Ξεφυλλίζοντας
ένα Αττικόν ημερολόγιον...
ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΖΗΜΑ
Αθήνα 1986. 132 χρόνια
πριν. Αγιόκλημα και ευωδιαστά περιβολάκια. Σκανδαλάκια στις βόλτες προς το
Φάληρο. Κάποια κυρία ζωηρή επεδείκνυε λίγο περισσότερο του δέοντος τα καινούρια
της γοβάκια. Οι κυβερνήσεις ήσαν ασταθέστερες και από τα αισθήματα ακόμη των
νεαρών Ατθίδων. Όλοι συζητούσαν για την επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος.
Κάποιος ποιητής που η ιστορία αδίκησε, ονόματι Α. Πρόντζας, δημοσίευσε το
τελευταίο του αριστούργημα που πολύ άρεσε. στα σαλόνια των κυριών:
Μήπως
με τη μαγεία σου ηύρες αλλού να σφάζης
και
μ' ελησμόνηοες εμέ και μ' άλλον διασκεδάζεις;
Δεν
το πιστεύω αγάπη μου, γιατ' είναι μέγα κρίμα
Σκέψου
που 'γώ για σένανε είμ' ο μισός στο μνήμα.
Εκατότριανταδύο χρόνια
πριν. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Μα αν ψάχνει κανείς όχι την ιστορική ακρίβεια,
αλλά το άρωμα της ζωής των ανθρώπων, αυτό το άρωμα που διαπνέει την
καθημερινότητα και περνά απαρατήρητο, τα ιστορικά εγχειρίδια λίγο βοηθούν.
Ανοίγεις και ξεφυλλίζεις κάποια έντυπα της εποχής και νάτο που αναδύεται, μέσα
από το βαρύ άρωμα του παλιού, μουχλιασμένου χαρτιού, και το άρωμα της εποχής.
Παράδειγμα χαρακτηριστικό το ξεχασμένο πια, παραμελημένο, μα πολύτιμο Αττικόν
ημερολόγιον που κυκλοφορούσε χρόνια πολλά με πνεύμα μαχητικό και αίσθηση του
χιούμορ ο γραφικός της εποχής Ειρηναίος Ασώπιος - «ευνοϊκή συμπράξει φιλοκάλων
λογίων».
Αττικόν ημερολόγιον,
λοιπόν, του έτους 1886. Δύο εκλείψεις του ηλίου εφέτος, ειδοποιεί το
ημερολόγιο. Μία την 21 Φεβρουαρίου (5
Μαρτίου), ορατή εν τω κόλπω του Μεξικού και άλλη μία την 9/17 Αυγούστου, ορατή
εν Δυτική Αφρική. Κανείς Αθηναίος του 1886 δεν είχε πιθανότητα να βρεθεί
στον κόλπο του Μεξικού ή στην Δυτική Αφρική - ήσαν όμως φιλομαθείς οι πρόγονοι
μας. Και στο πρωτοχρονιάτικο του χρονογράφημα ο Ασώπιος σατιρίζει τα σχέδια της
συνταγματικής αναθεώρησης - που απειλούσε να μετατρέψει την φαιδροτάτην των Βουλών εις Βουλήν Κουακερων και Πουριτανών -
προτείνοντας να την συνοδεύσει και αναθεώρηση του ημερολογίου. Πού ηκούσθη προς Θεού ν' αρχώμεθα του έτους
από του Ιανουαρίου και να παραγκωνίζωμεν τον Μάρτιον; Τίνι δικαιώματι
προεξάρχει της δωδεκαμήνου πολιτείας μην οψίπλουτος, ομογενής, ακαμάτης, ουδόλως
υπέρ αυτής εργαζόμενος και μόνον συμπόσια, χορούς και διασκεδάσεις παρασκευάζων;
Πότε η δωδεκάμηνος πολιτεία ίδρυσε Γερουσίαν, ώστε ο κηφήν Ιανουάριος καρπώται
τ ' αγαθά αμεριμνοσύνης γερουσιαστού;
Το 1886 το ημερολόγιο αυτό
κυκλοφόρησε για εικοστό
συνεχή χρόνο. Ρεκόρ αξιοσημείωτο.
Και αναζητούσε το ύφος του κάπου μεταξύ των δύο επικρατεστέρων κατηγοριών
εντύπων της εποχής. Των λογοτεχνικών περιοδικών που
κυκλοφορούσαν τότε σε μέγα
πλήθος, αντιστρόφως ανάλογο της
αραιότητας του πληθυσμού
της τότε Αθήνας, και με τίτλους που προδιέθεταν ρομαντικότατα τους
αναγνώστες (Καλλιόπη, Ευτέρπη, Πανδώρα,
Χρυσαλλίς, Αθηνά, Βύρων, Λόγιος Ερμής). Και των σατιρικών εντύπων που ήσαν
τόσα πολλά και τόσο χιουμοριστικά ώστε δεν μένει αμφιβολία πως οι λιγοστοί
Αθηναίοι της εποχής γλένταγαν με την ψυχή τους τον δημόσιο βίο -αντίθετα
μ' εμάς, τους σκυθρωπούς, αγέλαστους κι
αμέτοχους ψηφοφόρους του εικοστού πρώτου αιώνα. Από την Σάλπιγγα των Σούτσων, που
ήταν μάλλον ο
σκαπανέας του είδους και τον Αριστοφάνη του Πηγαδιώτη μέχρι τα
διάσημα Ασμοδαίος του Ροΐδη, Μη
χάνεσαι του Γαβριηλίδη, Ραμπαγάς του Τριαντάφυλλου και Ρωμηός του Σουρή, στην Αθήνα της εποχής
κυκλοφορούσαν μερικές δεκάδες σατιρικότατα
έντυπα, που δάγκωναν όπου έβρισκαν. Ευτυχισμένες εποχές γέλιου.
Κάτι λοιπόν ανάμεσα σε
φιλολογική επιθεώρηση και σατιρικό φύλλο, με σάλτσα επιστημονικών θεμάτων,
ιστορικών επιφυλλίδων και αναγνωσμάτων ποικίλης ύλης ήταν το Αττικόν ημερολόγιον του Ασωπίου -
καθρέφτης του γούστου, των ηθών και του σπινθηροβόλου πνεύματος των προ
εκατονταετίας και πλέον, προγόνων μας.
Στους οποίους, καθώς
φαίνεται, άρεσαν ιδιαίτερα τα γαργαλιστικά θέματα. Και το ημερολόγιο δεν τους
τα στερούσε:
« Οτε Λουδοβίκος ο ΙΑ',»
αλιεύουμε από πολυσέλιδο ανάγνωσμα υπό τον τίτλο Βίβλος ανδρών και γυναικών,
«εισήλθεν εις Παρισίους τω 1461, οι πιστοί Παρισινοί, θέλοντες να υποδεχθώσιν
αυτόν επί το μυθολογικώτερον, έθεντο επί της κρήνης του Πονσώ πληθύν ωραίων
νεανίδων παρίστων αύται σειρήνας και ήσαν ενδεδυμέναι δια μόνου του κάλλους των
έψαλλον δε μικρά τροπάρια και άσματα βουκολικά.
Έτι δε ομηρικώτερον η
Πόλις Λίλλη επανηγύρισεν εν έτει 1468 την είσοδον Καρόλου του Τολμηρού, Δουκός
της Βουργουνδίας. Εκ των πολλών προς τιμήν του γενομένων θεαμάτων ήτο και η
κρίσις του Πάριδος. Τρεις καλαί Φλαμανδοί, ων η τελευταία γενναιότατη, άσμενοι
ανέλαβον τα πρόσωπα των τριών θεαινών. Η φιλομειδής Αφροδίτη ήτο υψηλή και
πεπροικισμένη δια της χαρακτηριζούσης τας φλαμανδικάς καλλονάς σεβαστής
ευσαρκίας. Η βοώπις Ήρα είχε και αυτή υψηλόν το ανάστημα αλλ' ισχνόν και οστεώδες το σώμα. Η δε γλαυκώπις
Αθήνη ήτο μικρά, προγάστωρ και καμπούρα, τον ωραίον τούτον κορμόν επί
καλάμινων κνημών και ποδών στηρίζουσα. Αι δε τρεις αύται θεαί ενεφανίσθησαν
ενδεδυμέναι ως χειρ άνευ χειροκτίου ενώπιον του σεβαστού κοινού και του Φλαμανδού
Πάριδος, όστις υπήρξεν ευτυχέστερος του αρχαίου, ουκ έχων τους ενδοιασμούς
εκείνου τίνι να δώσει το μήλον άλλος όμως θα είχε βραβεύσει την Αθηνάν, επί...
γενναιότητι.
Καστρούκιος δε
Καστρακάνης, ο περίφημος αρχηγός των Γιβελλίνων της Λούκας, νικήσας τους της
Φλωρεντίας Γουέλφους εν Σαραβάλε, δύο μίλια της
Φλωρεντίας απέχοντι, τω
1320, μεγαλοπρεπώς ενώπιον των πολεμίων την νίκην
επανηγύρισεν, τελών προς τοις άλλοις και γυμνικόν αγώνα δρόμου, ον ηγωνίσθησαν
γυναίκες εν στολή της Εύας, λαμβανούσης ως γέρας της νικήτριας το τεταγμένον
ύφασμα. Οίκοθεν δε νοείται ότι αι εκεί αγωνισθείσαι δεν ηδύναντο ν' αγωνισθώσι
και εν παρθεναγωγείο) το βραβείον της αρετής αξιούσαι.»
Κάπως έτσι λοιπόν ήταν το
«σόκιν» της εποχής. Ντροπαλό και καλυμμένο υπό την αισθητά της αγάπης για την
ιστορική γνώση.
Αυτό όμως που χαρακτηρίζει
το Αττικόν ημερολόγιον είναι εκείνο
το αθάνατο αττικόν άλας - κι ας ήταν ο Ασώπιος κι οι συνεργάτες του πολέμιοι
σφοδροί του αττικισμού, όπως ο Δ.Ν. Βερναρδάκης, που εισφέρει στον τόμο του
1886 μια σπαρταριστή ετυμολογία της... παντούφλας. Εκείνος ο χρόνος, λοιπόν,
ανακηρύχθηκε από τον Ασώπιο... έτος μεταβραστών.
Ο μεταβραστής, κατά τον
Ασώπιο, είναι ένας μεταφραστής που δεν αρκείται στο ταπεινό έργο της
μεταφράσεως, αλλά παρεμβαίνει δημιουργικώς... Και περιλαμβάνει στο ημερολόγιο
του έναν μακρύ κατάλογο εντύπων και λογίων της εποχής με τα μεταβραστικά τους
μαργαριτάρια. «Ο Έλλην μεταβραστής,» γράφει, «κατώρθωσε να μεταβάλη τον μεν
άνδρα εις γυναίκαν, τον γενναίον στρατηγόν Λαφαϋέτ εις κυρίαν Φαϋέταν και τον
Λαφονταίνον εις κυρίαν Φονταίνην, επί του δολίου Λα στηριχθείς, την δε γυναίκα
εις άνδρα, ως την Μαριών εις Μαρίωνα, εκ της αρσενικής καταλήξεως του ονόματος
ορμώμενος. Ου μικρόν το έργον.» Για κάποιον άλλον δε γράφει ότι είχε εγκαταστήσει
«μεταβραστουργείον», μεταγλωττίζων «ατμομηχανικώ τω τρόπω, τα εν επιφυλλίδι
δημοσιευόμενα γαλλικά μυθιστορήματα», καίτοι τα γαλλικά του πτωχά και
αναμιγμένα με πασαλείμματα ιταλικών. Έτσι, λοιπόν, εκεί που κάποιος συγγραφέας
περιέγραφε μιαν αίθουσα, τα έπιπλα της οποίας ήσαν en acajou, ο μεταφραστής
θυμήθηκε τα ιταλικά του, σκέφτηκε ότι αυτό το acajou είναι ένα ανορθόγραφο
aciajo και μετέβρασε ότι «τα έπιπλα ήσαν ατσαλένια». Και ο Ασώπιος: «Ερωτώ τώρα
κάθε αμερόληπτον αναγνώστην, τις ο κερδαίνων; Βεβαίως ο έχων τα έπιπλα, διότι
το acajou (ανακάρδιον ή μόγανο) φθείρεται ενώ το aciajo (ατσάλι ή χάλυψ) είναι
αιώνιον. Διατί λοιπόν κατασυκοφαντούν τους μεταβραστάς;»
Όσο για τα πολιτικά ήθη
της εποχής, δεν διέφεραν και πολύ από τα σημερινά. Διαβάστε το παρακάτω διήγημα
του Γ.Μ. Ζαδέ, που δημοσιεύεται στο ημερολόγιο του 1886 και θα εκπλαγείτε:
αρκεί να αλλάξετε τα ονόματα των πολιτικών, και θα αναγνωρίσετε κάποιον γνωστό
σας.
Τίτλος του διηγήματος: Εν θύμα των πολιτικών μεταβολών. Και
αφηγείται τα βάσανα ενός πλουσίου βιομηχάνου της πόλης Π..., ο οποίος είχε
«εγγεγραμμένος εις το παθητικόν των λογιστικών του βιβλίων εξ θυγατέρας» όλες
σε ηλικία γάμου.
Ο καλός πατήρ των κύριος
Κωτσονάκης ήτο φιλόδοξος και ηνόει να εύρη δια τας θυγατέρας του συζύγους
υποσχόμενους αυταίς τιμάς και τίτλους. Αλλά πόσας περιπέτειας δεν του προυξένησεν
η φιλοδοξία του αύτη! Αναγνώσατε:
Πρόεδρος της κυβερνήσεως
ήτο τότε ο μακαρίτης Βούλγαρης, είχε δε διορίσει νομάρχην εις Π... τον κ. Λ. Ο
κ. Λ. ήτο άγαμος, κατέστη λοιπόν το αντικείμενον των πόθων όλων των διαπρεπουσών
νεανίδων του νομού.
— Αυτός μου κάνει,
ανέκραξεν ο κ. Κωτσονάκης κτυπών το μετωπόν του. Θα τω δώσω την Ελένην μου, θα
είμαι πενθερός νομάρχου και όλοι οι εχθροί μου θα σκάσουν από την ζήλειαν των.
Προσφέρει αμέσως πολυτελές γεύμα, προσκαλεί τον νομάρχην και η πρότασις
γίνεται. Δέκα πέντε ημέρες μετά ταύτα ο κ. Δ. ενυμφεύετο την Ελένην. Αλλ'
έρχεται η πρώτη Σεπτεμβρίου του 1876, ο Βούλγαρης πίπτει και τον διαδέχεται ο
Ζαΐμης. Την επαύριον ο κ. Λ. παρουσιάζεται με
όλας τας αποσκευάς του εις του πενθερού του.
— Παρητήθην, του λέγει,
σας παρακαλώ να μοι παράσχητε άσυλον.
Ο καλός βιομήχανος μη
δυνάμενος να αφήση τον γαμβρόν του και την κόρην του εις τους πέντε δρόμους
παραχωρεί αυτοίς το ήμισυ της κατοικίας του.
Ο νέος νομάρχης κ. Β.
λαμβάνει καΤοχήν της νομαρχίας και ο κ. Κωτσονάκης σπεύδει να συνδεθή μαζί του.
— Υπήρξα πάντοτε
Ζαϊμιστής, τω είπε σφιγγών την χείρα του.
— Και όμως ενυμφεύσατε την
θυγατέρα σας μ' έναν Βουλγαριστήν, πάρετήρησεν ο κ. Β.
- Είμαι περίλυπος δια την πράξιν μου, δi' αυτό
και δεν μπορώ να υποφέρω τον γαμβρόν μου. Συναισθάνομαι ότι έκανα μέγα λάθος,
όπερ θέλω να διορθώσω σήμερον νυμφεύων την Αδέλαν μου μ' έναν Ζαϊμιστήν.
— Αληθές!
— Σας το ορκίζομαι. Σας προσφέρω μάλιστα ως
προίκα το ποσόν των εκατόν χιλιάδων δραχμών ενώ εις εκείνον έδωκα μόνον
εβδομήκοντα πέντε.
— Αλλά πρέπει να γνωρίζητε ότι διατελώ εν
χηρεία.
— Το γνωρίζομεν, όπως γνωρίζομεν ότι υπήρξατε
και πολύ καλός σύζυγος μετά της συγχωρημένης.
— Είμαι έτοιμος να δειχθώ επίσης καλός και εν
δευτέρω γάμω.
— Λοιπόν, είμεθα σύμφωνοι.
Και εγειρόμενος έλαβε
στάσιν σοβαράν και δια φωνής ευήχου:
— Κύριε Β., είπεν, σας προσφέρω την χείραν της
θυγατρός μου Αδέλης.
Την μεθεπομένην
ετελέσθησαν οι γάμοι, αλλ' ο πρώτος γαμβρός του κ. Κωτσονάκη δεν παρέστη εις
την στέψιν. Ο Βουλγαριστής αντεπολιτεύετο τον Ζαϊμιστήν.
Αλλ' οίμοι! Μην δεν είχε
παρέλθει και ο Ζαΐμης ανατρέπεται ίνα τον διαδεχθή ο Κουμουνδούρος. Ο κ. Β.
εκχωρεί τηλεγραφικώς την θέσιν του εις τον Κουμουνδουρικόν Γ. και μεταβαίνει
εις του πενθερού του, όστις εξεχώρησεν εις το νέον ζεύγος τρία δωμάτια.
Μετέβη ακολούθως ο καλός
πατήρ εις το γραφείον του και συναντά εκεί τον γαμβρόν του κ. Λ.
— Τι καλά, ανέκραξεν
εκείνος, τον έξυσαν.
Τρεις εβδομάδας μετά τ'
ανωτέρω, οι φίλοι του κ. Κωτσονάκη ελάμβαναν το εξής προσκλητήριον:
«Ο κ. Κωτσονάκης σας
παρακαλεί να τιμήσετε τους γάμους της θυγατρός αυτού " Αννης μετά του
νομάρχου κ. Γ.»
Ολίγας ημέρας μετά την
τέλεσιν του υμεναίου ο κ. Κοτσωνάκης μετέβαινεν εις την νομαρχίαν ίνα παίξη το
πικέτον του μετά του διαπρεπούς γαμβρού του.
— Τι νέα, γαμβρέ μου; ερωτά.
— Κακά, πατέρα.
— Τι; φοβείσαι καμμίαν ψηφοφορίαν εις την
Βουλήν;
— Την θεωρώ άφευκτον, εψιθύρισεν ο κ. Γ.
— Κι εάν το υπουργείον πέση, τι θα κάνετε;
— Θα δώσω την παραίτησίν μου, είπεν αγερώχως ο
Γ.
— Ω, όχι, φίλε μου, μην το κάμης. Κράτησον την
θέσιν σου, σε καθικετεύω. Δεν έχω πλέον δωμάτια διαθέσιμα.
— Και να μην το κάμω, πατέρα, θα με παύσουν.
Καλλίτερον να φανώ αξιοπρεπής.
— Οπως θέλεις παιδί μου. Άλλως τε συ θα
διαδεχθείς τον ένα εις την οικίαν μου και ο εις εκ των δύο θα διαδεχθεί σε εδώ.
Τις λέγεται πρωθυπουργός εν περιπτώσει ήττης του Κουμουνδούρου, ο Βούλγαρης ή ο
Ζαΐμης;
— Μήτ' ο ένας μήτ' ο
άλλος. Ο Δεληγεώργης...
— Ω, να πάρ' ο διάβολος!
ανέκραξεν άπελπις ο κ. Κωτσονάκης. Ευτυχώς έχω ακόμη τρεις κόρας και τότε
οπωσδήποτε εις των γαμβρών μου θα είναι νομάρχης.
Μεθ' ημέρας τινάς η
επαπειλούμενη πτώσις επήλθεν. Ο Δεληγεώργης λαμβάνει τα ηνία του κράτους και
πέμπει νομάρχην εις Π... τον Ξ.
Ο κ. Γ. λαμβάνει τότε την
γυναίκα και τα σκεύη του και μεταβαίνει και αυτός παρά τω πενθερώ του. Η
μεγαλύτερα δυστυχία όμως του καλού μας βιομηχάνου υπήρξεν ότι ο Δεληγεωργιστής
νομάρχης είχε διατελέσει άλλοτε νομάρχης Μεσολογγίου, και επειδή πας άγαμος
πατών τον πόδα του εις Μεσολόγγιον απέρχεται διπλούς, και ο νέος νομάρχης ήτο
έγγαμος. Ο κ. Κωτσονάκης ηναγκάσθη συνεπεία τούτου ν'
αναβάλη την αποκατάστασιν των άλλων θυγατέρων του. Άλλ' εν τω μεταξύ
είναι δυστυχέστατος. Οι γαμβροί του, συνεπεία πολιτικών συζητήσεων, εξάπτονται,
αι γυναίκες των συμμερίζονται τας αρχάς των και πολλάκις πιάνονται από τα μαλλιά,
μάτην μοχθούντος του καλού κ. Κωτσονάκη να κατάπαυση τας έριδας. Αν δε οι
διαπληκτισμοί επέλθουν διαρκούντος του γεύματος, ουδέν αφαιρείται σώον εκ της τραπέζης και ο
κ. βιομήχανος σκέπτεται τώρα να μετατρέψη το βιομηχανικόν του κατάστημα εις
πωλητήριον σκευών της τραπέζης.
— Τουλάχιστον,
διαλογίζεται, δε· θα παίρνουν τα χρήματα μου οι σκευοπώλαι.»
Τι σας λέγαμε; Δεν
υπάρχουν βέβαια, τώρα πια τόσο πολυμελείς οικογένειες, ούτε οι γάμοι είναι τόσο
εύκολοι - ούτε υπάρχουν και τόσο μεγάλα σπίτια. Αλλά μη μου πείτε ότι οι
απόγονοι των αναγνωστών του Αττικού ημερολογίου δυσκολεύονται περισσότερο από
τον κ. Κωτσονάκη να αλλάξουν πολιτικό χρωματισμό!
ΕΠΙΛΟΓΕΣ τ.86
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου