ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ - ΖΑΙΜΗΣ ΑΝΕΧΤΗΚΑΝ ΤΗΝ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Την Παρασκευή (και 13 για τους προληπτικούς) ορκίστηκε ο νέος Πρόεδρος
της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος. Εδωσε έναν όρκο που παραπέμπει,
με ορισμένες μη ουσιώδεις αλλαγές, στον Μεσοπόλεμο.
Ο έβδομος Πρόεδρος της Γ' Ελληνικής
Δημοκρατίας είναι ο ένατος στα νεοελληνικά χρονικά αν προστεθούν οι δύο
προκάτοχοί του στη διάρκεια της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας (1924-1935).
Τυπικά, μάλιστα, ο δωδέκατος αν συνυπολογιστούν τρεις «πρόεδροι»
δικτατορικών περιόδων.
Ας πάρουμε, όμως, τα γεγονότα από την
αρχή. Τον Δεκέμβριο του 1923 ο βασιλιάς Γεώργιος Β' Γλύξμπουργκ έπαιρνε
αναγκαστική «άδεια» και άνοιγε ο δρόμος για την αλλαγή του πολιτεύματος.
Στη θέση του ορίστηκε αντιβασιλιάς ο Παύλος Κουντουριώτης, που
παίρνοντας μέρος στις δημόσιες συζητήσεις για τη μορφή του πολιτεύματος
είχε υποστηρίξει: «Προς αποφυγήν τελικού ολέθρου, οφείλομεν άπαντες να
συντελέσωμεν εις το να αποκατασταθή η Ελλάς εις το φυσικόν αυτής
πολίτευμα, το Δημοκρατικόν, το οποίον θα φέρει την συμφιλίωσιν, διότι θα
λείψουν αι Αυλαί και τα παρεπόμενά των».
Η δικτατορία Πάγκαλου
Η
αντίληψη αυτή, μαζί με την προγενέστερη θρυλική πολεμική δράση του και
τη βενιζελική πολιτική στάση του κατά την περίοδο του διχασμού, τον
κατέτασσε στο στρατόπεδο συμπαθούντων την «επανάσταση» μετά τη
μικρασιατική καταστροφή. Στους «διαλλακτικούς», όμως, και όχι στους
«ακραίους». Ετσι, η ανακήρυξη της Δημοκρατίας τον Μάρτιο του 1924
(κυβέρνηση Αλ. Παπαναστασίου) συνοδευόταν από τη διάταξη ότι ο ναύαρχος
«θέλει εξακολουθήσει να εκτελή ως μέχρι τούδε καθήκοντα ρυθμιστού του
πολιτεύματος μέχρι συντάξεως του δημοκρατικού Καταστατικού Χάρτη της
Ελλάδος». Η εφαρμογή του νέου Συντάγματος θα αργούσε και ο Κουντουριώτης
θα παραμείνει «προσωρινός» πέντε χρόνια, οκτώ μήνες και δεκαέξι μέρες!
Τον Ιανουάριο του 1924 είχε συνέλθει η Δ' Εθνική Συνέλευση και
αποφάσισε την έκπτωση της δυναστείας, αλλά και την κατάργηση του
πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (απόφαση που επικυρώθηκε με
το δημοψήφισμα του επόμενου Απριλίου).
Ενώ, όμως, συνέχιζε τις εργασίες της για την κατάρτιση του νέου
Συντάγματος, επιβλήθηκε η δικτατορία του στρατηγού Θ. Πάγκαλου (Ιούνιος
1925).
Μετά την ανατροπή του Πάγκαλου από το κίνημα του Γ.
Κονδύλη (Σεπτέμβριος 1926) το νέο συνταγματικό κείμενο θα δημοσιευτεί ως
«Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας του 1925». Δεν θα εφαρμοστεί, όμως,
στοιχειωδώς, αφού προκηρύχτηκαν εκλογές. Σύμφωνα με την προκήρυξή τους
«η συγκροτηθησομένη Βουλή θα έχη επί δεκαπενθήμερον από του καταρτισμού
της εις σώμα αναθεωρητικά δικαιώματα, όπως κυρώση και το ψηφισθέν
Σύνταγμα (του 1925), δυναμένη να επιφέρη εις αυτό οιασδήποτε
τροποποιήσεις κρίνει».
Η νέα Βουλή ψήφισε το νέο Σύνταγμα τον Ιούλιο του 1927. Οι μεταβολές
δεν ήταν μεγάλες, αλλά ήταν χαρακτηριστικές των εξελίξεων που
μεσολάβησαν. Ενα από τα κύρια χαρακτηριστικά ήταν ο θεσμός του αιρετού
ανώτατου άρχοντα. Εκλέγονταν από τη Βουλή και τη Γερουσία για πενταετή
θητεία.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θεωρούνταν πολιτικά ανεύθυνος,
δεν μετείχε της νομοθετικής εξουσίας και μπορούσε να διαλύσει τη Βουλή
μόνο ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας (το δεύτερο νομοθετικό σώμα
που είχε ιδρυθεί τότε).
Περιορισμένος ο ρόλος του
Σύμφωνα, λοιπόν, με το Σύνταγμα ο ρόλος του ΠτΔ ήταν περιορισμένος. Μία από τις διατάξεις μόνο έδινε τη δυνατότητα να ασκεί κάποια αυτόνομη πολιτική παρέμβαση. Σύμφωνα με αυτή μπορούσε να συγκαλεί «παρ΄ εαυτώ το Υπουργικόν Συμβούλιον οσάκις κρίνει αναγκαίον». Αλλά αυτή ουδέποτε ενεργοποιήθηκε από μόνη της...
Ο Κουντουριώτης δοκιμάστηκε οριακά
σε μια περίπτωση κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της θητείας του.
Οταν διευκόλυνε τον Πάγκαλο, με την οκτάμηνη καθυστέρησή του να
παραιτηθεί από το αξίωμα (Μάρτιος 1926). Αλλά και όταν παραιτούμενος,
τότε, πάλι διευκόλυνε τον δικτάτορα, καθώς του έδωσε τη δυνατότητα να
βγει από την απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει, προκηρύσσοντας
δημοψήφισμα.
Ο Πάγκαλος, αποκλείοντας από υποψηφίους για την
Προεδρία της Δημοκρατίας όσους ήταν μεγαλύτεροι των 65 ετών, ανακήρυξε
ουσιαστικά τον εαυτό του μοναδικό υποψήφιο, «νίκησε» με το 93% και
αναβαπτίστηκε, με τον τρόπο του, στη λαϊκή κολυμπήθρα.
Πέντε
μήνες μετά την αναγκαστική παραίτησή του ο Κουντουριώτης, όταν
ανατράπηκε ο Πάγκαλος, κλήθηκε από τον αρχηγό του κινήματος Κονδύλη να
αναλάβει ξανά καθήκοντα. Αλλά και σ΄ αυτήν τη δεύτερη φάση της πρώτης
θητείας του, παρά το γεγονός ότι κινήθηκε με σύνεση εν μέσω της
πολιτικής αστάθειας, δεν απέφυγε αντισυνταγματικά ολισθήματα.
Με
την επάνοδο του Ελ. Βενιζέλου στην πολιτική σκηνή (1928) συμφώνησε στη
μεθόδευση πρόωρων εκλογών και την αλλαγή του εκλογικού συστήματος με
αναγκαστικό νόμο. Ετσι, μετά τις εκλογές και τον θρίαμβο του Βενιζέλου
δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ανάδειξη του Κουντουριώτη σε
συνταγματικό και τυπικά Πρόεδρο.
Ο ναύαρχος αρνήθηκε καταρχήν,
επικαλούμενος λόγους υγείας και ηλικίας. Τελικά, δέχτηκε αλλά
παραιτήθηκε μετά από οχτώ μήνες (Δεκέμβριος 1929), σκορπώντας την
απογοήτευση στους βενιζελικούς. Εβλεπαν το ένδοξο γερο-ναύαρχο, που
προτίμησε να κατοικεί στο σπίτι του και όχι στα ανάκτορα (ονομάστηκαν
προεδρικό μέγαρο), να παραιτείται λόγω ηλικίας και να τον διαδέχεται
ένας συνομήλικός του. Οι «κακές γλώσσες» έλεγαν πως έφυγε επειδή
διαφώνησε με την αμυντική πολιτική Βενιζέλου.
Ο 75χρονος
Αλέξανδρος Ζαΐμης έπαιρνε την προεδρική σκυτάλη και θα την κρατούσε για
πέντε χρόνια, μέχρι να στραγγαλιστεί η Β' Ελληνική Δημοκρατία.
Η παλινόρθωση των Γλύξμπουργκ
Το νόθο δημοψήφισμα «σκότωσε» την αβασίλευτη
Το νόθο δημοψήφισμα «σκότωσε» την αβασίλευτη
Ο ναύαρχος Κουντουριώτης, συμπληρώνοντας έξι μήνες από την τυπική
εκλογή του τον Ιούνιο του 1929 (μέχρι τότε ήταν προσωρινός Πρόεδρος),
απέστειλε επιστολή στον πρόεδρο του υπουργικού συμβουλίου (Ελ. Βενιζέλο)
ζητώντας ν' απαλλαγεί από την «περαιτέρω εξάσκησιν των προεδρικών
καθηκόντων του», με σκεπτικό «το βάρος των χρόνων (ήταν 75 ετών) και την
κλονισθείσαν υγείαν».
Η Βουλή και η Γερουσία (τα δύο νομοθετικά
σώματα εκλέγουν τον Πρόεδρο με κοινή ψηφοφορία) τον ανακήρυξαν «άξιο της
εθνικής ευγνωμοσύνης». Κατά το Σύνταγμα, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας,
παραιτούμενο, αναπλήρωνε ο πρόεδρος της Γερουσίας (Αλ. Ζαΐμης).
Λίγες μέρες μετά, τα δύο σώματα ανέδειξαν ΠτΔ τον Ζαΐμη. Στη σχετική
ψηφοφορία πήρε 257 ψήφους επί 327 ψηφισάντων. Βρέθηκαν 38 λευκά
ψηφοδέλτια από βενιζελικούς, που διαφωνούσαν με τη συντηρητική επιλογή
του Βενιζέλου. Ακόμη 22 ψήφους έλαβε ο Γ. Καφαντάρης, 9 ο Θ. Σοφούλης, 2 ο Κουντουριώτης και από 1 οι Α. Παπαναστασίου και Α. Ρωμανός.
Ο Βενιζέλος μέχρι την παραμονή της ψηφοφορίας πρότεινε τον ριζοσπάστη
φιλελεύθερο Γ. Καφαντάρη (το ανακοίνωσε μάλιστα στον ίδιο, αλλά και στον
Αλ. Παπαναστασίου). Υπαναχώρησε, όμως, κάτω από την πίεση του
περιβάλλοντός του, αλλά και τον υπολογισμό ότι ο Ευρυτάνας πολιτικός ως
ΠτΔ δεν θα ήταν πρόθυμος να δέχεται όλες τις εισηγήσεις του, όπως
νωρίτερα ο Κουντουριώτης.
«Διχασμένο» το Λαϊκό Κόμμα
Η εκτίμηση του ιστορικού Γ. Δαφνή για την εκλογή εκείνη παραμένει κλασική: «Η ψήφος που ανεβίβασε τον Ζαΐμη εις το ύπατον αξίωμα της νεαράς Δημοκρατίας, ήτο συγχρόνως ψήφος καταδικάζουσα την πολιτειακήν μεταβολήν (δηλ. την ανακήρυξη της Δημοκρατίας το 1924).
Από της
στιγμής που η δημοκρατική παράταξις ωμολόγει την αδυναμίαν της να δώση
ΠτΔ και ο Αλ. Ζαΐμης με το πολιτικό παρελθόν της ουδετέρας
προσωπικότητος, εθεωρείτο από τον Βενιζέλον ως ο μόνος Ελλην που
μπορούσε να επωμισθή τας ευθύνας του Ανωτάτου Αρχοντος, ήτο βέβαιον ότι η
Δημοκρατία θα ελάμβανε την κατιούσαν. Ο Πιπινέλης, θεωρητικός του
βασιλικού θεσμού, χαρακτήρισε την εκλογήν του Ζαΐμη ως τον πρώτον
σταθμόν προς την παλινόρθωσιν (της βασιλείας). Επέπρωτο ο συγκεκριμένος
ΠτΔ να γίνει ο νεκροθάπτης της Αβασιλεύτου Δημοκρατίας...».
Το
περίεργο είναι ότι το Λαϊκό Κόμμα του Π. Τσαλδάρη, που έθετε καθεστωτικό
ζήτημα και δεν αποδεχόταν την αβασίλευτη, σ΄ εκείνη την εκλογή είχε
ταχθεί κατά της εκλογής Ζαΐμη.
Δεν θα γίνει, όμως, το ίδιο και
μετά τη λήξη της προεδρικής θητείας. Βουλή και Γερουσία, ελεγχόμενες από
τους Λαϊκούς, θα επανεκλέξουν τον άχρωμο και άγευστο Ζαΐμη. Επί 329
ψηφισάντων (Σεπτέμβριος 1934) 197 ψήφους πήρε ο Ζαΐμης, 112 βρέθηκαν
λευκά, ενώ 18 έφεραν το όνομα του στρατηγού Καλλάρη.
Η αποτίμηση της 11χρονης θητείας
Στην Ηρώδου Αττικού θα παραμείνει ο Ζαΐμης μέχρι το νόθο δημοψήφισμα για την παλινόρθωση των Γλύξμπουργκ (Νοέμβριος 1935). Τότε το Προεδρικό Μέγαρο θα μετατραπεί ξανά σε βασιλική κατοικία. Μέχρι την οριστική πια μετατροπή του σε προεδρική κατοικία, μετά τη μεταπολίτευση του 1974...
Ο ιστορικός, Γ. Αναστασιάδης, στην «Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία
της Ελλάδας», ανακεφαλαιώνοντας την πορεία της 11χρονης θητείας των
Προέδρων κατά τον Μεσοπόλεμο, καταλήγει σ' ένα γενικά μάλλον αποδεκτό
συμπέρασμα:
«Οι δύο Πρόεδροι της Δημοκρατίας (Κουντουριώτης και
Ζαΐμης) για λόγους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς και ανεξάρτητα από
αγαθές προθέσεις όχι μόνο δεν κατάφεραν να προσδώσουν αξιοπιστία στο
πολίτευμα (που τελούσε εκ γενετής υπό αμφισβήτηση) και το απαιτούμενο
κύρος στον προεδρικό θεσμό, αλλά επιπλέον συνήργησαν ή ανέχθηκαν την
υπονόμευση της συνταγματικής νομιμότητας...».
Αποδυναμωμένος θεσμός
Ο Βενιζέλος φλέρταρε με τον προεδρικό θώκο
Ο Βενιζέλος φλέρταρε με τον προεδρικό θώκο
Ο αποδυναμωμένος ρόλος του ΠτΔ ήταν μια συνειδητή επιλογή του πολιτικού
κόσμου στον Μεσοπόλεμο. Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν και άλλες
αντιλήψεις, προερχόμενες κυρίως από στρατιωτικούς που ήθελαν έναν
ενισχυμένο προεδρικό θεσμό, κατά το πρότυπο των ΗΠΑ, το σύνολο του
πολιτικού κόσμου τάχθηκε υπέρ της ενίσχυσης του Κοινοβουλίου.
Το
παρελθόν από τη σύγκρουση Αυλής και Φιλελευθέρων ήταν ακόμη πολύ νωπό
και οι αυξημένες αρμοδιότητες στον ανώτατο άρχοντα προκαλούσαν αρνητικές
αντιδράσεις.
Αργότερα (1932-34), όταν οι εικόνες αυτές θα
ξεθωριάσουν, ο Ελ. Βενιζέλος θα προτείνει αναθεώρηση του Συντάγματος με
δραστική ενίσχυση του θεσμού.
Ο λόγος ήταν πως για ένα διάστημα
φλέρταρε με την ιδέα ν' αναδειχθεί ο ίδιος Πρόεδρος. Αλλά τα σχέδιά του
δεν θα ευοδωθούν μετά την εκλογική του ήττα (1933) και την αποτυχία του
βενιζελικού κινήματος (1935). Αντί για αλλαγές στον θεσμό ο
αντιβενιζελισμός θα δώσει τη δική του λύση με την παλινόρθωση της
βασιλείας (1935) και τελικά την εγκαθίδρυση της βασιλομεταξικής
δικτατορίας της 4ης Αυγούστου (1936).
Ο όρκος τότε & σήμερα
Ο όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά τον Μεσοπόλεμο δινόταν, όπως
και σήμερα, «ενώπιον της Εθνικής Συνελεύσεως», χωρίς να αναφέρεται ρητά
ότι αυτό γινόταν ενώπιον του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος (ο
τίτλος έχει καθιερωθεί από το 1924). Στο περιεχόμενό του είναι ίδιος με
τον σημερινό, αλλά με ορισμένες φραστικές αλλαγές: «Ορκίζομαι εις το
όνομα της αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος να φυλάσσω το
Δημοκρατικόν (λείπει ο προσδιορισμός σήμερα) Σύνταγμα και τους νόμους
(σήμερα προστίθεται ''να μεριμνώ για την πιστή τους τήρηση''), να
υπερασπίζω την εθνικήν ανεξαρτησίαν και την ακεραιότητα του Ελληνικού
Κράτους (σήμερα ''της Χώρας'') και να αφιερώσω όλας μου τα δυνάμεις εις
την εκτέλεσιν των καθηκόντων (παραλείπεται σήμερα και στη θέση του
γίνεται η προσθήκη ''να προστατεύω τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των
Ελλήνων''), αποβλέπων πάντοτε εις το καλόν και την πρόοδον του Ελληνικού
λαού» (η σημερινή διατύπωση: «Να υπηρετώ το γενικό συμφέρον και την
πρόοδον του Ελληνικού Λαού»).
katsimar@yahoo.gr
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22768&subid=2&pubid=64156019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου