Translate -TRANSLATE -

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Νίκου Αμμανίτη : Νοσταλγώντας τη χαμένη Αθήνα



ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ μέσα στον χρόνο
 
Νοσταλγώντας τη χαμένη Αθήνα
 
Tου Νίκου Αμμανίτη

«Άκου το κτήνος, να αποκαλεί τεμπελχανεία τα αγαπημένα μας τα «στέκια»! Στέκια κοσμήματα της Αθήνας που τα χάσαμε και που τα βλέπουμε στα όνειρά μας», κραύγασε ο παππούς Νικολής καθώς ο φίλος του Θοδωρής, με τις μοντέρνες ιδέες του, του έσπασε πάλι τα νεύρα. Συναντιόνταν κάθε τόσο και κάνανε παρέα. Σχολίαζαν το «σήμερα», φέρνανε στον νου τους το «χθες», τότε που ήσαν νέοι, και νοσταλγούσαν τη χρυσή εκείνη εποχή. Αλλά τα νιάτα τους, βλέπεις, δεν τους άφηναν να καταλάβουν πόσο ανεπανάληπτη ήταν εκείνη η εποχή και την άφηναν να κυλάει και να φεύγει μέσα από τα χέρια τους. Στην κουβέντα τους, η μερίδα του λέοντος αφορούσε τα κορίτσια τους.

Τη Μαρίνα, που ήταν το μήλο της έριδος, την Καίτη την γκομενιάρα, την Τούλα τη λυγερόκορμη και τη Μαίρη που της άρεσαν τα σόκιν ανέκδοτα. Θυμήθηκαν ένα βράδυ που όλη η παρέα καθόταν στην αυλή της Μαίρης δίπλα στο πηγάδι και στα ηλιοτρόπια και σαχλαμάριζαν. Κάποια στιγμή άρχισε η Μαίρη να διηγείται πολύ παραστατικά ένα πιπεράτο ανέκδοτο. Ο πατέρας της, που κρυφάκουγε κρυμμένος πίσω από την μπαλκονόπορτα, παραλίγο να πάθει εγκεφαλικό από την ευφράδεια της κορούλας του, όρμησε, την πλάκωσε στα χαστούκια και έδιωξε κακήν κακώς την παρέα φωνάζοντας: «Μη σας ξαναδώ, παλιοαλήτες…»

Έτσι ευχάριστα περνούσε η ώρα, όταν ο Νικολής θυμήθηκε πως κάποτε στην Αθήνα υπήρχαν ένα σωρό πολυτελή μαγαζιά - «στέκια» γεμάτα κόσμο ολημερίς. Θυμήθηκε ακόμα τα ιδιότυπα εκείνα κέντρα που οι ευρύχωρες αίθουσές τους ήσαν, ταυτόχρονα, καφενεία, εστιατόρια, μπαρ, όπου σύχναζε η αφρόκρεμα αντάμα με τον λαουτζίκο. Δεν τον είχαν αγγίξει, φαίνεται, τον Θοδωρή εκείνα τα κέντρα αναψυχής, γι' αυτό και είπε περιφρονητικά: «Ξέρω. Λες για εκείνα τα… τεμπελχανεία!» Άναψε και κόρωσε ο παππούς Νικολής, μέχρι που του έκοψε και την καλημέρα. «Ήταν τεμπελχανείο λοιπόν ο ''Ζαχαράτος'', όπου γραφότανε καθημερινά η πολιτική ιστορία της Ελλάδος; Ή μπας και ήτανε καφενείο του ''Γαμβέτα'', με ξεχωριστούς πελάτες τους βαρύθυμους σκακιστές, όπου μέσα στο ντουμάνι μελετούσαν με περίσκεψη τις κινήσεις τους, σχεδιάζοντας ταυτόχρονα στο μυαλό τους την ταξική επανάσταση που -περιέργως- τόσο αργούσε». Πιθανόν να θεωρούσες «τεμπελχανεία» τα καφενεία γύρω από το «Χημείο» στην οδό Σόλωνος, όπου πράγματι εκεί την άραζαν αιώνιοι φοιτητές και χαρτόπαιζαν μέχρι αργά το βράδυ. Διότι για εμάς όλους τους άλλους, ούτε το «Πικαντίλι», το «Πέτρογραντ», του «Φλόκα» ή το «Ρωσικόν», και τόσα άλλα πολυσύχναστα στέκια όπου χτυπούσε η καρδιά της πρωτεύουσας, ήταν κομμάτια της καθημερινότητάς μας. Εκεί ο Δον Ζουάν οδηγούσε το καινούριο του φλερτ να του προσφέρει απεριτίφ, δηλαδή βερμούτ με μπόλικα παγάκια και μπατόν σαλέ, θαμπώνοντας το θήραμα με τη «γλυκιά ζωή». Πριν από πολλή ώρα είχε στηθεί στη γωνία περιμένοντάς την να σχολάσει. Τον είχαν πάρει πρέφα οι συναδέλφισσές της στου «Κατράντζου», που τίποτα το πονηρό δεν ξέφευγε από το μάτι τους, του κόλλησαν το παρατσούκλι «ο ψηλέας» και αρχινήσανε τα ψου-ψου-ψου μεταξύ τους. Στο «πατάρι» τους, πάλι, αντάμωνε η πνευματική μας αφρόκρεμα, η ιντελλιγκέντσια μας, και… έθαβε τους απόντες του σιναφιού. Θρασείς, θορυβώδεις, δεκαρολόγοι, πίστευαν πως θα αλλάξουν τον κόσμο με τα γραφτά τους. Εκεί γεννοβολούσαν ιδέες, εκεί συζητούσαν για τις δημιουργίες τους, εκεί πρωτοπαρουσίαζαν με στόμφο τα έργα τους, θυμιατίζοντας εαυτούς και αλλήλους. Αλλά εκεί μαζεύονταν και η εργένικη παλιοπαρέα να ανταλλάξει τις μεγαλοστομίες της, να κατεβάσει τις μπύρες της, να κουτσομπολέψει τις κοσμικές κυρίες, που «το πάνε το γράμμα», και να κοκορευτούν για τις καινούριες τους κατακτήσεις. Σκαρώνανε και φάρσες που πολλές φορές είχαν συνέπειες για το θύμα. Έτσι, κάποτε, συνάντησαν έναν παλιό τους σύντροφο, που παντρεύτηκε και αποστάτησε συνοδεύοντας τη γυναίκα του. Ήταν ωραιότατη κοπελάρα, με μακριά μαύρη μαλλούρα και λεφτού, που όλοι απορούσαν πώς κατάφερε να την καμακώσει. Μόνον που, όπως λέγανε οι κακές οι γλώσσες, τον ζήλευε θανάσιμα. Έσπευσε περιχαρής να τους τη συστήσει. Και τότε, το πιο καρφί της παρέας, ο πιο κακοήθης, σκέφτηκε να κάνει ένα μικρό αστειάκι για να…γελάσουν. Και επάνω στην εγκάρδια χειραψία είπε: «Είχα την εντύπωση, μαντάμ, πως ήσασταν ξανθιά. Γιατί όλοι λένε πως βλέπουνε τον Σάκη αγκαζέ με μια ξανθιά…».

Στα γύρω τραπέζια μυστικοπαθείς «business men» συναντιούνται στα μουλωχτά και συζητούνε συνωμοτικά καταστρώνοντας επιχειρήσεις. Και όλα αυτά μέσα σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη αρχοντιά, που χαρακτήριζε ανέκαθεν τη φυσιογνωμία της πόλεως.

Τα χρόνια πέρασαν. Ήθη, έθιμα, τρόποι ζωής αλλάξανε. Οι παππούδες αργοπεθαίνουν μόνοι και έρημοι στο γηροκομείο χωρίς έναν λόγο γλυκό, χωρίς λίγη αγάπη, δίχως κομμάτι στοργή.

Οι γειτονιές εξαφανίστηκαν. Τα οικοδομικά θεριά καταβρόχθισαν τα σπιτάκια με τις αυλές και τα λουλούδια. «Οι Σφίγγες και οι Γρύπες», κακοποιημένοι κατά την κατεδάφιση, πωλούνται με τιμές ληστρικές σε αριστοκρατικά παλιατζίδικα. Ο Αζόρ και ο Μπόμπης αντικαταστάθηκαν από αντιπαθητικά τσιουάουα ή εκνευριστικά κανίς που τεμπελιάζουν πάνω στους καναπέδες. Τίποτα που να θυμίζει την Αθήνα, την ανθρώπινη πόλη που ζήσαμε, δεν υπάρχει πια. Απέμειναν μόνο τα βάσανα, οι μιζέριες, η μοχθηρία και οι μικροπρέπειες να κατατρώνε μερόνυχτα την ψυχή μας...

ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια: