Γαλανόλευκη
ιεροτελεστία στο σούρουπο
Κάθε Κυριακή
απόγευμα, στην Ακρόπολη, πραγματοποιείται η τελετή υποστολής της σημαίας. Μια τελετή
κλειστή στο κοινό, αλλά ανοιχτή σε σκέψεις, αναμνήσεις και συμβολισμούς.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ
ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑΚΗ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΜΑΝΤΗΣ
Χρόνια πριν, προτού ταξιδέψω στην
Κωνσταντινούπολη, οι φίλοι μου με είχαν «προειδοποιήσει»: «Ακόμη κι αν δεν
έχεις ούτε ένα κόκαλο θρησκευτικότητας σε όλο σου το κορμί, θα αισθανθείς το
δέος και την αυστηρότητα της θεϊκής παρουσίας με το που θα πατήσεις το πόδι σου
στην Αγια-Σοφιά». Δεν το ένιωσα.
Δεν είναι τα σύμβολα που
υποκινούν τη συναισθηματική ανάκρουση, οι άνθρωποι είναι. Τα σύμβολα λειτουργούν
μόνο ως εργαλεία υπόμνησης και πάλι, μόνο σε συνθήκες συναισθηματικής ανωριμότητας,
έλεγε ένας εμβριθής δάσκαλός μου στο πανεπιστήμιο. Και αυτό πίστευα ακράδαντα,
ανεβαίνοντας τα σκαλιά της Ακρόπολης, την ώρα που ο ήλιος κόντευε να βασιλέψει
πίσω από το Αιγάλεω.
Κάθε Κυριακή απόγευμα, την ώρα της
δύσης, η ελληνική σημαία στον Ιερό Βράχο υποστέλλεται με ένστολη επισημότητα, εμβατήρια
και σχολαστική τελετουργία, σε μια τελετή την οποία απολαμβάνουν μόνο οι
συμμετέχοντες - οι εύζωνοι της Προεδρικής Φρουράς, η Φιλαρμονική ενός από τα τρία
σώματα των ενόπλων δυνάμεων και ο περιστασιακός προσκεκλημένος, που θα
χρειαστεί να περάσει μέσα από τα σαράντα κύματα της γραφειοκρατίας για να εξασφαλίσει μια σειρά
από έγγραφα: άδεια παρουσίας από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, άδεια φωτογράφισης
από το Προεδρικό Μέγαρο, παράβολα και παραπεμπτικά. Μια διαδικασία
αποθαρρυντική, σαν ενοχλητική δοκιμασία αξιοσύνης που ξεδιαλέγει τους εκλεκτούς
για ένα θέαμα με ελιτίστικες προφάσεις. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευα. Μέχρι που
άρχισε να σουρουπώνει...
Με τις πρώτες νότες του εθνικού
ύμνου, ξύπνησαν μέσα μου ληθαργικές μνήμες θητείας. Στην κεντρική πλατεία της
μικρής πόλης όπου υπηρέτησα, ένα άγημα από τρεις βαριεστημένους στρατιώτες και
ένας τυπολάτρης λοχίας διεκπεραίωναν μια αποστολή που είχε νόημα μόνο επειδή
συνοδευόταν από ένα ημίωρο «σκαστής» ξεκούρασης στο διπλανό καφενείο. Όμως,
εδώ, τα πράγματα ήταν αλλιώς.
Πώς αλλιώς; Δεν ξέρω αν διατύπωνεται
με ορθολογιστική σαφήνεια η θέα ενός εμβλήματος που δεσπόζει πάνω σε ένα
σύμβολο. Ξέρω μόνο ότι οι κινηματογραφικές εικόνες που ακλούθησαν με άφησαν
άφωνο: η σημαία κατεβαίνει σε slow motion,
τα χάλκινα πνευστά κοκκινίζουν στο γερμένο φως, οι εύζωνοι ξαφνικά ψηλώνουν και
η έκφραση στο πρόσωπο τους αλλάζει, σαν να έμαθαν ένα βαρύ μαντάτο για την
πατρίδα, όλοι στέκουμε ασάλευτοι και συγκινημένοι και στο μυαλό μου κλωθογυρνά
αυτή α κ ρ ι β ώ ς η φράση «ασάλευτοι και συγκινημένοι - ωραίο οξύμωρο σχήμα»
και μου έρχεται να χαιρετήσω στρατιωτικά, αλλά θυμάμαι ότι δεν φοράω πηλήκιο,
και πιάνω τον εαυτό μου να επαναλαμβάνει -σαν μάντρα- «σοβαρέψου, μια τελετή
είναι, ένα θεατρικό τρικ για να φουσκώνουμε με εθνική έπαρση και φυλετική
υπεροψία», αλλά το καταλαβαίνω. Δεν με πείθω.
Και μετά η στιγμή παρασύρεται
μέσα στο σκοτάδι που στροβιλίζεται γύρω μας. Τα στήθη ξεφουσκώνουν, οι εύζωνοι
διπλώνουν με ευλάβεια τη σημαία και την τοποθετούν σε ένα σάκο γυμναστηρίου,
τόσο παράταιρο, που μου έρχεται να φωνάξω, αλλά χαμογελάω συγκαταβατικά, καθώς
καταλαβαίνω ότι η μοναδικότητα μοιραία φθηναίνει με την επανάληψη. Παρακολουθώ τους
μουσικούς να βάζουν στις θήκες τα όργανα τους, το άγημα να απομακρύνεται χαλαρά
και αναρωτιέμαι ποιο είναι άραγε το νόημα μιας ερμητικής τελετής χωρίς τα φρέσκα βλέμματα τω ν νεοφύτων.
Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, το συζητάω με τον επιλοχία. «Ξέρεις πόσα θα πλήρωναν
τόσοι και τόσοι άνθρωποι που γνωρίζω για ένα εισιτήριο; » «Μερικά πράγματα δεν
αγοράζονται», μου απαντάει θυμοσοφικά. Συμφωνώ με ένα νεύμα. «Μερικά πράγματα
δεν αγοράζονται». Προσφέρονται όμως σαν πατριωτικό μεσουράνημα, ένας
ανταποδοτικός Κολοφώνας σε ανθρώπους που προσφέρουν σε αυτό τον τόπο χωρίς
φιέστες και ανταμοιβές. Σκέφτομαι φωναχτά: «Αν ήταν στο χέρι μου, θα έφερνα εδώ
πάνω, αυτή την ώρα, όλους τους υπότροφους φοιτητές, τους επιστήμονες που δεν
ξέμειναν, αλλά αποφάσισαν να παραμείνουν, τους αφανείς ήρωες του πολιτισμού
μας. Και θα τους προειδοποιούσα: Ακόμη κι αν δεν έχεις ούτε ένα κόκαλο πατριωτισμού
σε όλο σου το κορμί... ». Δεν με άκουσε. Κατέβαινε τρέxοντας δυο-δυο τα σκαλιά,
για ένα τελευταίο τσιγάρο, πριν κλείσουν οι πύλες.
GK
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου