Translate -TRANSLATE -

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Οδυσσέας Ελύτης: Ο ποιητής του Νόμπελ και της ελληνικής ψυχής




Οδυσσέας Ελύτης: Ο ποιητής του Νόμπελ και της ελληνικής ψυχής

Το ανήσυχο πνεύμα του τον έκανε επαναστάτη, γεννήθηκε για να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα και κατάφερνε πάντα να βλέπει τα πράγματα «βαθιά». Αυτός ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης, ένας άνθρωπος που άφησε πίσω του μια σπουδαία κληρονομιά και είναι πιο επίκαιρος από ποτέ.
Γεννημένος τον Νοέμβριο του 1911, ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης ήταν από μικρός ένα ανήσυχο πνεύμα. Σε ηλικία τριών ετών η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Τα σχολικά του χρόνια κύλησαν γεμάτα από νεανικές ανησυχίες, σαν αυτές που όλοι έχουν περάσει αλλά κάποια στιγμή σταματούν.
Για τον Οδυσσέα αυτό δεν ίσχυε. Ιδεαλιστής και ανυπόταχτος από τα εφηβικά του χρόνια αρνήθηκε την υποδούλωση της πόλης των Αθηνών, γυρίζοντας όλα τα γύρω βουνά της Αττικής. Ενώ είχε γραφτεί στη Νομική Σχολή Αθηνών, δεν ακολούθησε την καριέρα του δικηγόρου.
Ανατρεπτικός κι επαναστάτης από πολύ μικρή ηλικία, επέλεξε το ψευδώνυμο Ελύτης με το οποίο θα χάραζε τη δική του πορεία στον κόσμο, αντί να χρησιμοποιήσει το κανονικό του επίθετο. Η επιλογή του αυτή συνοδεύτηκε με εκείνη της άρνησης να αναλάβει το πατρικό εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας που διατηρούσε η οικογένεια στο Ηράκλειο Κρήτης. Ο Οδυσσέας Ελύτης ήθελε να προχωρήσει στον δικό του δρόμο, και η επιλογή του τον δικαίωσε.
Ο Ελύτης ψάχνει το νέο όραμα στην ποίηση, «την Μεγάλη Ιδέα», την ανανέωση, την αλλαγή και γίνεται μέσα από το έργο και την ζωή του πνευματικός ταγός και ρομαντικός επαναστάτης.
Μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Νίκο Εγγονόπουλο, γνωρίζουν τον Υπερρεαλισμό στην Ελλάδα. Με την έναρξη του ελληνοιταλικού πολέμου επιστρατεύεται στα αλβανικά βουνά και πολεμά ως ανθυπολοχαγός στο Αλβανικό Μέτωπο . Γράφει το «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας».
Από το 1948 έως το 1951 διαμένει στην Ευρώπη. Τα δεινά και οι κακουχίες που πέρασε η Ελλάδα (πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος) γίνονται ακόμα πιο ζοφερά στα μάτια του Ελύτη που βλέπει την εικόνα της καλοζωίας των Ελβετών. Η μετάβαση του στο Παρίσι ενισχύει το αίσθημα κατωτερότητας για την ελληνική φυλή στο μυαλό του ποιητή, ο οποίος είναι έτοιμος να κάνει την διαμαρτυρία του. Έχει την ανάγκη για δέηση, για κάθαρση, λύτρωση και απελευθέρωση. Τα χρόνια αυτά της αυτοεξορίας, μέστωσε το «διακύβευμα» του ποιητή για το «Άξιον Εστί» που αν και πολεμήθηκε, καθιερώθηκε και αποτελεί ένα εθνικό έργο τεχνικής αρτιότητας και σπουδαίας αισθητικής αξίας.


Ο Οδυσσέας Ελύτης περιγράφει το πώς γεννήθηκε το Άξιον Εστί:

«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήταν κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει….
Παιδιά εκείνης της εποχής Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. …
Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση….



Ητανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου – η πρώτη ήτανε στην Αλβανία – που έβγαινα από το ατόμό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι….
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! …
Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να ‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε!…
Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά – σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας.
Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί»….



Ο Οδυσσέας Ελύτης επέστρεψε στην Ελλάδα και αρχικά δημοσιεύονται αποσπάσματα από το Άξιον Εστί ενώ το έργο εκτυπώθηκε και εκδόθηκε ολοκληρωμένο τον Δεκέμβριο του 1959. Λίγους μήνες αργότερα τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Στα χρόνια της χούντας, προτίμησε να μιλήσει μέσα από το έργο του όπως ο «Ήλιος ο Ηλιάτορας» και το «Το φωτόδεντρο». Εκείνη την εποχή έμενε στο Παρίσι και το 1971 έγραψε το υπέροχο «Μονόγραμμα».
Στις 18 Οκτωβρίου του 1979, η Σουηδική Ακαδημία αναγγέλλει την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Οδυσσέα Ελύτη «για την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα τού σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία».
Απόσπασμα από την ομιλία του Ελύτη όταν έλαβε το Νόμπελ:
«…Τότε όμως η ποίηση; Τί αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.
… Λέμε, και το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ότι ζούμε σ’ ένα χάος ηθικό. Κι αυτό, τη στιγμή που ποτέ άλλοτε η κατανομή των στοιχείων της υλικής μας ύπαρξης δεν έγινε με τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική θα έλεγα τάξη, τόσον αδυσώπητο έλεγχο. Η αντίφαση είναι διδακτική. Όταν σε δύο σκέλη το ένα υπερτροφεί, το άλλο ατροφεί. Μια αξιέπαινη ροπή να συνενωθούν σε ενιαία μονάδα οι λαοί της Ευρώπης, προσκόπτει σήμερα στην αδυναμία να συμπέσουν τα ατροφικά και τα υπερτροφικά σκέλη του πολιτισμού μας. Οι αξίες μας ούτε αυτές δεν αποτελούν μια γλώσσα κοινή.
Για τον ποιητή – μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθές -η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει είναι οι αισθήσεις. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο τρόπος που αγγίζονται δύο σώματα δεν άλλαξε. Μήτε οδήγησε σε καμιά σύγκρουση όπως οι εικοσάδες των ιδεολογιών που αιματοκύλισαν τις κοινωνίες μας και μας άφησαν με αδειανά χέρια…».
Ο Οδυσσέας Ελύτης παίρνει το Νόμπελ Την απονομή του Νόμπελ, ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευση του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο Έδρα Ελύτη  στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϋ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.


Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, ο Οδυσσέας Ελύτης διετέλεσε για λίγους μήνες πρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, ενώ αρνήθηκε τη θέση του βουλευτή Επικρατείας με την ΝΔ.
Το έργο του μεγάλο και σημαντικό μέρος του έχει μελοποιηθεί από καταξιωμένους συνθέτες και τραγουδοποιούς, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης. Έχουν ξεχωρίσει τα «Άξιον Εστί», «Τα ρω του έρωτα», «Προσανατολισμοί» και άλλα πολλά. Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων. Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς, στην Αθήνα.
Ο Οδυσσέας Ελύτης ήταν ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της γενιάς του ’30. Η ροπή του τόσο προς την ελληνική παράδοση όσο και προς τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό τον οδήγησαν να αναπτύξει ένα ιδιαίτερο ύφος, λυρικό αλλά και εθνικό ταυτόχρονα.
Θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης και ξεχωρίζει για την ευγένεια, την καθαρότητα και την διαφάνεια του λόγου του που χαϊδεύει την ψυχή και την τροφοδοτεί με ελπίδα. Αυτός άλλωστε ήταν και ο πόθος του ποιητή. Να πατήσει γερά στις αξίες, να δυναμώσει την «ελληνική» ψυχή και να εμφυσήσει το όραμα…


Παρακάτω ακολουθεί, μια παλιά συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη, στον αείμνηστο Ρένο Αποστολίδη, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθερία (15/6/1958), και αποδεικνύει ότι ο ποιητής είναι πιο επίκαιρος από ποτέ.
Ζητεται γνώμη σας, κύριε λύτη, ντελς νεπιφύλακτη καί δέσμευτη, πάνω σέ ,τι θεωρετε ς τήν πιό κεφαλαιώδη κακοδαιμονία το τόπου. πό τί κυρίως πάσχουμε καί τί πρωτίστως μς λείπει; Ποιά θά νομάζατε «πρώτη μάστιγα» τς νεοελληνικς ζως;
πό τί πάσχουμε κυρίως; Θά σς τό π μέσως: πό μιά μόνιμο, πλήρη, καί κακοήθη συμφωνία μεταξύ το πνεύματος τς κάστοτε γεσίας μας καί το «θους» πού χαρακτηρίζει τόν βαθύτερο ψυχικό πολιτισμό το λληνικο λαο στό σύνολο του! …
! ρχίσαμε!… Μόνιμος, πλήρης καί κακοήθης συμφωνία!……
Βεβαίως! λλ᾿ φστε με νά συνεχίσω. Ατή ασυμφωνία δέν εναι μιά συγκεκριμένη κακοδαιμονία, εναι, μως, μιά ατία πού ξηγε λες τίς κακοδαιμονίες, μικρές καί μεγάλες, το τόπου ατο. πό τήν μέρα πού γινε λλάδα κράτος ως σήμερα, ο πολιτικές πράξεις, θά λεγε κανένας, τι σχεδιάζονται καί κτελονται ρήμην τν ντιλήψεων γιά τή ζωή, καί γενικότερα τν δανικν πού εχε διαμορφώσει λληνισμός μέσα στήν γιή κοινοτική του ργάνωση καί στήν παράδοση τν μεγάλων γώνων γιά τήν άνεξαρτου. φωνή το Μακρυγιάννη δέν χει χάσει, οτε σήμερα κόμη, τήν πικαιρότητά της. Σημειστε τι δέν βλέπω τό πρόβλημα πό τήν ποκλειστική κοινωνική του πλευρά, οτε κάνω δημοκοπία….
Δημοκοπία σφαλς χι. Πολιτική, μως, ναί. Τό ντοπίζετε, δηλαδή, [τό πρόβλημα] κυρίως μέσα στόν χώρο τς πολιτικς – κάνω λάθος; Στό κέντρο μάλιστα το δικο της χώρου. κε μς πάει τό πρόβλημα πού θέσατε, τν σχέσεων μεταξύ λαο καί γεσίας….
Μά ναί. Γιατί εναι βασικό. Εναι πρτο… κι ς εμαι ποιητής, γώ πού τό λέω, μακριά πάντα πό τήν «πολιτική». Κοιτάξτε: λαός ατός κατά κανόνα κλέγει τήν γεσία του. Καί μως, ταν ατή ναλάβει τήν εθύνη τς ξουσίας –ετε τήν ριστοκρατία κπροσωπε ετε τήν στική τάξη ετε τό προλεταριάτο–, κατά ναν μυστηριώδη τρόπο ποξενώνεται πό τή βάση πού τήν νέδειξε, καί νεργε σάν νά βρισκόταν στό Τέξας στό Οζμπεκιστάν! …
Στό Τέξας καί στό Οζμπεκιστάν; Ποιητικές χρες!… μήπως θέλετε νά πετε: «Σάν νά βρισκόταν στή χώρα το κάστοτε ρυθμιστικο ‘‘ξένου παράγοντος’’; Το κάστοτε… ‘‘προστάτου’’ μας;» Μήπως κε κριβς γκειται τό κακό; …
Τό επα μέ τρόπο, λλά βλέπω τι τό θέλετε γυμνό. Καί δέν χω ντίρρηση νά τό ξαναπ φανερά, καί πιό ντονα: νας πό τούς κυριότερους παράγοντες τν «παρεκκλίσεων» τς γεσίας πό τό θος το λαο μας, εναι κ το φανος καί κ τν ξω «προστατευτική» κατεύθυνση. ποτέλεσμα καί ατό τς πώλειας το ρματος, τς «παράδοσης». ντιλαμβάνομαι τι στήν ποχή μας λληλεξάρτηση τν θνοτήτων εναι τόση, πού πολιτική δέν μπορε ν᾿ γνοήσει, ς ναν βαθμό, ατό πού θά λέγαμε «γενικότερη σκοπιμόμως, πάρχει τεράστια διαφορά νάμεσα στήν «προσαρμοστική πολιτική» καί στή δουλοπρέπεια! Ατό εναι τό πιό εαίσθητο σημεο το λληνικο λαο, «τό τιμιώτατόν του»! Καί ατό το καταπατον συνεχς, κατά τόν ξοργιστικότερο τρόπο, ο κπρόσωποί του στήν πίσημη διεθν σκηνή!…
Κι «πίσημος» ρος τς δουλοπρέπειας ατς, κύριε λύτη; Μήπως εναι ποκριτικότερος π᾿ τό «προσαρμοστική πολιτική»; ξοργιστικότερος;
Δέν μ᾿ νδιαφέρει πίσημος ρος τς δουλοπρέπειας. Μ᾿ νδιαφέρει οσία. Κι κενο πού ξέρω εναι τι μ᾿ ατά καί μ’ ατά φτάσαμε σέ κάτι πού θά μο πιτρέψετε νά νομάσω «ψευδοφάνεια». χουμε, δηλαδή, τήν τάση νά παρουσιαζόμαστε διαρκς διαφορετικοί απ’ ,τι πραγματικά εμαστε. Καί δέν πάρχει σφαλέστερος δρόμος πρός τήν ποτυχία, ετε σάν τομο σταδιοδρομες ετε σάν σύνολο, πό τήν λλειψη τς γνησιότητας. Τό κακό πάει πολύ μακριά. λα τά διοικητικά μας συστήματα, ο κοινωνικοί μας θεσμοί, τά κπαιδευτικά μας προγράμματα, ρχς γενομένης πό τούς Βαυαρούς, πάρθηκαν μέ προχειρότατο τρόπο πό ξω, καί κόπηκαν καί ράφτηκαν πως πως πάνω σ᾿ να σμα μέ λλες διαστάσεις καί λλους ρους ναπνος….
στε, λοιπόν, ζηττε «δικούς μας ρους ναπνος»!
Ναί. Καί δέν πρόκειται βέβαια γιά «προγονοπληξία». Τά λέω, λλωστε, ατά γώ πού, σ᾿ ναν τομέα πως δικός μου, κήρυξα μέ φανατισμό τήν νάγκη τς πικοινωνίας μας μέ τό διεθνές πνεμα, καί πού σήμερα μέ μπιστοσύνη ποβλέπω στή διαμόρφωση νός νιαίου εύρωπαϊκο σχήματος, που νά χει τή θέση της λλάδα. …
Μέ τή διαφορά τι μηχανισμός τς φομοιώσεως τν στοιχείων τς προόδου πρέπει νά λειτουργε σωστά, καί νά βασίζεται σέ μιά γερή καί φυσιολογικά ναπτυγμένη παιδεία. ν σ’ μς, χι μόνον δέν λειτουργε σωστά, λλά δέν πάρχει κν μηχανισμός ατός γιά νά λειτουργήσει! Καί μέ τή διαφορά κόμη τι, κτός πό λάχιστες ξαιρέσεις, γετική μας τάξη, στό κεφάλαιο τς λληνικς παιδείας, χει μαρα μεσάνυχτα! Κοιτάξετε μέ προσοχή τά ντυπα πού εκδίδει δια, πού προτιμ νά διαβάζει, τά διαμερίσματα που κατοικε, τίς διασκεδάσεις πού κάνει, τή στάση της πέναντι στή ζωή. Οτε μιά σταγόνα γνησιότητας! Πς θέλετε, λοιπόν, ν᾿ ναθρέψει σωστά τή νέα γενιά; πό τά πρτα διαβάσματα πού θά κάνει να παιδί ς τά διάφορα στοιχεα πού θά συναντήσει στό καθημερινό του περιβάλλον, καί πού θά διαμορφώσουν τό γοστο του, μιά συνεχής καί άδιάκοπη πλαστογραφία καί τίποτε λλο!…
Θά μο πετε: εσαι λογοτέχνης, καλαμαράς, καί βλέπεις τά πράγματα πό τή μεριά πού σέ ποννε.
χι, καθόλου! Καί νά μο έπιτρέψετε νά πιμείνω. λα τά λλα κακά πού θά μποροσα νά καταγγείλω – λλειψη οσιαστικς ποκεντρώσεως καί ατοδιοικήσεως, λλειψη προγραμματισμο γιά τήν πλουτοπαραγωγική νάπτυξη τς χώρας, κόμη καί τρόπος μέ τόν ποο σκεται ξωτερική μας πολιτική– εναι ζητήματα βαθύτερης λληνικς παιδείας! πό τήν ποψη τι μόνον αυτή μπορε νά προικίσει ναν γέτη μέ τήν παραίτητη εαισθησία πού χρειάζεται γιά νά νστερνιστε, καί ντιστοίχως νά ποδώσει, τό θος το λαο. Γιατί ατός λαός, πού τήν ννοιά του τήν χουμε παραμορφώσει σέ σημεο νά μήν τήν ναγνωρίζουμε, ατός χει φτιάξει ,τι καλό πάρχει – ν πάρχει κάτι καλό σ᾿ ατόν τόν τόπο! Καί ατός, στίς ρες το κινδύνου, καί στό πεσμα τς συστηματικς ττοπαθείας τν ρχηγν του, αρεται, χάρη σ᾿ ναν όρατο, ελογημένο μηχανισμό, στά ψη πού παιτε τό θαμα!…
σο, λοιπόν, καί ν εναι λυπηρό, πρέπει νά τό π: λληνισμός, γιά τήν ρα τουλάχιστον, πέτυχε ς γένος, λλ᾿ πέτυχε ς κράτος! Καί παρακαλ νύχτα μέρα τόν Θεό, καί τό μέλλον, νά μέ διαψεύσουν.
Πρίν κλείσομε, κύριε λύτη, τη συνέντευξη, κάτι πού θίξατε στήν ρχή, τό τς παλαις γιος κοινοτικς ργανώσεως το λαο μας, πού χει χαθε πιά, πς νομίζετε τι θά μποροσε ν’ ναβιώσει; «Αν κατεβάλλετο προσπάθεια», πρός ποιά κατεύθυνση;
Σέ μιάν ναβίωση αθεντική δέν εναι δυνατόν πιά νά λπίζουμε – λίμονο! κατόν τριάντα καί πλέον τη χρησίας εναι ρκετά γιά ν᾿ τροφήσουν κόμη καί ο πιό ζωντανοί θεσμοί. στόσο, πάρχει τρόπος νά πλησιάσουμε, μέ σωφροσύνη καί μελέτη, στή λύση το προβλήματος, καί ατό σαφώς πρός τήν πλευρά τς ατοδιοικήσεως, μέ τήν πιό αστηρή της ννοια. …
Δέν εμαι ρμόδιος βέβαια νά σς προτείνω σχέδια. Θά θελα μόνο νά κάνω δύο παρατηρήσεις: μία εναι τι κάθε πόπειρα πρός τήν κατεύθυνση ατή θά πρέπει νά βασιστε στή φυσική καί στορική διαίρεση τς χώρας σέ μεγάλα διαμερίσματα, πού εναι μιά πραγματικότητα δοσμένη, καί χι στή θεωρητική τς γεωοικονομίας, πως κουσα νά ποστηρίζεται πό πολλούς. …
Θά εναι μεγάλο σφάλμα νά παραγνωριστον ο ψυχολογικοί παράγοντες, πό τούς ποίους πολλές φορές ξαρτται τό μεγαλύτερο μέρος της πιτυχίας. λλη παρατήρηση εναι τι τά μεγάλα ατά διαμερίσματα (μέσα στά λληνικά μέτρα πάντοτε) θά πρέπει νά ποδιαιρεθον σέ πολλές μικρές μονάδες, στενότερες καί πό τήν παρχία, μέ ρχές δικές τους καί μέ τή δυνατότητα γιά κοινοπραξίες, προπάντων σέ ,τι φορ τή γεωργία. Γιατί πρτος ντικειμενικός σκοπός εναι νά λυτρωθε πολίτης πό τό «ταμπού» τς ξουσίας! Καί θά λυτρωθε μόνον ν χει τρόπο νά παρακολουθε πό κοντά πο καί πς ξιοποιονται ο θυσίες του, οκονομικές καί λλες, πού σήμερα καταβροχθίζονται πό να μακρινό καί όρατο Φάντασμα….

Πηγή: koolnews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: