Το
ψυχογράφημα και των λοιπών ηρώων του Κονδυλάκη.
Αφού μιλήσαμε γενικά για
τον Κονδυλάκη και το έργο του καθώς επίσης και για τον τρόπο με τον οποίο μέσα
στη μυθοπλασία έστηνε τους ήρωες του - μέσα από την ανάρτησή μας με τίτλο «Ο
Κονδυλάκης και οι ήρωες του» και αφού μιλήσαμε πιο αναλυτικά για τον πιο
δημοφιλή από τους ήρωες του, τον Πατούχα
(Το ψυχογράφημα του Πατούχα) θα ολοκληρώσουμε την αναφορά μας στο έργο του
Κονδυλάκη με το ψυχογράφημα και των λοιπών ηρώων του.
ΟΙ
ΛΟΙΠΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ
του Ιωάννου Ε.
Χαβάκη, Ιατρού - Συγγραφέα
Η χήρα Ζερβούδαινα, «η επιλεγόμενη σκωπτικώς αλογόμυιγια»,
χαρακτηρίζεται ιατρικά από το θερμό της ταμπεραμεντο. « Ώριμη χήρα» την αποκαλεί ο Κονδυλάκης, αλλά «με νεανικήν
ζωηρότητα». Όταν πρώτης φορά είδε τον Πατούχα «ανετινάχθη». «Πως ξανοίγει» είπε, «φωτιές βγάζουνε τα μάτια του». Έκτοτε δεν
έπαψε ποτέ να αναζωογονεί τον έρωτα του Μανόλη για την κόρη της, κρύπτουσα με επιμέλεια,
κάτω από τα λόγια της, τον δικό της, τον τρομερό έρωτα γι' αυτόν. Στο τέλος
παρουσιάζεται να π α θ ί σ κ ε τ α ι
για τον έρωτα του Πατούχα. «Ανεστέναζε,
έπασχε φοβερά και η αγωνιώδης πάλης η οποία εγένετο εις την καρδίαν της,
διεσάλευεν το λογικόν της». «Ενίοτε απετόλμα
να προστρίβεται ως γαλή εις τα ενδύματα του». Άλλοτε «το λίγωμα των οφθαλμών της, το πρόσωπον της που πότε ωχρία και πότε εκοκκίνιζε,
τα υποτρέμοντα χείλη της και η αγωνιώδης ανάπαλσις του στήθους της, εξέφραζον και
της γλώσσης ευγλωττότερα, ότι η φωνή της δεν ετόλμα να εκφύλιση». Στο τέλος
αφήνεται να απαχθή — αντί της θυγατέρας της —από τον Μανόλη και χάνει τα λογικά
της όταν ο Πατούχας, αντιλαμβανόμενος την πλαστοπροσωπία, την αποδιώχνει ψελλίζουσαν
«ντά δέ σ' αρέσω εγώ Μανολιό;.»
Η Ζερβούδαινα — όπως κατ' επανάληψη
αφήνει να διαφαίνεται ο Κονδυλάκης — δεν είναι ο απόλυτα ισορροπημένος τύπος
της Κρητικιάς. «Παρακούζουλη» τη λέει
με το στόμα του ο Σαϊτανικολής. Δηλαδή με έκδηλα τα νεύρο-υστερικά φαινόμενα, όπως
θα λέγαμε σήμερα. Ό έρωτας της προς τον Πατούχα, δεν είναι αγνός. Έχει σαφή τα σεξουαλικά
κίνητρα. Να έχει άραγε την αρχή του στη νυμφομανία η μήπως είναι αποτέλεσμα
ενός υπερερωτισμού απ’ αυτούς που συναντούμε σε ψυχοπαθητικούς τύπους, κι' ακόμη πιο πολύ κατά
την κλιμακτήριο εποχή, σε άτομα που προγενέστερα υπέφεραν από σεξουαλική πείνα;
Και οι δυό απόψεις μας, έχουνε τις ίδιες πιθανότητες.
Λιγότερο το ιατρικό ενδιαφέρον
για την Μαργή «την ψυχρά, ολιγόλογη και λεπτοκαμωμένη»
κόρη της Ζερβούδαινας. Ασθενική, με μειωμένο το μυϊκό σύστημα. «Ένα λιολιό, ένα πράμα άψητο», όπως λέει
ο Σαϊτονικολής. Αλλά υγιής. Παρουσιάζει εύκολη σωματική και ψυχική κούραση. Συχνά
κλαίει. Ζει στον δικό της τον κόσμο. Πιστεύει πως σαν γυναίκα είναι πλασμένη
για το Σμυρνιό, τον κοσμογυρισμένο — ως τη Σμύρνη — μικρόσωμο, έξυπνο
επαγγελματία. Ιατρικά θα μπορούσαμε— με κάποια διακινδύνεψη — να βλέπαμε σ' αυτήν
την ιδιοσυστατική μειοπραγία, των επινεφριδίων. Όμως ευκολότερα βλέπομε τον
ναρκισσισμό, τη χαρακτηριστική απόκλιση του ερωτισμού, τη τόσο συνηθισμένη στην
ηλικία της. Χωρίς βέβαια ο ναρκισσισμός αυτός να φθάνει ποτέ στα παθολογικά
όρια (ομοφυλοφιλική νεύρωσις).
Ο Τερερές από ιατρικής
πλευράς, είναι ο αδιαμφισβήτητος καχέκτης. Σχολαστικός, κακοφτιαγμένος, με την κακή
φήμη του μάγου, «ήτις φήμη παρουσίαζε απαισίαν
την ισχνήν του ασχημίαν».
Η ισχνότατα είναι κατάσταση φυσιολογική σε πολλά άτομα. Στον έσχατο βαθμό της,
αντιστοιχεί η καχεξία. Πολλές φορές η ισχνότητα, είναι οικογενειακή και
σχετίζεται με την ασθενική ιδιοσυστασία. Πιθανότατα για να
σχηματισθεί, να υπεισέρχονται στη γέννηση της, παράγοντες ιδιοσυστατικοί και
ενδοκρινολογικοί, όπως οι διαταραχές της υποφύσεως, των επινεφριδίων ή του θυρεοειδούς.
Στις περιπτώσεις μάλιστα αυτές (ιδία στις υποφυσιογενείς), συνυπάρχουν και
ιδιάζουσες ψυχονευρωτικές καταστάσεις, όχι μακριά από την απάθεια και τη
σχιζοφρένια. Ο Τερερές όμως, παρά την κακή του φήμη, τη φιλοδοξία του να γίνει
παπάς και τη συναισθηματικότητα του προς τη Πηγιό. είναι ουσιαστικά ήρεμος και ήσυχος
τύπος, χωρίς ψυχονευρωτικές εκδηλώσεις.
Ό Νικολάκης ο Στιβακτής «τον οποίον επωνόμαζον ειρωνικώς αστρονόμον»,
είχε την περιέργεια φυσικού και τη φιλοδοξία μετεωρολόγου. «Βλάβος θά πέσει... αρρώστια και για τσ' ανθρώπους και για τα κηπικά»,
εφώναξε προς τον Μπαρμπαρέζο, ενώ εθέριζαν κι όταν ο τελευταίος τον αρώτησε πως
το καταλαβαίνει, απάντησε: «δεν θωρείς την
κατσαφάρα…». Λογικά είναι αποκτημένη η φανταστική αυτή αντίληψη, σ' αυτόν τον
άνθρωπο και συνεχώς και ανεξίτηλα είναι προσηλωμένη στη σκέψη του. Η ίδια
αντίληψη κατευθύνει ανώμαλα τη δραστηριότητα του και τον κάνει — παρά την
έλλειψη επιστημονικών γνώσεων, να πιστεύει ότι προβλέπει τον καφέ και μπορεί να
εξηγεί τα φυσικά φαινόμενα. Οι
σεισμοί, αποφαίνεται στην καφεταρία του Σμυρνιού, οφείλονται
«στο μεταλλο τση γης», αλλά δεν έχει
τη δυνατότητα να εξηγήσει τι είναι αυτό το μέταλλο.
Εύκολα στον τύπο αυτό του
Κονδυλάκη διακρίνεται σαν ψυχική διαταραχή η παράνοια. Με τη διαφορά ότι ο
Νικολάκης ο Στιβακτής δεν παρουσιάζει κι' αυτός καμιά άλλη παθολογική εκδήλωση.
Έτσι η παράνοια του παραμένει μια απλή, καθαρή παρανοϊκή ιδιοσυστατική
αντίδραση, που κάνει διαγνωστικά τον τύπο μας, ένα τυπικό περιστατικό «μεμονωμένου παθολογικού φαινομένου» κατα
Κραίπελιν.
Για τον Γιωργή και το
Βαγγελιό, με την τόσο τραγική τους αγάπη, δεν έχομε από ιατρικής απόψεως να γράψομε
πολλά πράμματα. Το πεντάχρονο παιδί — ο Γιωργής — που από την ηλικία των πέντε
χρόνων, αισθάνεται ιδιαίτερη συγκίνηση και σωματική αγάπη για τις γυναίκες, δεν
αποτελεί έναν ομαλό τύπο του Κονδυλάκη, σαν τους άλλους. Βέβαια δεν είναι
σπάνιο οι ψυχικές τροποποιήσεις της ωριμότητας να παρουσιασθούν σε παιδιά κάτω από
την ηλικία των δέκα χρόνων. Και θα μπορούσαμε να λέγαμε και για τον Γιωργή, ότι
παρουσιάζει την ωριμότητα που δείχνει. σαν εκδήλωση μιας πολύ πρώιμης ενηβώσεως.
Όμως ο Κονδυλάκης —που κατά την γνώμη μας σαν συγγραφέας αντέγραφε με ακρίβεια αυτά
που έβλεπε — δεν μας έδωσε γι' αυτόν του τον ήρωα τα μορφολογικά στοιχεία που
μας χρειάζονται, για να μπορούμε στις κρίσεις μας να είμαστε κι' εδώ
περισσότερο κατηγορηματικοί. Για τον ίδιο λόγο δεν μπορούμε να μιλήσουμε ούτε για
πρώιμο ερωτισμό του Γιωργή. Ο ερωτισμός, άλλωστε, ταυτίζεται τελευταία με το
λίμπιντο του Φρόυντ, και σημαίνει κάπως ευρύτερα, τη σεξουαλική επιθυμία. Και
ναι μεν ο Γιωργής, όταν τον εχάιδευαν οι γυναίκες και μάλιστα οι άσπρες και
παχουλές, «ησθάνετο κάτι διαφορετικότερο από
την κοινή και απλή αγάπη», όμως πουθενά δεν αφήνει να φαίνεται, ότι η αγάπη
του αυτή, προσελάμβανε τη μορφή της σαρκικής επιθυμίας.
Το ίδιο θα λέγαμε και για το
Βαγγελιό. Εντελώς φυσιολογικός τύπος στην αρχή, αισθάνεται ιδιαίτερη
τρυφερότητα και συμπάθεια για ένα παιδάκι. Η συμπάθεια αυτή εξελίσσεται σιγά
σιγά σε έναν αταίριαστο παθολογικό έρωτα, που κάτω απ’ τη κατακραυγή του χωριού
φέρνει τη τραγική ηρωίδα προς τον θάνατο.
Για να ερμηνέψουν τον
παθολογικό έρωτα του Γιωργή και του Βαγγελιού, υποψιάσθηκαν τον πιθανό
επηρεασμό του Κονδυλάκη, από τις κοσμοπολίτικες θεωρίες του Φρόυντ. Είναι, αλήθεια,
ότι από το 1910 και εντεύθεν (η «Πρώτη Αγάπη» γράφτηκε το 1918), οι
εντυπωσιακές αυτές θεωρίες άρχισαν να καταχτούν, ολοένα και περισσότερο, τον
διανοούμενο κόσμο. Άλλα ο ίδιος δεν πιστεύω σ' έναν τέτοιο επηρεασμό. Γιατί ο
Κονδυλάκης παρουσιάζεται να εμπνέεται στη δουλειά του από τη ζωή, από την οποία,
κατά πιστή αντιγραφή, παίρνει τους τύπους του, κι' όχι από τις ιδέες και τις
θεωρίες. Αλλά και στο τέλος τέλος, αν παραδεχόμαστε έναν τέτοιο, επηρεασμό, δεν
θα μπορούσαμε να δώσουμε την εξήγηση στον αμοιβαίο έρωτα ενός πενταχρόνου αγοριού,
με μια «κοπελιά» ξετελεμένη. Αφού στο
πεντάχρονο αγόρι υπάρχει μεν το ερωτικό ένστικτο, δεν είναι όμως ανεπτυγμένα τα
συμπλέγματα, βάσει των οποίων θα μπορούσε, ίσως, να ερμηνευθεί το ανερμήνευτο. Από
ιατρική άποψη θα μπορούσαμε να διακρίνομε στον Γιωργή, μόνο την ιδιάζουσα, κατά
την παιδική ηλικία, αστάθεια του χαρακτήρα. Αντίθετα στο Βαγγελιό παρατηρούμε τη
σταθερότητα του ερωτικού αισθήματος, όπως κατά κανόνα παρατηρείται στις
γυναίκες και την επίμονη να εξακολουθεί — παρά την αντίθεση της εποχής —πιστό μέχρι θανάτου, την ερωτική του προτίμηση.
Ανακεφαλαιώνοντας, πιστεύω
απόλυτα, ότι τους τύπους που μας έδωσε ο Κονδυλάκης τους έζησε. Ότι τους είδε
στο φυσικό και τους ζωγράφισε με την πέννα του. Δεν τους έπλασε σαν τους άλλους
συγγραφείς. Τους απέδωσε. Και τους απέδωσε με τέχνη, και με πιστότητα. Δοθέντος
τώρα, ότι ό Κονδυλάκης δεν ήτο γιατρός, για να κόψει τους ήρωες του πάνω στα
καλούπια των γνωστών κλινικών εικόνων που αναφέραμε — και που στην εποχή του
δεν ήσαν ούτε γνωστές ούτε καθορισμένες — η αντίληψη ότι τους απέδωσε, παίρνει
τη 'θέση της βεβαιότητας. Κι' εδώ έγκειται για μένα η μεγαλωσύνη του Κονδυλάκη.
Να αποδίδει τη φύση με την τέχνη του. Η δυνατότητα αυτή του πατριώτη μας
συγγραφέα, τον κάνει να μοιάζει με τους μεγάλους ζωγράφους. Που κρίνονται τόσο
μεγαλύτεροι, όσο ποιο πιστά απομιμούνται την φύση με το πινέλλο τους.
Απόσπασμα από την πραγματεία του
συγγραφέα - ιατρού Ιωάννου Ε.
Χαβάκη στην Κρητική Πρωτοχρονιά του 1962. Τίτλος της πραγματείας « Ο
ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ & ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ – ΟΠΩΣ ΤΟΥΣ ΒΛΕΠΕΙ ΕΝΑΣ ΓΙΑΤΡΟΣ». Την πραγματεία την
παρουσιάσαμε σε 3 μέρη διατηρώντας την γλώσσα του αρθρογράφου και την γλώσσα
του Κονδυλάκη στα αποσπάσματα που παρατίθενται. Διαβάστε τα προηγούμενα δύο μέρη εδώ
:
Ο
Κονδυλάκης και οι ήρωες του : http://boraeinai.blogspot.gr/2018/05/blog-post_12.html
Το
ψυχογράφημα του Πατούχα : http://boraeinai.blogspot.gr/2018/05/blog-post_46.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου