Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΤΟΥ 1920
Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΤΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ
ΠΟΡΦΥΡΑ
Ποιος ήταν ο Πειραιάς του Πορφύρα (1879-1932); Ποια
ήταν αυτή η μοναδική πολιτεία των θαλασσινών του εικόνων και των μακρινών του
ονειροπολήσεων; Ασφαλώς ένας άλλος Πειραιάς, πολύ διαφορετικός απ' το
σημερινό. Πρέπει να επισημανθεί η ουσιαστική αυτή λεπτομέρεια, γιατί στο
σύγχρονο τσιμεντοκρατούμενο Πειραιά, μια πόλη χωρίς καμιά μαγεία και, το
κυριότερο, χωρίς καμιά ποίηση, είναι βέβαιο ότι ο Πορφύρας θα ήταν αδύνατο να
εγκλιματιστεί και να επιβιώσει, αφού τίποτα δεν θα τον ενέπνεε και ανάμεσα στ'
άλλα θα έχανε και τη μοναξιά του. Για να γίνει πιο ευδιάκριτη αυτή η διαφορά,
θα ήταν ενδιαφέρουσα, μια αντιδιαστολή της Γεωγραφίας του Πειραιά στη δεκαετία
του '20, με τη Γεωγραφία του σύγχρονου πολυθόρυβου επίνειου της πρωτεύουσας.
Τότε ο Πειραιάς διατηρούσε ακόμη την παλιά ειδυλλιακή του όψη. Κάθε γειτονιά
ήταν και μια μικρή νησιωτική πατρίδα. Όπως στην Αθήνα, κάτω απ' την Ακρόπολη, ήταν τ' Αναφιώτικα, έτσι κι ο
Πειραιάς είχε τα Καλυμνιώτικα, τα Συριανά, τα Ναξιώτικα, τα Κρητικά, τα
Ικαριώτικα, τα Σαντοριναίϊκα, τα Υδραίικα και τα Καρπαθιώτικα. Σήμερα αυτές οι
μικρές γραφικές πατρίδες έχουν ισοπεδωθεί. Αναχωνεύτηκαν από άλλες και τις σάρωσαν οι επιμειξίες. Δεν αποτελούν
πια τις χαριτωμένες εκείνες κοινωνίες του άλλοτε, με τη δική τους γλώσσα και τα
δικά τους έθιμα κι έχουν μείνει σήμερα, μόνο σαν τοπωνύμια, για να θυμίζουν
άλλες εποχές. Εκεί κάπου και η Φρεαττύδα. Το άντρο των θαλασσινών Θεών. Πιο
πέρα τα βράχια της Πειραϊκής, όπου ο Πορφύρας έκανε τους μακρινούς περιπάτους
του δίπλα στο κύμα. Λίγα καφενεδάκια με την παραδοσιακή τους μορφή, έχουν
διασωθεί εκεί, καταφύγιο μερικών γέρων καραβοκύρηδων, καρτερώντας την ώρα της μπουλντόζας
και της αντιπαροχής.
Ο Πειραιάς του Πορφύρα ήταν μια άλλη πόλη. Μια πόλη
γεμάτη αίσθημα, χάρη και ρομαντισμό. Με τα μονώροφα και διώροφα φρεσκοασβεστωμένα σπίτια, με τα
κεραμίδια και τ' ακροκέραμα τους, τη
χαρούμενη γειτονιά με τη γραφική αυλή και την κληματαριά της, τους γλυκομίλητους
και απλούς ανθρώπους της. Μένει μόνο στη μνήμη, μια ξεθωριασμένη ζωγραφιά από
παλιά σκηνογραφία του μπάρμπα Σπύρου Βασιλείου, γεμάτη γαλήνη, εγκαρδίωση και θαλασσινή φρεσκάδα, πού χάθηκε στο παρελθόν.
Οι μικρές
γειτονιές του Πειραιά, με τις γλάστρες πού ευωδίαζαν στις αυλόπορτες, με τ' αγιοκλήματα
και τα φούλια, τις μαντζουράνες και το βασιλικό, τις αρμπαρόριζες και τις
βουκαμβίλιες, ήταν η ίδια η ποίηση. Αυτός ήταν ο κόσμος του Πορφύρα. Σ' αυτόν εδώ
τον παράδεισο, ζούσε με τη γριά μάνα του τη Ζηνοβία τη Συριώταινα.
Όμως, πάνω απ' όλα, ο Πειραιάς πού αγάπησε ο
Πορφύρας, ήταν ο Πειραιάς της παλιάς παραδοσιακής ταβέρνας — για την ακρίβεια
της μπακαλοταβέρνας. Ήταν ο Πειραιάς της γνήσιας, της «ξανθόεσσας» βαρελίσιας
ρετσίνας. Είναι γνωστό τι κόσμο ζωής έκρυβε για τον Πορφύρα η ταβέρνα. «Η
ταβέρνα είναι λεπτό πράμα», συνήθιζε να λέει και το λόγο αυτό τον έκανέ πράξη.
Καθώς είχε δηλώσει σε συνέντευξη του στον Κωστή Μπαστιά («Ελληνικά Γράμματα»
1930), το κρασί το έμαθε στο στρατό. Ήταν γι' αυτόν, όχι μόνο βιολογική ανάγκη,
άλλ' απόλαυση της ψυχής και «νου κάτοπτρον», καθώς τ' ονόμασαν οι αρχαίοι.
Ήξερε να διαλέγει το καλό κρασί. Μπορούσε να
πιει σε μια βραδιά και μια οκά ρετσίνα, μ' ελάχιστο μεζέ. Τα τελευταία πέντε χρόνια
της ζωής του η ταβέρνα του είχε γίνει καθημερινό βίωμα. Υπέφερε απ' το στομάχι
του κάνοντας αυστηρή δίαιτα, μολονότι το πάθος της οινοποσίας τον είχε κάνει σχεδόν
αλκοολικό, πάθος πού υπερκερνούσε σε ολέθριες συνέπειες τη σχολαστική προσοχή
πού έδινε στη διατροφή του. Έτρωγε σα
σπουργίτης, τροφή πού ήταν μάλλον πρόσχημα στον εαυτό του για να πιει. Πήγαινε συχνότερα
στην ταβέρνα του Κουλουριώτη πού ήταν κοντά στο σπίτι του (Λεωφόρος Χαριλάου
Τρικούπη 30). Ωστόσο δεν είχε μόνιμο στέκι εκεί. Πολλοί τον συναντούσαν στις
ταβέρνες του Τρίχα και του Γουζούαση στη Φρεαττύδα, στου Κωστάλα, στον ψαράδικο
καφενέ του Δέδε, στου Διονυσιάδη και σ' άλλα οινομαγειρεία της Πειραϊκής.
Ένας γέρο καπετάνιος, ο Πέτρος Πρωτόπαπας, απ'
τους τελευταίους ταβερνόβιους της χρυσής εκείνης εποχής του Πειραιά, ξεκομμένος
στη συνοικία της Καλλίπολης, μου είπε τα παρακάτω λόγια για την εικόνα της
παλιάς πειραιώτικης ταβέρνας του Πορφύρα:
"-
Οι χαριτωμένες εκείνες μπακαλοταβέρνες, με την αγνή φέτα, τις νόστιμες
ελιές, την αυθεντική φασολάδα, το λαχταριστό κρεμμύδι, την τετράπαχη ρέγγα και
την κεχριμπαρένια ρετσίνα, εξαφανίστηκαν σχεδόν όλες. Κι όσες απόμειναν είναι
ανορθογραφίες των παλιών. Τότε οι ταβέρνες ήταν η μια καλύτερη απ' την άλλη.
Και να πεις πώς ήταν λίγες; Στα 1930, η Άγια Σοφιά, ο Αη Βασίλης, η Καλλίπολη, το Χατζηκυριάκειο και
η Καστέλα, κρατούσαν πάνω από 250 μπακαλοταβέρνες. Στα 1949 πού μπήκα στον πειρασμό
νά τις μετρήσω, ήταν κάτι λιγότερο από 200. Σήμερα μετριούνται ατά δάχτυλα,
άσε πού δεν έχουν ούτε καλή φέτα, ούτε γνήσια ρετσίνα. Δεν υπάρχουν πια
ταβερνιάρηδες. Οι παλιοί ήταν... καλλιτέχνες. Καλλιτέχνες γνήσιοι και
πολλοί απ' αυτούς.. . μεγαλοφυΐες.
Ο Πειραιάς ήταν τότε χαριτωμένη πόλη. Με άρτιο ρυμοτομικό
δίκτυο και σχέδιο, με νεοκλασικά διώροφα σπίτια, με γραφικές πλατείες, με
ζωντανές συνοικίες και γειτονιές, με κουκλίστικα καπετανόσπιτα, με παστρικές
παραλίες και με τα Φάληρα στις δόξες τους. Απ' το 1923 κι ύστερα, ο Πειραιάς
έχασε την ενδοχώρα του. Την κατέλαβαν, μετά την καταστροφή του 1922, οι
προσφυγικοί καταυλισμοί, πού κύκλωσαν τον Πειραιά και τον έσφιξαν θανάσιμα. Με
τον πόλεμο, ήρθε η δεύτερη καταστροφή. Όσα γκρέμισαν οι βομβαρδισμοί, δεν
ξανάγιναν όπως ήταν πριν. Απ' τη δεκαετία του '50, ο Πειραιάς ήταν πια "υποβαθμισμένος"
κι οι έμποροι του μπετόν ολοκλήρωσαν την καταστροφή, κάνοντας τον Πειραιά, παράκτια
συνοικία της καταστραμμένης Αθήνας. Κι η πειραϊκή γειτονιά; Πάει κι αυτή.
Καταστράφηκε η χαροπαλεύει. Χιλιάδες νέα διαμερίσματα γέμισαν με κάθε καρυδιάς
καρύδι κι οι περισσότεροι Πειραιώτες δε γνωρίζουν ποιοι κατοικούν πάνω τους,
κάτω τους, η δίπλα. τους."
Είχε δίκιο ο γέρο καπετάνιος. Μόνο με αυτή τη χρονική
αναδρομή, θα μπορούσε κανείς να μπει στο κλίμα του Πορφύρα. Στο κλίμα πού τον
γαλούχησε και τον ενέπνευσε.
Ο Πορφύρας ωστόσο ανέβαινε και στην Αθήνα, άλλα
εξαιρετικά σπάνια. Στη δεκαετία του 1910, ερχόταν αραιά και που, στο καφενεδάκι
της Δεξαμενής, όπου σύχναζαν οι λόγιοι της εποχής. Ο Γιώργος Πράτσικας μαρτυρεί
πώς τον συναντούσε κάποτε-κάποτε,
γύρω στο 1920, στο «Μαύρο Γάτο», ένα καφενείο στη γωνία Ασκληπιού και
Ακαδημίας, μάλλον κακόφημο, πού πήρε τ' όνομά του από το περίφημο ομώνυμο φιλολογικό
παρισινό καμπαρέ. Εκεί μαζεύονταν πολλοί λογοτέχνες κι οι φιλολογικοί καυγάδες
ήταν συχνοί. Ο Πορφύρας όμως, σα να μην υπήρχε. Δεν βρισκόταν στο κλίμα του.
Την ατμόσφαιρα της αθηναϊκής ταβέρνας, ιδιαίτερα στα Εξάρχεια πού ανέβαινε στη
χάση και στη φέξη, μας δίνει αρκετά εκφραστικά, ο ηθοποιός Αλέξης Μινωτής.
Αξίζει τον κόπο να πάρουμε μια γεύση:
"Με
μερικούς φιλολογούντας φίλους πήγαινα κι εγώ, νέος τότε ηθοποιός, σ'
αυτά τα πενιχρά συμπόσια στην καρδιά ή στις συνοικίες της Αθήνας, στις
ταβέρνες, πού φιλοξενούσαν τα άστεγα νεοελληνικά γράμματα, - "κατεστημένο"
τότε δεν υπήρχε ακόμα στον «μαλλιαρό» αυτό τομέα της διανόησης, ούτε Ακαδημίες,
ούτε Στέγες Γραμμάτων, ούτε θέσεις Διευθυντών στα ανύπαρκτα ακόμα Κρατικά θέατρα,
ούτε πρόθυμοι εκδοτικοί οίκοι, αλλά ούτε και χρήματα, αναγκαστικά δε, άλλα κι από
μποέμικη διάθεση, το «πνεύμα» επικοινωνούσε «ξεροσφύρι» ανάμεσα στους
θεράποντες του, στα γλιτσιασμένα τραπέζια της υπόγας της οδού Χαβρίου ή, τα
καλοκαίρια, στο κηπάριο της ταβέρνας του Καλλέργη στην οδό Μεταξά, στα
Εξάρχεια, ή αλλού, ακόμα και στα κοντινά προάστεια.
Ο Πορφύρας, ο Βάρναλης, ο ΚαρθαΙος, ο
Χατζοπουλος (- Μποέμ), ο Βουτυράς, ο Σπαταλάς, ο Σπεράντζας, ο Κάρλ Ντητριχ (Γερμανός
Ελληνιστής), ο Σπύρος Μελάς κάποτε, κι απ' τους νεώτερους ο Καρυωτάκης, ο Πάνος
Ταγκόπουλος, ο Γιώργος Σταυρόπουλος, ο Φώτος Γιοφύλλης, ο Πώλ Νορ, ο Μάριος
Βαγιάνος, ο Δούμας, ο Νέστορας Οικονόμου, ο Βασίλης Μεσολογγίτης και άλλοι
διάσημοι και άσημοι, μαζεύονταν παρέες-παρέες γιά ένα κατοστάρι, καμιά καλή
κουβέντα, κανένα πείραγμα, ή σε ώρες διάχυσης για καμιά απαγγελία ποιήματος, το
συχνότερο του παρόντος στη συντροφιά ποιητή. Ο Κόντογλου, ο Μπαστιάς, ο
Βασίλης Ρώτας, ερχόταν κι αυτοί άλλα στη χάση και στη φέξη. Ο Πορφύρας συνήθιζε ν'
απαγγέλλει τα δικά του ποιήματα ο ίδιος με μια άχνη τρυφερή φωνή πού μόλις ακουγόταν
κι έπρεπε για να 'χει επιτυχία, να είχε αδειάσει το μαγαζί απ' τους πληβείους στις πολύ αυγινές ώρες. Γι αυτό
προτιμούσε να μας καλεί στο Πασαλιμάνι στου Κουλουριώτη την ταβέρνα πού
εξουσίαζε εκεί σαν Πειραιώτης ο ίδιος, και πού μόνο η παρουσία τον επέβαλε σιωπή
και σεβασμό, ακόμα και ατούς ψαράδες τον δυναμίτη, της Φρεαττίδας.
Σε τέτοιες άπλες ώρες και ευκαιρίες εγκάρδιες, πρόκοβε
ο καημός για ποιητική έκφραση, μα και η ενημέρωση των νεώτερων πού άκουγαν τον
Μελά νά αντικρούει τον Βάρναλη τόσο για το βιβλίο του τελευταίου "Ο Σολωμός
χωρίς μεταφυσικη" ή τον Καρυωτάκη να εκθειάζει την ποίηση του Καβάφη".
Όμως
θα ήθελα στο σημείο αυτό, να δώσω τη μαρτυρία ενός συμπότη, συνδαιτυμόνα
της παρέας του Πορφύρα, άνθρωπου του λιμανιού πού τον έζησε από κοντά στην
ταβέρνα, πού είχα πριν χρόνια την τύχη να γνωρίσω. Νομίζω πώς η αφήγηση του
παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί προέρχεται από θαλασσινό απλοϊκό,
μη φιλολογούντα, δοσμένη με τη δική του καθημερινή ματιά, πού δεν είχε λόγους να
ωραιοποιήσει την εικόνα του.
Στα φοιτητικά μου χρόνια το 1962, έτρωγα στο
οινομαγειρείο του κυρ' Γιώργη Παπαγγελάκη στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, πού έχει
πια από χρόνια κατεδαφιστεί. Εκεί έκανα
τη γνωριμία του μπάρμπα Κώστα του Στάμενα, παλιού Πειραιώτη λοστρόμου, γέροντα εβδομηντάρη,
πού έπινε μόνος. Καθόταν πάντα στην ίδια θέση κάτω από μια σειρά κρασοβάρελα,
περιμένοντας υπομονετικά την κυρά Βασιλική -μια ροδοκόκκινη κουνιστή γκαρσόνα -
να του γεμίσει την καράφα. Δεν ξέρω πώς το έφερε η περίσταση και πιάσαμε ένα
βράδυ κουβέντα. Έλεγε ευχάριστες Ιστορίες απ' τα ταξίδια του πού ήταν
ό,τι έπρεπε για να κεντρίσουν την περιέργεια ενός επαρχιώτη πρωτοετή φοιτητή.
Γίναμε φίλοι. Λόγο στο λόγο ανακάλυψα - όχι χωρίς έκπληξη— πώς ήταν ένας
απ' την παρέα του Πορφύρα, στις ταβέρνες της Πειραϊκής. Δεν τον θυμόταν όμως σαν
Λάμπρο Πορφύρα, άλλα σαν κυρ' Μήτσο τον ποιητή.
Πήρα
χαρτί και μολύβι και κατέγραψα τα λόγια του. Να τί μου είπε:
«Στα 1923, λίγο μετά τη μικρασιατική καταστροφή,
ερχόταν στην παρέα μας, στην ταβέρνα
του Γουζούαση, ο κυρ Μητσος, που τον θυμάμαι σα να τον βλέπω τώρα. Γλυκός και ήσυχος
ανθρωπάκος, δεν του φαινόταν πώς ήταν γραμματιζούμενος, ούτε μας είχε μιλήσει
ποτέ για τέτοια. Είχε
φάτσα λίγο κωμική με πολύ μακρυά μύτη. Μόλις τον βλέπαμε να έρχεται στο μαγαζί,
κλείναμε με σημασία το μάτι: "Παιδιά ο μυταρόγκας". Κοντοσούσουμος, χλεμπονιάρης
και ψυχανεμισμένος σαν εφταμηνίτης, καθόταν στην παρέα μας κι οι κουβέντες του
έβγαιναν με το στανιό. Έπινε αργά, αλλά πολύ, σχεδόν ξεροσφύρι. Προτιμούσε
ρετσίνα ή γιοματάρι απ' τα Μεσόγεια και διάλεγε το καλό. Ήξερε από κρασί.
Ερχόταν το παιδί του μαγαζιού ο Ζήσιμος, ένα αγαθό
αλλήθωρο Βουρλιωτάκι και του έφερνε το μισόκιλο στο τραπέζι. Πολλές φορές τον κερνάγαμε
εμείς.
- Όξω απ' άδικο κι από κακιά γυναίκα, κυρ'
Μήτσο.
Γελούσε. Ευγενής κύριος, άλλα σφιχτοχέρης. Τους
μετρούσε τους παράδες. Δεν ξέραμε πώς ήταν ποιητής. Δε μιλούσε ποτέ για τέτοια.
Μόνο μια βραδιά μας είπε ένα τραγούδι της ταβέρνας:
Πάρε
μαχαίρι κόψε με και ρίξε τα κομμάτια μουμάτια μου !
και ρίξ' τα μέσα
στο γιαλο.
Άπ'
τη στιγμή πού μ' άφησες τον κόσμο αυτό σιχάθηκα χάθηκα
και
δεν ελπίζω πια καλο.
Τόλεγε ένας Τσιριγώτης λάθος κι εκείνος τον διόρθωσε
κι είπε τα λόγια σωστά.
Ξενερισμένοι στον Πειραιά από πολλών μηνών
ταξίδι, πηγαίναμε τα βράδυα στις ταβέρνες και το ρίχναμε στο πιοτό και το
λακριντί. Θυμάμαι πώς ρωτούσε, άμα το 'φέρνε η κουβέντα αν πιάσαμε Ινδίες (Μάντρας).
Φαίνεται πώς τον ενδιέφερε να μάθει τα χούγια τους. Του άρεσαν οι ιστορίες. Ήταν
περίεργος να τα μαθαίνει όλα. Θυμάμαι μια φορά, ήρθε στην παρέα μας ένας
ναύτης, ο Δημητράκης ο Χριστίδης -ώρα του καλή άν ζει
- πού 'χε στο μπράτσο μια γοργόνα με τατουάζ. Τον ρωτούσε λοιπόν πώς γίνεται
το τατουάζ, πώς τρυπιέται το δέρμα, πώς πέφτει στους πόρους το ζεστό μελάνι, αν
υπάρχει τρόπος να βγει, αν πονάει κι ένα σωρό άλλες τέτοιες λεπτομέρειες.
Μια άλλη μέρα μας ρώτησε πώς λέγεται το νόμισμα
της Λιβερίας κι αν είχαμε παλιά νομίσματα να του δώσουμε για τη συλλογή του.
Λέγαμε πολλές ιστορίες σκαμπρόζικες για γυναίκες και τέτοια, πού τις άκουγε μ'
ενδιαφέρον. Ήταν μπεκιάρης και μποέμ. Δεν έδειχνε κανένας θεούσος. Του άρεζαν
αυτά. Εμείς τον πειράζαμε:
— Άντε
κύρ' Μήτσο να παντρευτείς.
— Μπά ! ποια θα με δει εμένα.
Τόβλεπε πώς ήταν κακοσούσουμος. Ποια γυναίκα θα
τον έβλεπε. Εμείς το βιολί μας.
— Γιατί κυρ Μήτσο; Το πορτο Λεόνε έχει μπόλικο θηλυκό.
Χάθηκαν οι γυναίκες;
Δεν ήθελε τέτοιες κουβέντες. Κουνούσε το κεφάλι
κι έκλεινε τη συζήτηση.
— Τέτοια
ώρα, τέτοια λόγια.
Κάποιοι της παρέας, έλεγαν πώς ο άνθρωπος ήταν
ανίκανος και πώς τάλεγε αυτά γιατί αυτός δε μπορούσε...
Ίσως νάκρυβε κάποιο δράμα. Ποιος ξέρει. Έτσι πιστεύαμε. Όμως όλοι τον σέβονταν και κανείς δεν τον πρόσβαλε,
έξω από μερικά αθώα πειράγματα. Ίσαμε τότε
δεν ξέραμε πώς ήταν ποιητής. Ώσπου ένα
βράδυ την ώρα πού πίναμε, ήρθαν στο τραπέζι δυο νεαροί (ο ένας θυμάμαι με
γυαλιά) πού είπαν πώς είναι δημοσιογράφοι, και τού ζήτησαν να μιλησουν. Εκείνος
ξαφνιάστηκε. Φαίνεται πώς ενοχλήθηκε. Μας ζήτησε συγγνώμη και πήγαν και κάθισαν
σ' άλλο τραπέζι στο βάθος τού μαγαζιού. Εμάς μας φούσκωσε η περιέργεια. Συνέντευξη
με τον κυρ' Μήτσο; Τι τον ήθελαν
οι δημοσιογράφοι; Ρωτήσαμε το Ζήσιμο. Αυτός φαίνεται πώς ήταν καλά
πληροφορημένος και μας είπε πώς ο κυρ' Μήτσος ήταν ποιητής κι ήταν γνωστός
με το παρατσούκλι Πορφύρας. Κι άλλη φορά, μάς είπε, ήρθαν και του πήραν
συνέντευξη.
Σαν τέλειωσε η κουβέντα τους, γύρισε πάλι στην
παρέα μας, ξαναζητώντας συγγνώμη, χωρίς να μας πει τίποτα για τη συνέντευξη.
- Ήταν κάτι φίλοι, μάς είπε μόνο.
Ούτε εμείς τού είπαμε τίποτα. Υστερ' από λίγο σηκώθηκε, μάς καληνύχτισε κι
έφυγε. Από τότε μετρούσαμε
πολύ τα λόγια μας. Απορούσαμε
κιόλας. Τι δουλειά είχε τού λόγου του, γραμματισμένος άνθρωπος με μάς. Από τότε δεν ξαναμιλήσαμε πια για
γυναίκες, ούτε ξανάπαμε μπροστά του, άλλες τέτοιες χοντρές κουβέντες. Έπεσε
πολύς σεβασμός. Φαίνεται πώς το κατάλαβε κι ίσως να στεναχωρήθηκε πούχασε την
ανωνυμία του. Ξανάρθε κάνα δυο φορές ακόμα στο στέκι μας κι υστέρα τον χάσαμε.
Μάθαμε πώς πήγε σ' άλλο μαγαζί. Ήθελε φαίνεται να μας αποφύγει.
Εγώ ύστερ' από ένα μήνα μπαρκάρησα για
Μπουένος Άιρες και δεν ξανάκουσα γι'
αυτόν".
Αυτή ήταν η ιστορία του μπάρμπα Κώστα του Στάμενα, πού
κράτησα στα χαρτιά μου.
Ποιός όμως ήταν ο Λάμπρος Πορφύρας;
Ο Λάμπρος Πορφύρας
(ψευδώνυμο του Δημητρίου Σύψωμου, 1879 - 4 Δεκεμβρίου 1932) ήταν λυρικός
ποιητής της μεταπαλαμικής περιόδου.
Γεννήθηκε το 1879 στη Χίο
και λίγα χρόνια αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά του πρώτα στη Σύρο και το
1884 στον Πειραιά.
Γράφτηκε στη Νομική Σχολή
Αθηνών αλλά δεν πήρε το πτυχίο λόγω βαριάς ασθένειας. Από το 1900 αφοσιώθηκε
στην ποίηση και ξεκίνησε να μελετά ελληνική και ξένη λογοτεχνία κυρίως δε τους
Γάλλους και Άγγλους λυρικούς, τα έργα των οποίων διάβαζε από το πρωτότυπο.
Έμεινε για μικρά χρονικά διαστήματα στο Παρίσι, στο Λονδίνο και σε άλλες
ευρωπαϊκές πόλεις. Πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους, αλλά και στον Ά Παγκόσμιο
πόλεμο ενώ πήρε μέρος και στην κίνηση για τη δημοτική γλώσσα και υπήρξε από
τους ιδρυτές της Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ένωσης ή κίνησης οποία είχε σκοπό
την επικράτηση του Σοσιαλισμού και του Δημοτικισμού. Το 1923 τιμήθηκε με το
Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών. Πέθανε στον Πειραιά το 1932.
Ο Πορφύρας ήταν πρώτος
εξάδελφος του αρχιτέκτονα και Ακαδημαϊκού Δημήτρη Πικιώνη και του δημοσιογράφου
και συνιδρυτή της εφημερίδας Το Βήμα Γεωργίου Συριώτη.
Το έργο του
Πρώτη φορά εμφανίστηκε στα
γράμματα ενώ ήταν ακόμα μαθητής, με το ποίημα του Η θλίψη του μαρμάρου που
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στάδιον το 1894 και από το 1895 συνδέθηκε με τους
φιλολογικούς κύκλους στην Αθήνα. Το 1920 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Σκιές,
που ήταν η μοναδική συλλογή του Πορφύρα που εκδόθηκε ενόσω ζούσε. Μετά το
θάνατό του εκδόθηκε, με φροντίδα του αδερφού του, η ποιητική συλλογή Μουσικές
φωνές (1934) που τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο των Γραμμάτων καί των Τεχνών
από την Ακαδημία Αθηνών την επόμενη χρονιά. Το 1956 εκδόθηκαν τα Άπαντα του, με
εισαγωγή για τη ζωή και το έργο του, τα ποιήματα των δύο συλλογών του, την
αλληλογραφία του, κριτικά υπομνήματα σχετικά με το έργο του κ.α.
Ό Πορφύρας μετέφρασε έργα πολλών
μεγάλων ξένων λογοτεχνών.
Ο Πορφύρας ήταν άνθρωπος
μελαγχολικός, και έζησε μοναχική ζωή μακριά από τους κοινωνικούς κύκλους, και από
τον βιοποριστικό αγώνα αφού είχε καλή οικονομική κατάσταση. Ήταν θαμώνας της
απλής λαϊκής ταβέρνας και στους στίχους
του τραγούδησε τον έρωτα, τη θάλασσα και την ελληνική φύση, τα ταπεινά πράγματα
και τα θλιμμένα ειδύλλια.
Ακολούθησε μεν το
συμβολισμό διαμόρφωσε όμως ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Η γλώσσα του είναι
απλή και η διάρθρωση των στίχων του δε διακρίνεται από πρωτοτυπία. Όμως την
ποίησή του τη χαρακτηρίζει η γλυκύτητα της έκφρασης, η μουσικότητα του τόνου
και η αρμονία. Ποιήματα του μελοποιήθηκαν από Έλληνες συνθέτες και
μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. Είχε προσωπικούς φίλους τους λογοτέχνες
Δημοσθένη Βουτυρά, Κώστα Βάρναλη, Κώστα Πασαγιάννη, Γεράσιμο Σπαταλά, Φώτο
Γιοφύλλη κ.α.
Ο Λάμπρος Πορφύρας
συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά π.χ. το περιοδικό Τέχνη, το περιοδικό
Διόνυσος, τα Παναθήναια, Νέα Ζωή κ.α.
ΠΗΓΕΣ:
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1990 : Απόσπασμα από το άρθρο του
Δημήτρη Νικορέτζου "ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ"
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου