ΤΟ
ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΖΑΡΙ
ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Πάμε
μια βόλτα στο παζάρι της Πόλης;
«Ωραία
πράματα! Περάστε να δείτε... Περάστε!»
Αχ,
τι τραγούδι μυθικών σειρήνων τραγουδούν οι πανούργοι έμποροι του Μεγάλου
Παζαριού της Κωνσταντινούπολης...
του Ernest Ο. Hauser
«Έχω ωραία χαλιά, κύριε. Περάστε να
δείτε! Τα φτηνότερα στο παζάρι! Ρίξτε μόνο μια ματιά, μην αγοράσετε. Όχι; Αύριο
ίσως; Να, πάρτε την κάρτα μου!»
Λίγο πριν τις 9 το πρωί,
την ώρα που οι 17 βαριές του πόρτες άνοιγαν, μπήκα στο Μεγάλο Παζάρι της
Κωνσταντινούπολης, την πιο μεγάλη σκεπαστή αγορά του κόσμου.
Έχω ωραία μικρά τσιμπούκια
μόνο με 1.700 λίρες. Θες ν ' αγοράσεις κανένα; Δεν καπνίζεις; Ε, τότε μήπως θα
'θελες κανένα από αυτά εδώ τα μεγάλα για διακόσμηση; Μόνο 12.000...»
Κάποτε, ήταν ο καθρέφτης
του πλούτου μιας αυτοκρατορίας που απλωνόταν απ' την Ουγγαρία ως την Αραβία κι
απ' την Αίγυπτο ως τον Καύκασο. Αυτό το Μεγάλο Παζάρι περιλαμβάνει γύρω στα
3.500 μαγαζιά (ο αριθμός κυμαίνεται, καθώς δύο-τρία μαγαζιά μπορεί να
αποφασίσουν ξαφνικά να συνενωθούν, ή ένα μαγαζί να χωριστεί σε περισσότερα) και
καταλαμβάνει 200.000 τετραγωνικά μέτρα - μια πραγματική κλειστή πόλη μέσα στην
Κωνσταντινούπολη. Σήμερα, γύρω στους 25.000 καταστηματάρχες, πωλητές,
παραγγελιοδόχοι, τελάληδες και αχθοφόροι κερδίζουν εδώ το ψωμί τους. Η αξία των
εμπορευμάτων που εκτίθενται, ανά πάσα στιγμή, υπολογίζεται ότι ξεπερνάει τα 410
εκατομ. ευρώ.
«Αυτό το καμηλοκούδουνο;
Καθαρός μπρούντζος. Δεκεπέντε κιλά. Ήτανε βραβείο σε καμηλομαχία! Ουου, εδώ κι
150 χρόνια και βάλε. Είναι το καμάρι του μαγαζιού μου. Θα σ ' το δώσω για
λιγότερο από 85.000 λίρες! Το θες;»
Η πρωτεύουσα της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν από αιώνες το κέντρο του εμπορίου ανάμεσα σ'
Ανατολή και Δύση, και μια από τις πιο πολυάνθρωπες και πλούσιες πόλεις του
κόσμου. Το σημερινό Παζάρι χτίστηκε από το Σουλτάνο Μωάμεθ Β' τον Κατακτητή,
που κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη το 1453. Όπως και το ίδιο το παλάτι του
Σουλτάνου και τα μεγάλα τζαμιά, το Παζάρι σχεδιάστηκε με μεγαλοπρέπεια, με
θόλους που φτάνουν τα έξι μέτρα σε ύψος, πάνω από ένα δίχτυ 64 δρόμων και
παρόδων.
Μετά από πολλές πυρκαγιές
και χτισίματα χωρίς σχέδιο, το Παζάρι έχει γίνει πια ένας πραγματικός
λαβύρινθος, όπου οι ξένοι συχνά χάνονται. Δεν βρίσκει πια κανείς τα διάφορα
είδη αποκλειστικά στους δρόμους που έχουν τ' όνομα τους - Οδός Καθρεφτάδων,
Παπλωματάδων, Χρυσοχόων, Πασουμάδων - γιατί οι έμποροι ανοίγουν τα μαγαζιά τους
όπου βρίσκουν ελεύθερο χώρο. Υπάρχουν μαγαζιά όλων των κατηγοριών, από φτωχικές
τρύπες μέχρι πολυτελή καταστήματα με
πολυελαίους, ακριβή επίπλωση και κομψές βιτρίνες. Η τιμή ενός μαγαζιού
με εμβαδόν τρία επί τέσσερα μέτρα, στον ακριβό δρόμο των Γουναράδων, δρόμο που
προτιμούν οι πιο φημισμένοι κοσμηματοπώλες, μπορεί να φτάσει και τα 147 χιλ.
ευρώ!
Ο επισκέπτης μπορεί να
βρει τα πάντα, από ένα περιδέραιο από διαμάντια και ρουμπίνια, αξίας 76 χιλ.
ευρώ, μέχρι μπλουτζήν. Οι παζαριώτες θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη της ίδιας
οικογένειας - και αρκετοί από αυτούς είναι πράγματι συγγενείς - και πρόθυμα σε
στέλνουν στο μαγαζί ενός ανταγωνιστή τους, τρία τετράγωνα πιο πέρα, για να
βρεις εκείνο ακριβώς που ζητάς.
Δεν υπάρχει, επίσης, ο
φόβος της κλοπής. Οι καταστηματάρχες αφήνουν τις πόρτες των μαγαζιών τους
ανοιχτές και πάνε να πιάσουν κουβέντα με κάποιο γείτονα.
Μπήκα στο παλαιοπωλείο του
«Αουί» Σαλαμπί, ενός αριστοκρατικού στην όψη και υπέρκομψου κυρίου, που μιλά
άνετα αρκετές γλώσσες - ο οποίος θεωρείται ο βασιλιάς του Παζαριού. Μου
προσέφερε το καθιερωμένο ποτήρι τσάι. «Αυτό το μαγαζί το ίδρυσε ο παππούς μου πριν
από έναν και παραπάνω αιώνα,» μου είπε. Ασημένιοι δίσκοι, ελαιογραφίες και
κρυστάλλινα βάζα γέμιζαν τα 20 τετραγωνικά μέτρα του μαγαζιού.
Καθώς κουβεντιάζαμε, οι
βοηθοί του πουλούσαν μικροπράγματα. Ο ίδιος ο Σαλαμπί αγόρασε, μέσα σε 20
λεπτά, ένα σπάνιο κινέζικο πιάτο, ένα βραχιόλι με τυρκουάζ («Η τιμή του
παραείναι ακριβή, αλλά θα φανώ γενναιόδωρος»), και μια βαριά πορτογαλέζικη ασημένια κούπα. Έξαφνα, τινάχτηκε από το κάθισμα του.
«Μαντάμ,» φώναξε στα γαλλικά, «πού χαθήκατε Μαντάμ; Σας μελετούσαμε όλη τη
χρονιά! Και να που ήρθατε! Πώς είναι τα παιδιά; Πώς είναι το Παρίσι; Παρακαλώ, καθίστε.
Πόσο ευτυχισμένο με κάνετε που σας βλέπω!» Εγώ ξεγλίστρησα αθόρυβα.
Εδώ οι αγοραπωλησίες δεν
γίνονται ποτέ ξερά και κοφτά. Χωρίς την απόλαυση του παζαρέματος, οι μαγαζάτορες
του Παζαριού θα θεωρούσαν τη ζωή τους αφόρητα βαρετή. Βάζουν μπροστά σου ένα
αχνιστό ποτήρι τσάι - να το αρνηθείς θα ήταν σχεδόν προσβολή - και το παιχνίδι
αρχίζει.
«Λοιπόν, έχω να σας δείξω
κάτι πολύ ωραίο.»
«Εντάξει, ας το δω, αλλά
μπορεί να μην αποφασίσω σήμερα.»
«Μα, κύριε, σας διαβεβαιώ,
δεν πειράζει καθόλου. Δεν είναι καθόλου κόπος. »
Και σου δείχνει, πράγματι,
κάτι ωραίο, κάτι που ξέρεις ότι θα ταίριαζε υπέροχα στο σαλόνι σου. Και να, που
την άλλη μέρα ξαναπερνάς. Το αντικείμενο βρίσκεται εκεί ακριβώς όπου το είχε
αφήσει. Το κρυφοκοιτάς, ενώ ακούς τον έμπορο να σου μιλάει περί ανέμων και
υδάτων. Να σε ρωτάει για την οικογένεια σου, να σου μιλάει για τη δική του.
Αν η επόμενη μέρα είναι
Κυριακή, θα λείπεις ίσως εκδρομή - κι είναι αυτός που σου συνέστησε το
κατάλληλο εστιατόριο - αλλά την Δευτέρα θα γυρίσεις πάλι και θα του πιάσεις
κουβέντα για τους ρευματισμούς του. Μια μικρή παύση, κι ύστερα ρωτάς: Πόσο
σκόντο θα μου κάνεις;
Αυτός χαμογελάει. «Οι
τουριστικοί οδηγοί σας λένε να προσφέρετε στον έμπορο τα μισά απ' όσα ζητάει κι
ύστερα να μοιράσετε τη διαφορά. Αλλά αυτό εδώ είναι ένα πολύ σπάνιο και
πολύτιμο κομμάτι. Οι φίλοι σας, στην πατρίδα σας, θα το θαυμάζουν. Θα σας πω
κάτι: κόβω 15% κι είναι δικό σας. Στους καλούς ανθρώπους κάνουμε καλές τιμές -
έτσι δεν είναι;»
Κι ύστερα θερμές
χειραψίες, και φεύγεις μ' ένα πακέτο υπό μάλης και με τις ευλογίες του Αλλάχ να
σε συνοδεύουν.
Ο χρυσός είναι μάλλον το
πιο εμπορεύσιμο είδος. Κυκλοφορεί σε πάμπολλες μορφές, από φυλαχτά αξίας 90
ευρώ - απ' αυτά που κρεμούν στις κούνιες των νεογέννητων - μέχρι βαριές
αλυσίδες και νομίσματα. Υπάρχουν κάπου 800 καταστήματα χρυσοχοΐας στο Παζάρι.
Πολλά από τα εμπορεύματα
είναι γνήσια τουρκικά. Έτσι, ενώ το μεγάλο εμπορικό κέντρο αντικατοπτρίζει μια
νοσταλγία για έναν κόσμο που έχει πια χαθεί, κυριαρχούν τώρα τα προϊόντα της
τούρκικης λαϊκής τέχνης. Ο όνυχας, αυτή η διάφανη αχνοπράσινη ή σχεδόν λευκή
πέτρα, χαρακτηριστικό προϊόν της Ανατολίας, σκαλίζεται με δεξιοτεχνία για να
δημιουργηθούν βάζα, κουτιά, σταχτοδοχεία, φλυτζάνια του καφέ και σκακιέρες. Από
το meerschaum -που σημαίνει στα γερμανικά «θαλασσινός αφρός» - ένα πορώδες,
υπόλευκο ορυκτό που βρίσκεται στις απέραντες προσχωματικές πεδιάδες της Δυτικής
Ανατολίας, κατασκευάζονται οι περίφημες πίπες που, όπως ισχυρίζονται οι
καπνιστές, απορροφούν τη βλαβερή πίσσα.
Πολλά από τα αντικείμενα
που εκτίθενται στα παλαιοπωλεία του Παζαριού, είναι είτε χοντροκομμένες
απομιμήσεις είτε, απλώς, από δεύτερο χέρι. Μπορείς, ωστόσο, να βρεις και
πραγματικές ευκαιρίες στο Παζάρι. Ψαχουλεύοντας σ' ένα μικρό μαγαζάκι με
σουβενίρ, εντόπισα ένα ζωγραφισμένο και σμαλτωμένο πλακάκι 400 ετών από την
Νίκαια - την πόλη που οι τεχνίτες της έφτιαξαν τα όμορφα πλακάκια με τα
λουλούδια, με τα οποία, τον 16ο αιώνα, στολίστηκαν τα τζαμιά της
Κωνσταντινούπολης. Αυτό που βρήκα, σε άψογη κατάσταση, είχε ζωγραφισμένο ένα
μπουκέτο τουλίπες. Τα χρώματα του ήταν το κλασικό «λευκό του ματιού», κόκκινο
της ντομάτας κι ένα πράσινο του μήλου. Ήταν ένα δείγμα από την καλύτερη περίοδο
της κεραμικής της Νίκαιας.
Δυστυχώς, ο έμπορος
γνώριζε την αξία του. Αλλά ακόμη κι αν ήμουν διατεθειμένος να επενδύσω τις 740
ευρώ που μου ζητούσε, δεν θα μπορούσα να το πάρω μαζί μου. Η εξαγωγή γνήσιων
παλαιών αντικειμένων δεν επιτρέπεται, και οι υποψήφιοι αρχαιοκάπηλοι
τιμωρούνται αυστηρά.
Τα ανατολίτικα χαλιά είναι
η πιο σοβαρή επιχείρηση στο Παζάρι. Υπάρχουν περίπου 200 καταστήματα χαλιών. Ο
Μπουρχάν Υνλύζου, ένας νευρώδης τριαντάρης, ο καλύτερος έμπορος χαλιών στο
Παζάρι, είναι τυπικό δείγμα της δυναμικής νέας γενιάς που σιγά-σιγά παίρνει στα
χέρια της τις επιχειρήσεις. Μιλάει γερμανικά και γαλλικά, και αντιμετωπίζει το
επάγγελμα του μ' εκείνη την ειλικρινή αφοσίωση που χαρακτηρίζει τους ερευνητές.
«Ο πατέρας μου, πριν από εμένα, είχε μαγαζί στο Παζάρι,» λέει, «και κόλλησα από
μικρός τον πυρετό των χαλιών.» Ο Μπουρχάν διατηρεί στοκ από 2.000 περίπου
ωραιότατα χαλιά.
Θαμπώθηκα από τη λάμψη των
ζωηρών χρωμάτων, ιδιαίτερα των φλογερών κόκκινων, που κυριαρχούν στα τούρκικα
χαλιά. Θαμπώθηκα επίσης από τα περίπλοκα σχέδια των μικρών χαλιών της
προσευχής. «Τα χαλιά,» λέει ο Μπουρχάν, «είναι προϊόν της νομαδικής ζωής.
Υφαίνονται σε φορητούς αργαλειούς και αρχικά προορίζονταν να δίνουν λίγη
ζεστασιά και άνεση στις πρόχειρες σκηνές.»
Ένα κοινό χαλί, ενάμισι
επί δύο μέτρα, κοστίζει γύρω στα 125 ευρώ, αλλά ο Μπουρχάν έχει πουλήσει και
μερικά σπάνια κομμάτια αξίας εκατομμυρίων. Η αστυφιλία, μας εξήγησε, έρριξε
πολλά χαλιά στην αγορά. Γύρω στους 200.000 χωρικοί απ' την Ανατολία καταφθάνουν
στην Κωνσταντινούπολη κάθε χρόνο αναζητώντας δουλειά, και ξεπουλούν τα πολύτιμα
οικογενειακά τους κειμήλια. Η μεγάλη ζήτηση έδωσε επίσης καινούρια ζωντάνια σε
ορισμένα χωριά, όπου μεμονωμένοι παραγωγοί και συνεταιρισμοί παράγουν
χειροποίητα χαλιά για εμπορική κατανάλωση.
Περίπου ένα εκατομμύριο
άνθρωποι περνούν καθημερινά απ' το Παζάρι για να κόψουν δρόμο. Η σκεπαστή αγορά
είναι ένα καλό καταφύγιο όταν βρέχει. Οι χοντροί τοίχοι των μαγαζιών κρατούν
δροσιά το καλοκαίρι. Και πολλοί Κωνσταντινουπολίτες έρχονται εδώ για τη βόλτα
τους. Οι σοβαροί πελάτες είναι μόνο γύρω στις 15.000, πολλοί απ' αυτούς της
μεσοαστικής τάξης, που έρχονται για ν' αγοράσουν υφάσματα, δερμάτινα, κουζινικά
- που είναι συνήθως φθηνότερα εδώ, παρά στα μαγαζιά του κέντρου.
Περπατώντας χάζεψα σε
βιτρίνες γεμάτες με χρυσοκέντητα πασουμάκια χανούμισσας, δερμάτινα σακάκια με
γούνινο γιακά και ψεύτικα φιλντισένια πιστόλια. Καθώς χώθηκα στα ήρεμα
στενοσόκακα της αγοράς, βρέθηκα ξαφνικά στα χρόνια της Βασίλισσας Βικτωρίας,
των σουλτάνων και των τσάρων. Ένας ολόκληρος πολιτισμός έμοιαζε να περιμένει
την ανάσταση του! Φθαρμένα κιάλια όπερας, που κάποτε τα χρησιμοποιούσαν οι
θεατές στο κομψό αυτοκρατορικό θέατρο της Πόλης, που έχει από καιρό γκρεμιστεί.
Εγχειρίδια με ασημένιες θήκες, που τώρα πουλιούνται για χαρτοκόπτες. Βαριές
χρυσές και ασημένιες σιγαροθήκες. Εγγλέζικα ρολόγια τσέπης σε άριστη κατάσταση.
Σερβίτσια από πορσελάνη Σεβρών, απ' τα οποία έπιναν ίσως οι χανούμισσες το
αρωματικό τσάι τους.
Πλησίαζε 7.30 το βράδυ - η
ώρα που το παζάρι κλείνει. Περπάτησα προς την κοντινότερη έξοδο, μαζί με το
κουρασμένο πλήθος. Έξω, ο σύγχρονος ρυθμός ζωής με κατάπιε - τα ταξί να
κορνάρουν βίαια, τα παραφορτωμένα λεωφορεία να κατηφορίζουν με θόρυβο τις
φαρδιές λεωφόρους. Μόλις είχα βγει από μια μαγική «κάψουλα χρόνου», που
διατηρεί ζωντανή την πεμπτουσία της μυστηριώδους Ανατολής.
ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου