Ένα
αποκηρυγμένο ποίημα
Το
πρώτο ουσιαστικά «καβαφικό» στιχούργημα ειρωνικό κράμα πεσιμισμού και κυνισμού.
Γράφει η Μαρία Τσάτσου
Ο Καβάφης έγραψε 23
«Αποκηρυγμένα» από τον ίδιο ποιήματα μεταξύ 1886 και 1898. Τα ποιήματα αυτά
(εκδ. Ίκαρος 1983) παρέμειναν πάντα έξω από το κυρίως σώμα του καβαφικού έργου.
Το ενδιαφέρον τους έγκειται φυσικά στο ότι προοιωνίζονται τον Καβάφη της
ωριμότητας ο οποίος αρχίζει να διαμορφώνει την ποιητική του από το 1901 και
εξής. Οι παραλλαγές, μέχρι να υιοθετηθούν ορισμένες τελικές λέξεις ή εκφράσεις,
είναι πολύ ενδιαφέρουσες: επιβεβαιώνουν πόση δουλειά και αισθητική γνώση έβαζε
στο γράψιμο του και πόσο τον απασχολούσε η μουσική του λόγου του, χωρίς ποτέ να
είναι φανατικά μουσικόφιλος.
Οι «Κτίσται» για
παράδειγμα. Είναι το τρίτο κατά σειρά αποκηρυγμένο του, του 1891. Γραμμένο τη
χρονιά που πέθανε ξαφνικά ο δευτερότοκος αδελφός του Πέτρος, ενώ δύο χρόνια
πριν έχει πεθάνει ο αγαπημένος του φίλος Μικές Ράλλης. Χαρακτηρίζεται «σαν το
πρώτο "Καβαφικό" ποίημα γιατί εδώ συναντούμε για πρώτη φορά εκείνο το
περίεργα ειρωνικό κράμα στωικότητας, πεσιμισμού και κυνισμού που βρίσκεται στο
υπόβαθρο πολλών ποιημάτων του». (Καβάφης, R. Liddell).
Απόηχοι του υπάρχουνε
βέβαια στα «Τείχη», αλλά και στα «Παράθυρα» και σε πολλά άλλα, όχι απαραίτητα
«κλειστοφοβικά» ποιήματα που θα μπορούσε ίσως να δει κανείς ζωγραφικές
περιόδους στη διάταξη του ποιήματος. Τουλάχιστον τρεις. Αρχίζει με το «Η
Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη» - σε ένα στιλ ακαδημαϊκού ρομαντισμού, τύπου
Γύζη ας πούμε και συνεχίζει έτσι για τέσσερις στίχους περιγράφοντας πως οι
εργάτες-άνθρωποι οι «Κτίσται» δουλεύουν ώστε το θείο, το κεφαλαίο Π της Προόδου
να πραγματωθεί μέσα από τον ανθρώπινο μόχθο.
Ήδη, στο τέλος του
τελευταίου στίχου του τετράστιχου (το ποίημα έχει μορφή σονέτου), έχουμε μια
αλλαγή. «Θύελλα, αιφνίδιός τις σάλος / εάν επέλθη...». Η περιγραφή που
ακολουθεί υποβάλλει ένα στυλ πρώιμου εξπρεσιονισμού, τύπου Ιερώνυμου Μπος, θα
λέγαμε. Κατά κύματα οι «Κτίσται» ορμούν
να υπερασπιστούν - άραγε μέχρι θανάτου;- το υπό κατάρρευσιν δημιούργημα τους.
Δεν νομίζω ότι το εγκαταλείπουν όπως φαίνεται να πιστεύει ο Liddell. Μάλλον
πρόκειται για μια βιβλική κοσμοχαλασιά ή καταστροφή, σαν της Βαβέλ ή της
Ιεριχούς. Το μέγεθος της ελπίδας και της προσμονής που χάθηκε καταλαμβάνει το
πρώτο τρίστιχο. Απελευθέρωση από τη δουλεία της εργασίας, μακροζωία, τα αγαθά
προ της πτώσεως.
Ένας παράδεισος, τι άλλο;
Απωλεσθείς εν προκειμένω. «Αλλ' η μυθώδης γενεά ουδέποτε θα ζήση», αρχίζει το
τελευταίο τρίστιχο του σονέτου. Υπάρχει η αίσθηση ενός ανθρωποκτόνου θεού, μιας
απηνούς δυνάμεως που κατακρεουργεί το έργο της. Όχι μόνον αυτή, Η ύφανση του
ποιήματος σχίζεται και η ίδια. Η λεία οθόνη της άφταστης τελειότητας γίνεται
κουρέλι. Το παλαιικό, λίγο ακαδημαϊκό ύφος φεύγει. Στο «Αλλά». Και αναδύεται ο
Καβαφικός τόνος. Κυνικός και σαρκαστικός όσο μας αρέσει. Αλλά και ανελέητα
πείσμων. Εωσφορικός μεν, λυσιτελής δε· «η τελειότης του αυτή το έργον θα
κρημνίοη / κ' εκ νέου πώς ο μάταιος κόπος αυτών θ' αρχίση».
Ώστε η υπερφίαλη μανία της
τελειότητας κρημνίζει το έργο. Τι θα κάνουν οι «Κτίσται;» Οι «Κτίσται» δεν
εγκαταλείπουν ποτέ: μανιασμένα, πεισματάρικα, ίσως μη ξέροντας, θα συνεχίζουν
το μη-έργο, έργο τους. Για μια γενιά, για μια ζωή ίσως.
Οι κύκλοι της ιστορίας του
Vico. Αλλά και η έννοια της ύβρεως. Και η ελπίδα της αιώνιας αναγέννησης. Είναι
μοιραίο η πληθωρικότητα των ερμηνειών να ελλοχεύει αποκρουστικά, ναι
αποκρουστικά, για το σεμνό μεγαθήριο που άκουσε στο όνομα Κωνσταντίνος Π.
Καβάφης (την εποχή των «Κτιστών» Κ.Φ.Κ. από το πατρώνυμο Φωτιάδη της μητέρας
του).
Ας μη κινηθεί κανείς. Ο
αθάνατος νεογέρων, μεταμφιεσμένος, γλιστρά σε μια πάροδο της λεωφόρου Ραμλιού
χώνεται σ' ένα αποκηρυγμένο σοκάκι και, καταργώντας κάθε έννοια χρονικότητας,
συναντά τον ένα και μοναδικό έρωτα του: τη Δόξα.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 4.5.1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου