Γιατί η Ευρώπη
υιοθέτησε την Ελλάδα
Η αρχαία Ελλάδα
ανασύρεται από την αφάνεια μόλις το 17ο αιώνα μέσω ταξιδιωτικών εντυπώσεων, την
ίδια στιγμή που η Ευρώπη αρχίζει να αυτοπροσδιορίζεται ως κοινότητα πολιτισμού.
Η Ευρώπη είναι αντίγραφο σε μεγέθυνση, εκείνου του οποίου η Ελλάδα υπήρξε
υπόδειγμα σε μικρογραφία
Το παρελθόν δεν μιλά
από μόνο του. Μετατρέπεται σε Ιστορία μέσω ερμηνευτικών σχημάτων που ενοποιούν
την ιστορική εμπειρία σε συγκροτημένη αφήγηση. Οι ερμηνείες μεταβάλλονται στο
χρόνο κι έχουν κι αυτές τη δική τους ιστορία. Έτσι, π.χ. η «Ευρώπη» δεν πρέπει
να εκλαμβάνεται ως δεδομένη έννοια ή ως παγιωμένη ιστορική οντότητα. Ομοίως, η
ελληνική κληρονομιά για την Ευρώπη δεν υπήρξε ούτε αυτονόητη ούτε αμετάβλητη.
Κάθε άλλο.
Αυτό υποστήριξε και η
συγγραφέας Νάσια Γιακωβάκη σε μια αναθεωρημένη εκδοχή μιας διδακτορικής της
διατριβής με τίτλο "Ευρώπη μέσω Ελλάδας - Μια καμπή στην ευρωπαϊκή
αυτοσυνείδηση, 17ος-18ος αιώνας". Όπως εύστοχα παρατήρησε, «οι ιδέες
περί αρχαίων Ελλήνων είναι για τους Ευρωπαίους, από ένα σημείο και ύστερα,
ιδέες για αυτούς τους ίδιους».
Με άλλα λόγια, οι
αντιλήψεις των «Ευρωπαίων» για την (αρχαία) Ελλάδα συνδέονται άρρηκτα με την
εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους, δηλαδή με την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Είναι
αυτή η διαλεκτική, όχι μονοσήμαντη, σχέση μεταξύ των δύο εννοιών, Ευρώπη και
Ελλάδα, που έχει κρίσιμο ρόλο στο σχηματισμό αμφότερων. Το βιβλίο διερευνά
ακριβώς τις σύνθετες εξελίξεις που οδήγησαν στη σύναψη αυτής της σχέσης
συνανάδυσης, αναδεικνύοντας την ιστορικότητα της. Στο επίκεντρο της μελέτης της
συγγραφέως είναι το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για την Ελλάδα, όπως εκδηλώνεται
κυρίως στο πλαίσιο της περιηγητικής παράδοσης προς αυτήν, που ξεκινά τον ύστερο
17ο αιώνα και κλιμακώνεται προς τα τέλη του 18ου.
Είναι χαρακτηριστικό
ότι εάν με τον όρο «Ευρώπη» δεν εννοούμε απλώς ένα γεωγραφικό προσδιορισμό,
αλλά επιπλέον μια αίσθηση του «συνανήκειν», μια έκφραση συλλογικότητας και
πολιτιστικής διαδρομής, τότε θα πρέπει να περιμένουμε την έλευση του 18ου
αιώνα, ενώ μόλις τη δεκαετία του 1770 αναπτύσσεται και διαχέεται αυτή η αίσθηση
και πέραν των διανοουμένων. Με άλλα λόγια, προηγουμένως Ευρώπη με αυτή τη
σημασία απλώς δεν υπήρχε. Πρώτα συγκροτείται και μετά «ανακαλύπτονται» η
Ιστορία και η καταγωγή της. Όταν η «Ευρώπη» εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα
στο καθημερινό λεξιλόγιο, μια άλλη, η «χριστιανοσύνη», έχει ήδη αρχίσει να
περιθωριοποιείται.. Η έννοια της χριστιανοσύνης που σταθεροποιήθηκε τον 9ο
αιώνα επιβίωσε ουσιαστικά μέχρι το 17ο, ακριβώς γιατί σχετίζεται με τις
νοηματικές μετατοπίσεις που καθιστούν την Ευρώπη από όρο γεωγραφικού
προσδιορισμού σε όρο πολιτιστικής ταυτότητας. Άλλωστε και η λέξη «πολιτισμός»
δεν απαντάται στη Γαλλική Εγκυκλοπαίδεια, ενώ μόλις το 1772 καταχωρίζεται στο
εμβληματικό λεξικό του Σάμιουελ Τζόνσον. Ευρώπη και πολιτισμός θα γίνουν
ζευγάρι, αξεδιάλυτο πλέον, το 19ο αιώνα.
Κατά την Αναγέννηση,
οι Έλληνες έχουν μια θέση δευτερεύουσα κι έμμεση. Έτσι, στους δυτικούς
περιηγητές του «Λεβάντε», της Ανατολής του 16ου και 17ου αιώνα, η Ελλάδα
βρίσκεται παντού και πουθενά. Με την έννοια ότι αναφέρεται, αλλά όχι ως σαφής
ταξιδιωτικός προορισμός, αποτελεί μεν στάση αλλά όχι προορισμό. Η αρχαία Ελλάδα
δεν είναι απούσα αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούν να αναδειχθούν ξεκάθαρα κι
αυτοτελώς τα χαρακτηριστικά της. Η Ανατολή ορίζεται από το δίπολο
Κωνσταντινούπολη-Ιερουσαλήμ και κατά το 16ο αιώνα το ενδιαφέρον εξακολουθεί
ακόμη να εστιάζεται στην Κωνσταντινούπολη, την ελληνική και τη χριστιανική
πτυχή της, όχι ακόμη στην κλασική Αθήνα.
Θα πρέπει να
αναμένουμε τη δεκαετία του 1670 για να δούμε την Αθήνα να αναδύεται από την
αφάνεια και να ανατιμάται. Στα ταξιδιωτικά βιβλία περιγράφεται πλέον
συστηματικά η αρχαία και σύγχρονη τοπογραφία της, εγκαινιάζοντας μια νέα περιηγητική
παράδοση, στο πλαίσιο της οποίας η Αθήνα γίνεται αναγνωρίσιμη, οικεία και το
επίκεντρο της Ελλάδας ως διακεκριμένης πια χώρας. Και η Ακρόπολη αρχίζει να
γίνεται, μόλις τότε, εμβληματικό σημείο αναφοράς.
Είναι χαρακτηριστικό
ότι ακόμη το 1749 ένας περιηγητής υποδεικνύει το Θησείο ως το υψηλότερο δείγμα
αρχαίας αρχιτεκτονικής. Το 18ο και 19ο αιώνα κάθε είδους έρευνα, τοπογραφική,
αρχαιολογική, αρχιτεκτονική, επιγραφική, ακόμη και βοτανολογική, διεξάγεται
στην «ελληνική γη», που συνιστά πλέον προνομιακό πεδίο άντλησης πληροφοριών για
τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και μέσω αυτού μέρος της έγκυρης κι εξακριβωμένης
γνώσης των νεότερων Ευρωπαίων. «Η βαθμιαία και αθόρυβη ανάδειξη της Ελλάδας σε
τόπο καταγωγής του πολιτισμού, που στο σύγχρονο κόσμο ενσαρκώνει η Ευρώπη, και
σε καθρέφτη στον οποίο η Ευρώπη διακρίνει το δικό της πρόσωπο είναι έργο του
18ου αιώνα και έργο που δεν ανήκει προνομιακά σε καμιά "εθνική
παράδοση"».
Η περίφημη Διαμάχη
Νεότερων και Αρχαίων θα τερματιστεί οριστικά το 18ο αιώνα με θρίαμβο του νεωτερικού
πνεύματος έναντι του πνεύματος της αρχαιότητας, μιας αρχαιότητας, όμως, στην
υπηρεσία της θεολογίας και του καθιερωμένου συστήματος γνώσης: «Η πτώση της
αρχαιότητας, νοούμενης ως παραδεδομένης γνώσης, ως προέκτασης των βιβλικών
γραφών, δηλαδή ως έγκυρου συμπληρώματος στην εξ Αποκαλύψεως αλήθεια, είναι
αμετάκλητη». Αυτή η ρήξη θα αποτελέσει συνθήκη για την ανακάλυψη της Ελλάδας,
όχι όμως με τρόπο απότομο ή αυτόματο.
Κλείνοντας ας μείνουμε
σε αυτό που έγραψε ο Ντέιβιντ Χιουμ και το οποίο συμπυκνώνει την
κατάληξη μιας μακρόσυρτης κι αντιφατικής πορείας : «Η Ευρώπη αποτελεί σήμερα
αντίγραφο, σε μεγέθυνση, εκείνου του οποίου η Ελλάδα υπήρξε άλλοτε το υπόδειγμα
σε μικρογραφία».
Από άρθρο
βιβλιοκριτικής του Σωτήρη Βανδώρου στον Ελεύθερο Τύπο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου