Translate -TRANSLATE -

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

ΚΥΠΡΟΣ: Ένας μαγνήτης για τους βαρβάρους



ΚΥΠΡΟΣ: Ένας μαγνήτης για τους βαρβάρους

Στο σταυροδρόμι της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, η Κύπρος το στεριανό αεροπλανοφόρο της Μεσογείου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το πιο ήσυχο μέρος του κόσμου με τους ευτυχισμένους πολίτες. Μήλο της έριδος για τους πολλούς διεκδικητές της, κάθε άλλο παρά ήρεμο μέρος μπορεί να θεωρηθεί, όταν μάλιστα η ιστορία της είναι γεμάτη αγώνες και περιπέτειες. Στο επίκεντρο εδώ και πολλά χρόνια μιας ελληνοτουρκικής διαμάχης, βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο της επικαιρότητας ιδιαίτερα μετά την τελευταία ανακάλυψη εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων φυσικού αερίου.

Ο ζεστός μήνας Ιούλιος έχει σημειωθεί με πύρινα γράμματα στην έτσι κι αλλιώς πολυτάραχη ιστορία της Κύπρου. Τα γεγονότα του 1974 είναι γνωστά ακόμα και στα παιδιά του δημοτικού σχολείου. Ήδη από το 1971 είχε εκδηλωθεί η διαμάχη ανάμεσα στην τότε κυβέρνηση των συνταγματαρχών στην Αθήνα με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο που τον επόμενο χρόνο κατηγόρησε ανοιχτά το δικτατορικό καθεστώς των Αθηνών ότι συνωμοτούσε για να τον ανατρέψει.
Εκείνον τον Ιούλιο η ατμόσφαιρα στην Αθήνα ήταν ιδιαίτερα τεταμένη και το  κλίμα πιο  ζοφερό κάτω από το δικτατορικό καθεστώς Ιωαννίδη που λίγους μήνες νωρίτερα είχε πετύχει να παραμερίσει τους «παπαδοπουλικούς» από την εξουσία με τα γνωστά γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ελάχιστοι όμως ήσαν αυτοί που γνώριζαν ή μπορούσαν να φανταστούν ότι ο Ιωαννίδης και οι «δικοί» του σχεδίαζαν την ανατροπή του Μακαρίου και μάλιστα μ' ένα αιματηρό πραξικόπημα που στόχος του ήταν η δολοφονία του αρχιεπισκόπου.
Το πραξικόπημα που σήμανε την αρχή της νεώτερης τραγωδίας της Κύπρου εκδηλώθηκε στις 15 Ιουλίου στις 8 το πρωί. Το προεδρικό μέγαρο στην Λευκωσία χτυπήθηκε με βαριά όπλα και υπέστη σοβαρές καταστροφές, ο Σαμψών, ένας πρώην αγωνιστής της ΕΟΚΑ κατά την διάρκεια της βρετανικής κατοχής του νησιού, αναγορεύτηκε από τους κινηματίες, εξαιτίας και της άρνησης των πολιτικών του νησιού, σε Πρόεδρο της Κύπρου στη θέση του Μακαρίου. Όμως απόλυτη σύγχυση επικράτησε όχι μόνο στο νησί αλλά και στην Αθήνα, όπου διοχετεύονταν «προκατασκευασμένες» και κατευθυνόμενες πληροφορίες στην κοινή γνώμη, η οποία κατέφευγε και πάλι στο Μπι-Μπι-Σι στην Ντώυτσε Βέλλε  και στο σταθμό του Παρισιού για κάποιες στοιχειώδεις πληροφορίες.
Στην Λευκωσία δεν ήταν μόνον το προεδρικό μέγαρο που δέχτηκε την επίθεση των πραξικοπηματιών. Χτυπήθηκαν επίσης το στρατόπεδο του εφεδρικού σώματος του αρχηγείου της αστυνομίας και άλλοι αστυνομικοί σταθμοί, το κτίριο των τηλεπικοινωνιών, το αεροδρόμιο και οι φυλακές που κατελήφθησαν και από τις οποίες αφέθηκαν ελεύθεροι όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί κατηγορούμενοι γι' ανατρεπτικές ενέργειες και άλλα παρόμοια αδικήματα.


Ήταν ένα άφρον πραξικόπημα καθώς ήταν γνωστό ότι χρόνια και χρόνια περίμενε η Τουρκία τη χρυσή ευκαιρία να επέμβει στρατιωτικά στο νησί. Η εγγύτατη των τουρκικών ακτών προς τα παράλια της  Κύπρου της έδινε το μέγα στρατιωτικό πλεονέκτημα να μπορεί να εισβάλλει, χωρίς προβλήματα ανεφοδιασμού των αεροπλάνων της και χωρίς προβλήματα για την  μετακίνηση μεγάλου όγκου στρατευμάτων της από την απέναντι ακτή στο νησί. Δυστυχώς μια σειρά γεγονότων συνετέλεσαν στη μοιραία αυτή πορεία για την εισβολή. Ωστόσο, το πιο κομβικό σημείο ήταν η απόφαση της Χούντας των Αθηνών να ανατρέψει τον πρόεδρο της Κύπρου, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, με πραξικόπημα καθώς ο Μακάριος προσπάθησε να αποδυναμώσει την επιρροή της δικτατορίας στο νησί, για αυτό είχε ζητήσει από την Αθήνα την απομάκρυνση των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνοφρουράς. Η κίνηση όμως του Μακαρίου προκάλεσε εκνευρισμό τόσο στην Αθήνα όσο και στην Ουάσιγκτον με τις γνωστές συνέπειες.
Η Τουρκία αποφάσισε να «επέμβει ειρηνικά» για την «αποκατάσταση της νομιμότητας στην Κύπρο» και το έκανε στις 20 Ιουλίου, τρεις μόλις μέρες μετά την ορκωμοσία του «υπουργικού συμβουλίου» που είχε διορίσει ο Σαμψών. Ο «Αττίλας» εισέβαλε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Ετσεβίτ κι έχει ίσως μια παράξενη ιδιαιτερότητα το γεγονός, καθώς την εποχή εκείνη ο Μπουλέντ Ετσεβίτ είχε προβληθεί σαν ένας περίπου ρομαντικός φιλέλληνας που κάποτε στη νεότητα του έγραφε στίχους υμνητικούς του αρχαιοελληνικού μεγαλείου. Το ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι τους είχε γράψει στ' αλήθεια...
Στις 23 Ιουλίου, κι ενώ ολόκληρη η Κύπρος βυθιζόταν στο πένθος και την απόγνωση, ο Σαμψών αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την προεδρία και προσωρινά καθήκοντα προέδρου ανέλαβε ο Γλαύκος Κληρίδης, πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων. Ο Μακάριος, που οι πραξικοπηματίες δεν είχαν καταφέρει να τον σκοτώσουν, βρισκόταν πια στο Λονδίνο απ' όπου επέστρεψε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, κι αφού ο δεύτερος «Αττίλας» του Ετσεβίτ είχε ολοκληρώσει το έργο των δηώσεων και της καταστροφής που είχε αρχίσει ο πρώτος.
Η δεύτερη φάση της εισβολής συμπληρώθηκε στις 16 Αυγούστου με την κατάληψη του 40% του κυπριακού εδάφους και με μια εικόνα βίας και καταστροφής που μόνο με αντίστοιχες μεσαιωνικές θα μπορούσε να παραβληθεί.
Ήδη από τις 23 Ιουλίου είχε αλλάξει και το πολιτικό σκηνικό στην Αθήνα. Οι εξελίξεις στην Κύπρο επιτάχυναν την κατάρρευση της δικτατορίας που ήδη κλονιζόταν εκ θεμελίων. 


Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής περιγράφοντας εκείνες τις μέρες της μεταπολίτευσης λέει σε συνέντευξή του :
« Στις 23 Ιουλίου, γύρω στις 5 ή 6 το απόγευμα, με ζήτησαν στο τηλέφωνο από την Αθήνα. Ήταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ ο οποίος είχε συστήσει προηγουμένως στους στρατηγούς ν' αποτανθούν σε μένα. Ο Αβέρωφ μου είπε ότι ήθελε να μου μιλήσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η συνομιλία ήταν σύντομη. Ο Γκιζίκης μου ζητούσε να αναχωρήσω χωρίς καθυστέρηση για την Αθήνα. Στη συνέχεια, μου μίλησαν, διαδοχικά, οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων, που και αυτοί μου έκαναν έκκληση να επιστρέψω αμέσως στην Ελλάδα. Και όταν τους είπα ότι θα μπορούσα να αναχωρήσω την επομένη, με εξόρκισαν να επιστρέψω το ίδιο εκείνο βράδυ, λόγω της κρισιμότητας της καταστάσεως. Ύστερα από λίγη ώρα μου τηλεφώνησαν και πάλι για να μου πουν ότι δεν έβρισκαν διαθέσιμο αεροπλάνο της Ολυμπιακής, ούτε στο Παρίσι ούτε στο Λονδίνο. Και ότι θα μου έστελναν ένα από την Αθήνα. Εν τω μεταξύ όμως μου τηλεφώνησε ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας κ. Ζισκάρ ντ ' Εσταίν, ο οποίος, πληροφορηθείς τα συμβαίνοντα, προσεφέρετο να θέσει στη διάθεση μου το προσωπικό του αεροπλάνο. Στις 10 περίπου το βράδυ, εγκατέλειπα το διαμέρισμα μου της λεωφόρου Μονμορανσύ. Στην έξοδο, με περίμενε πλήθος δημοσιογράφων με πλήθος ερωτήσεις. Περιορίστηκα να τους απαντήσω με λίγες λέξεις: «Δεν μπορώ να προβώ σε οποιαδήποτε δήλωση, γιατί αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζω την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σας ζητήσω να προσεύχεσθε για μένα.» Στις δύο το πρωί έφθασα στο Ελληνικό. Δέκα χρόνια, 7 μήνες, 15 ημέρες είχαν περάσει από τότε που είχα εγκαταλείψει την Ελλάδα. Στις 9 Δεκεμβρίου 1963».
Τα όσα ακολούθησαν στην Αθήνα, εκείνη η νύχτα της μέθης είναι γνωστά και αξιομνημόνευτα. Το ξημέρωμα της 24 Ιουλίου βρήκε τον λαό της πρωτεύουσας ξάγρυπνο στους δρόμους. Ήταν μια νύχτα που - όπως είπαν τότε εκείνοι που θυμόντουσαν γεγονότα του παρελθόντος - μόνον με τις ώρες της απελευθέρωσης από τη γερμανική κατοχή μπορούσε να συγκριθεί. Όμως αυτό  είναι κάτι που αφορά κυρίως τη νεώτερη ιστορία της Ελλάδας και όχι της Κύπρου, παρ' όλο που αυτή ήταν εκείνη που είχε πληρώσει το βαρύτατο τίμημα του ελληνικού ενθουσιασμού.
Τα γεγονότα της τραγωδίας της Κύπρου παρέμειναν μέχρι σήμερα ουσιαστικά αδιερεύνητα  και το κυπριακό συνεχίζει να διατηρείται, και με αύξουσα μάλιστα οξύτητα, στο επίκεντρο της εντεινόμενης ελληνοτουρκικής διαμάχης. Πολλές φορές ορισμένα βασικά στοιχεία παραγνωρίζονται με αποτέλεσμα να μην ξεχωρίζει καθαρά η εικόνα των πραγμάτων. Ποιών; Ένα από αυτά π.χ. είναι ότι την ουσιαστική τουρκική ανάμειξη στο κυπριακό πρόβλημα την επεδίωξε και την πέτυχε η Μεγάλη Βρεταννία, με βάση τη γνωστή εκείνη και τόσο επιτυχημένη - τουλάχιστον στον καιρό της ακμής των αυτοκρατοριών - αρχή του «διαίρει και βασίλευε». Ένα άλλο στοιχείο εξ ίσου σημαντικό είναι το νήμα που συνδέει τα παρόντα με τα παρελθόντα και που όταν το ακολουθήσει κανείς βρίσκει συχνά την εξήγηση των παραδοξοτήτων. Ή τουλάχιστον των πραγμάτων εκείνων που φαινομενικά δίνουν την εικόνα του παράδοξου, και η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια.

Ο Λεοντόκαρδος αποικιοκράτης



Ο πρώτος Βρεταννός αποικιοκράτης στο νησί δεν ήταν άλλος από τον πολύ γνωστό μας εκείνον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο που μια μέρα του 1191 ξεβράστηκε σε κακά χάλια από την τρικυμία στην Λεμεσό.  Η  Κύπρος  ήταν τότε Θέμα Βυζαντινό και τη διοικούσε ένας άλλος «πραξικοπηματίας» της εποχής, ο Ισαάκιος Κομνηνός «κατ' αποστασίαν γενόμενος δεσπότης της Κύπρου», ο οποίος μάλιστα «κατετυράννει τους κατοίκους, μισήσαντας αυτόν», όπως γράφει η ιστορία. Ο Λεοντόκαρδος δεν άργησε να έρθει σε ρήξη με τον Ισαάκιο, να πολεμήσει μαζί του και να τον πιάσει και αιχμάλωτο. Γρήγορα κατέλαβε ολόκληρο το νησί. Χρειάστηκε όμως να φτάσουμε στους χρόνους της Βασίλισσας   Βικτωρίας   για  να  γίνει πραγματικά η Κύπρος βρετανική αποικία. Στο μεταξύ είχε γνωρίσει τους Ναΐτες κατακτητές, με πρώτο τον Γκυ ντε Λουζινιάν, τους Γενοβέζους, τους Ενετούς και, το 1571, τους Τούρκους που έμειναν τρεις αιώνες στο νησί, ως τις 4 Ιουνίου 1878 που υπογράφτηκε με άκρα μυστικότητα η αμυντική συνθήκη Αγγλίας-Τουρκίας μετά τον Ρωσο-τουρκικό Πόλεμο κι ενώ στο Βερολίνο οι αντιπρόσωποι των μεγάλων δυνάμεων προσπαθούσαν, ως συνήθως, να βρουν άκρη. Με τη συνθήκη αυτή, η μεν Αγγλία ανελάμβανε την υποχρέωση να βοηθήσει την Τουρκία σε περίπτωση νέων ρωσικών διεκδικήσεων, η δε Τουρκία της παραχωρούσε την Κύπρο για να τη «διευκολύνει» στα συμμαχικά της καθήκοντα. Ο αντιναύαρχος Χαίυ υπήρξε ο πρώτος προσωρινός διοικητής του νησιού και ο υποστράτηγος σερ Γκάρνετ Γούλζλυ ο πρώτος αρμοστής της Κύπρου. Μετά βαΐων και κλάδων τον υποδέχτηκε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος που είχε ελπίσει, μαζί με πολλούς άλλους συμπατριώτες του, ότι η  βρεταννική κυριαρχία θα ήταν «εις την οδόν της ελευθερίας». Και πρέπει τούτο να τονιστεί: οι Κύπριοι ουδέποτε εγκατέλειψαν το όραμα της ένωσης με την Ελλάδα, κι ότι η γλώσσα τους, η ιστορία και οι παραδόσεις τους τους τοποθετούν στους απ' ευθείας απογόνους των Αχαιών και μάλιστα συγγενείς των Αρκάδων.

Ενωτικές κινήσεις

Οι Ελληνοκύπριοι, με το ιδιαίτερο ελληνικό γλωσσικό τους ιδίωμα που ανάγεται  στις νότιες αχαϊκές  διαλέκτους (μαζί με την αρκαδική και την παμφυλιακή) υπήρξαν ανέκαθεν η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του νησιού, πάνω από το 80% του πληθυσμού του. Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του  19ου αιώνα το αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα είχε αρχίσει να διαγράφεται σαφές σε ορισμένους κύκλους. Το 1914 η Αγγλία διακήρυξε την προσάρτηση της Κύπρου (ως τότε τη διοικούσε ως θεματοφύλακας των Τούρκων κατά κάποιον τρόπο) και η προσάρτηση  αυτή  επικυρώθηκε  από τις συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάννης.
Ήδη από το 1878 ο κυπριακός λαός προσέβλεπε στην ένωση με την Ελλάδα – χωρίς, όμως, επιτυχία. Η Μεγάλη Βρετανία αποφάσισε τόσο πριν (1912), όσο και κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1915) να παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα, αλλά θα προχωρούσε σε αυτή την κίνηση μόνο στην περίπτωση της άμεσης ή έμμεσης εμπλοκής της Ελλάδας στον πόλεμο, ως μέλος των Δυνάμεων της Αντάντ. Εντούτοις κάτι τέτοιο δεν επετεύχθη, λόγω των λανθασμένων επιλογών των προσώπων που ήσαν υπεύθυνα για την ελληνική εξωτερική πολιτική, συνιστώντας ένα μελανό στοιχείο στην ιστορία του Κυπριακού.

 ΚΥΠΡΟΣ 1931

Το ενωτικό κίνημα έγινε πολύ πιο ισχυρό γύρω στο 1931 και κυρίως μετά τον Πρώτο  Παγκόσμιο Πόλεμο. 
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η κυβέρνηση Εμμανουήλ Τσουδερού δεν άφησε το Κυπριακό να περιέλθει σε λήθη, και προσπάθησε να δώσει λύση στο πρόβλημα. Ειδικότερα, το 1941 απευθύνθηκε στον Πρεσβευτή της Μεγάλης Βρετανίας ώστε να παραχωρηθεί η Κύπρος στην Ελλάδα, προτείνοντας να δοθεί στην Ελλάδα «ως δώρον προσωπικόν εις τον Βασιλεά Γεώργιον Β’». Μεταξύ άλλων είχε προτείνει και τον τρόπο διοίκησης του νησιού, όπου θα συμμετείχαν και αγγλικές υπηρεσίες. Εντούτοις, η Μ. Βρετανία δίστασε να ικανοποιήσει τα αιτήματα, αποφεύγοντας επιμελώς να δεσμευθεί πως θα παραχωρούσε την Κύπρο στην Ελλάδα, παραπέμποντας το ζήτημα για το τέλος του πολέμου. Ωστόσο, εκ των υστέρων φάνηκε ότι η πραγματική πρόθεση της Μ. Βρετανίας δεν ήταν η μετάθεση του ζητήματος, αλλά η μη παράδοση του νησιού στην Ελλάδα.
Μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η βρετανική ισχύς άρχιζε να εξασθενεί, μιας και είχε απωλέσει σημαντικά αποικιακά εδάφη, τα οποία ήταν ιδιαίτερου γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος. Ειδικότερα, αποχώρησε από την Παλαιστίνη, το Σουέζ, παραχώρησε την ανεξαρτησία στην Ινδία, ενώ η κυρίαρχη θέση που διατηρούσε στη Μέση Ανατολή τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Υπό το πρίσμα αυτό, το Λονδίνο δεν ήταν πρόθυμο να συναινέσει σε οποιαδήποτε υποχώρηση από την Ανατολική Μεσόγειο, η οποία θα έπληττε τα στρατηγικά και αμυντικά συμφέροντά του, με την Κύπρο να αναδεικνύεται αυτομάτως ως αποικία  με σημαντική στρατηγική σημασία για τη διασφάλιση και προώθηση των πάσης φύσεως βρετανικών συμφερόντων στην περιοχή. Το 1946 κλήθηκαν οι εθνότητες του νησιού σε συμβουλευτική συνέλευση προκειμένου να συνεργαστούν για μια συνταγματική μεταρρύθμιση. Τον Αύγουστο του 1948 η συνέλευση διαλύθηκε αδόξως. 

Ο δρόμος προς την απελευθέρωση


Το 1950 διενεργήθηκε από το Εθναρχικό Συμβούλιο της Κύπρου δημοψήφισμα μεταξύ των Ελληνοκυπρίων, και το αποτέλεσμά του διατράνωνε -με συντριπτικό ποσοστό 95,7% υπέρ- την θέληση για ένωση με τη Μητέρα-Πατρίδα. Ωστόσο, όταν το αποτέλεσμα αυτό αναγγέλθηκε στο βρετανό κυβερνήτη της Κύπρου, εκείνος απάντησε γραπτώς ότι για τη χώρα του δεν ετίθετο ζήτημα που να αφορούσε «ένωση» της Κύπρου με την Ελλάδα.   
Το 1954 η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου έλαβε την απόφαση της διεθνοποίησης του Κυπριακού, προσφεύγοντας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Η πρόθεση αυτή ήρθε ως αποτέλεσμα της αδιαλλαξίας της βρετανικής πλευράς να συζητήσει το θέμα σε διμερές επίπεδο. Ακολούθησαν άλλες 4 προσφυγές μέχρι το 1958, ζητώντας την αναγνώριση στην κυπριακή πλευρά του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Παρά την όλη προσπάθεια, οι ελληνικές προσφυγές δεν είχαν αποφέρει –ούτε μπορούσαν από μόνες τους να επιφέρουν– την επίλυση του Κυπριακού στη βάση του δίκαιου αιτήματος των Ελλήνων κατοίκων του νησιού για αυτοδιάθεση.  
Έτσι, μετά την αποτυχία της τριμερούς διασκέψεως του Λονδίνου (1955) και τη διακοπή των διαπραγματεύσεων τον επόμενο χρόνο, ο Μακάριος συνελήφθη και εκτοπίστηκε στις Σεϋχέλλες, καθώς στο μεταξύ διάστημα στην Κύπρο είχε φουντώσει το απελευθερωτικό κίνημα της ΕΟΚΑ υπό τον «Διγενή» (τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα) της πρώτης εκείνης και ηρωικής περιόδου.

 ΕΟΚΑ

Ήταν ακριβώς 1η Απριλίου του 1955 όταν η μυστική ελληνοκυπριακή οργάνωση ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) ξεκίνησε τον αγώνα κατά του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος και υπέρ της ενώσεως με την Ελλάδα. Επικεφαλής ετέθη ο απόστρατος συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας. Στόχος δεν ήταν να απελευθερώσει απ’ ευθείας το νησί από τον αποικιακό ζυγό, αλλά να ευαισθητοποιήσει τόσο τη βρετανική όσο και τη διεθνή κοινή γνώμη στο Κυπριακό, και να ασκήσει πίεση για την αποχώρηση των Βρετανών. Ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ είχε δημιουργήσει αρνητικό κλίμα στην Τουρκία εις βάρος της Ελλάδας, καθώς κατηγορούσε την ελληνική ομογένεια ότι χρηματοδοτούσε τους Ελληνοκύπριους. Αποτέλεσμα των ως άνω υπήρξαν τα τραγικά γεγονότα της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης το 1955 – τα λεγόμενα Σεπτεμβριανά, κατά τα οποία διαπράχθηκαν βιαιοπραγίες κατά της ομογένειας. Με τα γεγονότα αυτά είχε πλέον επέλθει ο καταποντισμός των ελληνοτουρκικών σχέσεων, και η Τουρκία ήρθε στο προσκήνιο του Κυπριακού ζητήματος, με αποκορύφωμα την απειλή για πόλεμο στην περίπτωση ενώσεως με την Ελλάδα.  
Ο αγώνας της ΕΟΚΑ τερματίσθηκε το 1959, με τις Συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου που άνοιξαν το δρόμο για την ανεξαρτησία της Κύπρου. Οι εν λόγω συμφωνίες αποτέλεσαν αμοιβαίο διπλωματικό συμβιβασμό μεταξύ της Ελλάδος, της Τουρκίας και της Βρετανίας. Με άλλα λόγια, σήμαιναν την παραίτηση από τη διεκδίκηση για ένωση με την Ελλάδα, τον αποκλεισμό του ενδεχομένου της διχοτόμησης του νησιού, και την παραχώρηση του μεγαλύτερου τμήματος του εδάφους στην Κυπριακή Δημοκρατία από μέρους της Βρετανίας.
Βέβαια, η τελευταία απέκτησε το διατεταγμένο ρόλο του επιδιαιτητή στην περιοχή, διατηρώντας τις στρατιωτικές βάσεις ως κυρίαρχο βρετανικό έδαφος σε περιοχές του νεοσύστατου κράτους. Υποστηρίζεται ότι, μέσω των διπλωματικών διεργασιών, η Βρετανία αποφάσισε να προσθέσει στην εικόνα την Τουρκία, και να μετατρέψει το Κυπριακό από θέμα αποικιοκρατίας σε θέμα ελληνοτουρκικής διαμάχης, εφαρμόζοντας την αρχή του διαίρει και βασίλευε. 

Ανεξάρτητο κράτος

 ΖΥΡΙΧΗ 1959
Με τη συμφωνία της Ζυρίχης (1959) η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος με πρόεδρο (Αύγουστος 1960) τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Οι μέρες της Κύπρου όμως ποτέ δεν ήσαν ειρηνικές. Επικρατούσε εσωτερική αναταραχή και αντιθέσεις τόσο που κατά τον Μάρτιο του 1964 ο ΟΗΕ έστειλε δικές του δυνάμεις για να σταματήσουν μια σειρά εχθροπραξιών μεταξύ ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων.
Στις συμπληγάδες του Ψυχρού Πολέμου, παρατηρήθηκε η ανησυχία αφενός των ΗΠΑ και αφετέρου της Βρετανίας σε μια ενδεχόμενη στροφή της Κύπρου προς τους Σοβιετικούς. Με αυτό το πνεύμα, οι ΗΠΑ και η Βρετανία εξέταζαν μια οριστική λύση στο Κυπριακό. Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, ο Αμερικανός μεσολαβητής Dean Acheson κατέθεσε μια σειρά προτάσεων που έμειναν γνωστές ως «Σχέδιο Άτσεσον» (στην πραγματικότητα αφορούσε δυο σχέδια). Βασικός στόχος των προτάσεων ήταν η ένωση με την Ελλάδα και η παράλληλη τουρκική στρατιωτική παρουσία στο νησί. Στο πρώτο σχέδιο προβλεπόταν η παραχώρηση κατά κυριότητα στρατιωτικής βάσης ή περιοχής στην Τουρκία, ενώ στο δεύτερο η εκμίσθωση της βάσεως για μια περίοδο 50 ετών. Και στα δυο σχέδια προβλεπόταν η παράλληλη παραχώρηση του Καστελόριζου στην Τουρκία. Ο Μακάριος απέρριψε συλλήβδην και τα δυο σχέδια, θεωρώντας την εκχώρηση στρατιωτικής βάσης απαράδεκτη, ενώ η τουρκική πλευρά αποδέχτηκε το πρώτο σχέδιο. Όσον αφορά την ελληνική πλευρά, ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου έδειξε αναποφασιστικότητα και εν τέλει απέρριψε τα σχέδια, θεωρώντας ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί η ένωση χωρίς ανταλλάγματα για την Τουρκία. Η απόρριψη των σχεδίων θεωρήθηκε «χαμένη ευκαιρία» μόνο μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.
Οι σχέσεις του Μακαρίου με την ελληνική κυβέρνηση ήσαν δύσκολες και όχι πάντοτε αρμονικές και εξελίχθησαν σε εχθρικές στα τελευταία χρόνια της επταετούς δικτατορίας των συνταγματαρχών, με τα γνωστά αποτελέσματα που ακολούθησαν.
Πάντως με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1967, το κυπριακό μπήκε σε νέα φάση. Εναργέστερα, η αποτυχημένη ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής στον Έβρο συνέτεινε στη χειροτέρευση του κλίματος στο νησί, με αποτέλεσμα τη στρατιωτική επιχείρηση στη Κοφίνου από την Εθνική φρουρά στο τουρκοκυπριακό θύλακα το Νοέμβριο του ίδιου έτους. Η εν λόγω επιχείρηση δημιούργησε μια κρίση που οδήγησε στα πρόθυρα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Για την αποκλιμάκωση της κρίσης καίριο ρόλο είχαν οι Αμερικάνοι, όπου υποστήριξαν μεταξύ άλλων την αποχώρηση της ελλαδικής μεραρχίας από το νησί. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μεραρχία είχε μεταβεί στην Κύπρο το 1964, με κύριο σκοπό την προστασία από πιθανή απόβαση των Τούρκων. Εν τέλει η Χούντα των Αθηνών υποχώρησε κατά κράτος, και απέσυρε τη μεραρχία.

 ΕΒΡΟΣ 1967

Για τα όσα συνέβησαν στην Κύπρο στην διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας μέχρι την 24 Ιουλίου 1974 ήδη έχουμε αναφερθεί.
Θα πρέπει πάντως να παρατηρήσουμε ότι δεν έλειψαν ποτέ και οι ισχυρές εσωτερικές ελληνοκυπριακές αντιδικίες και δεν λείπουν ούτε σήμερα που το νησί είναι περίπου «ντε φάκτο» διχοτομημένο, τραυματισμένο, με όλο του το βόρειο τμήμα στα χέρια των Τούρκων. Ο ίδιος ο Μακάριος, άλλωστε, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα Παροικιακή Χαραυγή του Λονδίνου (1955) είχε διαπιστώσει εκείνες τις μέρες του ‘74: Είναι θλιβερόν ότι υπάρχει θέμα εσωτερικού μετώπου εις μίαν τόσο τραγικήν και κρίσιμον περίοδον δια την Κύπρον...

Τα μετά το 1974



Αψηφώντας τις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας για την αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Rauf Denktaş προχώρησε στη μονομερή ανακήρυξη του ψευδοκράτους το 1983. Αξίζει να σημειωθεί ότι  κανένα κράτος δεν έχει προβεί στην αναγνώριση των Κατεχόμενων ως κρατικής οντότητας, αναδεικνύοντας μ’ αυτό τον τρόπο την καθολική αντίδραση της διεθνούς κοινότητας. .
Σε όλα αυτά τα χρόνια έως σήμερα, και κυρίως μετά τη μεταπολίτευση, οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να κρατήσουν το κυπριακό σαν υπόθεση καθαρά κυπριακή και να μην το μετατρέψουν σε απευθείας ελληνοτουρκική διαφορά, όπως επιθυμούσε η Τουρκία, και όπως προσπάθησε να κάνει η Μεγάλη Βρεταννία. Παρά τις ελληνικές προσπάθειες όμως η ελληνική πολιτική απέτυχε.
Μετά την εισβολή, οι ελληνικές κυβερνήσεις αρνήθηκαν να ξανασυζητήσουν για την ουσία του Κυπριακού με την γειτονική χώρα, ενώ οι συνομιλίες που ξεκίνησαν από το 1975 μεταξύ Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων αποδείχθηκαν αποτυχημένες. 28 χρόνια μετά την εισβολή, το Νοέμβριο του 2002, ο Kofi Annan -γενικός γραμματέας του ΟΗΕ- κατέθεσε λεπτομερή πρόταση για την διευθέτηση του ζητήματος. Το περιεχόμενου του Σχεδίου δεν θα αναλυθεί στο παρόν άρθρο. Στις 24 Απριλίου του 2004 διενεργήθηκε δημοψήφισμα και στις δυο πλευρές του νησιού για την αποδοχή ή όχι του Σχεδίου. Αναμενόμενα, το 75% των Ελληνοκύπριων ψηφοφόρων υπό τον πρόεδρο Τάσο Παπαδόπουλο απέρριψε το σχέδιο εν αντιθέσει με το 65% των Τουρκοκύπριων που τάχθηκε υπέρ της αποδοχής. Ένα μήνα αργότερα η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσδίδοντας νέες προοπτικές και ελπίδες για την επίλυση.
Το 2008 ως το 2010 ο Δημήτρης Χριστόφιας και ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας Mehmet Ali Talat ήλθαν σε συνεννόηση για την επανέναρξη άμεσων διαπραγματεύσεων. Παρόλο που οι δυο πλευρές υπήρξαν θετικές στο να βρεθεί μια λύση, το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής δεν ήταν αξιόλογο, μιας και δεν σημειώθηκε καμία εξέλιξη. Βέβαια, οι δύο δεσμεύτηκαν ως προς την δημιουργία δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, η οποία θα είχε μια κυριαρχία και θα αναγνωριζόταν ως μια διεθνής προσωπικότητα. Το 2016 λαμβάνει χώρα η συνάντηση στο Mont Pelerin στην Ελβετία ανάμεσα στον πρόεδρο Αναστασιάδη και το νέο ηγέτη του ψευδοκράτους, Mustafa Akinci, και τo 2017 πραγματοποιήθηκε διάσκεψη στη Γενεύη, στην οποία συμμετείχαν οι εκπρόσωποι και των δύο κοινοτήτων, καθώς και ο ειδικός σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Espen Barth Eide. Παρά τις υποσχόμενες διαπραγματεύσεις για διευθέτηση, αυτές έπεσαν στο κενό.

Τα τελευταία γεγονότα


Το τελευταίο διάστημα, και με αφορμή την υλοποίηση της Κυπριακής ΑΟΖ και την διεθνή εκμετάλλευση  των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Κύπρου ασκείται τρομακτικό μπούλινγκ από την τουρκική κυβέρνηση με απειλές για αποστολή γεωτρύπανου στο θαλάσσιο χώρο της Κύπρου και για πραγματοποίηση ερευνών στα «οικόπεδα» που βρίσκονται εγγύς των Κατεχομένων, ενώ παράλληλα απειλεί με στην δημιουργία ναυτικής Βάσης στα Κατεχόμενα, συγκεκριμένα στην Αμμόχωστο, προκειμένου να ενισχύσει την παρουσία της στην περιοχή (εντός και πέριξ της κυπριακής ΑΟΖ) και κατά τα φαινόμενα να συνεχίσει το «παιχνίδι» των προκλήσεων και της έντασης προς την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η Τουρκία αμφισβήτησε εξ’ αρχής την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας και κυρίως το δικαίωμά της Λευκωσίας να εκμεταλλευτεί κατ’ αποκλειστικότητα τον ενεργειακό πλούτο της περιοχής. Απαίτησε τη συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων που εδράζονται στην περιοχή και δεν δίστασε να καταφύγει και σε μεθόδους «μπούλινγκ» (μέσω ναυτικών αποκλεισμών θαλασσίων οικοπέδων) απέναντι σε πετρελαϊκές εταιρείες που είχαν συνάψει συμφωνίες με την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η Άγκυρα, σύμφωνα με την φιλοκυβερνητική Υeni Safak προσανατολίζεται στη δημιουργία μεγάλης ναυτικής βάσης στην Αμμόχωστο. Όπως αναφέρεται στο σχετικό άρθρο,  το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό έχει καταθέσει ήδη αίτημα στο τουρκικό ΥΠΕΞ, προκειμένου να ξεκινήσουν οι εργασίες. Αξίζει να σημειωθεί πως στο δημοσίευμα γίνεται αναφορά σε διεύρυνση του υφιστάμενου αεροδρομίου της Πολεμικής Αεροπορίας στο νησί.

Επίλογος


Είναι γνωστό, κοινότοπο, αλλά καλώς ή κακώς πάντοτε επίκαιρο. Ότι, δηλαδή, «για τους ειρηνικούς και ευτυχισμένους λαούς δεν γράφει η ιστορία». Για λόγους που έχουν κατ' αρχήν άμεση σχέση με την ιδιόμορφη γεωπολιτική της θέση - αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στον χάρτη και θα καταλάβει το γιατί - η Κύπρος, γέφυρα ανάμεσα στην Δύση και την Ανατολή, τόσο κοντινή και τόσο μακρινή ταυτόχρονα στην Ευρώπη, την Ασία, αλλά και την Αφρική, έχει στο ενεργητικό της μια μεγάλη ιστορία κι έχει να γράψει κι άλλες σελίδες στην ιστορία αυτή. Οι «ειρηνικοί κι ευτυχισμένοι λαοί» δεν ανήκουν οπωσδήποτε στους παράξενους, πανάρχαιους, τόσο πεισματικά επιβιώνοντες λαούς που κατοικούν την Μεσόγειο. Άλλωστε από την εποχή που οι ίδιοι οι Έλληνες κατασκεύασαν τους πρώτους χάρτες του γνωστού τότε κόσμου «για έναν βάρβαρο» (όπως λέει στο βιβλίο του Μεσόγειος ο Έμιλ Λούντβιχ) που δεν ήταν άλλος από τον βασιλιά Δαρείο της Περσίας, η μαγική αυτή θάλασσα, λίκνο των μεγάλων πολιτισμών και των μεγάλων συγκρούσεων, ουδέποτε έπαψε να είναι μαγνήτης για τους «βαρβάρους».

Πηγές:
Άρθρο της Κατερίνας Δσκαλάκη με τίτλο «Μνήμες του Ιουλίου» στο περιοδικό ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Άρθρο της Μαριάννας Χαλικιά με τίτλο «Το Κυπριακό Ζήτημα από το 1878 έως σήμερα» https://powerpolitics.eu/μαριάννα-χαλικιά-18-03-1955-και-αγώνας-εοκα/
«Τουρκικό «μπούλινγκ» στην κυπριακή ΑΟΖ»  

Δεν υπάρχουν σχόλια: