Translate -TRANSLATE -

Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

Νοικοκυραίοι και νοικοκυριά


Νοικοκυραίοι και νοικοκυριά

Μια σύντομη φράση του Αλέξη Τσίπρα («είμαστε κι εμείς νοικοκυραίοι) προκάλεσε πολλά ειρωνικά σχόλια – και όχι αδικαιολόγητα.

της Μαριάνας Τζιαντζή

Από την εποχή του δημοτικού τραγουδιού «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα» η λέξη «νοικοκύρης» έχει ταυτιστεί με το «κάτσε στ’ αυγά σου». Ο νοικοκύρης είναι αυτός που κοιτάζει μόνο τη δουλειά του, το σπίτι και τα παιδάκια του, σε αντίθεση με τον ρέμπελο, τον ονειροπόλο ή τον επαναστάτη.
Οι νοικοκυραίοι είναι «οι ήσυχοι, οι νομοταγείς πολίτες που συγκροτούν τη δεξιά παράταξη», έλεγε το 2012 ο Βασίλειος Μαρκεζίνης, ενώ ο Αντώνης Σαμαράς, στην προεκλογική του συγκέντρωση στο Ζάππειο είπε ότι οι Έλληνες, που είναι λαός νοικοκυραίων, θα ξαναγίνουν νοικοκύρηδες, θυμίζοντας την περίφημη φράση του Άρη Βελουχιώτη «να γίνει ο λαός νοικοκύρης στον τόπο του». Ανέκαθεν ο δεξιός χώρος κολάκευε τον νοικοκύρη, αυτόν που ανέθετε σε άλλους τη διαχείριση της μοίρας του.  
Όλοι τώρα φαίνεται να αγαπούν τους νοικοκυραίους. Η διαφορά σε σύγκριση με άλλες εποχές είναι ότι σήμερα οι νοικοκυραίοι έχουν υποστεί το μεγαλύτερο στραπάτσο στα μεταπολεμικά χρονικά. Κάθε μέρα πάνω από χίλιοι Έλληνες μένουν άνεργοι. Πώς γίνεται να είναι κανείς άνεργος νοικοκύρης; Νοικοκύρης με ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, αλλά χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και με άδειο ψυγείο;
Οι μνημονιακές κυβερνήσεις τσακίζουν τα νοικοκυριά, είναι οι κατά συρροήν δολοφόνοι των νοικοκυραίων, καθώς κουρελιάζουν την εργασία και στερούν από εκατοντάδες χιλιάδες νέους το αυτονόητο δικαίωμα να βρουν μια δουλειά στον τόπο τους, να παντρευτούν, να στήσουν δική τους οικογένεια και νοικοκυριό, μια επιδίωξη ανθρώπινη και θεμιτή.
Στον αντίποδα της καρικατούρας των βολεμένων νοικοκυραίων δεν βρίσκεται η καρικατούρα των ελεύθερων «μπαχαλάκηδων». Απέναντι στα νοικοκυριά βρίσκεται το πιο αρπακτικό κομμάτι του χρηματοπιστωτικού κι επιχειρηματικού κεφαλαίου το οποίο σήμερα δεν τσακίζει απλώς τη μικρή ιδιοκτησία, αλλά την ίδια τη ζωή. Όχι «νοικοκύρης στον τόπο του», αλλά ούτε νοικοκύρης στη σαλοτραπεζαρία του δεν μπορεί να είναι σήμερα ο μέσος Έλληνας.





Νοικοκυραίοι

Γράφει ο Στάθης Ν. Καλύβας*

Έ​​νας αναπάντεχος συνειρμός έφερε πρόσφατα στη μνήμη μου τον Ευάγγελο Αβέρωφ να περιγράφει στις αρχές της δεκαετίας του ’80 τη Νέα Δημοκρατία ως την παράταξη των «νοικοκυραίων», μια λέξη που με είχε ξενίσει ως ιδιαίτερα παλιομοδίτικη. Πράγματι, έκτοτε ξεχάστηκε και χρησιμοποιείται πλέον κυρίως ειρωνικά, ιδίως σε λογοτεχνικά «έργα» της εγχώριας προοδευτικής διανόησης. Ποιο ήταν όμως το περιεχόμενο της λέξης αυτής;
Στη θετική της διάσταση, περιγράφει μια εκδοχή αυτού που σήμερα θα αποκαλούσαμε μεσαία τάξη. Αναφέρεται σε ανθρώπους μετρημένους, σεμνούς, εργατικούς, λιτούς, που έβαζαν την αποταμίευση πάνω από την κατανάλωση και την επένδυση στα παιδιά τους πάνω από την ικανοποίηση των επιθυμιών τους. Είχαν τρόπους και αρχές, αποδέχονταν τις ιεραρχίες, επισκέπτονταν τακτικά την εκκλησία, αισθάνονταν σιγουριά με το δοκιμασμένο και καχυποψία για το καινούργιο, και ακολουθούσαν την πεπατημένη της παράδοσης χωρίς να θέτουν ερωτήματα. Συντηρητικοί στις αξίες τους, αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά μιας κοινωνίας που επιχειρούσε το μεγάλο άλμα της ανάπτυξης. Η αρνητική εκδοχή της έννοιας αυτής είναι βέβαια ευρύτερα γνωστή: υποκρισία, στενομυαλιά, σκουριά.
Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης το πρότυπο των νοικοκυραίων αμφισβητήθηκε ολοκληρωτικά και τελικά κατέρρευσε. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η εμπειρία της χούντας, που συνέβαλε στην πλήρη απονομιμοποίηση του αξιακού του θεμελίου, του τριπτύχου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Συνέβαλε όμως και η επανάσταση των ηθών στη Δύση μετά το 1968. Η κατάρρευση ήταν με άλλα λόγια αναπόφευκτη. Στις περισσότερες χώρες της Δύσης όμως, η μετάλλαξη των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων στη σύγχρονη μεσαία τάξη έγινε με υβριδικό τρόπο. Η σεξουαλική επανάσταση και ο υλιστικός καταναλωτισμός που προέκυψαν τη δεκαετία του ’60 συνδυάστηκαν τελικά με την επιβίωση της θρησκευτικότητας (στις ΗΠΑ) και τη διατήρηση ενός (προτεσταντικού;) μέτρου στη συμπεριφορά και στις αξίες τους. Αντίθετα, ο μετασχηματισμός στη χώρα μας των παλιών νοικοκυραίων σε μια «μοντέρνα» μεσαία τάξη στα πρότυπα της Δύσης ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’90, αλλά έμεινε ανολοκλήρωτος εξαιτίας της κρίσης.
Αποκρυσταλλώθηκε έτσι ένας νέος μικροαστισμός που μοιάζει να συνδυάζει τα χειρότερα χαρακτηριστικά των παλιών νοικοκυραίων και της σύγχρονης μεσαίας τάξης. Από τους πρώτους κληρονόμησε την εσωστρέφεια, τον φόβο του καινούργιου και του διαφορετικού και την έλλειψη αυτεπίγνωσης. Από τη δεύτερη, τον ναρκισσισμό, την ταύτιση της επιτυχίας με τον υπερκαταναλωτισμό, την περιφρόνηση της παράδοσης, την απαξίωση των κανόνων, την απουσία ορίων και την κυριαρχία του παρόντος τόσο σε σχέση με το παρελθόν όσο και με το μέλλον.
Ο τοξικός αυτός συνδυασμός μεταφράστηκε σε αξίες και συμπεριφορές ευρύτερα γνωστές ως «χύμα». Αυτές διαπερνούν εγκάρσια τις κοινωνικές, πολιτικές και ηλικιακές διαστρωματώσεις. Τις συναντά κανείς καθημερινά στην εμφάνιση, την αισθητική και τον τρόπο έκφρασης των ανθρώπων. Ο Αλέξης Τσίπρας, με το ύφος του και την εμφανή απουσία πνευματικής καλλιέργειας (αλλά και αυτογνωσίας ως προς την απουσία αυτή), αποτελεί εμβληματική φιγούρα του είδους. Πρόκειται για ένα μικροαστισμό που φαντασιώνεται πως είναι μοντέρνος και προοδευτικός. Όπως τραγουδούσε ο Διονύσης Σαββόπουλος το 1989: «Πού να’ ναι τώρα οι συντηρητικοί, πού να’ ναι τώρα οι μετρημένοι; Μείναμε μόνο αναρχικοί κι αριστεροί απελπισμένοι». Κάτω όμως από την επιφάνεια του σύγχρονου, παρελαύνουν όλα τα άσχημα στοιχεία της προηγούμενης εκδοχής του.
Προφανώς, η κοινωνική αυτή μετάλλαξη περιορίζει τις δυνατότητες της χώρας να εξελιχθεί θετικά. Δίχως μια ουσιαστικά (και όχι απλά οικονομικά) μεσαία τάξη, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο. Στο ζοφερό αυτό τοπίο διακρίνω δύο ελπίδες. Η μία είναι η μαζική μετανάστευση των πιο φιλόδοξων νέων Ελλήνων που κοινωνικοποιούνται με καλύτερα πρότυπα και αξίες. Η άλλη είναι η παράδοξη (καθότι ενάντια στη διάχυτη πραγματικότητα) ανάδυση σκληρά εργαζόμενων νέων παιδιών που ξαναανακαλύπτουν, κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, τις ξεχασμένες αξίες της εργατικότητας, του επαγγελματισμού, του μέτρου και της ακεραιότητας.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Δεν υπάρχουν σχόλια: