Ο ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΣ
ΠΟΥ ΗΞΕΡΕ ΑΠΟ ΜΟΔΑ
Το πράσινο κροκοδειλάκι
που έγινε συνώνυμο της χαλαρής κομψότητας εξακολουθεί να κοσμεί εδώ και σχεδόν
80 χρόνια μερικά από τα καλύτερα ρούχα και αξεσουάρ του κόσμου. Η εταιρεία που
εμπνεύστηκε ο πρωταθλητής του τένις Ρενέ Λακόστ το 1933κερδίζειτρόπαια στον
επιχειρηματικό στίβο με την ίδια άνεση που ο ιδρυτής της κέρδιζε τα κύπελλα και
τα τουρνουά μέχρι το 1929, οπότε και αποσύρθηκε. Ο τελειομανής σπόρτσμαν που
χαιρόταν το παιχνίδι μετέδωσε στην εταιρεία του την ίδια φιλοσοφία απαράμιλλη,
μοναδική ποιότητα, αλλά με άνεση και αντισυμβατικό στυλ.
Από το 1925 ώς το 1932,
τέσσερις Γάλλοι σάρωναν με νίκες τα γήπεδα του τένις. Κέρδισαν 20 τίτλους Grand
Slam και οδήγησαν τη Γαλλία σε έξι συνεχόμενες νίκες στο αμερικανικό Κύπελλο
Ντέιβις, σε μια εποχή που το τουρνουά αυτό ήταν τόσο διάσημο όσο σήμερα το
Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου. Οι τενίστες αυτοί ήταν ο Ζαν Μποροτρά, ο Ανρί
Κοσέ, ο ΖακΜπρουνιόν και ο Ρενέ Λακόστ, οι «τέσσερις σωματοφύλακες» του
γαλλικού τένις. Από αυτούς, ο Ρενέ Λακόστ μεσουράνησε από το 1925 ως το 1929
(No 1 στον κόσμο το 1926 και το 1927) και ήταν ο μόνος που κατάφερε να
ξαναγίνει διάσημος, τη δεύτερη φορά ως επιχειρηματίας. Ξεκινώντας από τη
δημιουργία του διάσημου polo shirt με σήμα τον κροκόδειλο, το 1933, έχτισε μια
αυτοκρατορία ένδυσης και αξεσουάρ, η οποία σήμερα περιλάμβανα -εκτός από τον
εξοπλισμό για σπορ- δερμάτινα είδη, υποδήματα, αρώματα, οπτικά, ρολόγια,
υφάσματα επιπλώσεων, ζώνες, κινητά τηλέφωνα, κοσμήματα κ.ά. Με ετήσιο τζίρο
πάνω από 1,4 δια ευρώ και την ιδιοκτησία να παραμένει στην οικογένεια, η
Lacoste είναι ένα λαμπρό παράδειγμα διαχρονικής επιτυχίας, που δεν στηρίχτηκε
ούτε στη διαφήμιση ούτε στις τάσεις της εποχής. Από την αρχή έφτιαχνε απλώς τα
καλύτερα ρούχα στον κόσμο.
Το
γονίδιο της επιτυχίας
Ο Ρενέ Λακόστ γεννήθηκε
πλούσιος. Ο πατέρας του, όχι. Ο Ζαν-Ζιλ Λακόστ (γενν. 1861) ήταν ένα ορφανό
παιδί από κάποιο χωριό της δυτικής Γαλλίας, που πήγε στο Μπορντό για να βρει
την τύχη του. Εκεί, παράλληλα με την εργασία του, έγινε μέλος στον τοπικό
σύλλογο κωπηλασίας, στον οποίο οι εξαιρετικές επιδόσεις και οι νίκες του τον
έκαναν πασίγνωστο και πολύ αγαπητό στην πόλη.
Ενας από τους καλύτερους
φίλους του ήταν ο Αγγλος επιχειρηματίας Ουίλιαμ Μπετς, ο οποίος είχε εργοστάσιο
ηλεκτροκινητήρων. Ο Μπετς πρότεινε στον Ζαν-Ζιλ, το 1888, να δουλέψει μαζί του
και να αξιοποιήσει τις διασυνδέσεις που είχε με την ελίτ της περιοχής. Ήταν η
εποχή που μόλις είχε εφευρεθεί το αυτοκίνητο και η εταιρεία του Μπετς προμήθευε
με εξαρτήματα τις μεγαλύτερες εταιρείες του χώρου. Το 1892, ο Λακόστ άφησε τον
Μπετς και ίδρυσε, μαζί με συνέταιρο, την Gianoli & Lacoste στο ίδιο
αντικείμενο και με ιδιαίτερη επιτυχία. Από το 1903 και μετά ήταν μόνος του,
ψάχνοντας συνεχώς για νέες ευκαιρίες, εισάγοντας ευρεσιτεχνίες για αυτοκίνητα
και αεροσκάφη. Γνωστός πια και πλούσιος, ανήκε ήδη στην επιχειρηματική
αφρόκρεμα της χώρας. Η συνεργασία του με την Hispano-Suiza σήμαινε ότι δεν
υπήρχε προηγμένο όχημα σε στεριά και αέρα που να μη φέρει δικές του συσκευές
και εξαρτήματα.
Ο Ρενέ Λακόστ (γενν. 1904)
άρχισε να παίζει τένις στα 14 χρόνια του, στη διάρκεια οικογενειακών διακοπών. Όπως
και ο πατέρας του στην κωπηλασία, είχε αμέσως ιδιαίτερη επιτυχία και σύντομα
εγκατέλειψε κάθε σκέψη για σπουδές, για να γίνει αθλητής. Όπως είδαμε,
διέπρεψε. Η σύζυγος του, Σιμόν, ήταν πρωταθλήτρια του γκολφ -κέρδισε 13 φορές
το γαλλικό πρωτάθλημα- και ήταν η πρώτη μη Βρετανίδα που κέρδισε το τουρνουά
British Ladies το 1927. Η κόρη τους, Κατρίν (γενν. 1945), έγινε παγκόσμια
πρωταθλήτρια του γκολφ στα 19 της, κέρδισε αμέτρητα τρόπαια τις δεκαετίες του'
60 και του' 70 ενώ παίζει με ξεχωριστή επιτυχία μέχρι και σήμερα ως μέλος της
εθνικής ομάδας για γυναίκες άνω των 50 ετών.
Ένα
λογότυπο και ένα μπλουζάκι
Η ιστορία για το πώς
γεννήθηκε το λογότυπο είναι γνωστή και χιλιοειπωμένη, αλλά όσοι τη διηγούνται
ξεχνούν συνήθως μια σημαντική λεπτομέρεια: το παρατσούκλι του Ρενέ Λακόστ ήταν
«αλιγάτορας» και το απέκτησε το 1923 μετά μια θριαμβευτική νίκη στις ΗΠΑ - όπου
το ζώο αυτό αφθονεί στους βάλτους του Νότου. Με την επιστροφή του στη Γαλλία, ο
Τύπος κάπως έπρεπε να εξηγήσει το νέο όνομα του πρωταθλητή, αλλά την εποχή
εκείνη σχεδόν κανείς δεν ήξερε τι σημαίνει αλιγάτορας, όλοι όμως ήξεραν τον
κροκόδειλο. Έτσι, ο Λακόστ έγινε γνωστός ως The Alligator στις ΗΠΑ και Le
Crocodile στην πατρίδα του. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Ρενέ χρειάστηκε ένα
έμβλημα για την εταιρεία αθλητικών ειδών που ξεκινούσε, δεν υπήρξε δεύτερη
σκέψη· ζωγράφισαν έναν κροκόδειλο.
Σήμερα, πολλοί θα τον
απέτρεπαν από το να συνδέσει τη σπορ ένδυση με ένα κοντόχοντρο και κακάσχημο
ερπετό. Την εποχή εκείνη, όμως, η λέξη δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά... Ρενέ
Λακόστ· σε κανέναν δεν θύμιζε σαύρα. Η συμμαχία του με τον Αντρέ Ζιλιέ,
ιδιοκτήτη της μεγαλύτερης κλωστοϋφαντουργίας στη Γαλλία, γέννησε το σχέδιο
petit pique (με κωδική ονομασία L1212), ύφανση που, με τις σχετικές βελτιώσεις,
μένει αξεπέραστη έως σήμερα και εξακολουθεί να αποτελεί κορυφαίο παράδειγμα
ποιότητας και αντοχής· τα μπλουζάκια Lacoste όχι μόνο δεν ξεχειλώνουν με τη
χρήση, αλλά και το λευκό χρώμα τους δεν κιτρινίζει και δεν «θαμπώνει». Γι'
αυτό, σε συνδυασμό με την κλασική και ταυτόχρονα σπορ εμφάνιση τους, κρατούν
για χρόνια τη θέση τους στην γκαρνταρόμπα μας.
Δημιουργώντας
στυλ
Ο Ρενέ Λακόστ έβαζε πάντα
το στυλ πολύ ψηλά στις προτεραιότητες του. Ήδη από τις πρώτες του εμφανίσεις
στα γήπεδα του τένις είχε πάντα στο μυαλό του πώς η εμφάνιση θα συνδυαζόταν
αρμονικά -ενίοτε και εντυπωσιακά- με την απόδοση του στον αγώνα. «Φέτος, η Γαλλία
μας έστειλε δύο εξαιρετικά παραδείγματα αντρικής μόδας του τένις», σχολίαζε
ένας συντάκτης σε αγγλική εφημερίδα λίγο μετά τον τελικό του Γουίμπλεντον του
1925. «Αναφέρομαι στο λευκό κασκέτο του κ. Λακόστ και στον μαύρο μπερέ του κ.
Μποροτρά».
Στην καθημερινή του ζωή, ο
Λακόστ έδινε στην εμφάνιση την ίδια ακριβώς σημασία: «Με υποδέχτηκε φορώντας
ένα φαρδύ φανελένιο παντελόνι», έγραφε ένας Γάλλος δημοσιογράφος που του πήρε
συνέντευξη το 1926, «και μπλε ζακέτα με αμερικανικό κόψιμο. Η γραβάτα του ήταν
κοντή και φαρδιά με μικρό κόμπο. Τα μαλλιά του στρωμένα με πομάδα, με χωρίστρα
στη μέση- Και τα φρύδια του τριμαρισμένα στις άκρες».
Ως τις αρχές της δεκαετίας
του '30, η επίσημη «στολή» ενός παίκτη του τένις ήταν μακρύ παντελόνι με ζώνη,
μακρυμάνικο button-down πουκάμισο και, ανάλογα με την εποχή, κουμπωτή ζακέτα η
καζάκα με λαιμό V. Οι γυναίκες φορούσαν παρόμοια με τα καθημερινά τους ρούχα
και ήταν συνήθης η εικόνα να τρέχουν να προλάβουν το μπαλάκι κρατώντας στο ένα
χέρι τη ρακέτα και στο άλλο την -ενοχλητική και παντελώς ακατάλληλη για σπορ-
φούστα τους. Οι άντρες άρχισαν να αποκαλύπτουν τα πόδια τους περίπου τότε·
άντρες και γυναίκες δεν φόρεσαν σορτς μέχρι το 1933. Και αφορμή για να φορέσουν
όλοι πια κοντομάνικα πόλο μπλουζάκια ήταν η εμφάνιση του Γάλλου Αντρέ Μερλίν
στον τελικό του Κυπέλλου Ντέιβις το 1933, όπου φόρεσε Lacoste. Εκείνη την
ημέρα, το κροκοδειλάκι έκανε και επισήμως το ντεμπούτο του σε κανονικό αγώνα
και έκτοτε δεν έχει χάσει ούτε μία χρονιά. (Αν και ο ίδιος ο Λακόστ είχε
τοποθετήσει το λογότυπο στα αθλητικά σακάκια του ήδη από το 1927 -και τι
λογότυπο! Έπιανε το μισό του στέρνο-, δεν το έφερε πάνω του στη διάρκεια του
αγώνα.)
Τα επόμενα χρόνια η
συλλογή Lacoste εμπλουτίστηκε με άλλα είδη προορισμένα για τους παίκτες του
τένις και του γκολφ. Εισήγαγε πρώτη την ατσάλινη ρακέτα, που αντικατέστησε την
κλασική ξύλινη που ήταν σε χρήση ως τη δεκαετία του '60, και κατασκεύασε το
πρώτο μηχάνημα στον κόσμο που πετούσε μπαλάκια του τένις για προπόνηση. Το 1951
τα μπλουζάκια απέκτησαν για πρώτη φορά χρώμα, ενώ το 1952 -σχεδόν τριάντα
χρόνια μετά τα «βαφτίσια» του σε αμερικανικό έδαφος- ο κροκόδειλος πέρασε για
πρώτη φορά τον Ατλαντικό. Και αυτήν τη φορά κανείς δεν τον έλεγε αλιγάτορα.
Στη
φωλιά του κροκόδειλου
Σήμερα υπάρχουν 90
παραλλαγές του κλασικού πόλο -αντρικά, γυναικεία, παιδικά, σε μεγάλη ποικιλία
υφασμάτων-, ενώ μια έκδοση του κλασικού petit pique προσφέρεται με λεπτή πλέξη
για καλύτερη εφαρμογή και ελαφρύτερη αίσθηση- Αν και η εταιρεία διαθέτει
εργοστάσια σε πολλές χώρες, εξακολουθεί να κατασκευάζει το αυθεντικό polo στη
Γαλλία, στο εργοστάσιο της Τρουά, λίγο έξω από το Παρίσι. To «GK» είχε επισκεφτεί
τις εγκαταστάσεις αυτές και, όπως γράφαμε τότε, οι μηχανές δεν σταματούν σχεδόν
ποτέ, προκειμένου να καλυφθούν οι παραγγελίες που έρχονται από 114 χώρες του
πλανήτη. Από τα βαφεία περνούν 170 τόνοι υφάσματος σε 24ωρη βάση και ο χρόνος
της διαδικασίας βαφής αγγίζει τις 9 ώρες. Για κάθε πόλο μπλουζάκι απαιτούνται
από 20 έως 25 χλμ. νήματος υψηλής ποιότητας, τα οποία μεταμορφώνονται σε 230
γραμμάρια απόλυτης άνεσης.
Η καλλιτεχνική ομάδα, υπό
τις εντολές του νέου της διευθυντή, από τον περασμένο Σεπτέμβριο, Πορτογάλου,
Φελίπε Ολιβέιρα Μπατίστα, ετοιμάζει τα νέα σχέδια, ενώ η ομάδα που εργάζεται
στα χημεία της Devanlay (του ομίλου που παράγει κατ αποκλειστικότητα τα είδη
ένδυσης που φέρουν το λογότυπο Lacoste) προτείνει κάθε σεζόν δεκάδες νέες
χρωματικές αποχρώσεις και είναι ζήτημα τιμής το χρώμα αυτό να διατηρείται
αναλλοίωτο. Οι ποιοτικοί έλεγχοι είναι εξαντλητικοί, προκειμένου να
διασφαλιστεί ότι ο κροκόδειλος -στις σωστές διαστάσεις, στο σωστό σημείο και
στη σωστή απόχρωση- θα κοσμήσει ένα απολύτως άρτιο πόλο, που δεν θα προδώσει
τον ιδιοκτήτη του ακόμη και ύστερα από 15 χρόνια πλυσίματος στους 40 βαθμούς.
Για τα αξεσουάρ που φέρουν
το λογότυπο της, η Lacoste συνεργάζεται με τους πιο ειδικούς: τη Samsonite για
τα δερμάτινα είδη, την Procter & Gamble για τα αρώματα και την Pentland για
τα παπούτσια. Ανάμεσα στις 114 χώρες στις οποίες έχει παρουσία, οι
σημαντικότερες αγορές της Lacoste είναι η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η
Ιταλία και η Ισπανία. Η Ελλάδα έχει το προνόμιο να είναι η 2η χώρα στον κόσμο (μετά
τη Γαλλία) σε πωλήσεις σε αναλογία πληθυσμού.
Σήμερα, τα ηνία κρατάει ο
Μισέλ Λακόστ, γιος του Ρε-έ, που διαδέχθηκε τον αδελφό του Μπερνάρ, ο οποίος,
με τη σειρά του, είχε αναλάβει το 1964. Η Lacoste, με το όνομα της εδραιωμένο
ως μια από τις μεγαλύτερες και πιο αξιοσέβαστες εταιρείες παγκοσμίως, διανύει
τα καλύτερα και πιο δημιουργικά της χρόνια. Πάντα με έναν -συμπαθητικό, σχεδόν
χαμογελαστό- κροκόδειλο στο στήθος.
GK/O5-2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου