Πέρασαν 30 χρόνια από την Κυριακή 18 Οκτωβρίου 1981, όταν ήρθε η «Αλλαγή». Θυμόμαστε τις λεπτομέρειες που έφτιαξαν τη νέα Ελλάδα. Προτού αυτή αλλάξει και πάλι, λίγο πιο βίαια αυτήν τη φορά.
Εκείνο το ζεστό μεσημέρι καθημερινής στις αρχές του καλοκαιριού του 1982, το υπουργείο Εμπορίου έζησε τις πρώτες μεγάλες στιγμές της «Αλλαγής». Το πρωί όλα κυλούσαν φυσιολογικά, όσο φυσιολογικά μπορεί να κυλά η ζωή σε ένα κτίριο που με άνωθεν εντολή είχε κλειδωμένη την κεντρική πόρτα για να αποτρέπει τους ανήσυχους και όχι και τόσο φιλότιμους δημοσίους υπαλλήλους να κάνουν τις καθιερωμένες βόλτες τους εντός ωραρίου. Ο νέος, φιλόδοξος υπουργός έκανε τη βόλτα του στο ισόγειο του κτιρίου, εκεί όπου γίνονταν κάτι πρόχειρες εργασίες και ο τοίχος είχε προσωρινά μια μικρή τρύπα. Ξαφνικά, είδε ένα κεφάλι και στη συνέχεια ένα κοστουμαρισμένο σώμα να ξεπροβάλλει γονατιστό από την τρύπα, με το βλέμμα του κατεργάρη να συνοδεύει την εικόνα του κοπανατζή υπαλλήλου. Η σκηνή ήταν λίγο κινηματογραφική, όπως περιγράφηκε χρόνια μετά στο βιβλίο του υπουργού: «Τον άρπαξα από τα μαλλιά και κρατώντας τον έτσι, στα τέσσερα, φώναξα τους υπόλοιπους υπαλλήλους του υπουργείου. Τους εκφώνησα ένα λογύδριο για την ευσυνειδησία των δημοσίων υπαλλήλων και τον άφησα ελεύθερο. Ηταν τμηματάρχης στο υπουργείο και αποφάσισα να μην τον τιμωρήσω. Δεν θα μπορούσε να δεχθεί μεγαλύτερο εξευτελισμό». Ο νεαρός υπουργός Θεόδωρος Πάγκαλος πίστευε στην «Αλλαγή» και το έδειχνε, ίσως με λίγο υπερβολικά μπρουτάλ τρόπους. Η υπερβολή όμως (και) εκείνη την εποχή ήταν ο κανόνας. Η «Αλλαγή» το επέτρεπε.
Ηταν Κυριακή 18 Οκτωβρίου 1981. Οι εφημερίδες τυπώνονταν αργά, στο Καστρί παρατηρούνταν ασυνήθιστη κίνηση για την εποχή, οι κόρνες έσπαγαν τη μονοτονία από τους πανηγυρισμούς και σε ορισμένα χωριά γίνονταν μάχες σώμα με σώμα ανάμεσα σε νικητές και ηττημένους. Οι περισσότερες από τις κυριακάτικες εκδόσεις των εφημερίδων είχαν προαναγγείλει από το πρωί αυτό που φαινόταν σαν το μέλλον της Ελλάδας: Την πρώτη εκλογική νίκη του ΠαΣοΚ, που σε εκείνες τις εκλογές πήρε το 48,06% των ψήφων και 172 έδρες, έναντι 35,86% της ΝΔ και 10,93% του ΚΚΕ. Η νύχτα ήταν γλυκιά, δεν είχε ιδιαίτερο κρύο, παρ’ όλα αυτά το ζιβάγκο φοριόταν περισσότερο από το συνηθισμένο, κάπως σαν ένα πρώιμο διαφημιστικό Τ-shirt με τη στάμπα του κόμματος, μια ένδειξη διαφοροποίησης της εποχής, μια στυλιστική αλλαγή. Η ελληνική κοινωνία βρισκόταν ενώπιον της τελευταίας συγκλονιστικής και τόσο απτής «Αλλαγής» της. Ως την επόμενη: την τωρινή απότομη αλλαγή προς τα πίσω. Αλλά 30 χρόνια πριν κανείς δεν σκεφτόταν το φουτουριστικό 2011. Ο λογαριασμός δεν είχε καν αρχίσει να γράφεται...
Οι κοινωνίες δεν αλλάζουν από τη μία ημέρα στην άλλη. Και η νοσταλγία κάνει πάντα το παρελθόν να φαίνεται πιο ελκυστικό – ακόμη και σήμερα, ο Γούντι Αλεν με την παλιά αγαπημένη παρελθοντολαγνεία ασχολείται στις ταινίες του. Μόνο που η αναφορά στην εποχή της «Αλλαγής» και στο λάιφσταϊλ της δεν είναι μόνο θέμα αγάπης προς το ρετρό. Τα 80s, εκτός από κωμικά σε θέματα εμφάνισης και ντυσίματος, υπήρξαν κομβικά και καθοριστικά για αυτό που γίναμε στη συνέχεια. Στα 80s εκδηλώθηκαν και στην πορεία κυριάρχησαν και καταστάλαξαν πράγματα – στην κοινωνία, στην οικονομία, στην επικοινωνία – που καθόρισαν τον Ελληνα όπως πορεύθηκε στο τέλος του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα. Το καθόρισαν τόσο βαθιά όσο μια διαφήμιση που σου μένει στο μυαλό από τα παιδικά σου χρόνια και παραμένει εκεί, έτοιμη να ανασυρθεί με την πρώτη νότα της, για να προκαλέσει ένα χαμόγελο γλυκιάς νοσταλγίας.
Η διαφήμιση. Μπορείς να καταλάβεις πολλά για μια κοινωνία παρακολουθώντας τις διαφημίσεις που καταναλώνει. Πριν από λίγα χρόνια στην Ελλάδα διαφημίζονταν κατά κόρον τράπεζες, αυτοκίνητα και κινητά τηλέφωνα, μια κοινωνία σε αφθονία, έτοιμη να ξοδέψει για να ζήσει. Παλαιότερα, και συγκεκριμένα την εποχή της «Αλλαγής», οι διαφημίσεις ήταν πιο απλές, αλλά το μήνυμά τους εξίσου δυνατό. Με κεντρικό σύνθημα «Ο λαός θέλει, το ΠαΣοΚ μπορεί» η παράταξη του Ανδρέα Παπανδρέου εκφράζει, με νέο ιλουστρασιόν τρόπο, το αίτημα της μισής Ελλάδας που θέλει να πάρει «εδώ και τώρα» αυτό που της έχει στερήσει η άλλη μισή. Η «Αλλαγή» φαίνεται στις αφίσες, στη συνθηματολογία, στις φωτογραφίες. Ειρωνικά για τη σημερινή εποχή, μία από τις βασικές αφίσες δείχνει ένα λουκέτο και ένα χέρι: Λίγο προτού κλειδώσει το λουκέτο, το χέρι με τα δύο του δάχτυλα, με αυτά που γίνεται το σήμα της νίκης, αποτρέπουν το κλείσιμό του. Η αναγωγή στη σημερινή εποχή δημιουργεί μόνο θλίψη. Εκείνη την εποχή η λέξη «μικρομεσαίοι» δεν είναι ακόμη λεκτικά ποινικοποιημένη και γι’ αυτό το σύνθημα σε μιαν άλλη αφίσα είναι γραμμένο με κεφαλαία: «Ο λαός θέλει, το ΠαΣοΚ μπορεί να προστατεύσει τους μικρομεσαίους», μια τάξη που στην πορεία των χρόνων εξαφανίστηκε, άλλαξε όνομα στο πιο εύηχο «μεσαία τάξη», ώσπου να αντιμετωπίσει την τωρινή της απόγνωση. Σε ένα άλλο πόστερ, μια χελώνα βρίσκεται δίπλα σε έναν – τουλάχιστον πρώιμο και αστείο για τα σημερινά δεδομένα – υπολογιστή με σύνθημα «Ο λαός θέλει, το ΠαΣοΚ μπορεί να εξαλείψει τη γραφειοκρατία». Οι υπολογιστές έχουν αλλάξει, η χελώνα προφανώς επιβίωσε, ο Στιβ Τζομπς έζησε, κατέκτησε και πέθανε, η γραφειοκρατία ωστόσο παραμένει εξίσου ανθεκτική όσο εκείνη την εποχή.
Εκείνη την εποχή το ΚΚΕ θεωρεί ότι μαζί με ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων το ΠαΣοΚ έκλεψε και το σύνθημα περί «Αλλαγής» και μάχεται για χρόνια για την πατρότητα της εμβληματικής λέξης, που ήταν τόσο δημοφιλής ώστε χρησιμοποιήθηκε και σε διαφημίσεις της εποχής. Οι πάνες Diapers έκλειναν το μάτι στους φρέσκους γονείς-καταναλωτές με το σύνθημα «ποπό μια αλλαγή», ενώ το ταξιδιωτικό γραφείο Γκίνης αναρωτιόταν: «Σας αρέσει η αλλαγή;». Στους περισσότερους άρεσε.
Η εποχή φαίνεται από τα μεγάλα προβλήματά της. Το μεγαλύτερο μαζικό πρόβλημα τότε έμοιαζε να είναι το νέφος. Ενίοτε και ο καύσωνας και όσο περνούσε ο καιρός και το κυκλοφοριακό. Ηταν μια ανέμελη εποχή, ειδικά αφότου ξεπεράστηκαν και τα προβλήματα με το πρώτο – σχεδόν διασκεδαστικό από απόσταση – μνημόνιο με το οποίο ασχολήθηκε το σύγχρονο ελληνικό κράτος: Το μνημόνιο που υπέβαλε ο Ανδρέας Παπανδρέου στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, με τις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης για τις σχέσεις της χώρας με τις ευρωπαϊκές κοινότητες. Τότε που το προεκλογικό σύνθημα «Εξω από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ» μετατράπηκε σε μια άλλη, πιο ρεαλιστική, συμβιβασμένη πραγματικότητα.
Μετά τους πρώτους μήνες διακυβέρνησης του ΠαΣοΚ, όταν οι πρώτοι σαρωτικοί νόμοι αλλάζουν την ελληνική κοινωνία, αναγνωρίζουν την Εθνική Αντίσταση, καταργούν τους φακέλους, παύουν τις διακρίσεις με βάση τις πολιτικές πεποιθήσεις, καθιερώνουν την ισότητα των δύο φύλων, (προσπαθούν να) συμφιλιώνουν τα σώματα ασφαλείας με τον λαό, αλλάζουν βασικούς νόμους στον συνδικαλισμό, επιτρέπουν τον πολιτικό γάμο και πέρα από τα δικανικά λόγια, αυξάνουν με απλούς στρογγυλούς αριθμούς – μέσα σε έναν χρόνο – το εισόδημα του μέσου Ελληνα κατά 26%. Το πάρτι αρχίζει.
Κάθε εποχή έχει τον λαογράφο καλλιτέχνη της. Και ανάλογα με το ύφος της, και αυτός την περιγράφει ανάλογα. Στις δικές μας υστερικές εποχές οι σατιρικοί καλλιτέχνες ακολουθούν την πεπατημένη του λαϊκισμού και του αυνανιστικού χαϊδέματος των αφτιών του μέσου πολίτη. Τότε που όταν όλα ήταν πιο διασκεδαστικά και large, τον ρόλο του σημειολόγου γελωτοποιού είχε λάβει δικαιωματικά ο Χάρρυ Κλυνν. Τα περισσότερα σκετς του περιέγραψαν γλαφυρά τον ατομικό σουρεαλισμό της εποχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ένα σκετσάκι στο οποίο ο βαρύς αρσενικός μυστακοφόρος Κλυνν πηγαίνει στο Ηρώδειο και, όταν κάποιος τού απαγορεύει την είσοδο, του κολλάει ένα πεντοχίλιαρο στη μούρη και του λέει: «Τι είναι αυτά που λες, εγώ τα έχω χτίσει αυτά τα μαγαζιά». Κάπως έτσι χτίζονται οι καριέρες, με καρικατούρες και ενδελεχή παρατήρηση.
Και τότε υπήρχαν πολλά για να παρατηρήσεις: Πριν από το 1981 η αριστοκρατία έπαιζε γκολφ, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ένας απόμακρος ηγέτης που δεν είχε πάρε-δώσε με τον λαό. Μετά την «Αλλαγή» ο Ανδρέας μπορούσε να εμφανίζεται τα μεσάνυχτα μιας καθημερινής στο θρυλικό «Piccollo Mondo» στη λεωφόρο Κηφισιάς για να ακούσει τη Ρίτα Σακελλαρίου, στη νεκρολογία της οποίας η εφημερίδα «The Guardian» έγραφε το 1999: «Ο μεγαλύτερος οπαδός της ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος χόρευε ζεϊμπέκικο υπό τους ήχους του κλασικού “Ιστορία μου, αμαρτία μου”». Και από μικρές ιστορίες λάιφσταϊλ, άλλο τίποτε. Λίγα χρόνια αργότερα ο Στράτος Διονυσίου θα έλεγε σε ένα τραγούδι του «ο λαός τραγούδι θέλει, φτάνουν τα προβλήματα / χόρεψε το τσιφτετέλι, και όλα πια βλαστήμα τα». Είναι η εποχή που οι εταιρείες εισαγωγής ουίσκι κάνουν την τύχη τους, που ο Ελληνας σνομπάρει τη ρετσίνα για το «σκοτς», που τα σκυλάδικα, τα οποία, όπως έγραφε ο Ηλίας Πετρόπουλος, υπήρχαν από το ’50, αλλά μέσα στο ’80 περνούν στο mainstream κοινό, που ονόματα όπως ο Λευτέρης Πανταζής, η Αντζελα Δημητρίου και η Κατερίνα Στανίση γίνονται οι φωνές που περιγράφουν τον προαιώνιο νταλκά, που η κοινωνία αλλάζει σαρωτικά.
Οι νέοι χειραφετούνται και μιλούν μεταξύ τους με φράσεις όπως «κουφάθηκα, δικέ μου», αφήνουν μαλλιά, συχνάζουν σε ουφάδικα, κάνουν σούζες και οι πιο αντιδραστικοί βγάζουν τα (όχι εισαγόμενα) σπορτέξ για να βάλουν αρβύλες αμφισβήτησης. Η εποχή που το Campari διαφημίζεται με δυτικό κοσμοπολιτισμό που θα φορεθεί περισσότερο στα 90s, που ο Τζίμης Πανούσης κάνει σάτιρα και μιλάει (σχεδόν μόνος του) για την αφάνταστα ομφαλοσκοπική ελληνική κοινωνία, που οι «ροκάδες» πλακώνονται με τους «καρεκλάδες», που ο Λουκιανός Κηλαηδόνης συμφιλιώνει τους περισσότερους στο πάρτι του στη Βουλιαγμένη το ζεστό βράδυ της Δευτέρας 25 Ιουλίου του 1983. Η εποχή που ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Νικόλας Ασιμος, οι Τρύπες και ο Πουλικάκος συγκροτούν τη ροκ σκηνή της αμφισβήτησης, που η γυναίκα νιώθει πιο ελεύθερη, κρεπάρει τα μαλλιά της και φοράει βάτες, που η Αθήνα γίνεται Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1985 και διοργανώνει το ιστορικό «Rock in Athens» στο Καλλιμάρμαρο με τους Depeche Mode, τους Stranglers, τους Culture Club, τη Νίνα Χάγκεν και τους Cure, που καταλήγει σε οδομαχίες και αποδοκιμασίες προς τον – όχι τόσο αρρενωπό όσο θα ήθελαν κάποιοι ροκάδες – Μπόι Τζορτζ. Η εποχή που οι ραδιοπειρατές – χωρίς να το ξέρουν ακόμη – βρίσκονται στον προθάλαμο της ελεύθερης ραδιοφωνίας, που o γυμνισμός έρχεται στη μόδα για να σοκάρει ιερείς και συντηρητικές εφημερίδες, που ο Μάνος Χατζιδάκις φωνάζει κατά του «αυριανισμού» και υπερασπίζεται τους δαιμονοποιημένους αναρχικούς γράφοντας για αυτούς άρθρα υπό τον τίτλο «Τα παιδιά με τα μαύρα», που ο Μιχάλης Καλτεζάς σκοτώνεται από τον αστυνομικό Αθανάσιο Μελίστα στην επέτειο του Πολυτεχνείου του 1985, που τα βιντεοκλάμπ είναι περισσότερα απ’ όσα είναι σήμερα τα ενεχυροδανειστήρια, που εμφανίζονται στη λεωφόρο Κηφισιάς τα πρώτα γραφεία και εμπορικά κέντρα από αλουμίνιο, ατσάλι, γυαλί και μάρμαρο, που πωλούνται όλο και περισσότερα εισαγόμενα ρούχα κόντρα στις διαφημίσεις που προτρέπουν τους νεόπλουτους καταναλωτές να «επιμένουν ελληνικά». Τότε που οι «κουλτουριάρηδες» μπαίνουν στο περιθώριο ως κακέκτυπα μιας άλλης, βαρετής εποχής, που οι εφημερίδες φρίττουν με τους «τσαντάκηδες», που ο μέσος Ελληνας είναι φίλος των Αράβων και θεωρεί τον συχνό επισκέπτη της Ελλάδας συνταγματάρχη Καντάφι «φίλο του Πρωθυπουργού και της Ελλάδας», η εποχή που οι πρώτοι σύγχρονοι μετανάστες, περίπου 15.000, έρχονται από τις Φιλιππίνες για να υπηρετήσουν χλιδάτα νοικοκυριά, που οι χούλιγκαν, τα ναρκωτικά και οι οπαδικές θύρες γίνονται μάστιγα, που το ποδόσφαιρο ζει την πρώιμη παιδική επαγγελματική εποχή του (δεν ενηλικιώθηκε ποτέ τελικά...), με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη να διδάσκει το πρώτο μοντέλο του προέδρου-πατερούλη, το σήμα κατατεθέν του ελληνικού ποδοσφαίρου που ακόμη καλά κρατεί. Η διασκεδαστική εποχή που η Δάφνη και ένα σωρό άλλες περιοχές στην Ελλάδα, μέσα σε ένα πλαίσιο αντιδραστικού τοπικισμού και πρώιμης οικολογίας, κηρύσσονται «αποπυρηνικοποιημένες ζώνες», που ο κόσμος τραγουδά με καημό «γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια;». Οι περισσότεροι πάντως κάπως έτσι φέρονται στο χορταστικό χαρτονόμισμα με τον Κολοκοτρώνη. Ο λογαριασμός άλλωστε ήρθε αρκετά καθυστερημένα – για την ακρίβεια, με 30 χρόνια καθυστέρηση. Και το ερώτημα, τώρα που όλα αυτά είναι τόσο απομακρυσμένα που στυλιστικά ίσως να έρθουν ξανά στη μόδα, είναι τι κάνουμε σήμερα.
Το λάιφσταϊλ είναι η μία – λαμπερή και λίγο διασκεδαστική, έτσι όπως φαίνεται πλέον η αισθητική των 80s – ιστορία. Παράλληλα όμως, με την ελευθερία στα όρια της ασυδοσίας, με την αγάπη στο άτομο και όχι στο σύνολο και την απληστία να αντικαθιστούν τα συλλογικά οράματα, υπήρχαν και άλλες ιστορίες κρατικής παράνοιας που ίσως να εξηγούν πολλά έτσι όπως φαίνονται σήμερα από απόσταση. Οπως αυτή που συνέβη πέντε χρόνια μετά την «Αλλαγή», όταν τον Οκτώβριο του 1986 ο Ανδρέας Παπανδρέου σε ένα Υπουργικό Συμβούλιο έλεγε: «Μου έφεραν τον φάκελο ενός στελέχους της ΔΕΗ. Είναι ξεκάθαρο ότι κάποιοι έχουν αποφασίσει να κάνουν δωράκια στον εαυτό τους. Αλλά όχι και 500 εκατομμύρια». Η ιστορία της ανοχής προς τη σύληση του κράτους θα μπορούσε να κρύβεται πίσω από αυτήν την ιστορική ατάκα. Οπως θα έλεγε και μια εμβληματική μορφή του λάιφσταϊλ της «Αλλαγής», «Ιστορία μου, αμαρτία μου». Κυριολεκτικά...
Πηγή:
http://www.tovima.gr/vimagazino/views/article/?aid=425751
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου