Από τη νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας στην ευωχία του Πάσχα
του Αντώνη Καρκαγιάννη
Στις μέρες μας σχεδόν έχει εκλείψει η εναλλαγή της αυστηρής νηστείας
της Μεγάλης Εβδομάδας και της ευωχίας του Πάσχα, που άρχιζε από τα
μεσάνυχτα της Ανάστασης και κρατούσε τουλάχιστον τρεις μέρες. Και δεν
είναι μόνο η στέρηση που ενίσχυε την προσδοκία της απόλαυσης και έδινε
ιδιαίτερη γεύση και νοστιμιά στην ίδια την απόλαυση. Είναι και η
απαγόρευση, που όπως κάθε απαγόρευση, κουβαλούσε μέσα της τον γλυκό
πειρασμό της παράβασης, τη γοητεία της «αμαρτίας», αρκετά συγγενική με
την «αμαρτία» του έρωτα τα παλαιότερα χρόνια. Αργότερα έγιναν όλα όμοια,
εξέλιπε η μετάβαση από το ένα στο ποθητό αντίθετό του και όλα
ισοπεδώθηκαν. Τείνει να εκλείψει και η αγωνιώδης περιπέτεια της
«αμαρτίας».
Η νηστεία είναι αρχαιότατο φαινόμενο που χάνεται στην αρχή του
ιστορικού χρόνου και συνδεόταν πάντοτε με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις,
αν μπορούμε να μιλήσουμε για πεποιθήσεις σε εποχές υπέρμετρου φυσικού
φόβου και αναζήτησης της λύτρωσης από τον φόβο. Ολες οι θρησκείες της
«βαθιάς Ανατολής», όχι ως γεωγραφικής έννοιας, αλλά με την έννοια του
σκοτεινού και μυστηριώδους βάθους, όριζαν ποικίλες απαγορεύσεις και
νηστείες. Οι βουδιστές και οι βραχμάνες, οι περσικές θρησκείες και η
Μεσοποταμία καθιέρωσαν απαγορεύσεις και νηστείες. Σχεδόν αναλλοίωτες
πέρασαν στους αρχαίους Αιγυπτίους και από κει στους Εβραίους μονοθεϊστές
και στους Ελληνες ειδωλολάτρες. Πολλοί πιστεύαμε ότι η ανθρωποτροπική
και ανθρωπομορφική ειδωλολατρεία των Ελλήνων, όπου οι θεοί είχαν
ανθρώπινη μορφή, μόνιμη κατοικία στον Ολυμπο, απ' όπου συχνά κατέβαιναν
και αναμειγνύονταν με τους ανθρώπους και με όλα τα ανθρώπινα, ήταν
θρησκεία φωτεινή, οικεία και παιχνιδιάρικη, ενίοτε με χιούμορ, όπως π.χ.
οι ανθρώπινοι έρωτες του Δία και οι συχνές απιστίες του. Κάναμε λάθος.
Οι αρχαίοι Ελληνες ήταν βαθιά θρησκευόμενοι και δεισιδαίμονες. Οι
νηστείες και οι απαγορεύσεις συνόδευαν τα θρησκευτικά μυστήρια και όλες
τις λατρευτικές τελετουργίες και συχνά την πολεμική προετοιμασία την
παραμονή της μάχης.
Οι ειδικοί έδωσαν πολλές ερμηνείες στο φαινόμενο. Η νηστεία και
γενικότερα οι απαγορεύσεις και η αποχή από τις υλικές απολαύσεις
καιθερώθηκε ως μέσο ψυχικού και ταυτόχρονα σωματικού αποκαθαρμού και
εξιλασμού, για να ξεχωρίσει την πνευματική από την υλική ζωή και να
επισημάνει τη θεία προέλευση και υπεροχή της πρώτης. Ακόμη και σήμερα
χριστιανοί και μωαμεθανοί, στους οποίους οι απαγορεύσεις είναι
αυστηρότερες, συνοδεύουν τις νηστείες με πλήρη αποχή από ερωτικές
απολαύσεις και συνευρέσεις, επειδή θεωρούνται κατ' εξοχήν μορφές υλικής
ζωής, παρ' όλο ότι είναι τόσο βαθιά σωματικές ώστε να ταυτίζονται με την
ψυχή μας. Ισως γι' αυτό, για να εξορκίσουμε την απόλυτη κυριαρχία τους
και την καθυπόταξή μας.
Δεν είχα την πρόθεση να γράψω τόσο σχοινοτενή πρόλογο, έτσι βγήκε και
δεν έχω χρόνο να τον περιορίσω. Πρόθεσή μου εξακολουθεί να είναι να
θυμηθώ και να θυμίσω τις νηστείες της Μεγάλης Σαρακοστής και κυρίως τα
νηστίσιμα εδέσματα, που όσο πάει και τα ξεχνούμε, παρ' όλο ότι ήταν
νοστιμότατα και συχνά... χαριτωμένα με την άδολη προέλευσή τους από τη
φύση.
Η Μεγάλη Σαρακοστή, το λέει και το όνομα, είναι οι σαράντα μέρες πριν
από το Πάσχα και θεωρούνται μέρες ψυχικού και σωματικού καθαρμού για τη
μεγάλη γιορτή. Καταλαμβάνουν πάντοτε καίρια θέση στο μεταίχμιο μεταξύ
Χειμώνα και Ανοιξης με επίκεντρο την εαρινή ισημερία και, όπως και το
Πάσχα, έχουν την έννοια της μετάβασης από τον κρύο και σκοτεινό Χειμώνα
στη φωτεινή και θερμή Ανοιξη. Μεταφορικά από τον θάνατο στην Ανάσταση.
Κάποτε οι άνθρωποι πίστευαν ότι ακριβώς αυτή την εποχή του έτους, όπως
και σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς αρχίζουν να περισσεύουν στο σώμα
μας οι δυνάμεις της ζωής, να ξεχειλίζουν και να απειλούν τη σωματική
μας (και την ψυχική) ισορροπία. Σε ολόκληρη τη Φύση παρατηρούμε την
έκρηξη και το ξεχείλισμα της ζωής. Επινοήσαμε, λοιπόν, τις νηστείες και
τις απαγορεύσεις και τις περιβάλλαμε με θρησκευτικό κύρος (δηλαδή με την
απειλή της «αμαρτίας») ακριβώς από ανάγκη να συγκρατήσουμε την
απειλούμενη από την πλημμυρίδα της ζωής εσωτερική μας ισορροπία.
Η νηστεία αρχίζει από την Καθαρή Δευτέρα και επιβάλλει αποχή από
τροφές προερχόμενες από ζώα που μέσα τους κυκλοφορεί αίμα. Από κρέας
πάσης προελεύσεως, από τυρί, βούτυρο, αυγά κ.λπ. Εξαιρείται το κρέας από
το σώμα των μαλακίων και των οστρακοειδών, είναι μία από τις χαριτωμένα
πονηρές εξαιρέσεις, τα μαλάκια και τα οστρακοειδή είναι ένας πλούσιος,
νοστιμότατος και χορταστικός κόσμος. Δεν ξέρω αν οι όροι είναι ακριβείς
και πλήρεις αλλά εννοώ τα χταπόδια, τις υπέροχες γαρίδες, τους αστακούς,
τα καλαμαράκια, τις σουπιές, τα μύδια, τα στρείδια, τα κυδώνια,
ονειρεμένα εδέσματα που καλούνται για να απαλύνουν δήθεν... τα «βάσανα
της νηστείας». Οταν μάλιστα συνοδεύονται από ούζο ή εκλεκτά λευκά κρασιά
απολαμβάνουμε πραγματική ανάταση του σώματος σε πνεύμα και ψυχή.
Τα ψάρια αν και με ψυχρό αίμα απαγορεύονται με εξαίρεση την ημέρα του
Ευαγγελισμού, όπου τρώμε παστό μπακαλιάρο, τηγανητό με σκορδαλιά,
συνηθέστερα όμως πλακί στον φούρνο με κρεμμύδια και μαϊντανό. Και μια
δεύτερη εξαίρεση, την Κυριακή των Βαΐων όπου πάλι τρώμε ψάρια, δεν ξέρω
με ποια δικαιολογία. Ολες τις άλλες μέρες της Μεγάλης Σαρακοστής
απέχουμε από το κρέας και από τα παράγωγα των ζώων με αίμα. Και πάλι μια
πονηρή εξαίρεση. Μπορούμε άνετα και αναμάρτητα να φάμε νοστιμότατο
αυγοτάραχο Μεσολογγίου, χαβιάρι από την Κασπία Θάλασσα, «μπρικ» από τον
Βόρειο Κύκλο, παρ' ότι είναι παράγωγα ψαριών με αίμα.
Επιτρέπονται και επιβάλλονται τα προερχόμενα από τον φυτικό κόσμο.
Την Τετάρτη και την Παρασκευή νηστεύουμε από λάδι, επιτρέπεται όμως το
ταχίνι που έχει άφθονο φυτικό λάδι. Ετυχε κάποτε να δοκιμάσω σε
μοναστήρι φασόλια και χαλβά σιμιγδαλένιο, και τα δύο με ταχίνι. Πέρασαν
πολλά χρόνια αλλά ακόμα θυμάμαι τη νοστιμιά τους.
Τα ίδια ισχύουν και για τη Μεγάλη Εβδομάδα. Οι γιαγιάδες μας τη
Μεγάλη Τετάρτη και τη Μεγάλη Παρασκευή έτρωγαν μόνο καρδιές μαρουλιού με
μπόλικο αλάτι και αρωματικό ξύδι του χωριού. Επιναν μετά και μπόλικο
νερό λόγω του αλατιού και δεν πεινούσαν. Ετσι, εξαγνισμένες μάζευαν
λουλούδια της Ανοιξης και στόλιζαν τον Επιτάφιο. Τις άλλες μέρες τρώγαμε
διάφορα λαχανικά της εποχής, μαγειρεμένα με λάδι. Αλλά και σουπιές με
σπανάκι ή με μύγδαλα, κρεμμύδια και δαμάσκηνα (εκλεκτός μεζές για κρασί
και ούζο). Θα ξεχωρίσω επίσης το πρασοσέλινο και, πιστέψτε με, τα
κυδώνια γιαχνί με πράσα και ξερά δαμάσκηνα, λευκά με λεμόνι ή κόκκινα με
πελτέ ντομάτας. Ανυπέρβλητα σε νοστιμιά είναι τα άγρια σπαράγγια, που
στο χωριό μου, τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας τα λέμε «οβριές». Τα τρώμε σε
δύο μορφές: σαλάτα με ξύδι και λάδι όπως τα ραδίκια ή σούπα πάλι με ξύδι
και λάδι.
Είναι αδύνατον να σας περιγράψω όλα τα νηστίσιμα εδέσματα της Μεγάλης
Σαρακοστής και της Μεγάλης Εβδομάδας, τον πλούτο της φύσης, αλλά και
τον πλούτο της μαγειρικής φαντασίας και εφευρετικότητας. Είναι μεγάλη
Τέχνη, με το «Τ» κεφαλαίο. Πώς να σας περιγράψω τις χορτόπιτες που
αρχίζουν με χόρτα του χειμώνα και σιγά σιγά δέχονται τα χόρτα της
Ανοιξης και το άρωμά τους. Τα μυροτσούκινδα, τις κομπότες, τα μυρώνια,
τις καυκαλήθρες, τις ξυνήθρες, τα λαπατάκια...
Ετσι «πεινασμένοι» και εξαγνισμένοι φτάνουμε τα μεσάνυχτα του Μεγάλου
Σαββάτου και της Ανάστασης, κρατώντας στο χέρι τα κόκκινα αβγά για να
ανταλλάξουμε τσουγκρίσματα και ασπασμούς ευθύς μετά το «Χριστός
Ανέστη»..., εξουθενωμένοι, βέβαια, από τη νηστεία όπως σας την έχω
περιγράψει. Και αρχίζει, πάντοτε, με νυχτερινή μαγειρίτσα η εωχία του
Πάσχα που συνήθως φτάνει ώς την κραιπάλη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου