Translate -TRANSLATE -

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Μνήμη Γιώργου Σεφέρη

Ο Γ. Σεφέρης στα Βούρλα της Σμύρνης


Μνήμη Γιώργου Σεφέρη

Μια θλιβερή επέτειος σήμερα. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 πέθανε ο μεγάλος Έλληνας Νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Η βαριά, μαύρη καθημερινή πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα επισκιάζει το γεγονός. Όμως η μνημοσύνη απέναντι στους μεγάλους του Ελληνισμού, είναι μια καταφυγή  ενάντια στη βαρβαρότητα που σαρώνει τη σημερινή Ελλάδα του ζόφου και της παρακμής. Μακάρι όλοι οι πολιτικοί του κόσμου, να προέρχονταν από τον κόσμο των ποιητών. Σίγουρα ο κόσμος θα ήταν αλλιώτικος…

Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Σεφεριάδης. Γεννήθηκε στα Βουρλά της Σμύρνης στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Στέλιου και της Δέσπως (το γένος Γ. Τενεκίδη) Σεφεριάδη.
 Το 1906 αρχίζει η μαθητική του εκπαίδευση στο Λύκειο Χ. Αρώνη. Το 1914, εποχή κατά την οποία άρχισε να γράφει τους πρώτους στίχους, με το ξέσπασμα του A’ Παγκοσμίου Πολέμου κατά τη θερινή περίοδο του έτους, η οικογένεια μεταναστεύει στην Ελλάδα.
Ο Γιώργος Σεφέρης φοίτησε στο Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών από το οποίο αποφοίτησε το 1917. Στις 14 Ιουλίου του ίδιου έτους, η μητέρα του μαζί με τους δύο γιους της και τη κόρη της Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο Κ. Τσάτσου) μεταβαίνει στο Παρίσι όπου ο πατέρας τους Στέλιος εργάζεται ως δικηγόρος. Ο Γιώργος Σεφέρης θα μείνει εκεί μέχρι το καλοκαίρι του 1924, ακολουθώντας σπουδές λογοτεχνίας και αποκτώντας το πτυχίο της Νομικής.
Τα γόνιμα χρόνια του, από τα 18 ως τα 25 του, τα ζει σε άμεση επαφή με τα πνευματικά και ποιητικά ρεύματα που αλλάζουν την υφή της λογοτεχνίας στα χρόνια αμέσως μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Εκεί τον φτάνει και ο αντίχτυπος της Μικρασιατικής καταστροφής ( και της καταστροφής της Σμύρνης, της γενέθλιας πόλης του), και η μνήμη αυτή θα μείνει έμμονα ριζωμένη μέσα του.
To 1924 μεταβαίνει στο Λονδίνο για την τελειοποίηση των αγγλικών του εν όψει των εξετάσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών.
Υπηρέτησε αρχικά σαν ακόλουθος στο Υπουργείο Εξωτερικών το 1926 και ως υποπρόξενος στο Λονδίνο το 1931 - 1934. Υπηρέτησε, επίσης, ως πρόξενος εις την Κορυτσά (1936-37). Το 1937 - 41 χρημάτισε κατ΄ απόσπαση διευθυντής εξωτερικού τύπου τού υπουργείου   τύπου   και   πληροφοριών.


Το 1941 ο Γιώργος Σεφέρης παντρεύεται με τη Μαρία Ζάννου και στις 22 Απριλίου το ζεύγος ακολουθεί την Ελληνική κυβέρνηση που φεύγει λίγο πριν την κατάληψη της  Κρήτης από τους Γερμανούς και στις 16 Μαΐου καταφθάνει στην Αίγυπτο και παραμένει στην Αλεξάνδρεια. Τον Αύγουστο του 1941, ο Γιώργος Σεφέρης συνοδεύει την Πριγκίπισσα Διαδόχου Φρειδερίκη και τα δύο της παιδιά, Σοφία και Κωνσταντίνο, στο Γιοχάνεσμπουργκ και από εκεί στη Πραιτόρια υπηρετώντας στην εκεί Ελληνική Πρεσβεία μέχρι το 1942.
Λόγω της διπλωματικής ιδιότητάς του, η ζωή του Γιώργου Σεφέρη χαρακτηριζόταν από συνεχείς μετακινήσεις  έτσι κατά την διάρκεια του πολέμου (1941-1944) ακολουθεί παντού την  Ελληνική Κυβέρνηση στην Κρήτη, Νότιο Αφρική, Αίγυπτο  και  Ιταλία. Αυτές οι μετακινήσεις του δίνουν την δυνατότητα να δει πολλά να γνωρίσει καλύτερα τους έλληνες πολιτικούς και να γράψει:  

«Το βροχερό φθινόπωρο σ* αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα 'λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη.
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλον.»

Η αναγκαστική αδράνεια των στελεχών της εξόριστης κυβέρνησης επιτείνει τις εσωτερικές αδυναμίες, τα αρνητικά στοιχεία κάθε προσώπου και δεν περνά απαρατήρητη από τον Σεφέρη. Τα λόγια του για τους Έλληνες πολιτικούς μοιάζουν σκληρά, αποδίδουν όμως την ολοκληρωτική διαφθορά και τη μικροπρέπεια που τους χαρακτηρίζει. Ο Σεφέρης μέσα από το ποίημα του καταγγέλλει τον καιροσκοπισμό και την πλεονεξία των ανθρώπων. Ζει και συμμετέχει στα ιστορικά εκείνα γεγονότα, και δε διστάζει να μιλήσει για τις αρνητικές πτυχές των ανθρώπων της χώρας. Ως μέλος της ελληνικής διπλωματίας έχει βαθύτερη γνώση των προσώπων και των πράξεων τους, κι αυτό προσδίδει στα γραφόμενά του ιδιαίτερη βαρύτητα.

Μετά την απελευθέρωση γίνεται Διευθυντής του πολιτικού γραφείου  τού  Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού από το 1945-46 και ακολούθως σύμβουλος της πρεσβείας μας στο Λονδίνο το 1951-52  και από το  1953 μέχρι το 1956 διορίζεται πρεσβευτής στη Βηρυτό. διαπιστευμένος και σε Δαμασκό, Βαγδάτη και  Αμμάν.
Από τού 1956 - 57 υπήρξε διευθυντής της Β΄ πολιτικής διεύθυνσης τού υπουργείου εξωτερικών, ενώ το 1957 τοποθετήθηκε  ως πρέσβης της Ελλάδος στο Λονδίνο. Το 1957 προήχθη σε πληρεξούσιο υπουργό Α΄ τάξεως και το 1960 προήχθη σε πρέσβη.

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ


Διακρίθηκε στην ποίηση και  δημοσίευσε πολλές ποιητικές συλλογές και κριτικές μελέτες. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Το 1960 τιμήθηκε με αγγλικό λογοτεχνικό βραβείο.
Ό Σεφέρης ενεφανίσθη ως ποιητής με την συλλογή του «Στροφή» το 1931. αμέσως δε κατά τον επόμενο χρόνο  κυκλοφόρησε την συλλογή του «Στέρνα». Πραγματικό όμως σταθμό  στην ποιητική του δημιουργία αποτελεί η συλλογή του «Μυθιστόρημα». Εις την συλλογή αυτή ο στίχος του Σεφέρη διασπά το παραδοσιακό στυλ, χωρίς όμως να αποχωρίζεται από την εθνική παράδοση Είναι μία νέα μορφή ποιητικού λόγου για την Ελλάδα, η όποια όμως φέρνει έντονα την επίδραση του   Άγγλου ποιητή  Έλιοτ.
Χαρακτηριστικό της ποιητικότητας των παλαιών στίχων του Σεφέρη είναι το γεγονός, ότι πολλοί στίχοι του  μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη και άλλους μουσικοσυνθέτες και τραγουδήθηκαν ευρύτατα από τον ελληνικό λαό .

 

Το 1963 η φήμη του Σεφέρη ξεφεύγει από τα εθνικά όρια και εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο. Καρπός της, η βράβευσή του με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία. Είναι ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με το ανώτερο, παγκοσμίως, βραβείο πνευματικής προσφοράς για να ακολουθήσει το 1979 ένας άλλος μεγάλος μας ποιητής ο Οδυσσέας Ελύτης.
Ο Σεφέρης δεν είναι εύκολος ποιητής αλλά δεν είναι σκοτεινός. Η γλώσσα που μιλά είναι δύσκολη , στη γλώσσα όμως αυτή η φωνή του είναι καθαρή και απερίφραστη. Έχεις την εντύπωση πως πέτυχε την καίρια έκφραση, που δεν μπορεί να ειπωθεί αλλιώς. Αυτό είναι το πιο αξιαγάπητο στην ποίησή του, η απλότητα που φτάνει στη θερμότητα μιας εξομολόγησης.
Η ποίηση του Σεφέρη δεν είναι βέβαια χαρούμενη. Είναι απαισιόδοξη και μελαγχολική. Έχει τη θλίψη του ανθρώπου που συλλογίζεται πολύ πάνω στα ανθρώπινα, κι ακόμα του Έλληνα με το κατακάθι της πίκρας από τη σκλαβιά και τις εθνικές περιπέτειες. Ωστόσο η διάθεση αυτή δεν οδηγεί στην άρνηση ή στην καταστροφή. Από την άλλη πλευρά του σκοταδιού είναι το φως, μαύρο και αγγελικό, "από το μέρος του ήλιου" στο κάστρο της Ασίνης θα ανεβεί στο τέλος "ασπιδοφόρος ο ήλιος πολεμώντας". Κάτω από την άρνηση υπάρχει μια πίστη που προστατεύει από την απελπισία, και μια στιβαρή αίσθηση των πραγμάτων που προφυλάσσει από τη διάλυση και το μηδενισμό.

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ  ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 1963
Δημοσιεύουμε ως ένα μικρό καντήλι στη μνήμη του, την ιστορική ομιλία του κατά την απονομή σε αυτόν του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, στη Στοκχόλμη στις 10 Δεκεμβρίου του 1973 ενώπιον της Σουηδικής Ακαδημίας.

«Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να - εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα-πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που μας χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο, πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμα πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: "Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα" λέει ο Ηράκλειτος, "ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν".


Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου (εννοεί τον Μακρυγιάννη), των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: "...θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε..." Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριανταπέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.


Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη να αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ τον Σέλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νόμπελ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται.
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα».

“ΜΟΥΓΚΑΜΑΡΑ ΚΑΙ ΦΘΟΝΟΣ”


Ποιο όμως ήταν το κλίμα στην Ελλάδα από την βράβευση του Σεφέρη; Την εικόνα την δίνει με ένα άρθρο του στην εφημερίδα το «ΒΗΜΑ» με τίτλο «Ο Σεφέρης, το Νόμπελ και μια συνομωσία»  ο καθηγητής  της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών  κ. Γ. Γιατρομανωλάκης στις 26.10.2003. Γράφει λοιπόν:
«Πριν από 40 χρόνια, Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 1963, μία εβδομάδα πριν από τις κρίσιμες εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, «Το Βήμα» μοιράζει το πρωτοσέλιδό του σε δύο ειδήσεις και σε δύο αντίστοιχες φωτογραφίες: Αριστερά, με κεφαλαία, η θριαμβευτική διαδρομή «από Θηβών μέχρι Λαμίας» του Παπανδρέου, με φωτογραφία από την ασυνήθη «εις όγκον και ενθουσιασμό» συγκέντρωση του λαού της «Λεβαδείας». Δεξιά, με πεζά, «Το Νομπέλ λογοτεχνίας εις τον ποιητήν Σεφέρην», με τη γνωστή φωτογραφία του μπροστά στη βιβλιοθήκη της οδού Αγρας, με ένα βιβλίο στο χέρι να κάνει πως διαβάζει. Σύμπτωση ή άλλο ένα φοβερό timing και μια άλλη σατανική κίνηση της σουηδικής Ακαδημίας; Από τη μία να ευλογεί και να επιβραβεύει - κυριολεκτικά - την προδοσία του πρεσβευτή Σεφέρη στο θέμα της Κύπρου, όπως διατείνονται παλαιότεροι αλλά και νεόκοποι «μελετητές» του ελληνικού μοντερνισμού, και από την άλλη, λέω εγώ, να προβλέπει την επερχόμενη δημοκρατική νίκη και να την πριμοδοτεί με αυτή τη βράβευση!


Τα συγχαρητήρια τηλεγραφήματα
Πάντως τη συνωμοσία αυτή ούτε «Το Βήμα» ούτε οι άλλες εφημερίδες αντιλαμβάνονται. Ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός Μαυρομιχάλης χαρακτηρίζει τη βράβευση «βαρυσήμαντον γεγονός». Ο Γ. Παπανδρέου τηλεγραφεί στον Σεφέρη ότι «είμαστε όλοι συγκινημένοι και υπερήφανοι για τη μεγάλη και δίκαιη τιμή που απεδόθη στο ελληνικώτατο έργο σου». Το τηλεγράφημα του αρχηγού της EPE, K. Καραμανλή, ίσως δεν πιάνεται, αφού, προφανώς, εκείνος κάτι παραπάνω θα γνώριζε από συνωμοσίες και λοιπά. Αξίζει όμως να το αναφέρουμε διότι, εκτός των άλλων, δείχνει πως ο Καραμανλής ήταν όντως πολύ προχωρημένος πολιτικός για τα χρόνια του. Εκτός από την «βαθείαν ικανοποίησιν και εθνικήν υπερηφάνειαν» που αισθάνεται, βρίσκει ευκαιρία να τονίσει ότι «η Ελλάς, πέραν των προόδων τας οποίας επέτυχεν εις τον υλικόν τομέα, είναι ώριμος και ικανή να έχη τας λαμπροτέρας επιδόσεις εις τον τομέα του πνεύματος». Σαράντα χρόνια μετά η πολιτική συλλογιστική δεν φαίνεται να προχώρησε και πολύ.
Τέλος η γεραρά Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών συγχαίρει τον ποιητή «επί τη μεγίστη τιμή της εις υμάς απονομής του Βραβείου» και βεβαιώνει, χρησιμοποιώντας και λίγο Καλλίμαχο, πως «αισθάνεται βαθυτάτην συγκίνησιν διά την εν τω προσώπω υμών, τον οποίον αι Μούσαι είδον όμματι μη λοξώ, γενομένην διεθνή καταξίωσιν των ελληνικών γραμμάτων κτλ.». Το λοξό, βάσκανο και αλλήθωρο μάτι επέπρωτο να φανεί επί των ημερών μας.
Αυτά τα τυπικά και ηχηρά. Πάντως το πραγματικό κλίμα που δημιούργησε στην Ελλάδα η βράβευση του Γ.Σ. το περιγράφει ο Γ. Π. Σαββίδης σε κείμενό του το 1993 με τον εύγλωττο τίτλο: «Μουγκαμάρα και φθόνος». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν Έλληνες και ξένοι που χάρηκαν με το Νομπέλ αυτό και το τοποθέτησαν στις σωστές του διαστάσεις. Ο Αργυρίου, λ.χ., σε άρθρο του για τη σημασία του βραβείου, παρά την υπερβολή του ότι ο Γ.Σ θα αποτελέσει μαζί με τον Σολωμό, τον Καβάφη και τον Κάλβο την «τελική» τετράδα της μετεπαναστατικής ποίησης, έχει δίκιο να θεωρεί το Νομπέλ «τη νόμιμη κατάληξη» μιας μακρόχρονης επιτυχημένης πορείας της ελληνικής ποίησης μέσα στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η πορεία του Γ.Σ.
Σαράντα χρόνια μετά, κρίνοντας το Νομπέλ Λογοτεχνίας του 1963 μέσα από το διπλό πρίσμα του εθνικού και του προσωπικού, πιστεύω ότι, πέρα από όλα τα άλλα, πρέπει δεχθούμε πως συνετέλεσε σε δύο αναμφισβήτητα γεγονότα. Το πρώτο αφορά τη Nέα Ελληνική (ΝΕ)  λογοτεχνία. Το δεύτερο τον ποιητή.


H μετά τη βράβευση «πρόοδος»
Αναμφισβητήτως λοιπόν το Νομπέλ αυτό προκάλεσε μια νέα κατάσταση στην έρευνα της Nεοελληνικής λογοτεχνίας. Άσχετα με τις επιφυλάξεις μας για την αξία ενός Νομπέλ λογοτεχνίας, η βράβευση του Σεφέρη έδωσε ισχυρά κίνητρα και σε δικούς μας και σε ξένους να μελετήσουν το έργο του. Αυτό όμως ενίσχυσε αυτομάτως την έρευνα της Nεοελληνικής λογοτεχνίας. Δεδομένου ότι το έργο ενός δημιουργού δεν είναι αποκομμένο από το περιβάλλον του, ακόμη και η πιο ειδική μελέτη οφείλει να στρέφεται και να ερευνά αυτό το περιβάλλον. Και αυτό έγινε στην περίπτωση του Γ.Σ., και μάλιστα και με το παραπάνω. Οι διατριβές, τα βιβλία, τα άρθρα, τα συνέδρια, οι συζητήσεις για τον Σεφέρη αφορούν σε τελευταία ανάλυση τη Nεοελληνικής λογοτεχνία. Οι απαξιωτικοί όροι «σεφερολογία» και «σεφερολαγνεία» (!) δηλώνουν, έστω και αρνητικά, ένα φιλολογικό φαινόμενο, που σε μερικές περιπτώσεις, πρέπει να το πούμε, άγγιξε τα όρια της υπερβολής. H κόντρα ανάμεσα σε υποτιθέμενους «σεφερολάγνους» και «σεφεροκτόνους» αποτελεί μια άλλη παράμετρο του φαινομένου.
Δεύτερον. Ο Σεφέρης και μετά το 1963 έγραψε μερικά εξαιρετικά ποιήματα, ταύτα όμως, προφανώς, δεν οφείλονται στη βράβευσή του. H εξέλιξη του Σεφέρη μετά το Νομπέλ δεν αφορά τόσο το έργο του· αφορά τη θέση του, την αποδοχή του μέσα στο περιβάλλον όπου έζησε και έγραψε. H «πονηρία» της ιστορίας μας από το 1963 ως το 1971, χρονιά που πεθαίνει ο Γιώργος Σεφέρης, του επεφύλαξε μια διαφορετική, ανώτερη και αναμφισβήτητη «βράβευση». Το κύρος του Νομπέλ ενίσχυσε τον ίδιο ως άτομο και έδωσε στη φωνή του ιδιάζον βάρος. H στάση του λοιπόν στη δικτατορία (η γνωστή δήλωση είναι ένα γεγονός) δεν είναι άσχετη, πιστεύω, με το Νομπέλ. Με τη στάση του αυτή ο Γ.Σ. έμπρακτα ανταποδίδει την «τιμή» του Νομπέλ στο εθνικό του περιβάλλον. Ο «απολιτικός», «συντηρητικός», «δεξιός» και ό,τι άλλο διπλωμάτης-ποιητής αφήνει κατά μέρος τη διπλωματία και μιλά καθαρά ως ποιητής και ως πολίτης. Αυτή η μετά Νομπέλ «πρόοδος» είναι ό,τι καλύτερο συνέβη στον Σεφέρη.
Τον Δεκέμβριο του 1963, όταν ο Γ.Σ. παραλαμβάνει το βραβείο στη Σουηδία, η Ένωση Κέντρου έχει κερδίσει τις εκλογές, ενώ αρχηγός της EPE είναι ο Κανελλόπουλος. Την τελετή της απονομής περιγράφει στο «Βήμα» (11.12.1963) ο «ανταποκριτής» Σαββίδης. Όπως θυμάται ο Σαββίδης (1993), επειδή υποψιαζόταν ότι η επιστροφή του Γιώργου Σεφέρη από τη Στοκχόλμη θα συνοδευόταν από την ίδια «μουγκαμάρα», τηλεγραφεί «υποδεικνύοντας την οργάνωση κάποιας υποδοχής». Στο αεροδρόμιο τους υποδέχονται μόνο δύο γυναίκες, «η μάνα μου και η Ιωάννα Τσάτσου. Κανείς άλλος». H θριαμβευτική υποδοχή του Σεφέρη γίνεται οκτώ χρόνια μετά την επιστροφή του από τη Σουηδία. Το απόγευμα της κηδείας του (22 Σεπτεμβρίου 1971) όπου αυτόκλητος, σύσσωμος ο αθηναϊκός λαός υποδέχεται τον ποιητή του, ενώ ο ίδιος είχε ήδη αναχωρήσει μία ημέρα πριν.»

Η ΔΗΛΩΣΗ ΣΕΦΕΡΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ


Το 1967 η δικτατορία των συνταγματαρχών κατέλυσε το σύνταγμα στην Ελλάδα αναστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες.
Ο Γιώργος Σεφέρης στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας είχε επιλέξει τη σιωπή και την άρνηση να δημοσιεύσει δουλειά του στην Ελλάδα. Στις 28 Μαρτίου του 1969, δύο χρόνια πριν το θάνατό του, αποφασίζει να μιλήσει για πρώτη φορά δημόσια και να καταγγείλει τη Δικτατορία. Ο Σεφέρης σαν διπλωμάτης και σαν πνευματικός άνθρωπος δεν μπορούσε να ανεχθεί τα όσα συνέβαιναν γύρω του και με την διορατικότητά του έβλεπε την τραγωδία που θα συνέβαινε (όπως και συνέβη το 1974) αν συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση.
δήλωσή Σεφέρη στο BBC έκανε τεράστια αίσθηση στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έδωσε δύναμη και ελπίδα στο αντιδικτατορικό κίνημα ενώ προκάλεσε την αφαίρεση από την δικτατορική κυβέρνηση του τίτλου του πρέσβη επί τιμή και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου.


«Πάει καιρς πο πρα τν πόφαση ν κρατηθ ξω π τ πολιτικ το τόπου. Προσπάθησα λλοτε ν τ ξηγήσω. Ατ δ σημαίνει διόλου πς μο εναι διάφορη πολιτικ ζωή μας. τσι, π τ χρόνια κενα, ς τώρα τελευταα, παψα κατ κανόνα ν γγίζω τέτοια θέματα· ξάλλου τ σα δημοσίεψα ς τς ρχς το 1967 κα κατοπιν στάση μου - δν χω δημοσιέψει τίποτα στν λλάδα π τότε πο φιμώθηκε λευθερία - δειχναν, μο φαίνεται, ρκετ καθαρ τ σκέψη μου.
Μολατατα, μνες τώρα, ασθάνομαι μέσα μου κα γύρω μου, λοένα πι πιτακτικά, τ χρέος ν π να λόγο γι τ σημεριν κατάστασή μας. Μ λη τ δυνατ συντομία, ν τί θ λεγα:
Κλείνουν δυ χρόνια πο μς χει πιβληθε να καθεστς λωσδιόλου ντίθετο μ τ δεώδη γι τ ποα πολέμησε κόσμος μας κα τόσο περίλαμπρα λαός μας στν τελευταο παγκόσμιο πόλεμο. Εναι μία κατάσταση ποχρεωτικς νάρκης, που σες πνευματικς ξίες κατορθώσαμε ν κρατήσουμε ζωντανές, μ πόνους κα μ κόπους, πνε κι ατς ν καταποντιστον μέσα στ λώδη στεκούμενα νερά. Δ θ μο ταν δύσκολο ν καταλάβω πς τέτοιες ζημις δ λογαριάζουν πάρα πολ γι ρισμένους νθρώπους.
Δυστυχς δν πρόκειται μόνον γι᾿ ατ τν κίνδυνο. λοι πι τ διδάχτηκαν κα τ ξέρουν πς στς δικτατορικς καταστάσεις ρχ μπορε ν μοιάζει εκολη, μως τραγωδία περιμένει ναπότρεπτη στ τέλος. Τ δράμα ατο το τέλους μς βασανίζει, συνειδητ συνείδητα, πως στος παμπάλαιους χορος το Ασχύλου. σο μένει νωμαλία, τόσο προχωρε τ κακό.
Εμαι νας νθρωπος χωρς κανένα πολύτως πολιτικ δεσμ καί, μπορ ν τ π, μιλ χωρς φόβο κα χωρς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τν γκρεμ που μς δηγε καταπίεση πο κάλυψε τν τόπο. Ατ νωμαλία πρέπει ν σταματήσει. Εναι θνικ πιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στ σιωπή μου. Παρακαλ τ Θε ν μ μ φέρει λλη φορ σ παρόμοια νάγκη ν ξαναμιλήσω».

Η προσπάθεια της Χούντας να αντικρούσει τον λόγο του ποιητή

 (Από την εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της 29ης Μαρτίου 1969)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως έχει παρατηρηθεί « αυτός ο καθωσπρέπει διπλωμάτης, έννοια και ιδιότητα με πολύ μεγαλύτερη αίγλη στα χρόνια του απ’ ότι σήμερα, ασφαλώς θα φάνταζε ασυγχρόνιστος και εκτός κλίματος στα μάτια των νεοτέρων του που ανδρώνονταν στη μετεμφυλιακή Ελλάδα», Γι’ αυτό, ίσως, και κατά τη βράβευση του με το Νόμπελ το 1963, όταν ικανοποιήθηκε έπειτα από πολλές δεκαετίες ένα «εθνικό απωθημένο», ακούστηκαν διάφορες μικρότητες και επιχειρήθηκαν άκαιρες συγκρίσεις.
Στην επιστροφή του από τη Στοκχόλμη δε βρέθηκε ούτε ένας κρατικός επίσημος ή ένας εκπρόσωπος των λογοτεχνικών σωματείων να τον υποδεχτεί και, φυσικά, δεν υπήρχε ακόμα στην Ελλάδα η πανταχού παρούσα σήμερα τηλεόραση...
Η τελική ανακεφαλαίωση της ζωής του θα γίνει με τη συλλογή Τρία Κρυφά Ποιήματα (1966), λίγο πριν από τη δικτατορία του 1967.
Χωρίς αναμείξεις σε εκδηλώσεις και χωρίς δημόσιες εμφανίσεις, πέρασε και τα τελευταία χρόνια της ζωής του φροντίζοντας και τακτοποιώντας το έργο του. Ήταν, επομένως, εύλογη η έκπληξη για την καθυστερημένη, ανοιχτή αντίθεση του προς τους συνταγματάρχες, με τη «Δήλωση» του 1969, αντίθεση που συνεχίστηκε με το ποίημα «Οι Γάτες του Αϊ-Νικόλα» το 1970 στα Δεκαοχτώ Κείμενα και με τους έσχατους στίχους του «Επί Ασπαλάθων» το 1971.


Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα που άφησε στα ποιήματα του φεύγοντας ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης είναι η Ελληνικότητα. Ξεκίνησε από μια φυσιολατρία, από μια αγάπη στο γαλάζιο το Ελληνικό και πέρασε στον Άνθρωπο, στον Έλληνα με τα ψυχικά του μεγαλουργήματα μα και με τα μειονεκτήματα του.

Σε ένα από τα ποιήματα του τον «Ερωτικό λόγο» προβάλλει η φυσιολατρία του όλο μυστικισμό: 

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα
στη ρίζα και στα φύλλα
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες
την ξεχασμένη αυγή

Αυτήν την «αυγή» αναζητά μέσα στην ποίηση του ο Σεφέρης και την πλαισιώνει με την Ελληνικότητα πού είναι το ψυχικό του βίωμα :  

Δεν έχουμε ποτάμια,
δεν έχουμε πηγάδια,
δεν έχουμε πηγές,

Αλλά παρόλα αυτά τον αγαπά  τον  τόπο  του, τον   προσκυνά και σ’ αυτόν σκύβει να εμπνευστεί και φτάνει να τραγουδά εκείνο το μεγαλειώδες   στην απλότητά  του:

μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές,
που ηχούν και που τις προσκυνούμε

Ωραία τον έχουν κάμει τον χαρακτηρισμό οι μελετητές του : Αφομοιώνει  στην ψυχή του την 'Ελληνική περιπέτεια,
Ζωντανά το μαρτυρεί αυτό το ποίημα που έγγραψε στην Ιταλία όταν το 1944 ετοιμάζονταν να γυρίσει στην Ελλάδα. Παραστατικά εμφανίζει τους κουρασμένους ανθρώπους:

“Το βροχερό φθινόπωρο
σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή
του καθενός μας”.

Είναι δηλαδή η Ελληνικότητα του Σεφέρη ένας ρεαλισμός πού -πλησιάζει το έργο του στην σκέψη μας. Δεν είναι μεγαλόπνοος σαν τον Σικελιανό, πού οραματίζεται Βυζαντινές αυτοκρατορίες. Ψίθυρος είναι η αγάπη του για την Ελλάδα, μια αγάπη πού θα τον κρατήσει στενά δεμένο για πάντα κοντά στον ψυχικό Ελληνικό κορμό.



Ο Σεφέρης υπήρξε κεντρική μορφή της «νεωτερικής ποίησης» από τους βασικότερους εκφραστές του ελληνικού μοντερνισμού. Τα ποιήματα του συνδυάζουν το ελληνικό πολιτισμικό παρελθόν και την ευρωπαϊκή πρωτοπορία του καιρού του. Τα δοκίμιά του, στις καλύτερες στιγμές τους, είναι υπόδειγμα γλωσσικής καθαρότητας και εκφραστικής σαφήνειας. Οι ποικίλες μεταφράσεις του μας γνώρισαν κρίσιμά και βασικά έργα της ξένης γραμματείας. Οι αλλεπάλληλες εμφανίσεις ανέκδοτων γραπτών του μετά το θάνατο του επιβεβαιώνουν την άγρυπνη, σχεδόν βασανιστική σχέση του με τη γραφή και τονίζουν την ενότητα οράματος και αντιλήψεων για τη ζωή και την τέχνη, ενότητα που μόνο οι μεγάλο δημιουργοί διαθέτουν και είναι σε θέση να εκφράσουν

Πηγές:

Εφημερίδα "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ"
Εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ"
Πρόσωπα του 20ου Αιώνα (ΕΚΔΟΣΗ  ΝΕΑ - ΛΙΒΑΝΗΣ)
Ελληνική εφημερίδα της Αιγύπτου «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ»
MERABELLO LIBRO D’ ORO

Δεν υπάρχουν σχόλια: