«Κείων νόμιμο: Στην αρχαιότητα οι Κείοι άνω των 70 ετών έπιναν το κώνειο σε εποχές πολιορκίας,
που δεν έλειψαν ποτέ, ώστε να φθάνουν τα τρόφιμα για τους νεώτερους».
που δεν έλειψαν ποτέ, ώστε να φθάνουν τα τρόφιμα για τους νεώτερους».
Μια
επίσκεψη στην ΚΕΑ του 2009
Το καλοκαίρι ανοίγει πανιά.
Ας γνωρίσουμε τη μικρή Κέα με τη μεγάλη ιστορία...
Γράφει η Ελένη Μπιστικά
Δαφνόφυλλο, ριγμένο στο
πέλαγος, για να παραφράσουμε τον Κύπριο ποιητή Λεωνίδα Μαλένη, η μικρή Τζια
ανήκει στις Κυκλάδες και ας είναι μόλις 12 ναυτικά μίλια απόσταση από το
Σούνιο! Είναι η δυτικότερη των Κυκλάδων και λόγω πλούτου εδάφους σε
μεταλλεύματα, ιδίως μίλτο για αγγειοπλαστική, αλλά και σε μετάξι και σε
προηγμένη μελισσοκομία, έχει γνωρίσει περιόδους οικονομικής ακμής, έκοψε
νομίσματα, πολέμησε για την ανεξαρτησία της, μπήκε στην Ευρώπη μόνη της, με
προξένους από τα ευρωπαϊκά κράτη, τοποθετημένους στο νησί, με μεγάλη κίνηση
στον κόλπο Σαν Νικολά, όπου άραζαν τα πλοία για να παραλάβουν και να μεταφέρουν
εμπορεύματα, κάρβουνο και φορτία.
Τώρα, στο λιμάνι στο
Λιβάδι αράζουν τα κότερα, τα ταχύπλοα και τα πλοία της γραμμής, καθημερινά από
το Λαύριο και τακτικά από τον Πειραιά. Γιατί, όσο κι αν είναι κοντά στην Αττική,
η Τζια διατηρεί τον αιγαιοπελαγίτικο χαρακτήρα του κυκλαδικού νησιού,
τουλάχιστον πριν αποφασίσει να στραφεί στον τουρισμό, ως κύρια πηγή πλουτισμού.
Ορεινό, σκληροτράχηλο
νησί, κατοικείται από την ύοτερη νεολιθική εποχή, ο Ηρόδοτος αναφέρει πως είναι
«νήσος ιωνική», έως ότου από τη Ναύπακτο ήρθε ο ήρως Κέως και της έδωσε το
όνομα του Κέως ή Κέω, για να κατοικηθεί και από Λοκρούς. Δεν υπήρξε κατακτητής
που να μην πέρασε από το μικρό, αλλά σε άριστη γεωγραφική θέση, νησί! Μάλιστα,
ο Μάρκος Αυρήλιος το 42 π.Χ. τη δώρισε στους Αθηναίους και η σχέση διατηρείται
ως σήμερα, με τη θάλασσα να ενώνει, αλλά και να χωρίζει.
Οι Φράγκοι την ονομασία «Κέα»
την έκαναν Τζια. Τζια, και η επαρχία Κέας και Κορησσίας είναι τα διοικητικά της
κέντρα, με το παραθαλάσσιο Βουρκάρι και τη Χώρα, ψηλά, να έχουν τακτικούς
επισκέπτες, πολλούς παραθεριστές αλλά και μόνιμους κατοίκους που έχουν σηκώσει
δικό τους μπαϊράκι και μάλλον καλά κάνουν!
Σάββατο, μία η ώρα το
μεσημέρι, στο λιμάνι του Λιβαδιού μόνο οι ψαράδες, που έχουν έρθει από τα
ξημερώματα με τις τράτες, φέρνοντας φρέσκα ψάρια, μελανούρια, σκορπίνες και
μπαρμπούνια, δουλεύουν, μπαλώνουν δίχτυα, ετοιμάζονται για νέα εξόρμηση, «όσο
είναι μπουνάτσα», μας λέει ο ψαράς κυρ-Νίκος με το «Μαριώ»!
Παντού ησυχία, στο δρόμο
σχεδόν κανείς, το Λιβάδι μοιάζει ακατοίκητο, κι όμως, όταν πλησιάσεις στα
μαγαζιά, είναι όλοι στη θέση τους, κάθονται και κουβεντιάζουν μεταξύ τους, δεν
τους πολυνοιάζει για τους Έλληνες που «αυτό το καλοκαίρι μένουν Ελλάδα». Τους
ξένους περιμένουν, το κύμα των τουριστών που τέτοια εποχή άλλοτε είχε αρχίσει.
Πανέτοιμο να τους δεχτεί, περιποιημένο, με τραπεζομάντιλα μπλε καρό και λουλούδια
-γεράνια και μπουκαμβίλιες-, το εστιατόριο στο λιμάνι είναι άδειο. Σ' ένα
τραπέζι ο ιδιοκτήτης με δύο φίλους του, ο ένας δημοσιογράφος, τα λένε. «Θα
'ρθουν οι τουρίστες; Εχετε κρατήσεις;» «θα δείξει, νωρίς είναι ακόμα», απαντά ο
Κείος, όπως ο πνευματώδης προγονός του Σιμωνίδης. Το 'χει φιλοσοφήσει,
περιμένει και αυτός, όπως όλες οι Κυκλάδες, τους Βόρειους και συνάλλαγμα
φέροντες... Εως τότε, καλοί είναι και οι
Αθηναίοι και οι Πειραιώτες που έρχονται για το Σαββατοκύριακο, αράζουν στο
απάνεμο ασφαλές λιμάνι, φωτογραφίζουν τους λόφους με τα παλαιά κτίσματα, που η
αρχαιολογική υπηρεσία κήρυξε διατηρητέα, και έτσι έσωσε τον χορταριασμένο λόφο
με τα αμάραντα από την άναρχη δόμηση της «κυκλαδίτικης» μεζονέτας, που έχει
κατακυριεύσει το Βουρκάρι. Γειτονικό το πέτρινο ηπειρώτικο σπίτι του Θύμιου
Παπαγιάννηστην ποιοτική μοναξιά του.
Αλλά η μικρή αμμουδιά όπου
ανθίζουν κρινάκια, «διατηρητέα» και αυτά, ας ελπίσουμε, λόγω φροντίδας του
τοπικού εξωραϊστικού συλλόγου, έχει μαζέψει ήδη τον κόσμο της «για το πρώτο
μπάνιο». Άλλοι ήρθαν με θαλαμηγούς, άλλοι με ιστιοφόρα και άλλοι με το πλοίο
της γραμμής, μαζί με τις εφημερίδες του Σαββάτου. Και όλοι μπήκαν, διστακτικά
στην αρχή, ξεθαρρεμένα στη συνέχεια, στα καθαρά νερά, απλώς δροσερά και ας
είναι μόνο μέσα Μαίου. Αξέχαστο το πρώτο μπάνιο, από τα μικράτα μας το
μετρούσαμε, σημάδι αλάθητο ότι ήρθε πια το καλοκαίρι, μαζί οι διακοπές, ό,τι
καλύτερο περιμένει κανείς από τη χρονιά του! Στα βράχια, λεία και γυαλιστερά,
πεταλίδες και στα ριζά, κάτω από το νερό, κόκκινοι αυγωμένοι αχινοί που,
αργότερα, ανοιγμένοι, με λεμόνι, αποτελούν τον καλύτερο μεζέ για μεσημεριάτικο
ούζο.
Ας μην έχει η Τζια εκεί,
όπως είδαμε, αναζητώντας τα, πρακτορείο ΟΠΑΠ ή μηχάνημα ανάληψης χρημάτων, «το
άτιμο» όπως λένε το ATM. Έχουν τράπεζες και τους φτάνει. Φωτογραφείο, με όλων
των ειδών τα φιλμ εκτός από εκείνα για τις επαγγελματικές ψηφιακές μηχανές -η
πρόθυμη κοπέλα που μας εξυπηρέτησε είναι Αλβανή. Όμως, η Θάλεια, με τα
φημισμένα της αμυγδαλωτά, σπιτικά χειροποίητα, αν και σε μεγάλες πια ποσότητες,
λόγω ζήτησης, είναι Κεία, μικρασιατικής καταγωγής. Ολημέρα τα φτιάχνει, κι ο
σύζυγος, στο σκιερό τραπέζι με τα λευκά και χρυσά κουτιά, μπρος στο μαγαζί τα
πουλά, σε απόλυτα προσιτή τιμή και εξαιρετική ποιότητα. Κυρία Θάλεια, γεια στα
χέρια σας, τα τιμήσαμε, πήραμε και για να κεράσουμε τους φίλους μας! «Έχει και
στην Κορησσία μεγάλο μαγαζί», λέει ο σύζυγος. Τη νύχτα ο Φάρος μάς κλείνει το
φωτεινό του μάτι. Τη μέρα το ρολόι της Αγίας Τριάδας χτυπά τις ώρες. Τι άλλο να
ζητήσει κανείς; Πήραμε τις φωτογραφίες μας και σηκώσαμε άγκυρα για την
επιστροφή.
Από το «Κ» της Καθημερινής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου