Translate -TRANSLATE -

Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

«Μέρα Μαγιού μού μίσεψες»



«Μέρα Μαγιού μού μίσεψες»

Από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου ως την «Bandiera Rossa», οι συγκεντρώσεις την Πρωτομαγιά ανά τον κόσμο υποστηρίζονται από εργατικά τραγούδια

του Γιώργου Σκίντσα

H εργατική Πρωτομαγιά, που εορτάζεται σε όλον τον κόσμο, είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη μουσική και το τραγούδι. Διαδηλώσεις ανά τον κόσμο, συγκεντρώσεις, συνθήματα, «υποστηρίζονται» από εργατικά τραγούδια. 

Μουσική και τραγούδι κατά τη διάρκεια του 19ου και 20ού αιώνα, τότε που αναπτύχθηκαν τα μεγάλα εργατικά κινήματα, οι εργατικές ενώσεις και τα συνδικάτα, ακολούθησαν την τάξη των εργατών δίνοντας δύναμη στους αγωνιζόμενους λαούς, σε αυτούς που κατέβαιναν στους δρόμους για να διαδηλώσουν την αντίθεσή τους προς την άρχουσα τάξη. Οι λαϊκοί τραγουδιστές, συνθέτες και στιχουργοί, παιδιά της λαϊκής τάξης ως επί το πλείστον, δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να καταγράψουν μέσω της μουσικής και τους στίχους τους όλα όσα συνέβαιναν γύρω τους. Οπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τους παρακάτω λαϊκούς συνθέτες. Ο Παναγιώτης Τούντας έγραψε το τραγούδι «Εργάτης τιμημένος» το 1932, ένα χρόνο νωρίτερα ο Κώστας Σκαρβέλης γράφει «Το τσαγκαράκι», κομμάτια όπως τα «Φωνογραφιτζήδες», «Θερμαστής», «Σφουγγαράδες» γράφτηκαν από τον Γιώργο Μπάτη το 1935 και το 1936, «Ο εργάτης» του Απόστολου Καλδάρα το 1948 και οι «Φάμπρικες» του Βασίλη Τσιτσάνη το 1950. 

Σημαντικοί δημιουργοί 

Οι μεγάλες περίοδοι, που αποτελούν πεδίο δημιουργίας για το εργατικό, κοινωνικό αλλά και λαϊκό επαναστατικό τραγούδι στην Ελλάδα, είναι η Μικρασιατική Καταστροφή, η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, η Κατοχή, η Εθνική Αντίσταση, η Απελευθέρωση από τους Γερμανούς, ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε καθώς και η μετεμφυλιακή περίοδος. Τα περισσότερα εργατικά-λαϊκά τραγούδια στην Ελλάδα γράφτηκαν την περίοδο 1922 - 1967, από τους σημαντικούς μουσικούς πρωταγωνιστές της Σμύρνης και της Πόλης όπως οι Τούντας, Παπάζογλου, Σέμσης, Νταλγκάς, αλλά και οι Μάρκος Βαμβακάρης, Μπάτης, Χατζηχρήστος, Θεοδωράκης, Ρίτσος

Ο τελευταίος άλλωστε εμπνεύστηκε τον «Επιτάφιο», στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1936. Τα εργατικά συνδικάτα της πόλης κατέβασαν τα μέλη τους στον δρόμο για να διαδηλώσουν, με αποτέλεσμα να επακολουθήσουν συγκρούσεις με την Αστυνομία. Ο φωτογραφικός φακός της εποχής αποτύπωσε μια μάνα να μοιρολογεί, στη μέση του δρόμου, πάνω από τον νεκρό γιο της. Ο ποιητής εμπνεύστηκε από το τραγικό γεγονός και γράφει το 1936 τον «Επιτάφιο», στον οποίον περιέχεται το ποίημα «Μέρα Μαγιού μού μίσεψες». Δύο χρόνια αργότερα, η δικτατορία του Μεταξά έκαψε αντίτυπα του βιβλίου κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Ο «Επιτάφιος» όμως δεν έσβησε από τη μνήμη του ελληνικού λαού. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Γιάννης Ρίτσος στέλνει αντίτυπο του βιβλίου του από το Παρίσι όπου ζούσε τότε ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο συνθέτης, συγκινημένος, μελοποιεί μερικά ποιήματα το ίδιο εκείνο απόγευμα. Ο μελοποιημένος «Επιτάφιος» πρωτοκυκλοφόρησε σε δίσκο το 1960 σε δύο εκτελέσεις.

Διεθνής επιρροή 
 
Τα τραγούδια όμως που συνόδεψαν τους αγώνες της ελληνικής εργατικής τάξης είναι και αυτά που προέρχονται από τη γειτονική Ιταλία. Πρόκειται για κομμάτια που δεν τραγουδήθηκαν μόνο από τους ιταλούς εργάτες αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ειδικά στην Ευρώπη, κομμάτια όπως τα «Bella Ciao», «Bandiera Rossa», «La Lega», «Fischia il vento» («Σφυρίζει ο άνεμος», «Ο ύμνος του ΕΛΑΣ» είναι η ελληνική μεταφορά της σύνθεσης) και «H Διεθνής», είναι κομμάτια που έχουν πλαισιώσει τους κοινωνικούς αγώνες. H εργατική τάξη όμως για να υποστηρίξει τους αγώνες της έχει δανεισθεί και ρωσικά δημοτικά και λαϊκά τραγούδια. Οπως, για παράδειγμα, ο «Βόλγας», οι «Βαρκάρηδες», η «Καλίνκα», ή ακόμη εμβατήρια και ύμνους με παγκόσμια εμβέλεια και σημασία όπως η «Εργατική μαρσεγιέζα», «Πέσατε θύματα αδέρφια εσείς», «Βαρσοβιάνα» κ.ά.

http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=165854



Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Άλλες ερμηνείες: Νανά Μούσχουρη

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης

Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια

Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά
τα ωραία θα ‘ν' δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας

Δεν υπάρχουν σχόλια: