Οι Ιταλοί επιτίθενται στο αλβανικό μέτωπο. Οι εχθροπραξίες άρχισαν στις 5.30' π,μ. της 28ης 'Οκτωβρίου, μισή ώρα πριν εκπνεύσει το τελεσίγραφο. Το σχέδιο του στρατηγού Βισκόντι Πράσκα ήταν απλό: επίθεση στο κέντρο της ελληνικής παρατάξεως και κύκλωση των δυνάμεων μας.
Τι έγραψαν οι Ιταλοί για την 28η Οκτωβρίου
Πολλά έχουν γραφεί και γράφονται κάθε χρόνο για την επίθεση των Ιταλών στην Ελλάδα και το Αλβανικό Έπος. Το κείμενο που δημοσιεύουμε εδώ όμως, αποκτά ιδιαίτερη σημασία επειδή έχει γραφεί από Ιταλό δημοσιογράφο και έχει δημοσιευθεί στον ιταλικό Τύπο. Το συμπέρασμα είναι σαφές: Οι Ιταλοί δεν ήθελαν αυτό τον πόλεμο και αρνήθηκαν πεισματικά να μισήσουν τους Έλληνες.
Τη νύχτα της 27ης προς την 28η Οκτωβρίου του 1940, στα Τίρανα, πρωτεύουσα του βασιλείου της Αλβανίας, oι Ιταλοί δεν κοιμήθηκαν. Στο σπίτι του τοποτηρητή Φραντσέσκο Τζακομόνι δινόταν γιορτή: Οι καλεσμένοι, κυρίως αξιωματικοί της αεροπορίας που άλλοι είχαν φθάσει πριν μερικές μέρες κι άλλοι το ίδιο βράδυ μαζί με τον Γκαλεάτσο Τσιάνο, περίμεναν την ώρα μηδέν. Το τελεσίγραφο προς την Ελλάδα έληγε στις 6 το πρωί.
Στις ώρες της αναμονής μιλούσαν για τη νίκη, αστειεύονταν. «Σε λίγες μέρες στην Αθήνα». «Ραντεβού στην Ακρόπολη». «Ραντεβού στο "Κινγκ Τζώρτζ"».
Ήταν ακόμη σκοτάδι, όταν ξεκίνησαν με αυτοκίνητα για το αεροδρόμιο. Οι κυρίες θέλησαν να τους συνοδέψουν φέρνοντας μαζί τους λουλούδια και γλυκά. Ήταν αναστατωμένες. Παρακαλούσαν τους πιλότους να τις πάρουν μαζί τους. Συγκινητικοί αποχαιρετισμοί.
Ο καιρός ήταν κακός, Ο ουρανός συννεφιασμένος, παντού λακκούβες με νερά. Λίγο πριν λήξει το τελεσίγραφο, τα αεροπλάνα έφυγαν για την πρώτη τους πτήση με νοτιοανατολική κατεύθυνση. Για μερικές μέρες, ως τις αρχές Νοεμβρίου, τα Ιταλικά αεροπλάνα απογειώνονταν από τα Τίρανα ή την Απουλία, για να βομβαρδίσουν την Ελλάδα.
Ο υπουργός των Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, που με μεγάλη ανυπομονησία περίμενε την έναρξη των εχθροπραξιών -ήταν ό πόλεμος του, όπως έλεγε, γι' αυτόν είχε δουλέψει ολόκληρο το καλοκαίρι - βρισκόταν συνεχώς εν πτήσει. Την 1η Νοεμβρίου έφθασε στη Θεσσαλονίκη, στις 2 πέταξε πάνω από την Πάτρα; Αλλά αεροπλάνα έφθασαν ως την Κρήτη, μακριά από το θέατρο των επιχειρήσεων. Στον ουρανό της Ηπείρου, πάνω από την Πίνδο, τα Ιταλικά αεροπλάνα έκαναν αραιές εμφανίσεις.
Ο Μουσολίνι με Ιταλούς τραυματίες τον αλβανικού μετώπου
Γύρω στις 5.30 το πρωί της 28ης 'Οκτωβρίου, τα Ιταλικά στρατεύματα άρχισαν να περνούν τα σύνορα, νωρίτερα απ' ότι είχε προβλεφθεί, και προχώρησαν με βιάση στο εχθρικό έδαφος. Το σχέδιο του στρατηγού Σεμπασπάνο Βισκόντι Πράσκα, ανώτατου διοικητή της Αλβανίας, ήταν φαινομενικά απλό και λογικό. Στα μισά του μετώπου, από το Λεσκοβίκι ως τα γιουγκοσλαβικά σύνορα, oι Ιταλοί θα κρατούσαν αμυντική στάση. Εκεί βρίσκονταν αναπτυγμένες οι μεραρχίες Πάρμα, στην πρώτη γραμμή, και Βενέτσια, Πιεμόντε και Αρέτσο στα μετόπισθεν. Η επίθεση θα γινόταν από την άλλη μεριά, από το Λεσκοβίκι ως τη θάλασσα με πέντε μεραρχίες: Τη Τζούλια, τη Φερράρα, την Τσεντάουρο, τη Σιένα και το Ραγκρουπαμέντο Λιτοράλε του στρατηγού Ριβόλτα που αποτελείτο από γρεναδιέρους, βερσαλιέρους, άνδρες των τεθωρακισμένων και Ιππικό.
Ή «Τζούλια» έπρεπε να προωθηθεί και να καταλάβει την Πινδο, για να κόψει την επικοινωνία ανάμεσα στην Μακεδονία και στην Ήπειρο. Θα έφθανε στο Μέτσοβο, σ' απόσταση 70 χιλιομέτρων από τα σύνορα, για ν' αναδιπλωθεί μετά στα δεξιά ώστε να καταλάβει την πόλη των Ιωαννίνων. Τό Ραγκρουπαμέντο Λιτοράλε, στο άκρο δεξιό του μετώπου, θα έφθανε στην καρδιά της Ηπείρου καταλαμβάνοντας στα δεξιά τα λιμάνια και περικυκλώνοντας στ' αριστερά τα Γιάννενα με σκοπό να συναντήσει την «Τζούλια». Στις άλλες τρεις μεραρχίες είχε ανατεθεί ή μετωπική επίθεση.
Για την επιτυχία του σχεδίου του ο στρατηγός υπολόγιζε σε τέσσερις παράγοντες: απόβαση στην Κέρκυρα για ενίσχυση του Ραγκρουπαμέντο Λιτοράλε, άμεση άφιξη ενισχύσεων, επέμβαση της αεροπορίας και πολιτικοστρατιωτική κατάρρευση της Ελλάδας. Το είχαν υποσχεθεί ό Μουσσολίνι και ο Τσιάνο, που είχαν μελετήσει την επιχείρηση από την αρχή του καλοκαιριού.
Ο Τσιάνο με τον Αντε Πάβελιτς, αρχηγό των Γιουγκοσλάβων «ούστάσι».
Στις 3 Ιουλίου ο Τσιάνο γράφει στο Ημερολόγιο του: «Μίλησα έντονα στον Έλληνα υπουργό. Ο Ντέ Βέκκι (διοικητής τότε της Δωδεκανήσου) τηλεγραφεί ότι τα βρετανικά πλοία, και ίσως και τα αεροπλάνα, βρίσκουν στην Ελλάδα προστασία και ανεφοδιάζονται. Ο Μουσσολίνι είναι έξω φρενών. Έχει αποφάσισε ι να δράσει».
Στις 11 Αυγούστου γίνεται πιο συγκεκριμένος: «Ο Μουσσολίνι εξακολουθεί να μιλά για την Ελλάδα και θέλει να μάθει λεπτομέρειες για την περιοχή κοντά στα σύνορα με την Αλβανία. Έχει αρχίσει να προετοιμάζει το έδαφος. Μου έστειλε στη Ρώμη τον Τζακομόνι και τον Βισκόντι Πράσκα με τους οποίους σκοπεύει να δράσει. Μιλά για κεραυνοβόλα επίθεση στην Ελλάδα γύρω στα τέλη Σεπτεμβρίου. Αφού έτσι αποφάσισε, σκέπτομαι ότι συμφέρει να βιαστούμε. Είναι επικίνδυνο να δώσουμε στους Έλληνες τη δυνατότητα να προετοιμασθούν».
Τους επόμενους μήνες, κι ενώ τα γεγονότα στη Μεσόγειο και στην Αφρική κάθε άλλο παρά ευχάριστα είναι για τους Ιταλούς που πολεμούν με τους Άγγλους, η προοπτική μιας νέας στρατιωτικής επιχειρήσεως, που αναγγέλλεται εύκολη και ένδοξη, εξακολουθεί να ερεθίζει τη φαντασία των δύο κυριοτέρων υπευθύνων της Ιταλικής πολιτικής, του Ντούτσε και του υπουργού Εξωτερικών.
Παραδόξως ο Τσιάνο, που μέχρι τελευταία ήταν αντίθετος προς την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, δείχνει επιθετικές διαθέσεις. Ο Ντούτσε αμφιταλαντεύεται, επειδή ξέρει ότι ο Χίτλερ έχει άλλα σχέδια στο μυαλό του. Αντίθετα ο Τσιάνο θέλει να κερδίσει το χαμένο έδαφος, τώρα που ό Άξονας νίκα, για να ξεχαστούν οι ειρηνιστικές και φιλοβρετανικές θέσεις του.
Στις 12 Οκτωβρίου, εφαρμόζοντας το πρόγραμμα του να καταλάβει τα Βαλκάνια και να προετοιμάσει την επίθεση προς ανατολάς, ο Χίτλερ καταλαμβάνει τη Ρουμανία. Γράφει ο Τσιάνο: «Ο Ντούτσε είναι αγανακτισμένος. Λέει ότι η κατάληψη της Ρουμανίας έχει επηρεάσει αρνητικά την Ιταλική κοινή γνώμη. Είπε: "Ο Χίτλερ με φέρνει πάντα προ τετελεσμένων γεγονότων. Αυτή τη φορά θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Θα πληροφορηθεί ότι κατέλαβα την Ελλάδα από τις εφημερίδες. Έτσι, θα αποκατασταθεί η ισορροπία". Τον ρώτησα αν έχει συμφωνήσει με τον Μπαντόλιο. "Όχι ακόμη", απάντησε. '"Αλλά θα απολύσω όποιον θεωρεί δύσκολο να χτυπηθεί με τους Έλληνες". Τώρα πια ο Ντούτσε φαίνεται αποφασισμένος να δράσει. Εγώ πιστεύω ότι Η επιχείρηση είναι χρήσιμη και εύκολη».
Ό αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατάρχης Πιέτρο Μπαντόλιο, δεν συμφωνεί, απειλεί να παραιτηθεί, αλλά δεν το κάνει, προτιμά να τον απολύσουν. Οι άλλοι αρχηγοί, στρατιωτικοί και πολιτικοί, είναι όλοι σύμφωνοι. Ο βασιλιάς, όπως συνήθως, αποφεύγει να εκφέρει γνώμη. Φθάνουμε έτσι στη μοιραία ημερομηνία. «Τα επεισόδια στην Αλβανία πολλαπλασιάζονται. Έχει πια αρχίσει η δράση. Κι όμως, οι τέσσερις διπλωμάτες - ο Γερμανός, ο Ιάπωνας, ο Ισπανός και ο Ούγγρος - στους οποίους έδωσα το κείμενο του τελεσιγράφου προς την Ελλάδα, εξεπλάγησαν», σημειώνει με ικανοποίηση στο Ημερολόγιο του ο Τσιάνο στις 27 'Οκτωβρίου.
Πίστεψε ότι οι Έλληνες δεν θα πρόβαλλαν σοβαρή αντίσταση. Ήλπιζε ότι θα λύγιζαν μπροστά στο τελεσίγραφο. Αλλά Ο Ιωάννης Μεταξάς είπε το «Όχι» και η Ελλάδα ετοιμάσθηκε να αντικρούσει την επίθεση. Σύντομα οι Έλληνες θα άλλαζαν τα πράγματα που στην αρχή έδειχναν να ευνοούν τους Ιταλούς.
Οι Έλληνες δεν είχαν άρματα μάχης και διέθεταν μόνο εκατό περίπου αεροπλάνα. Αλλά οι στρατιώτες ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι. Τα τουφέκια τους ήταν πιο σύγχρονα κατά μισό αιώνα περίπου και πολλά από τα γαλλικής κατασκευής κανόνια τους είχαν μεγαλύτερο βεληνεκές από τα Ιταλικά.
Ο Ντούτσε στο μέτωπο με τους ανώτατους επιτελείς του
Η επίθεση άρχισε όπως είχε προβλεφθεί. Η μεραρχία Πάρμα κράτησε το μέτωπο από το Λεσκοβίκι ως τη Γιουγκοσλαβία για να υπερασπίσει την Κορυτσά και οι πέντε μεραρχίες του ηπειρωτικού μετώπου προχώρησαν γοργά προς τους στόχους τους, με επικεφαλής την «Τζούλια», που αποτελείτο από τα Όγδοο και Ένατο Σύνταγμα, που κι αυτά αποτελούντο αντιστοίχως από δύο και τρία τάγματα.
Μπροστά τους απλωνόταν μια περιοχή γεμάτη βουνά, χωρίς πολλούς δρόμους και χωριά. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά τα σύννεφα σκοτείνιαζαν τη μέρα.Η «Τζούλια», με διοικητή τον στρατηγό Μάριο Τζιρόττι, είχε τρόφιμα για πέντε ήμερες. Οι αποσκευές των στρατιωτών είχαν μειωθεί στο ελάχιστο για να διευκολύνεται η πορεία.
Το απόγευμα της 28ης ξανάρχισε ή βροχή, που συνεχίσθηκε όλη την επόμενη ήμερα. Το απόγευμα της 29ης τα πρώτα τάγματα έφθασαν στο Σαραντάπορο. Το ποτάμι είχε πλημμυρίσει κι απέναντι εξακολουθούσαν τα βουνά. Στις 30 και στις 31 η προέλαση συνεχίσθηκε. Στις 2 Νοεμβρίου κατέλαβαν τη Σαμαρίνα. Oι Έλληνες αντιστέκονταν, υπήρχαν κιόλας oι πρώτοι νεκροί και τραυματίες. Τα τρόφιμα για ανθρώπους και ζώα άρχιζαν να τελειώνουν. Πέρα απ' τα βουνά, ο ουρανός ήταν φλογισμένος. Oι Έλληνες είχαν ανοίξει πυρ.
Οι Ιταλοί αξιωματικοί κοίταζαν τον ουρανό με την ελπίδα να δουν να φθάνει κανένα αεροπλάνο . 'Αλλά από την πρώτη ήμερα της επιθέσεως δεν είχαν δει ούτε ένα. Η βροχή εξακολουθούσε και οι Έλληνες συνέχιζαν να πυροβολούν. Η «Τζούλια» βρίσκεται ακινητοποιημένη ατό κέντρο της Πίνδου κι oι Έλληνες αρχίζουν σιγά - σιγά να την περικυκλώνουν. Όσο για τον στρατηγό Βισκόντι Πράσκα, ήδη από τις 31 είχε καταλάβει ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν τόσο καλά. Κατάληψη της Κέρκυρας δεν είχε γίνει, ενισχύσεις δεν είχαν φτάσει, η αεροπορία δεν συνεργαζόταν με το πεζικό και οι Έλληνες δεν είχαν παραδοθεί ούτε σκόπευαν να το κάνουν.
Ως τις 5 Νοεμβρίου, η «Τζούλια» είχε ήδη χάσει 700 άνδρες. Εκείνο το βράδυ οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση.Ο Τζιρόττι έδωσε εντολή να συνεχισθεί η επίθεση. Οι Έλληνες κατέφθαναν. Στις παρυφές των χωριών η μάχη δινόταν σώμα με σώμα. Στις 2 μ.μ. της 6ης Νοεμβρίου, ό Τζιρόττι έλαβε διαταγή να υποχωρήσει ως την Κόνιτσα, 50 χλμ. πίσω. Η περιπέτεια στην Ελλάδα είχε λήξει.
Σ' όλο το μέτωπο από τα γιουγκοσλαβικά σύνορα ως τη θάλασσα είχε αρχίσει ή υποχώρηση. Παντού κυριαρχούσε πανικός. Στην προσπάθεια να σταλούν ενισχύσεις στην πρώτη γραμμή, στέλνονταν προς τα κει στρατεύματα χωρίς όπλα. Πολλοί έφθαναν σε θέσεις που είχαν ανακατάλαβε ι οί Έλληνες. Σ' αυτή τη σύγχυση προστέθηκε ή κακοκαιρία. Το χιόνι άρχισε να πέφτει από τα μέσα Νοεμβρίου, καταλαμβάνοντας τον Ιταλικό στρατό εντελώς απροετοίμαστο. Χιλιάδες περιπτώσεις κρυοπαγημάτων. Η υποχώρηση πήρε τη μορφή πανωλεθρίας.
Θεσσαλονίκη. Η μακεδονική πρωτεύουσα μετά από βομβαρδισμό της Λουφτβάφφε
Καθώς οι στρατιώτες έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής είχαν να παλέψουν με τη βροχή, το χιόνι, τα κρυοπαγήματα και πάνω απ' όλα με τον Μουσολίνι και τον Τσιάνο. Τον πρώτο τον κατηγορούσαν για έναν πόλεμο που κανείς δεν ήθελε. Τον δεύτερο για την εγκληματική προπαγάνδα του.
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα καταλήψεως της Κλεισούρας, τον Μάρτιο, κανείς πια δεν πίστευε στη νίκη. Οι στρατιώτες ήταν κουρασμένοι κι από τη Ρώμη δέχονταν μηνύματα σαν κι αυτό: «Πρέπει να μισείτε τον δειλό εχθρό». Αλλά δεν ήταν εύκολο να τους πείσουν να μισούν τους Έλληνες και να τους θεωρούν δειλούς, αφού τους έβλεπαν να αντιστέκονται χωρίς να υποχωρούν σπιθαμή.
Η μεγάλη επίθεση του Μουσολίνι είχε τελειώσει, αλλά πριν την εγκαταλείψει εντελώς, συνέχιζε καθημερινά να προκαλεί τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων. Τη νύχτα οι στρατιώτες ανάσαιναν τις μυρωδιές της Άνοιξης που τόσο θα ήθελαν να τους βρει στα σπίτια τους. Τη μέρα απελπίζονταν και σκέπτονταν πως δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ την πατρίδα.
Όλα τέλειωσαν ξαφνικά. Οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Βουλγαρία. Στις 6 Απριλίου κήρυξαν τον πόλεμο στην Ελλάδα και στή Γιουγκοσλαβία. Πριν από το τέλος του μήνα είχε υπογραφεί ή ανακωχή.
MANLIO CANCOGNI
Από το περιοδικό «ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ»
Τ.160. ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1981
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου