε τον προσανατολισμό μας. Αξίες και θεσμούς όπως το έθνος, η πατρίδα, η οικογένεια υπό την επήρεια του δήθεν προοδευτισμού, τις λεηλατήσαμε και τις εξευτελίσαμε, ενώ τη χριστιανική κοσμοθεωρία και πίστη τη χλευάσαμε και την ευτελίσαμε και έτσι διαλύσαμε τους συνεκτικούς ιστούς της κοινωνίας.
Σημείωση από το "ΠΑΡΟΝ"
Το παραπάνω κείμενο είναι από την ομιλία του πρώην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Γεωργίου Σανιδά κατά την παρουσίαση του βιβλίου με τίτλο «Αγαπημένο μου Σύνταγμα» του συναδέλφου του πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Βασίλειου Νικόπουλου, για τον οποίο μίλησε με πολύ θερμά λόγια. Είπε συγκεκριμένα: «Πρόκειται για έναν άνθρωπο που εκόσμησε τη Δικαιοσύνη σε όλη τη δικαστική του σταδιοδρομία και εντέλει ελάμπρυνε και τη θέση του προέδρου του Αρείου Πάγου με την οποία δικαίως καταξιώθηκε από την Πολιτεία. Οι λέξεις εντιμότητα, ευθύτητα, εργατικότητα, ανιδιοτέλεια, σθένος, έλλειψη υστεροβουλίας και υπολογισμών είναι για τον Βασίλειο Νικόπουλο χλωμές για να καταδείξουν το ασύγκριτα υψηλό επίπεδο ηθικής υποστάσεως που τον χαρακτήριζε και τον χαρακτηρίζει και την απόλυτη συνέπεια λόγων και πράξεων που εφάρμοζε ως δικαστικός λειτουργός αλλά και ως απλός πολίτης».
http://paron.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου