Translate -TRANSLATE -

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Δ. Ν. Μαρωνίτη : Μήπως ξεδώσουμε (Για την ανέραστη δήθεν Ιλιάδα)



  Μήπως ξεδώσουμε
 
Πολλά κι ασύστατα λέγονται και γράφονται για την πολεμόχαρη και ανέραστη δήθεν Ιλιάδα, όπου κάποιες αγαπητικές σκηνές αυθαίρετα αγνοούνται. Παρεξήγηση που επικυρώνεται κατ' εξοχήν στη σχολική διδασκαλία, όπου το θέμα του εξώγαμου προπάντων έρωτα προσγράφεται κατά κανόνα στα απαγορευμένα. Αφήνοντας στην άκρη τις ερωτοδουλειές των θεών, με πρωτεύοντα και στο θέμα αυτό τον Δία, θυμίζω δύο ερωτόληπτα επεισόδια, που αναπτύσσονται σε μικρές, συναρπαστικές νουβέλες.

Το ένα απαντά στην έκτη ραψωδία, εγκιβωτισμένο στην προγονική αυτοσύσταση του Γλαύκου, που την εκμαιεύει η προκλητική ερώτηση του Διομήδη (Ζ 129-236). Το άλλο αναγνωρίζεται στην ένατη ραψωδία, με αφορμή την υποβολιμαία σεξουαλική εμπλοκή του νεαρού Φοίνικα, που τη θυμίζει ο ίδιος ως αυτοβιογραφικό στοιχείο στον αμετάπειστο Αχιλλέα (Ι 433-495). Επειδή χώρος για δύο παθοφιλικές νουβέλες στην προκειμένη περίπτωση δεν διατίθεται, η κλήρωση της χρονιάς ευνόησε τον Φοίνικα της «Πρεσβείας», τιμώντας έτσι και το ιλιαδικό του γήρας.

Δυο λόγια πρώτα για τα συμφραζόμενα της παράφορης αυτής περιπέτειας. Εχουν προηγηθεί και απερίφραστα απορριφθεί από τον φουρκισμένο ακόμη Αχιλλέα όλες οι συμφιλιωτικές αντιπαροχές του Αγαμέμνονα, που τις υπερασπίστηκε με την ύποπτη ρητορική του δεινότητα ο Οδυσσέας, δαιμονίζοντας τον ντόμπρο γιο του Πηλέα.

Οπότε παρεμβαίνει ο Φοίνικας, πιάνοντας το νήμα του εντεταλμένου ρόλου του από την αρχή. Διηγείται πότε και πώς βρέθηκε, ξένος αυτός, στη Φθία, ποτέ και πώς τον υποδέχτηκε στο φιλόξενο παλάτι ο Πηλέας, πότε και πώς τον έχρισε δάσκαλο του ανήλικου γιου του, πώς και γιατί βρίσκεται τώρα στην Τροία μαζί του. Φτάνουμε έτσι στον στίχο 444 - μιλάει ο Φοίνικας στον Αχιλλέα:

«Γι' αυτό, παιδί μου αγαπημένο, δεν θα 'θελα να χωριστώ / από σένα, έστω και αν κάποιος θεός μού 'δινε την υπόσχεση, ο ίδιος ν' αποξύσει / τα γερατειά από το πετσί μου και να με κάνει πάλι θαλερό παλικαράκι. / Σαν τότε που παράτησα μόνος μου την Ελλάδα, / με τις ωραίες γυναίκες, / το μένος να ξεφύγω του πατέρα μου, του Αμύντορα Ορμενίδη. //

Ηταν έξω φρενών μαζί μου / για την πανέμορφη εκείνη παλλακίδα, που την αγάπησε αυτός / περιπαθώς, τη νόμιμη γυναίκα του ατιμάζοντας - / τη μάνα τη δική μου. Κι αυτή, στα γόνατα προσπέφτοντας, παρακαλούσε, να πέσω εγώ στης παλλακίδας / το κρεβάτι, ώστε να σιχαθεί τον γέρο. / Μ' έπεισε, και της έκαμα το θέλημα. Το πήρε όμως είδηση / ο πατέρας, κι έριχνε πάνω μου βαριές κατάρες, τις μισητές ανακαλώντας Ερινύες, ποτέ να μην κρατήσει εγγόνι αυτός / στα γόνατά του από δικό μου σπέρμα γεννημένο. / Ακουσαν τις κατάρες του οι υποχθόνιοι θεοί, ο χθόνιος Δίας, / και ανελέητη η Περσεφόνη. / Σκέφτηκα τότε στην αρχή με κοφτερό χαλκό / να τον σκοτώσω. Κάποιος όμως θεός / συγκράτησε το μένος μου, το σούσουρο και τ' όνειδος θυμίζοντας του κόσμου, / πως πατροκτόνο οι Αχαιοί θα με ξεφώνιζαν. / Από την άλλη ωστόσο δεν το βαστούσε κι η καρδιά μου / στο σπίτι μέσα να κυκλοφορώ, μ' έναν πατέρα πνιγμένο στον θυμό. //

Ηταν στο μεταξύ πολλοί, ξαδέλφια και δικοί που με τριγύριζαν, / να με κρατήσουν θέλοντας μέσα στο μέγαρο. / Εσφαζαν πρόβατα παχιά, βόδια, λοξά βαδίζοντας, ελικέρατα, / γουρούνια με περίσσιο ξίγκι, / που τανυσμένα ψήνονταν στου Ηφαιστου τη φλόγα, / και το κρασί αφειδώς από τα πήλινα κιούπια του γέρου το τραβούσαν. / Νύχτες εννιά στο πλάι μου όλη τη νύχτα κούρνιαζαν: / με φύλαγαν αλλάζοντας τη φύλαξη, ούτε στιγμή δεν έσβηνε / η πυρά. Κάτω από τη στοά της περιτείχιστης / αυλής η μια φρουρά κυκλοφορούσε, στον πρόδομο η άλλη, μπροστά στις πόρτες του ανδρωνίτη. / Οταν ωστόσο ζοφερή έφτασε η νύχτα δέκατη, / διέρρηξα εγώ της κάμαρης τις σφραγισμένες θύρες / κι έξω πετάχτηκα, πηδώντας εύκολα τον φράχτη της αυλής, / δίχως να πάρουν είδηση οι φύλακες κι οι δούλες. //

Και πήρα δρόμο, προχωρώντας στην ευρύχωρη Ελλάδα, / ώσπου στην εύφορη να φτάσω Φθία, πασίγνωστη για τα πολλά κοπάδια της, / στου βασιλιά Πηλέα το παλάτι. / Που εγκάρδια με δέχτηκε, / μ' αγάπησε όσο αγαπά τον κανακάρη του ένας γονιός, / που μεγαλώνει τον μοναχογιό του, μ' όλα του τα καλά. / Μ' έκανε πλούσιο με τα δικά του πλούτη, μ' έβαλε σε πολλούς αφεντικό, / έγινα εκεί, στης Φθίας την άκρη, βασιλιάς στους Δόλοπες. //

Εσένα τότε εγώ σ' ανάστησα, θεόμορφε Αχιλλέα, / σ' αγάπησα από καρδιάς, αλλά κι εσύ δεν ήθελες / άλλον στο πλάι σου, πηγαίνοντας για φαγητό / ή τρώγοντας  κάτω στην αίθουσα. / Επρεπε πάντα εγώ να σε κρατώ στα γόνατά μου, / στο στόμα να σου βάζω κόβοντας το κρέας, στα χείλια εγώ /την κούπα με κρασί να σου ζυγώνω, / πολλές φορές εσύ, ξερνώντας το κρασί, μούσκεψες τον χιτώνα μου. / Μικρός, με παίδεψες πολύ, / τράβηξα τόσα βάσανα για χάρη σου μοχθώντας. / Βλέποντας πως δεν πρόκειται παιδί δικό μου οι θεοί / να μου χαρίσουν, έκανα εσένα γιο μου, Αχιλλέα πανέμορφε».

Στοπ. Για τα υπόλοιπα υπάρχει ακέραιο κείμενο, μεταφρασμένο και πρωτότυπο. 
 
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=556105

Δεν υπάρχουν σχόλια: