Πάμπλο
Νερούδα: O ποιητής των κολασμένων της γης
Επιμέλεια:
Λία Βαλάτα – Τσιαμά: Ιστορικός – Ερευνήτρια
Ήταν 23 Σεπτέμβρη του 1973
όταν ο Χιλιανός ποιητής και νομπελίστας, Πάμπλο Νερούδα, άφηνε την τελευταία
του πνοή στην κλινική «Σάντα Μαρία» του Σαντιάγο στη Χιλή. Η ζωή του υπήρξε
ένας συνεχής αγώνας, μια πορεία που βρήκε την έκφρασή της στην εμπνευσμένη
δύναμη της γλώσσας, στον αστείρευτο λυρισμό, στην επαναστατική άρθρωση, στην
πολιτική αντίσταση. Οι μορφικοί του μηχανισμοί «περπάτησαν» στα μονοπάτια του
σουρεαλισμού αλλά και της πολιτικής καταγγελίας και στρατεύτηκαν μόνο για να
τεθούν στην υπηρεσία των βασανισμένων και κατατρεγμένων.
Οι αναρχικές ιδέες που τον
συνόδεψαν στην εφηβεία, θα διαγράψουν μια μεγάλη στροφή, όταν θα «ενηλικιωθεί»
μέσα από τον ισπανικό εμφύλιο και τη δολοφονία του φίλου του, Φεδερίκο Γκαρθία
Λόρκα. Στους δρόμους της Μαδρίτης που αιμορραγούν από ψυχές αθώων, θα γεννηθεί
ένας άλλος ποιητής. Τα «20 τραγούδια αγάπης και ένα απελπισμένο άσμα» δίνουν τη
θέση τους στο «Η Ισπανία στην καρδιά μου σημαδεύει», σηματοδοτώντας την έναρξη
μιας καινούργιας πολιτικής θεώρησης που συνειδητοποιεί πως η ποίηση οφείλεται
στο λαό και μόνο. Η αισθητική προσέγγιση που ακολουθεί πλέον, επιλέγει τη
σύγκρουση παρά την επιτήδευση.
Η μεγαλύτερη κατάκτηση του
Νερούδα είναι ότι οι στίχοι του αποδεικνύονται πιο δυνατοί από κάθε ιδεολογία,
ξεπερνούν τον οποιοδήποτε δογματισμό και αγγίζουν κατευθείαν στη ρίζα του τον
πόνο των απανταχού κολασμένων της γης. Δεν αποφεύγει τα «σκοτάδια», αντίθετα τα
αποδομεί, ρίχνοντας μέσα τους φως. Περιφρονεί τον ελιτισμό και στηλιτεύει την
αυταρέσκεια πολλών συναδέλφων του. Δε διστάζει να ανοίξει τη συζήτηση γύρω από
την ποιητική σαφήνεια, θεωρώντας πως ο ίδιος ο λαός είναι ποίηση.
«Το φραστικό σκοτάδι έχει
γίνει προνόμιο μιας λογοτεχνικής κάστας, ενώ οι ταξικές προκαταλήψεις είναι
αυτές που χαρακτηρίζουν ως λαϊκή την απλότητα ενός άσματος», δηλώνει
απερίφραστα το 1953. Αρνείται να χρησιμοποιήσει τον όρο «ποιητικές συλλογές»,
προτιμάει να είναι ο δημιουργός «ποιητικών βιβλίων». Στα 23 μόλις χρόνια του,
αρχίζει τη διπλωματική του καριέρα, η οποία τον φέρνει σε επαφή με χώρες όπως η
Βιρμανία, η Σρι Λάνκα, η Σιγκαπούρη, η Αργεντινή και τέλος η Ισπανία. Στο
Μπουένος Άιρες γνωρίζει τον Λόρκα, στη Βαρκελώνη τον Ραφαέλ Αλμπέρτι.
Το 1937 επιστρέφει στη
Χιλή και οι στίχοι του επικεντρώνονται σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα, ενώ οι
πωλήσεις των έργων του σε όλη την ήπειρο συνεχώς αυξάνονται. Ένα χρόνο
αργότερα, ως πρόξενος στο Παρίσι, βοηθάει 2000 Ισπανούς πρόσφυγες του εμφυλίου
να ξεκινήσουν μια καινούργια ζωή στη Χιλή, όπου τους στέλνει με το πλοίο «Winnipeg». Μετά από ένα σύντομο
πέρασμα από το Μεξικό, θα επιστρέψει στην πατρίδα του, πραγματοποιώντας
ενδιάμεσα ένα ταξίδι στο Περού, όπου θα επισκεφτεί το Μάτσου Πίτσου. Οι
υπέροχες εικόνες που αντικρίζει μένουν βαθιά χαραγμένες μέσα του και
αποτυπώνονται στο χαρτί με τον τίτλο «Alturas de Machu Picchu».
Πρόκειται για το ξεκίνημα
του περίφημου «Κάντο Χενεράλ» (Γενικό Άσμα), ένα έργο επικών διαστάσεων που
αποτελείται από 231 ποιήματα και περισσότερους από 15.000 στίχους. Το χρονικό
της ιστορίας, της φύσης, της εξέλιξης και της ιδιαιτερότητας ολόκληρης της
Λατινικής Αμερικής, μέσα από τις επιρροές, ντόπιες και ξένες, τις συνήθειες,
τους αγώνες, την ίδια τη σύνθετη πραγματικότητα της ηπείρου, εκτυλίσσεται με
έναν μοναδικό, υπέροχο αφηγηματικό έμμετρο χείμαρρο λέξεων, εκφράσεων και
εικόνων. Το «Κάντο Χενεράλ» είναι η πατρίδα, το κάλεσμα, η γοητεία μέσα από ένα
συνεχές ανατρεπτικό κάλεσμα, ένα πραγματικό αριστούργημα.
Το 1945 ο Νερούδα
προσχωρεί στο κομμουνιστικό κόμμα της Χιλής, όμως τρία χρόνια αργότερα ο
Γκονσάλες Βιντέλα το θέτει εκτός νόμου και λίγο αργότερα εκδίδει ένταλμα
σύλληψης για τον Πάμπλο, ο οποίος κρύβεται επί 13 μήνες στα σπίτια φίλων και
συντρόφων του στο Σαντιάγο, μέχρι να μπορέσει να διαφύγει στην Αργεντινή. Ο
ποιητής διασχίζει τις Άνδεις και περνάει τα σύνορα έφιππος, αρχικά μέσα από ένα
φαράγγι και στη συνέχεια μέσα από μια λίμνη, όπου λίγο έλειψε να πνιγεί. Την
άνοιξη του 1949 θα μπορέσει να φτάσει κρυφά στο Παρίσι, με τη βοήθεια, μεταξύ
άλλων, και του Πικάσο.
Η εξορία δεν τον
καταβάλλει. Γράφει ασταμάτητα και επισκέπτεται χώρες σε όλο τον κόσμο:
Τσεχοσλοβακία, ΕΣΣΔ, Πολωνία, Ουγγαρία, Μεξικό, Ρουμανία, Ινδία, Ιταλία,
Γαλλία, Ανατολική Γερμανία, Γουατεμάλα. Το 1950 εκδίδεται το «Κάντο Χενεράλ»
στο Μεξικό (κυκλοφορεί παράνομα και στη Χιλή) και μέσα σε λίγες εβδομάδες
μεταφράζεται σε 10 γλώσσες. Το 1952, ενώ βρίσκεται εξόριστος στο Κάπρι και τη
Νάπολη της Ιταλίας με τη σύντροφό του, Ματίλντε Ουρούτια, ενημερώνεται ότι
μπορεί να επιστρέψει στη Χιλή, αφού έχει σταματήσει πλέον η δίωξή του, όπου
γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό.
Το 1955 χωρίζει τη
(δεύτερη) σύζυγό του, Ντέλια δελ Καρίλ και συζεί με την Ματίλντε, παρά το
γεγονός ότι δεν αναγνωρίζεται επίσημα το διαζύγιό του (θα την παντρευτεί τελικά
το 1966). Δυο χρόνια νωρίτερα (1953) του απονέμεται το βραβείο Στάλιν για την
Ειρήνη των Λαών και το 1965 η Οξφόρδη τον ανακηρύσσει τιμής ένεκεν διδάκτορα
του Πανεπιστημίου της. Το 1969 το Κομμουνιστικό Κόμμα της Χιλής τον προτείνει
για τη θέση του Προέδρου, αλλά ο ίδιος παραχωρεί το χρίσμα στον φίλο του,
Σαλβαδόρ Αλιέντε, έτσι ώστε η «Λαϊκή Ενότητα» να κατέβει με έναν και μόνο
υποψήφιο στις εκλογές.
Ο Αλιέντε τον διορίζει
πρέσβη στη Γαλλία, πόστο στο οποίο θα παραμείνει μέχρι το 1972. Ήδη του έχει
διαγνωστεί καρκίνος στον προστάτη, όταν καλείται το 1971 να ταξιδέψει στη
Στοκχόλμη για να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας, μια διάκριση που
ήρθε μάλλον απρόσμενα, αφού η Ακαδημία απέφευγε να βραβεύει κομμουνιστές.
Διηγείται ο ίδιος στα απομνημονεύματά του: «Ο γηραιός μονάρχης έμεινε
περισσότερο χρόνο μαζί μου από ότι με τους υπόλοιπους, σφίγγοντας το χέρι μου
με προφανή συμπάθεια. Ίσως θυμήθηκε τη στάση των παλαιών ευγενών της αυλής προς
τους γελωτοποιούς».
Στις 5 Δεκεμβρίου του 1972
πραγματοποιεί την τελευταία δημόσια εμφάνισή του στο Εθνικό Στάδιο του
Σαντιάγο, όπου αποθεώνεται από 70.000 κόσμο που δίνει το παρόν για να τον
τιμήσει. Ήδη καταβεβλημένος από το πρόβλημα της υγείας του, παραιτείται από το
διπλωματικό του αξίωμα τον Φεβρουάριο του 1973 και αποσύρεται στο σπίτι του,
στην Ίσλα Νέγρα. Εκεί τον βρίσκει το πραξικόπημα της 11ης Σεπτέμβρη του 1973.
Πληροφορείται τον θάνατο του Αλιέντε και τις θηριωδίες του Πινοτσέτ και
επιδεινώνεται ραγδαία η υγεία του, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί εσπευσμένα στο
Σαντιάγο, όπου αφήνει την τελευταία του πνοή λίγα 24ωρα αργότερα. Μόλις γίνεται
γνωστός ο θάνατός του, πράκτορες του Πινοτσέτ εισβάλλουν στο σπίτι του και
καταστρέφουν όλα τα χειρόγραφα και πολλά προσωπικά αντικείμενα του Νερούδα.
Η κηδεία του γίνεται στο
Γενικό Κοιμητήριο της πρωτεύουσας και συρρέουν σ’ αυτήν χιλιάδες κόσμου.
Εμφανίζονται πολλοί κομμουνιστές και αριστεροί, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους,
ενώ το νεκροταφείο είναι κυκλωμένο από οπλισμένους στρατιώτες, ελεύθερους
σκοπευτές και χαφιέδες. Ο ουρανός σείεται από συνθήματα υπέρ του Νερούδα και
του Αλιέντε και κατά της δικτατορίας, ενώ οι παρευρισκόμενοι τραγουδούν το «canción del poder popular» (τον ύμνο της Unidad Popular) και τη Διεθνή. Μετά την
ολοκλήρωση της ταφής, είναι εκατοντάδες αυτοί που συλλαμβάνονται, για να
προστεθούν στην ατελείωτη λίστα των εξαφανισμένων και αγνοούμενων από το
καθεστώς του Πινοτσέτ.
Το 1992 οι σωροί του
Πάμπλο και της Ματίλντε μεταφέρονται και ενταφιάζονται, σύμφωνα με την επιθυμία
του ποιητή, στην Ίσλα Νέγρα. Το 2011, με αφορμή μια δημοσίευση του βοηθού και
οδηγού του Νερούδα, Μανουέλ Αράγια, σύμφωνα με την οποία ο ποιητής δολοφονήθηκε
από το καθεστώς του Πινοτσέτ με μια θανατηφόρα ένεση, το Κομμουνιστικό Κόμμα
της Χιλής ζητάει να υποβληθεί σε κλινικούς ελέγχους το λείψανο ώστε να
διαπιστωθούν τα πραγματικά αίτια του θανάτου. Το Ίδρυμα Πάμπλο Νερούδα
αντιτίθεται αρχικά, αλλά τελικά δίνει τη συγκατάθεσή του και τον Απρίλιο του
2013 πραγματοποιείται η εκταφή.
Όπως έγραψε χαρακτηριστικά
και ο ίδιος: «Έχω για τη ζωή μια αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ό,τι δεν
αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου, δεν με ενδιαφέρει. Όσον αφορά την ποίηση,
στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Γι’ αυτό συνεχίζω με τις
αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ίσως απ’ αυτά τα φυτά, τη μοναξιά, τη σκληρή
ζωή, βγαίνουν οι μυστικές, αληθινά βαθιές ποιητικές πραμάτειες που κανείς δεν
μπορεί να διαβάσει, γιατί κανείς δεν τις έγραψε. Η ποίηση διδάσκεται βήμα βήμα
ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα
με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης»…
Ο Νερούδα υπήρξε ο ποιητής
μιας συνεχούς επανάστασης της ποίησης για την ίδια την ποίηση. Μετά τις πρώτες
ρομαντικές «ζωγραφιές» της νεότητας, τάχθηκε στην υπεράσπιση της πολυτάραχης
Αμερικής του. Η πολιτική διάσταση των στίχων του συμβαδίζει με την αγάπη για
την ελευθερία και την κοινή πορεία της ποίησης με τους ανθρώπους. Ο Νερούδα
ανέβηκε και κατέβηκε τις Άνδεις και από εκεί αγκάλιασε όλη τη γη, σκορπώντας ένα
μήνυμα όχι συμπάθειας, αλλά δύναμης. Δημιούργησε φως και δεν διαπραγματεύτηκε
ούτε μια στιγμή την παντοδυναμία του ονείρου. Αντίθετα, πίστεψε σε αυτό, ως κάτι χειροπιαστό,
πραγματικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου