L. Α. Tadema: «Τα τριαντάφυλλα τον Ηλιογάβαλου (1888)
Η ιεροτελεστία της άνοιξης
Ο μύθος
της Δήμητρας, που συναντά ξανά την Περσεφόνη στο φως, αποκαλύπτει την αρχέγονη επιθυμία
του ανθρώπου για επιστροφή σε προηγούμενα στάδια δραστηριοτήτων
Γράφει ο Νίκος Παπουτσόπουλος
Το
έαρ ανέτειλε και «εβλάστησαν δάφναι και
μυρσίναι, και υάκινθοι και ρόδα» και
«Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι
στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα,
σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ, πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα,
λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι».
Μα
«Εμένα μ' εξαπατούν
οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο
καιρός
κάθε που δεν
αλλάζει.
Μη γελάς.
Εαρ δε γίνεται
με ρίμες
ήλιοι - Απρίλιοι,
ομοικατάληκτες
στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών
ανυπομονησία να μυρίσω».
Φύση
ευαίσθητη, που έμαθε να κρύβει καλά τα πάθη της πίσω από εικόνα άλλη και να
ακολουθεί αδιάκοπα των εποχών τις αλλαγές που κύκλους στον Χρόνο γράφουν. Φύση
θνητή, που ακροβατεί σε ουρανό ανάμεσα και γη και μνήμες μύθων, που σαλεύει
ανεπαίσθητα σε ήχους πτερωτών οιωνών καθώς την αίρουν σε διάσταση άλλην που
κατακλύζουν άνθη μυρίπνοα και φως ιλαρό.
«Ο ουρανός και η γη
σα Δάφνης και σα Χλόη.
Φυτρώνει της ζωής
λαχταριστός ο σπόρος,
Βυζαίνεται απ' των
Οντων το μελισσολόι
Των Ολων ο χυμός,
Ολυμπος, Πήλιον, Οσσα,
Πελάγου κάθε
κόρφος, κάθε στεριάς γλώσσα
Το Αιγαίο γαλάζιος
θησαυρός σμαραγδοφόρος».
«Λίγα μέρη μιλούν
τόσο καλά για την άνοιξη, όσο ένα απριλιάτικο πρωί στην Ελλάδα. Γύρω μου
ξεχειλίζει το φως και η ζωή, τα πουλιά ξετρελαμένα από έρωτα κάνουν σκάνδαλα,
εμπρός σ' όλο τον κόσμο. Η θάλασσα ειρηνεύει ταπεινή, πλέκοντας τη δαντέλα των
γιαλών της: δεν είν' άγρια ούτε μαύρη σαν πριν, παρά γεμάτη από τη χρυσή
τρεμούλα του φωτός. Τα ξεροβόρεια πέρασαν, οι άνεμοι τώρα είναι γλυκύτεροι και
μυρωδάτοι. Η καλοκαιριά έχει αρχίσει το κάρπισμα. Λουλούδια ξεπροβάλλουν παντού
στους κάμπους, πρασινίζουν οι λόφοι, ακόμα κ' οι αγριόβατοι βγάζουν ανθούς. Τα
μελίσσια βουίζουν, ένα πλήθος έντομα γεννάει η ζεστασιά. Οι χυμοί των δέντρων
και τα φύλλα εργάζονται μ' αρμονία στη νέα ζωή τους κι' αυτή την αρμονία τη
νοιώθεις απ' το άρωμα των πεύκων που γίνεται παχύ σαν μεδούλι».
Ο
μύθος της Δήμητρας που συναντά ξανά την Περσεφόνη στο φως αποκαλύπτει την
αρχέγονη επιθυμία του ανθρώπου για επιστροφή σε προηγούμενα στάδια
δραστηριοτήτων, ώστε η άγρια φύση να εξασφαλίζει πάντοτε όλα όσα προσφέρουν την
ανακούφιση και τη βεβαιότητα επιβίωσης. Όπως ακριβώς λειτουργούσε στην αρχέγονη
συνείδηση του πρωτόγονου η ανακάλυψη της παρθένας φύσης, του εφεδρικού
αποταμιευτήρα της τροφής και του βίου, ανακαλεί το θεμελιώδες και πρωταρχικό
ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της ελπίδας της συνέχισης του βίου και της
διαιώνισης του γένους. Ο Παυσανίας αναφέρει πως, σύμφωνα με τις διηγήσεις των
κατοίκων της Φιγαλείας, η Δήμητρα στην περίοδο της αναζήτησης της Κόρης
κατέφυγε γεμάτη οργή σε ένα σπήλαιο κοντά στη Φιγαλεία, στα υψώματα της δυτικής
Αρκαδίας.
Εκεί
κάλυψε το σώμα της με μία μέλαινα (μαύρη) εσθήτα και παρέμεινε σε απόγνωση για
μεγάλο χρονικό διάστημα, ώσπου η γη έχασε όλους τους καρπούς και καταδίκασε το
ανθρώπινο γένος σε λιμό. Η παράσταση της Μαύρης Δήμητρας είναι μια παραβολική
έκφραση της γυμνής γης του χειμώνα, που έχει χάσει τον εαρινό μανδύα της, και
στην εικόνα αυτήν το φάσμα της πείνας παραμένει μια διαρκής απειλή. Πολλοί
μύθοι και διηγήσεις αναφέρονται σε έναν θεό που χάνεται ή που κρύβεται και πού
με διαφορετικές πρακτικές θα πρέπει να τον ανακαλύψουν ξανά και με θυσίες και
προσφορές να τον εξευμενίσουν, έναν θεό που αποστρέφει το πρόσωπο του από τους
ανθρώπους και τους τιμωρεί.
Οι
Φιγαλείς θεωρούσαν το σπήλαιο ιερό και είχαν αφιερώσει στη Δήμητρα ξύλινο
άγαλμα που απεικόνιζε τη θεά, τη Μαύρη Δήμητρα, με κεφαλή και χαίτη ίππου σε
γυναικείο σώμα. Ο μύθος που αναφέρεται στη Δήμητρα της Φιγαλείας καταδεικνύει
πως το άλογο ήταν μια από τις ζωώδεις μορφές που έπαιρνε στην αρχαία Ελλάδα,
όπως και στην Ευρώπη, το «πνεύμα του σίτου».
Μαρμάρινη κεφαλή Δήμητρας από τη Λυκοσουρα Αρκαδίας
Δέσποινα
αποκαλούσαν στη Λυκόσουρα την αρχέγονη χθόνια θεότητα, πιθανώς την Περσεφόνη,
τον καρπό της Δήμητρας με την ένωση της με τον Δία, και απέφευγαν να αναφέρουν
το πραγματικό όνομα της Μεγάλης θεάς στους αμύητους, σύμφωνα με τον Παυσανία, ο
οποίος επισκέφθηκε το ιερό της και πρόσφερε θυσίες.
Στην
Αρχαία Ολυμπία σχετικά πρόσφατα αποκάλυψαν κατάλοιπα του ιερού της Δήμητρας
Χαμύνης, με πλήθος πήλινων και χάλκινων αγγείων και αρκετά ενεπίγραφα, ένα από
τα οποία φέρει τα ονόματα της Δήμητρος και της Κόρης καθώς και του Αδη. Πιθανώς
είχαν συνδέσει την αρχαιότερη λατρεία της με αγώνες δρόμου γυναικών,
προκειμένου να τιμήσουν τη θεά για την ευόδωση της βλάστησης και της ευφορίας
των καρπών. Η λατρεία της, που επικρατούσε ιδιαίτερα κατά τους αρχαίους
χρόνους, εξηγεί το μοναδικό προνόμιο της ιέρειας της Δήμητρας Χαμύνης να
παρακολουθεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο στάδιο της Αρχαίας Ολυμπίας, όπου και
οι γυμναστές, σύμφωνα με νόμο, έπρεπε να συμμετέχουν γυμνοί επίσης, όπως
άλλωστε και οι αθλητές.
«Ο
ήλιος/ σε αρπάζει απ' τα μαλλιά, σε κρεμάει στο γκρεμό. Ποιος με ορίζει;/
ατέλειωτες μέρες. Αργεί να νυχτώσει. Κ' η νύχτα σα μέρα δε σε κρύβει/ η θάλασσα
φεγγοβολάει και τα μεσάνυχτα, ρόδινη ή χρυσοπράσινη./Τρίζει το αλάτι, πήζοντας
στους βράχους».
Σε
«ετέρα μορφή», εαρινή, σε φύση ανθρώπινη που ευλόγησαν φωτός ανέσπερου κύματα
και λάμψεις, που καταύγασαν μιαν αλήθεια και που έπλασαν μια πολιτεία, μια
ποίηση και μια τραγωδία, η αρχαία θεά εγκαταλείπει την ταυτότητα της γυναίκας
με τη χάρη της τεκνοποίησης, υπερβαίνει τον θνητό κόσμο και περνά σε μιαν άλλη
διάσταση, σε άλλον κόσμο, με το τρομερό όνομα, πλέον, Δηώ.
Η
θεά-τιμωρός, η γυναικεία φύση, που όμως πλέον δεν καρποφορεί και δεν έχει την
ικανότητα να φέρει στον κόσμο μια νέα ζωή, να γεννήσει, να ανθίσει. Με αυτό το
όνομα προτείνει τον εαυτό της ως τροφό και προσφέρει στον Τριπτόλεμο ένα άρμα
που το έσερναν φτερωτοί δράκοντες και μεγάλη ποσότητα σίτου για να το σπείρει
σε όλη την οικουμένη.
(στίχοι
και αποσπάσματα για την άνοιξη κατά
σειρά
παράθεσης των Α. Παπαδιαμάντη, Α. Μαβίλη, Κ Δημουλά, Κ. Παλαμά, Χ. Ζαλοκώστα
και Γ. Ρίτσου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου