Ο
Κονδυλάκης και οι ήρωες του
του Ιωάννου Ε. Χαβάκη, Ιατρού - Συγγραφέα
Για τον Κονδυλάκη και το έργο
του, έχουνε γράψει πολλοί. Τον αποκαλούνε πατέρα του νεοελληνικού χρονογραφήματος,
έξοχο πεζογράφο, οξυδερκή παρατηρητή, πεζό φωτογράφο, και θαυμάζουν στο γράψιμο
του την παιγνιδιάρικα σάτιρα, τη χαριτωμένη λιτή περιγραφή, το πνευματώδικο ύφος
του, τη φινέτσα του σε τέχνη και προ παντός τη μοναδική ηθογραφική του
δεξιότητα. Η φιλολογική κριτική τον έκρινε άξιο. Κι' ο αυτοδίδακτος Κρητικός ο
κατηφής και λακωνικός Κονδυλάκης, ο κατά βάθος γεμάτος καλοσύνη Διαβάτης, πήρε τη
θέση πού του ανήκε, στα Ελληνικά και ιδιαίτερα στα Κρητικά γράμματα.
Διαβάζοντας τα έργα του
Κονδυλάκη, βρίσκω να περιέχουν στοιχεία, πού μπορούν να προσελκύσουν απόλυτα το
ενδιαφέρον του κάθε γιατρού. Γιατί ο Κονδυλάκης, αποδίδοντας με επιδέξιες
πινελιές, την εικόνα του τόπου του και την απλή ζωή του χωριού του, δεν
σκιαγραφεί μόνο με ιδιαίτερη παρατηρητικότητα υπαρκτούς τύπους της εποχής του,
άλλα και μας δίδει ζωντανά και πειστικά στοιχεία για τις αρρώστιες, τους
γιατρούς και τα φάρμακα εκείνων των χρόνων.
Σαν απλός μόνον υπομνηματιστής
Κρητικών λέξεων αξίζει να εξαρθεί ιδιαιτέρα, γιατί μας αναφέρει πολλές λέξεις,
γεμάτες από Ιατρικό περιεχόμενο, όπως τις λέξεις: «βιστιρά» (επήρεια κακού
πνεύματος), «μουσουμπέτι» (αποπληξία), «χτικιό» (φυματίωση), «βλάβος»
(ελονοσία), «κουζουλάδα» (ψυχική ανωμαλία), μπουνταλάς, παράωρος. κουζούλακας,
ζομπονιάρης (γεμάτος ζομπόνια, εξανθήματα)» κασσίδης, λειψανάβατος, φυρομυαλισμένος,
μανισάρης, ανάποδος, και πολλές άλλες, πού μας θυμίζουν αυτούσια την κρητική
ονοματολογία και ορολογία, της οθωμανικής και μεταοθωμανικής περιόδου.
Άλλά και σαν πεζογράφος
μας δίδει αρκετές περιγραφές πού αφορούνε αρρώστιες. Στην «Πρώτη Αγάπη» π.χ.
περιγράφει εξελικτικά την αρρώστια του Βαγγελιού, το «χτικιό». Κι' εκτός από τα
αντικειμενικά της συμπτώματα, τον πυρετό, τον χαρακτηριστικό βήχα, τις αιμοφθοές,
την τρομερή απίσχναση, την αδυναμία και τη μεγάλη της μεταδοτικότητα, αφήνει με
μαεστρία να διαφαίνεται ο τρόμος των ανθρώπων εκείνης της εποχής, για τη φοβερή
αυτή αρρώστια. «Νά μή τσή σιμώνουν παιδιά», είπεν ο γιατρός πού ήρθε από τη
χώρα. «Και σάν πεθάνει να κάψουν και τα ρούχα που φορεί και τα ρούχα που
κοιμάται.» Λίγο πιο μπροστά μας αναφέρει για τα αιμοστατικά της εποχής του· «..·μού
'βαλε κι' αράχνη στην πληγή και το αίμα σταμάτησε.» Παρακάτω στην αρρώστια του
Γιωργή μας περιγράφει το «βλάβος» (την ελονοσία) και τη θεραπεία που του κάνανε.
«Θα καλούσανε ένα γραμματισμένο να μου γράψει το ρίγο. Και το χαρτί αυτό θα το
κρεμούσα στο λαιμό μου ως φυλαχτάρι. Ίσως, μάλιστα θα έλιωναν το χαρτί και θα
μού ‘διναν να πιω τη διάλυση». «Ως φάρμακο θα μού 'διναν αφέψημα αμπισθιάς κι'
άλλων χόρτων και τελευταία θα μού 'διναν το κινίνο, που δεν ήτο ακόμη (1861 —
1918) , σε μεγάλη διάδοση και χρήση.» «Θα πήγαιναν να μού δέσουν το ρίγο στον Αγιάννη
το ριγολόγο» κλπ. κλπ·
Ξεχωριστά για τους
γιατρούς μας δίδει έναν σωρό χρήσιμες πληροφορίες. Οι γιατροί εκείνης της
εποχής ήταν πρακτικοί. Από τους πρακτικούς οΐ περισσότεροι ήταν «μοιράρηδες»
«δηλαδή μάγοι και γιατροί μαζύ». Αυτοί γύρευαν την αρρώστια στα «μοιροχάρτια
τους». Αρρώστιες που βρίσκανε ήταν η «βιστιρά» και τα «μάγια». Και θεραπείες που
συνιστούσαν ήταν το «διάβασμα του Αγίου
Κυπριανού», τα «γητέματα» οι «κρυφές λειτουργίες» και τα «σαραντίσματα». Τα όνειρα
τα «ξηγούσαν» οι «ταχτικοί’ κι' όπως τα ξηγούσαν «έτσι και ξεδιάλυναν». Οι επιστήμονες
γιατροί ήταν «λιγοστοί και στις πάλεις». Φορούσαν «φράγκικα ρούχα» και τις απόκριες
στο χωριό τους απομιμούντο για να γελάνε. Τα ιστορικά αυτά στοιχεία, τα τόσο αψευδή,
δεν είναι καθόλου ασήμαντα για την τοπική ιατρική μας ιστορία. Εμείς όμως
σήμερα δεν θα ασχοληθούμε καθόλου μ' αυτά. Θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε ιατρικά
τους, σημαντικότερους ήρωες των έργων του Κονδυλάκη-, όπως ακριβώς υπέπεσαν
στην αντίληψη μας από το διάβασμα.
Οι ήρωες που περιγράφει ο
Κονδυλάκης στα έργα του, δεν είναι πλασμένο: από τον ίδιο. Ήταν πλασμένοι από τη
φύση. Κι' αυτός τους επήρε όπως ήταν και τους τοποθέτησε στα έργα του στη θέση που τους ταίριαζε. Αν το πέτυχε, το έχουν
κρίνει οι λόγιοι μας. Για μένα έχει σημασία ότι τους απέδωκε τόσο τέλεια, τόσο πιστά,
που τους έκανε να φαίνονται κάτω από το διάβασμα, αυτούσιοι,
όπως ακριβώς τους δημιούργησε η φύση. Και να γιατί. Με την πρώτη ματιά, οι
ήρωες αυτοί, προσαρμόζονται τόσο στενά σε ορισμένες γνωστές κλινικές εικόνες, που
σ' αφήνουν χωρίς προσπάθεια να διαγνώσεις τις νοσηρές διαταραχές, από τις
όποιες έπασχαν. Δεν υποστηρίζω μ' αυτά ότι οι ήρωες του Κρητικού συγγραφέα
είναι παθολογικοί ή αρρωστημένοι. Ούτε ότι βάλθηκαν στη θέση τους επίτηδες, για
να δημιουργήσουν το σατιρικό ή το δραματικό στοιχείο, το αστείο ή το σοβαρό. Υποστηρίζω
ότι πάρθηκαν με τέχνη από τη ζωή. Ότι κάτι το υπερβολικό, το περίσσιο, το
παραφυσικό, που έχουν σε όλα τους, είναι αυτούσια δικό τους. Ότι αυτό το κάτι,
είτε το θέλομε είτε όχι, τους βάζει ελεύθερα στις σελίδες της παθολογίας, χωρίς
να είναι απόλυτα παθολογικοί. Κι' ότι το μπάσιμό τους αυτό γίνεται ομαλά, ανόθευτα,
καθαρά, αποκλειστικά και μόνο από τις φαινομενικά υπερβολικές ιδιότητες που
παρουσιάζουν. Δηλαδή από τις ιδιότητες τις όποιες ο συγγραφέας τους αποτύπωσε όπως
ακριβώς τις είδε, χωρίς επιτηδέψη και προσθαφαιρέσεις, γιατί γνώριζε και να
παρατηρεί και να γράφει.
Από τους ήρωες του
Κονδυλάκη, ιατρικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν ό Πατούχας, η Ζερβούδαινα, η κόρη
της η Μαργή, ο Τερερές, ο αστρονόμος, ο Στρατης. ο Γιωργής και το Βαγγελιό. Οι δύο
τελευταίοι, είναι οι ήρωες της «Πρώτης Αγάπης».
Ανακεφαλαιώνοντας, πιστεύω
απόλυτα, ότι τους τύπους που μας έδωσε ο Κονδυλάκης τους έζησε. Ότι τους είδε
στο φυσικό και τους ζωγράφισε με την πέννα του. Δεν τους έπλασε σαν τους άλλους
συγγραφείς. Τους απέδωσε. Και τους απέδωσε με τέχνη, και με πιστότητα. Δοθέντος
τώρα, ότι ο Κονδυλάκης δεν ήτο γιατρός, για να κόψει τους ήρωες του πάνω στα
καλούπια των γνωστών κλινικών εικόνων— και που στην εποχή του δεν ήσαν ούτε
γνωστές ούτε καθορισμένες — η αντίληψη ότι τους απέδωσε, παίρνει τη 'θέση της
βεβαιότητας. Κι' εδώ έγκειται για μένα η μεγαλοσύνη του Κονδυλάκη. Να αποδίδει τη
φύση με την τέχνη του. Η δυνατότητα αυτή του κρητικού συγγραφέα, τον κάνει να
μοιάζει με τους μεγάλους ζωγράφους. Που κρίνονται τόσο μεγαλύτεροι, όσο ποιο πιστά
απομιμούνται την φύση με το πινέλο τους.
Απόσπασμα από το ομότιτλο άρθρο
του συγγραφέα - ιατρού στην Κρητική Πρωτοχρονιά του 1962.
Ιωάννης Κονδυλάκης
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης
(1861−25 Ιουλίου 1920) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, διηγηματογράφος, δημοσιογράφος και
χρονογράφος.
Γεννήθηκε στη Βιάννο της
Κρήτης το 1861. Είχε έναν αδελφό, τον Χαράλαμπο Κονδυλάκη, δάσκαλο στο
επάγγελμα. Η Κρητική Επανάσταση του 1866 οδήγησε την οικογένειά του να
εγκατασταθεί στον Πειραιά για μια τριετία και να συνεχίσει εκεί τις γυμνασιακές
του σπουδές. Κατόπιν επανήλθε στην Κρήτη. Το δημοτικό σχολείο το τελείωσε στο
χωριό του, ενώ τα εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στα Χανιά.
Το 1877 ο Κονδυλάκης άφησε
τα γυμνασιακά θρανία για να πάρει μέρος στις επαναστατικές κινήσεις που
γίνονταν στη Μεγαλόνησο. Την περίοδο 1879-1881 δούλεψε στα Χανιά και στη Σητεία
ως δικαστικός υπάλληλος.
Το 1884 σε ηλικία 23
χρόνων «μυστακοφόρος και σοβαρός» όπως έλεγε θυμοσοφικά κάπου ο ίδιος,
αποφοίτησε από τη Βαρβάκειο Σχολή Αθηνών. Την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίστηκε στη
λογοτεχνία με το διήγημα «Η Κρήσσα ορφανή» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό
«Εστία». Φοίτησε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να πάρει
πτυχίο, ενώ έγραφε στην «Εφημερίδα» του Δημητρίου Κορομηλά. Από το 1885
υπηρέτησε ως δάσκαλος στην Κρήτη (Μώδι Χανίων), θέση την οποία γρήγορα
εγκατέλειψε για να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Συνεργαζόταν με την εφημερίδα
«Άμυνα» των Χανίων, ενώ το 1889 για σύντομο χρονικό διάστημα εξέδιδε και δική
του εφημερίδα, τη «Νέα Εβδομάδα». Αλλά η αρθρογραφία του ενόχλησε τις τουρκικές
αρχές που τον εκτόπισαν.
Εγκαταστάθηκε τότε (1889)
οριστικά στην Αθήνα, όπου και πάλι ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και
συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Άστυ, Σκριπ και Εστία. Αρχικά χρησιμοποιούσε πολλά
ψευδώνυμα (όπως Κονδυλοφόρος, Δόν Κανάγιας καί Jean Sans Terre ή στα ελληνικά
Ιωάννης Ακτήμαν, αλλά στη πορεία κράτησε το «Διαβάτης» ενώ τα δύο τελευταία τα
έκανε για να υποδηλώσει την φτώχεια του από την οποία πάντα υπέφερε. Τα ψευδώνυμα
του είναι χαρακτηριστικά για τον αυτοσαρκασμό και για το χιούμορ τους. Για
είκοσι χρόνια έγραφε το καθημερινό χρονογράφημα της εφημερίδας Εμπρός. Τα
χρονογραφήματά του (έγραψε συνολικά περισσότερα από 6.000) διακρίνονται για το
κομψό προσωπικό ύφος τους, το χιούμορ και την οξύτητα της παρατήρησης.
Ως λογοτέχνης
παρουσιάζεται αρχικά με ηθογραφικά διηγήματα, για να φτάσει σε ένα αξιόλογο
μυθιστόρημα, τον Πατούχα, που αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά,
προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό και δυνατή διαγραφή χαρακτήρων. Συγκεκκριμένα
παρουσιάζει την ψυχολογία του αγνού ορεσίβιου κρητικού βοσκού του οποίου το
αφυπνισμένο ερωτικό ένστικτο είναι το μόνο που θα μπορέσει να τον συνδέσει με
την ανθρώπινη ομάδα. Σύμφωνα με δική του μαρτυρία, τον «Πατούχα» τον έγραψε στα
διαλείμματα των συνεδριάσεων της Βουλής για την «Εφημερίδα» του Κορομηλά.
Έγραφε στην καθαρεύουσα. Ήταν ένας εκ των ιδρυτών και πρώτος πρόεδρος της
ΕΣΗΕΑ. Εκτός των άλλων, έχει χαρακτηριστεί και ως ο «Πατέρας του
χρονογραφήματος».
Το 1918 ξαναπήγε στην
Κρήτη. Τότε έκανε και μια στροφή: σταμάτησε να γράφει στην καθαρεύουσα και
υιοθέτησε τη δημοτική. Ταξίδεψε και στην Αλεξάνδρεια. Τις εντυπώσεις του από το
ταξίδι αυτό τις αφηγήθηκε σε σειρά άρθρων στην κρητική εφημερίδα «Νέα
Εφημερίδα» που εκδιδόταν στο Ηράκλειο, με τίτλο «Μια περιπέτεια από Χανίων εις
Αλεξάνδρειαν». Πήγε εκεί, προσκαλεσμένος από κάποιον βαμβακέμπορο, ο οποίος
ήθελε να εκδώσει εφημερίδα και να του αναθέσει την διεύθυνσή της. Αλλά,
επικαλούμενος οικονομικά προβλήματα, ο βαμβακέμπορος υπαναχώρησε.
Το 1920 προσβλήθηκε από
ημιπληγία. Πέθανε στο Πανάνειο Νοσοκομείο του Ηρακλείου στις 25 Ιουλίου 1920.
Ήταν 59 ετών.
Μια αποτίμηση
Στο έργο του Κονδυλάκη
υπάρχουν πλήθος ιστορικές απηχήσεις από τις ποικίλες και δραματικές ιστορικές
τύχες της Κρήτης εκείνα τα χρόνια, ιδιαίτερα την περίοδο από το 1866 έως και το
1898, όπως και ειδήσεις για την κοινωνική, την πολιτική και την πολιτιστική ζωή
του νησιού πολύτιμες για το ψυχογράφημα του κρητικού. Η γλώσσα που
χρησημοποίησε στα έργα του ο Κονδυλάκης ήταν απλή καθαρεύουσα διανθισμένη με το
χιούμορ που πάντα συνόδευε τον συγγραφέα και κάνει ακόμη και σήμερα ευχάριστη
την ανάγνωση των έργων του.
Ο Παλαμάς έγραψε για τον
Κονδυλάκη:
«Ο Κονδυλάκης εμόρφωσε το
χρονογράφημα με όλην την πρωτοτυπίαν και την ευρυθμίαν του ταλάντου του. Χωρίς
έντασιν και μεγαληγορίαν, και λυρικήν ή ρητορικήν ευγλωττίαν, και διακόσμησιν
της φράσεως και σπανιότητα της λέξεως, ησύχως, οιονεί απλάστως, με κοινά και
καθιερωμένα ονόματα και σχήματα της δημοσιογραφικής καθαρευούσης αυτοσχεδιάζων
αφροντίστως, ως εφαίνετο, εις τα τραπέζια, συχνά πυκνά, των καφενείων τα
χρονογραφήματά του τα διέπλαττεν εν τούτοις εν ταυτώ εις κοινωνιολογικά
αρθρίδια, εις ψυχαγωγικάς διηγήσεις, εις κριτικάς γνωμοδοτήσεις, εις
ευτραπέλους ιστορίας, εις γραμμάς, απαραιτήτους πλέον καθισταμένας δια το πολύ
των αναγνωστών φύλλον, οποίον το 'Εμπρός', μέσα εις τας οποίας το χιούμορ και η
παρατήρησις, το παίγνιον και η σοβαρότης συνεπλέκοντο δυσδιακρίτως, αλλά διά
τούτο και καθίσταντο ευάρεστοι και επιζήτητοι».
Για τον Κώστα Στεργιόπουλο,
η πεζογραφία του Κονδυλάκη είναι ένας σταθμός απ' όπου, περνώντας η ηθογραφία
μας μετεξελίσσεται σε ψυχογραφία, κάτι που φαίνεται και στον «Πατούχα» και στην
«Πρώτη αγάπη», η έκταση των οποίων του επιτρέπει να αναπτύξει καλύτερα τις
ψυχογραφικές και ψυχολογικές του ικανότητες, εισάγοντας και στοιχεία φροϋδικά,
πριν ακόμη γίνει γνωστή η θεωρία του Φρόυντ.
Το 1987 δημοσιεύτηκε από
τον Θ. Δετοράκη μια σειρά άρθρων του Ιωάννη Κονδυλάκη (τέσσερα τον αριθμό), στα
οποία ο Κρητικός λογοτέχνης υποστήριζε την άποψη πως η προέλευση της
χαρακτηριστικής κρητικής βράκας ανάγεται από τους Σαρακηνούς.
Έργα
Διηγήματα (1884)
Η Κρήσσα ορφανή διήγημα (1884)
Ο Πατούχας κρητική ηθογραφία της κρητικής
επαναστάσεως (1892)
Οι Άθλιοι των Αθηνών (1895)
Όταν ήμουν δάσκαλος και άλλα διηγήματα
κρητική ηθογραφία της κρητικής επαναστάσεως (1916)
Ενώ διέβαινα (1916) (χρονογραφήματα)
Η Πρώτη αγάπη (1919) διήγημα κρητική
ηθογραφία της κρητικής επαναστάσεως (αφήγημα με ψυχαναλυτικό χαρακτήρα,
πρωτοποριακό έργο αφού γράφτηκε προτού γίνουν γνωστές στην Ελλάδα ΟΙ φρουδικές
θεωρίες, το μόνο έργο του στη δημοτική γλώσσα)
Το '62. Κάτω ο τύραννος (κυκλοφόρησε σε δύο
τόμους το 1962, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στην εφημερίδα «Σκριπ»
από τον Οκτώβριο του 1895 έως τον Ιούνιο του 1896)
Βικιπαιδεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου