Μαθήματα
Γαλλικής Ιστορίας
από την Benedetta Craveri
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ | ΧΡΟΝΗΣ
ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ
Φανταστείτε έναν πολιτισμό
της καθημερινότητας χτισμένο γύρω από αβρούς τρόπους, κομψότητα, θεατρικές
κινήσεις, τέχνη, συζήτηση, εξευγενισμένα πνεύματα, φλερτ, ανταλλαγές
καλογραμμένων επιστολών, θέατρο και χορό! Λυτός ήταν ο κόσμος της γαλλικής
αριστοκρατίας από τις αρχές του 1600 έως και την Επανάσταση, Μια εποχή όπου οι
γάλλοι ευγενείς, στην προσπάθεια τους να επιβεβαιώσουν την ταξική τους
ταυτότητα σ' ένα περιβάλλον που αλλάζει ραγδαία, αμφισβητώντας και τους ίδιους,
επινοούν ένα νέο πρότυπο συλλογικού βίου με στόχο την τελειοποίηση της
απόλαυσης. Στα σαλόνια των γάλλων ευγενών μάς ξεναγεί η ιταλίδα καθηγήτρια
Γαλλικής Λογοτεχνίας Benedetta
Craveri
Ο χώρος όπου
διαδραματίζονταν οι τελετουργικές διαδικασίες της τελειοποίησης της απόλαυσης
ήταν το περιβόητο σαλόνι. Εκεί συναθροίζονταν οι ευγενείς, άντρες και γυναίκες,
παρέα με την πνευματική ελίτ (επιφανείς συγγραφείς, ποιητές και φιλοσόφους),
για να συζητούν για τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, την τέχνη, την πολιτική και τη
θρησκεία, ενώ στους αισθητικά διαμορφωμένους κήπους των αρχοντικών της υπαίθρου
οι ευγενείς έπαιζαν εύθυμα παιχνίδια, έστηναν θεατρικές παραστάσεις και
ασκούσαν την τέχνη του φλερτ ανάμεσα τους με έναν ιστορικά μοναδικό ρομαντικό
τρόπο.
Το εκπληκτικό στην ιστορία
της μετεξέλιξης της γαλλικής αριστοκρατίας ήταν πως οι πρωταγωνιστές στη
διαμόρφωση του νέου συλλογικού βίου ήταν γυναίκες και πως η συζήτηση αποτελούσε
την κύρια μορφή διανοητικής βελτίωσης στην επιδίωξη της τελειότητας της
απόλαυσης. Κι αυτό σε μια εποχή που οι γυναίκες ήταν υπήκοοι β' κατηγορίας (η
Αναγέννηση δεν συνέβαλε στο ελάχιστο στη βελτίωση της κατάστασης του γυναικείου
φύλου πουθενά στην Ευρώπη), που δεν διέθεταν καν νομική υπόσταση.
Τα σαλόνια, τα οποία
άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους στην πρώτη δεκαετία του 1600, είναι
αποκλειστικά γυναικείας έμπνευσης και οι γυναίκες είναι τόσο οι διοργανώτριες
όσο και οι ρυθμίστριες των κανόνων και των τελετουργιών τους. Είναι γυναίκες
που, στα μάτια της τάξης των ευγενών, έχουν το ίδιο κοινωνικό υπόβαθρο με τους
άντρες, διαθέτουν εξαίρετες και διευρυμένες γνώσεις και απαράμιλλη αντίληψη
αισθητικής και καλών τρόπων συμπεριφοράς.
Όπως ήταν φυσικό, το νέο
κοινωνικό σύμπαν που διαμορφώνει η γαλλική αριστοκρατία από το 1610 και μετά
αντιμετωπίζεται με έντονη καχυποψία, τόσο από τη μοναρχία όσο και από την
Εκκλησία. Η ανεξαρτησία των ευγενών αποτελεί πραγματική πολιτική και κοινωνική
πρόκληση γι' αυτούς τους παραδοσιακούς θεσμούς. Αλλά οι ευγενείς, ενώπιον των
νέων ιστορικών εξελίξεων (αλλαγές στους τρόπους διεξαγωγής πολέμου,
επιστημονική επανάσταση, εμπορική επανάσταση, άνοδος της μπουρζουαζίας) που
υποβαθμίζουν το ρόλο και τα προνόμια τους, δεν ήταν διατεθειμένοι να
παραμείνουν αδρανείς και έτσι επινοούν αυτόν τον νέο τρόπο ζωής για να
επιβεβαιώσουν εν μέρει την ανωτερότητα της καταγωγής τους και εν μέρει για να
αποδεσμευθούν πλήρως από το ζυγό της βασιλικής αυλής, που συχνά βασιζόταν στη
βία για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της, με κύρια θύματα τις γυναίκες της
τάξης των ευγενών.
Την ιστορία του
καθοριστικού ρόλου των γυναικών στη διαμόρφωση ενός νέου ιδανικού συλλογικού
βίου και τη μετεξέλιξη της γαλλικής αριστοκρατίας γένικότερα έχει περιγράψει με
συναρπαστικό τρόπο η ιταλίδα καθηγήτρια γαλλικής λογοτεχνίας Μπενεντέτα
Κραβέρι. Το βιβλίο της «The
Age of conversation» (Η εποχή της συζήτησης),
που έχει ήδη μεταφραστεί σε πάνω από 10 γλώσσες, είναι από εκείνα τα ιστορικά
βιβλία που μαγνητίζουν τον αναγνώστη: συνδυάζοντας την ενδελεχή επιστημονική
έρευνα με ένα εκλεπτυσμένο στυλ γραφής, οι εικόνες που περιγράφει εκτυλίσσονται
ζωντανά μπροστά στα μάτια μας. Ο υπογράφων, τουλάχιστον, θεωρεί το συγκεκριμένο
βιβλίο ένα πραγματικό ιστορικό και λογοτεχνικό έργο τέχνης, ενώ οι συζητήσεις
του και οι ανταλλαγές με την καθηγήτρια Μπενεντέτα Κραβέρι, ενίοτε τηλεφωνικά
και ενίοτε μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, πότε από τη Νέα Υόρκη, πότε από το
Παρίσι και πότε από τη Ρώμη, τον διαβεβαίωσαν ότι η τέχνη και το πνεύμα της
συζήτησης όπως αυτά θριάμβευσαν στη Γαλλία μεταξύ 1610 και 1789, και όσο ποτέ
άλλοτε σε καμιά άλλη ιστορική εποχή, δεν έχουν πεθάνει.
Η
συνέντευξη
Στις πρώτες δεκαετίες του
17ου αιώνα, οι γάλλοι ευγενείς επινόησαν έναν νέο χώρο, πέρα από την Αυλή, για
την τελειοποίηση της απόλαυσης, ο οποίος εξαφανίστηκε μετά την Επανάσταση. Θα μας
δώσετε μια σύντομη περίληψη του συλλογικού ιδανικού βίου της αριστοκρατίας κατά
τη διάρκεια του ancient
regime,
την περίοδο μεταξύ της κυριαρχίας του Λουδοβίκου XIII και της Επανάστασης;
«Ήταν ένα ιδανικό που
χαρακτηριζόταν από την κομψότητα και την ευγένεια, ένα ιδανικό που αντιτίθετο
στη λογική της ισχύος και τη βιαιότητα του ενστίκτου με μια τέχνη διαβίωσης
βασισμένη στην αποπλάνηση και την αμοιβαία απόλαυση. Ο διαπρεπής Ελβετός
μελετητής Jean
Starobinski
έχει υπογραμμίσει την παιχνιδιάρικη τάση που εμπεριείχε εκείνο το ιδανικό και
το οποίο σηματοδοτεί την έλευση του κλασικού δόγματος του γαλλικού "civilite". Στις προσπάθειες
της να μετριάσει τη βία της καθημερινής ζωής, η αριστοκρατική ελίτ είχε
ανακαλύψει στην πραγματικότητα ότι η "συμβατική αποκήρυξη της δυνατότητας
για επιθετικότητα" όχι μόνο μπορούσε να κάνει τη ζωή λιγότερο επικίνδυνη,
αλλά μπορούσε επίσης να παραγάγει απόλαυση. Έτσι, δημιουργείται ένας
προστατευμένος χώρος, ένα περίκλειστο πεδίο όπου, με κοινή συμφωνία, οι
παρτενέρ μιας σχέσης απέχουν από να επιτίθενται ή να πληγώνουν ο ένας τον άλλο
στις απλές συνδιαλλαγές, καθώς επίσης και στα ερωτικά θέματα. Η κρίσιμη ιδέα,
σ' εμάς μια αναχρονιστική ορολογία, είναι η ιδέα της μεγιστοποίησης της
απόλαυσης. Η απώλεια που το ερωτικό ένστικτο υφίσταται εξαιτίας της καταστολής
και της εξάγνισης αντισταθμίζεται, σύμφωνα με τη θεωρία του "honnetete", από την
ερωτικοποίηση της καθημερινής επαφής, τη συζήτηση και την ανταλλαγή επιστολών.
Το δόγμα του "honnetete"
αισθητικοποιεί την "ενστικτώδη απάρνηση"».
Προφανώς ο τρόπος ζωής
στην Αυλή δεν ήταν πλέον ελκυστικός για τα πιο εκλεπτυσμένα πνεύματα της
γαλλικής αριστοκρατίας και γi' αυτόν
το λόγο επεδίωξαν, όπως γράφετε, ένα αποκλειστικό παιχνίδι κοσμικότητας.
Αντιπροσώπευε αυτό το νέο μοντέλο κοινωνικού βίου μιαν αμφισβήτηση της ταξικής
ταυτότητας για την αριστοκρατία;
«Αυτή η σημαντική ερώτηση
δεν μπορεί να απαντηθεί με συντομία, αλλά θα προσπαθήσω να δώσω όσον το δυνατόν
καλύτερα γίνεται μια συνοπτική απάντηση. Η περίοδος μεταξύ 1560 έως 1649, όπως έχει
εντυπωσιακά περιγράψει ο Davis
Bitton,
αποθανών αμερικανός ιστορικός, ήταν μια περίοδος μεγάλων αλλαγών για τη γαλλική
αριστοκρατία. Η εποχή εκείνη συνέπεσε με τους θρησκευτικούς πολέμους, την
επιστημονική επανάσταση και την εμπορική επανάσταση. Η τάξη των ευγενών
επηρεάστηκε άμεσα από αυτές τις αλλαγές που είχαν οικονομικές, κοινωνικές και
ψυχολογικές προεκτάσεις. Εξαιτίας αυτών των μεγάλων αλλαγών, οι ευγενείς
βιώνουν μια έντονη αμφισβήτηση του ρόλου τους. Ο εκατονταετής πόλεμος
δημιουργεί μεγάλους στρατούς που κινούνται σε τεράστιες εκτάσεις και πολλοί
"κοινοί" αποδεικνύουν ότι μπορούν κι αυτοί να πολεμήσουν με θάρρος
και ικανότητα όπως οι ευγενείς. Ταυτόχρονα, ο ευγενής θεσμός των ιπποτών
αρχίζει να καταρρέει, ενώ οι ευγενείς αρνούνται όλο και περισσότερο να
συμμετέχουν σε πόλεμο με κάλεσμα του βασιλιά. Ο τρόπος που παλιά διεξαγόταν
ένας πόλεμος έχει, πολύ απλά, αλλάξει. Πλέον, οι κοινωνικές τάξεις δεν
διαχωρίζονται μεταξύ τους μέσα στις στρατιωτικές μονάδες. Ο ρόλος του ιππικού,
όπου παραδοσιακά διέπρεπαν οι ευγενείς, έχει τροποποιηθεί εξαιτίας της
καινούργιας σημασίας που έχει αποκτήσει το πεζικό, που η τάξη των ευγενών
απεχθάνεται.
»Τα πράγματα δεν ήταν
καλύτερα στο πεδίο της δημόσιας διοίκησης και της απασχόλησης. Στα δικαστήρια
και στην τοπική διοίκηση η ενδημική διαφθορά ευνοούσε τους κοινούς νέους
πλούσιους που εξαγόραζαν τα αξιώματα τους. Στην τάξη των ευγενών απαγορευόταν,
επί πλέον, να συμμετέχουν σε επιχειρηματικές πρακτικές. Ως αντίδραση σε αυτές
τις αλλαγές και αβεβαιότητες, η τάξη των ευγενών επαναπροσδιορίζει την
ιδεολογία της: απομακρύνει την έμφαση από την γενναιότητα, που δεν μπορεί πλέον
να εξασκήσει πλήρως, και την αντικαθιστά με την αδιαφιλονίκητη αγνότητα της
καταγωγής. Έτσι, από την ανωτερότητα της στα όπλα περνάει στην ανωτερότητα της
ταξικής προέλευσης και της ανατροφής. Αλλά ο επαναπροσδιορισμός της ιδεολογίας
των ευγενών απαιτούσε τώρα έναν νέο κώδικα για να ενδυναμώσει την πτώση του
υπάρχοντος κύρους τους. Οι τίτλοι, οι θέσεις, τα παλάτια, τα ρούχα και τα
κοσμήματα δεν αποδείκνυαν άλλο την προέλευση μιας κοινωνικής τάξης, αφού οι
νέοι πλούσιοι που άρχισαν να κυριαρχούν στα κυβερνητικά αξιώματα της μοναρχίας
μπορούσαν τώρα να έχουν κι αυτοί πρόσβαση σε όλα αυτά. Οι ευγενείς χάνουν,
δηλαδή, την αποκλειστικότητα τους. Έτσι, αποφάσισαν να αρχίσουν να βλέπουν τους
εαυτούς τους μέσα από ένα διαφορετικό αξιολογικό πρίσμα: η αριστοκρατία του
ξίφους επιλέγει να προσδιορίσει τον εαυτό της μέσα από τον ασαφή χώρο του στυλ.
Εφεξής, η τάξη των ευγενών ξεχωρίζει από τον τρόπο ζωής, από τον τρόπο ομιλίας
και συμπεριφοράς και από τον τρόπο με τον οποίο διασκεδάζει και απολαμβάνει ο
ένας την παρέα του άλλου. Συνεπώς, το νέο ιδανικό πρότυπο συλλογικού βίου που
επινοεί η γαλλική αριστοκρατία της εποχής ξεκινά από μια κρίση της ταξικής της
ταυτότητας με στόχο την επιβεβαίωση της μοναδικότητας της».
Γιατί το σαλόνι ως χώρος
συνάθροισης των ευγενών και της πνευματικής ελίτ ανθεί κυρίως στη Γαλλία;
«Με το τέλος των
θρησκευτικών πολέμων, την επιστροφή στην τάξη και την εγκαθίδρυση μιας
κεντρικής μοναρχίας υπό τον Ρισελιέ (καρδινάλιο και αργότερα πρωθυπουργό) και
τον Λουδοβίκο Ι Γ, οι ευγενείς χάνουν μεγάλο μέρος της πολιτικής τους εξουσίας:
οι μεγάλοι δημόσιοι λειτουργοί στρατολογούνται όλο και πιο συχνά από την τρίτη
κοινωνική τάξη, τους αστούς. Στο νομοθετικό σώμα μια νέα τάξη αναδύεται, η
λεγόμενη αριστοκρατία του πλούτου. Ακόμα και ο παραδοσιακός στρατιωτικός ρόλος
των ευγενών τίθεται υπό αμφισβήτηση. Αποφασίζουν, λοιπόν, να ανακαλύψουν έναν
νέο ρόλο, μια νέα ταυτότητα για τους εαυτούς τους. Και στην προσπάθεια αυτήν, η
τελειοποίηση της απόλαυσης κατακτά κυρίαρχη θέση.
»Το ruelle (η κοινωνική συνάθροιση στα δωμάτια
μιας καλόγουστης, μοδάτης μαντάμ), το σαλόνι, έγινε αυτό το νέο είδος χώρου,
ένας ημι-ιδιωτικός χώρος, στο περιθώριο της βασιλικής αυλής, όπου οι ευγενείς
μπορούσαν να επιλέξουν μόνοι τους με ποιους θα συναναστραφούν με βάση τις δικές
τους προτιμήσεις και πολιτισμικές συνάφειες. Η αυλή δεν ήταν πλέον η έδρα του
βασιλιά ως του πρώτου ευγενούς, αλλά μετατράπηκε σε ένα μέρος όπου όλα έλκονται
γύρω από το μεγαλείο του κυρίαρχου ηγέτη, όπου όλες οι πράξεις και οι κινήσεις
διέπονται από ακριβείς κανόνες εθιμοτυπίας και αποδεκτής συμπεριφοράς. Οι
ευγενείς, φοβούμενοι το τι αντιπροσώπευε και τι φυσικά συνεπαγόταν η απόλυτη
βασιλική εξουσία, έψαξαν για ένα μέρος που θα τους επέτρεπε την ελεύθερη
έκφραση. Εν αντιθέσει με τη βασιλική αυλή, το σαλόνι είναι μια αυλή δικής τους
επιλογής».
Πώς ακριβώς προσδιορίζει
την έννοια της απόλαυσης η γαλλική αριστοκρατία τού ancient regime;
«Με τη στέρηση των παλιών
βεβαιοτήτων, η τάξη των γάλλων ευγενών ήταν υποχρεωμένη να επαναπροσδιορίσει
την ύπαρξη της, και το κάνει αυτό με μια θεαματική, εκπληκτική μεταμόρφωση. Η
επιδίωξη της απόλαυσης γίνεται τώρα το κύριο χαρακτηριστικό της κοινωνικής της
ταυτότητας και η διασκέδαση είναι ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται η απόλαυση.
Στη σκηνή της διασκέδασης, η τέχνη, η λογοτεχνία, ο χορός, η συζήτηση, το
φλερτ, η περίτεχνη αλληλογραφία συγκροτούν μια μόνιμη εξάσκηση για το σώμα, τη
σκέψη και το νου της γαλλικής αριστοκρατίας».
Εν τούτοις, η συζήτηση
έγινε η κυρίαρχη μορφή διανοητικής και πολιτιστικής ολοκλήρωσης. Γιατί η
συζήτηση; Αυτό είναι πολύ εντυπωσιακό.
«Επειδή σε μια κοινωνία
που ήταν κατ" εξοχήν θεατρική, όπου οι λίγοι ευτυχισμένοι άνθρωποι
συμπεριφέρονταν, θα μπορούσε κανείς να πει, με θεατρικό τρόπο, η κοινωνική
ταυτότητα των ευγενών μέσω ενός τέλειου ελέγχου γλωσσικής συνομιλίας και
χειρονομιών ήταν πολύ σημαντική. Για ένα άτομο ήταν η στιγμή της απώτατης αυτοέκθεσης,
και αυτό σήμαινε να έχει κανείς τον απόλυτο έλεγχο του τρόπου επικοινωνίας του.
Αυτό συμπεριλάμβανε τον τόνο φωνής, τις χειρονομίες, τη στάση του σώματος, τις
εκφράσεις του λόγου και τις αλλαγές των εκφράσεων. Οποιοιδήποτε και να ήταν οι
στόχοι της, η συζήτηση δεν έπρεπε ποτέ να απομακρυνθεί από τον γενικό κανόνα
της ευπρέπειας και της καταλληλότητας, που θα προσαρμόζεται ανάλογα με τους
ανθρώπους, τις κοινωνικές τους θέσεις, τις περιστάσεις. Διαφορετικά, δεν θα
μπορούσε να είναι ούτε ευγενική, ούτε αστική, ούτε αβρή».
Η πιο εκπληκτική διάσταση
του νέου συλλογικού ιδανικού που ακολουθεί η γαλλική αριστοκρατία της εποχής
ήταν ο κεντρικός ρόλος που κατέχουν οι γυναίκες. Πώς έγινε αυτό;
«Η ηθική της γαλλικής
αριστοκρατίας διέφερε από αυτήν της μπουρζουαζίας και ακόμα περισσότερο από
αυτήν της Εκκλησίας. Το αριστοκρατικό ήθος ήταν να εκτιμά και να τιμά τις
γυναίκες, παρά το ότι ο νόμος τις θεωρούσε υπηκόους β' κατηγορίας. Η γαλλική
αριστοκρατία ένιωθε έντονη αηδία με τη μεταχείριση των γυναικών από την
μπουρζουζία, κυρίως ως μητέρων και συζύγων. Όταν η μαντάμ ντε Σταλ ρώτησε τον
Ναπολέοντα ποια γυναίκα προτιμούσε, αυτός απάντησε: "Εκείνη, μαντάμ, που
κάνει περισσότερα παιδιά".
»Οι γυναίκες της γαλλικής
αριστοκρατίας μπορούσαν να συναναστρέφονται ελεύθερα με τους άντρες, κάτι που
δεν συνέβαινε στις προτεσταντικές ή στις υπερκαθολικές χώρες. Στη Βενετία, για
παράδειγμα, όπως και στην αρχαία Ελλάδα, μόνο οι πόρνες-ερωμένες μπορούσαν να
βρίσκονται ελεύθερα με τους άντρες, να συνομιλούν μαζί τους κ.ο.κ. Δεν είναι
τυχαίο το γεγονός ότι οι επαναστάτες της Γαλλικής Επανάστασης θεώρησαν τις
γυναίκες υπεύθυνες για την κατάρρευση του παλαιού καθεστώτος!
»Όλα ξεκινούν με την Catherine de Vivonne de Rambuillet και
το φημισμένο Chambre
Bleu,
το Μπλε Δωμάτιο. Εκεί ξεκινά το πρώτο σαλόνι, το μέρος που θα αποτελέσει εφεξής
τον κύριο κοινωνικό χώρο, μέσα από τον οποίο η γαλλική αριστοκρατία θα
επιδιώξει τη μοναδικότητα της, προκαλώντας και μια κοινωνική επανάσταση υπό την
έννοια ότι η δημόσια συζήτηση θα αποτελέσει στο τέλος τον καταλυτικό παράγοντα
για τη διαμόρφωση της αστικής κοινωνίας».
Πότε άνοιξαν για πρώτη
φορά οι πόρτες του σαλονιού της μαντάμ ντε Ραμπουγιέ και κάτω από ποιες
συνθήκες;
«Είναι αδύνατον να
προσδιορίσουμε ακριβώς πότε η μαντάμ ντε Ραμπουγιέ άνοιξε για πρώτη φορά το
σαλόνι της, αν και γνωρίζουμε από ένα γράμμα του ποιητή Malherbe ότι από το 1613 δεχόταν
ήδη τακτικά κόσμο στο σπίτι της. Ίσως, όμως, το 1618 να είναι η χρονιά που
εγκαινιάζεται το σαλόνι της, επειδή τότε ξεκίνησε μια ανοικοδόμηση του σπιτιού
στην οδό Saint-Thomas-du-Louvre, που διαμόρφωσε και τον κατάλληλο
χώρο για τον νέο τρόπο ζωής της μαντάμ ντε Ραμπουγιέ. Το ίδιο το κτήριο
αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντικό στην ιστορία του γούστου και της εσωτερικής
διακόσμησης.
»Γνωρίζουμε, επίσης, ότι ο
Ρισελιέ ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το τι λεγόταν στο Μπλε Δωμάτιο της μαρκησίας
και πως ήθελε να γνωρίζει και ο βασιλιάς, αλλά ενώ η ίδια και ο σύζυγος της
ήταν πιστοί υπήκοοι της μοναρχίας, είχε εν τούτοις διαμηνύσει στις Αρχές με
άμεσο τρόπο πως δεν της ταίριαζε καθόλου "η δουλειά της κατασκοπίας".
»Υπήρξαν, βέβαια, πολλές
λόγιες και μορφωμένες γυναίκες πριν από τη μαντάμ ντε Ραμπουγιέ, αλλά ήταν οι
σύγχρονοι της, όπως Tallemant
des Raux (συγγραφέας), ο Jean Renaud de Segrais (ποιητής)
και η mademoiselle
de Scudery (συγγραφέας), οι οποίοι
αποφάσισαν να επιλέξουν το Μπλε Δωμάτιο στην κατοικία της Ντε Ραμπουγιέ ως
εναρκτήριο σημείο γι' αυτήν την αναζωογόνηση των ηθών. Υπήρξαν πολλοί που
δήλωσαν ότι η μαντάμ ντε Ραμπουγιέ ήταν αυτή που τους δίδαξε la politesse, την ευγένεια. Η παρουσία
της επηρέαζε τα πράγματα κατά μοναδικό τρόπο, ακόμα και αρχιτεκτονικά: η ίδια
έκανε τη διακόσμηση της εξοχικής της κατοικίας, επιλέγοντας το μπλε για τα
χαλιά τοίχου, όταν το συνηθισμένο χρώμα ήταν το κόκκινο, και ξεκίνησε την τάση
της διακόσμησης με τα λουλούδια και τα ποτ πουρί. Είναι η δημιουργός του
γαλλικού στυλ κοινωνικότητας, όπου η συζήτηση ακολουθεί κώδικες δεοντολογίας
και αβρότητας. Κάποιος θα μπορούσε να πει πως το σαλόνι πραγματικά ξεκινάει μ'
αυτήν.
»Εν τούτοις, ο όρος
"σαλόν" δεν εμφανίζεται παρά στο τέλος του 18ου αιώνα. Πριν, οι
πρωταγωνιστές αυτών των συναντήσεων κοσμικότητας και οι χώροι στους οποίους
λάμβαναν μέρος αναφέρονταν με άλλους όρους: assemblee κοινωνία, συνάθροιση ή ακόμα
και ruelle,
ο μικρός διάδρομος μεταξύ του κρεβατιού και του τοίχου. Εκεί τοποθετούνταν τα
σκαμνιά και οι καρέκλες για να διευκολύνουν τη συνομιλία γύρω από την κυρία του
σπιτιού. Το κρεβάτι δεν συνδεόταν εκείνη την περίοδο με έννοιες οικειότητας και
το δωμάτιο αυτό έγινε ο κλασικός χώρος για να δέχεται την παρέα της η μαντάμ
ντε Ραμπουγιέ. Θυμηθείτε ότι στην Αυλή το πότε σηκωνόταν από το κρεβάτι και
πότε πήγαινε για ύπνο ο βασιλιάς ήταν δημόσια γεγονότα και ουσιαστικές στιγμές της
ημέρας. Συγχρόνως, σε αντίθεση με τον 17ο αιώνα, από τον 18ο αι. η συζήτηση της
κρεβατοκάμαρας εξελίχθηκε σε ερωτική φαντασία».
Αυτά τα σαλόνια δεν ήταν
ανοιχτά στους μη ευγενείς, αλλά ήταν καλοδεχούμενοι οι λόγιοι. Πόσο κοινωνικά
διευρυμένος ήταν ο χώρος του σαλονιού και σε ποιον βαθμό επεκτεινόταν αυτή η
«ισότητα» έξω απ' αυτό;
«Στον πυρήνα αυτής της κοσμικής κοινωνίας
υπήρχε μια ουτοπιστική ρύθμιση, που ανέστελλε προσωρινά τις κοινωνικές και
ταξικές διαφορές. Η συζήτηση απαιτούσε, εξ ορισμού, ένα είδος ισότητας. Ήταν
ουσιαστικό ότι οι συνομιλητές ήταν ελεύθεροι και πως ήταν ίσοι, ένας όρος χωρίς
τον οποίο η λεκτική και διανοητική ανταλλαγή ιδεών και απόψεων δεν είναι
δυνατή. Η διεξαγωγή της συζήτησης ήταν επικεντρωμένη, επί πλέον, μεταξύ τριών
ομάδων ανθρώπων: ευγενείς, κυρίες και συγγραφείς. Ως εκ τούτου, υπήρχαν όντως
μη ευγενείς μεταξύ των ευγενών. Αυτή ήταν η περίπτωση με τον ποιητή Vincent Voiture, το "πνεύμα του
κύκλου" όπως αποκαλούνταν στο Μπλε Δωμάτιο, ο οποίος είπε ότι είχε
αναζωογονηθεί από τη μαντάμ ντε Ραμπουγιέ. Αλλά έπειτα από αυτόν τον κύκλο, η
κατάσταση των κοινωνικών και ταξικών αντιθέσεων επανερχόταν στην αρχική της
τάξη: ο Βουατίρ γινόταν ξανά ο γιος ενός εμπόρου κρασιού και ήξερε ότι δεν είχε
την παραμικρή ελπίδα να τον λάβει στα σοβαρά η Ζιλί, η κόρη της μαντάμ ντε
Ραμπουγιέ, με την οποία ήταν κρυφά ερωτευμένος.
»Ακόμα κι αν, ποσοτικά, το
φαινόμενο του σαλονιού παρέμεινε περιορισμένο, πολιτιστικά και από την άποψη
των εξελίξεων στην κοινωνία ήταν σημαντικό. Αυτή η ελίτ της τάξης των ευγενών,
που για λόγους πολιτικούς και κοινωνικού στάτους κρατούσε απόσταση από τη
βασιλική αυλή, διαμόρφωσε τις ρίζες αυτού που αποκαλούμε αστική κοινωνία.
Απαίτησαν αυτονομία
γούστου και ελευθερία σκέψης για θέματα γύρω από τις τέχνες, τη φιλοσοφία, τη θρησκεία
και την πολιτική. Επιθύμησαν να διαμορφώσουν τις δικές τους κρίσεις, δίχως
προσφυγή στους καθιερωμένους θεσμούς, τις θρησκευτικές αρχές ή τους
επαγγελματίες ειδικούς, τους λεγόμενους savants, τους σοφούς».
Οι γυναίκες είχαν τρομερή
επιρροή στη διαμόρφωση του γούστου.
«Οι γυναίκες βασίλευαν
στην ουτοπία των λέξεων. Καθιέρωναν τα θέματα συζήτησης και τα λογοτεχνικά ή
φιλοσοφικά ζητήματα. Απαιτούσαν από τους λόγιους να χρησιμοποιούν ύφος γραφής
που περιφρονούσαν οι savants,
όπως το μυθιστόρημα και άλλες δευτερεύουσες λογοτεχνικές μορφές: περιγραφικές
σκηνές, επιστολές, αφορισμούς, ρομαντική ποίηση. Οι γυναίκες κατέληξαν ακόμη
και να συμβολίζουν τους ανθρώπους αυτών των κύκλων.
«Παραδόξως, αυτές οι
γυναίκες, που δεν ήταν ίσες με τους άντρες και που δεν τους επιτρεπόταν να
έχουν πρόσβαση στη μάθηση, έγιναν η βάση του σημαντικότερου θεσμού, που είναι η
γλώσσα. Οι πρώτοι λεξικογράφοι και συντάκτες γραμματικής της Γαλλικής Ακαδημίας
μελέτησαν τη γλώσσα αυτών των γυναικών, οι οποίες δεν είχαν καν κλασική παιδεία.
Μακριά από τη χυδαιότητα της καθημερινής
ομιλίας και το στριφνό ύφος των επίσημων κρατικών λογίων και μελετητών, η
γλώσσα των γυναικών είχε απαράμιλλη διαύγεια και κομψότητα».
Ο ιδανικός κοινωνικός βίος
που διαμορφώνει η γαλλική αριστοκρατία από τις αρχές του 1600 διατηρείται έως
την Επανάσταση. Ακόμα και όταν πολλοί ευγενείς συλλαμβάνονται, φυλακίζονται και
εκτελούνται, διατηρούν και τιμούν το στυλ τους.
«Υπάρχει μια αποκαλυπτική
αναφορά περί αυτού από τον Hippolyte
Taine (σ.σ.:
γάλλος ιστορικός και κριτικός λογοτεχνίας), ο οποίος γράφει: "Στη φυλακή
οι άντρες και οι γυναίκες ντύνονταν με προσοχή, αντάλλασαν επισκέψεις,
διατηρούσαν το σαλόνι. Ήταν στο τέλος ενός διαδρόμου, μεταξύ τεσσάρων κεριών.
Αλλά εκεί αυτοί διασκέδαζαν, συνέθεταν μαδριγάλια, μουσική δημοφιλή στην
Αναγέννηση, τραγουδούσαν και εξέφραζαν την υπερηφάνεια τους στο να είναι
γενναίοι, ευδιάθετοι και ευγενικοί, όπως πριν. Θα έπρεπε να είσαι κατηφής και
άκομψος επειδή ένα ατύχημα σε έριξε σε κάποιο κακό πανδοχείο; Μπροστά στους
δικαστές και στο κάρο που τους μετέφερε στην γκιλοτίνα διατηρούσαν την
αξιοπρέπεια και το χαμόγελο. Οι γυναίκες ανέβαιναν στο ικρίωμα των
αποκεφαλισμών με την άνεση και την ηρεμία που πήγαιναν σε μια δεξίωση. Αυτό το
υπέρτατο savoir-vivre, που καλλιεργήθηκε ως μοναδικό χρέος,
έγινε δεύτερη φύση στην αριστοκρατία και εντοπιζόταν στα προτερήματα και στα
μειονεκτήματα της, στις ικανότητες και στις αδυναμίες της, στην ευημερία και
στην πτώση της, στολίζοντας την ακόμα και στο θάνατο, στον οποίο οδηγήθηκε».
Θα λέγατε ότι η τέχνη της
συζήτησης και της συνομιλίας, αλλά και το ιδανικό της ευγένειας έχουν χαθεί για
πάντα;
«Το ιδανικό της ευγένειας
ή μάλλον των "καλών τρόπων" δεν ανταποκρίνεται μόνο στην ανάγκη για
διάκριση, αλλά βασίζεται επίσης στην αναγκαιότητα να διασφαλίσουμε ότι στη
συζήτηση επικρατεί ένας κώδικας συμπεριφοράς, που εγγυάται το σεβασμό και την
αξιοπρέπεια του συνομιλητή. Υπό αυτήν την έννοια, το ιδανικό της ευγένειας δεν
έχει χάσει καθόλου την αξία του σήμερα· αν και στην επικρατούσα μαζική
κουλτούρα παραβιάζεται συστηματικά.
»Οσον αφορά την τέχνη της
συζήτησης, η επικοινωνία σήμερα έχει γίνει το αρχικό κοινωνικό ζήτημα. Στη θέση
της διανοητικής ανταλλαγής, η επικοινωνία δίνει προτεραιότητα στην επιβεβαίωση
του εαυτού. Όπως είπε ο Jules
Renard,
"είναι ένα παιχνίδι κοψίματος, όπου το ένα άτομο κόβει τη φωνή του γείτονα
του μόλις πάει κάτι να εκφράσει". Οι κοσμικές ανταλλαγές των σαλονιών ήταν
μια μορφή διασκέδασης και διανοητικής βελτίωσης. Σήμερα αισθάνεται κανείς ότι η
συζήτηση έχει γίνει μια βαρετή ρουτίνα και μια κουραστική αντιπαράθεση δηλώσεων
για τον εαυτό μας. Ευτυχώς, η αληθινή συζήτηση συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και
επανακτά έδαφος στους μικρούς κύκλους, μεταξύ καλλιεργημένων φίλων και
οπουδήποτε αλλού η προσοχή του άλλου θεωρείται ως μία από τις προϋποθέσεις της
αληθινής διανοητικής συζήτησης. Και όποτε υπάρχει επιθυμία για αποπλάνηση, στα
καλλιεργημένα πνεύματα, η διαλεκτική της ανταλλαγής αναλαμβάνει ξανά
δράση».
Ποια είναι η Benedetta Craveri
Καθηγητρία Γαλλικής Λογοτεχνίας
στο Πανεπιστήμιο της Τuscia.
και στο Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου Suor Orsola Benincasa στη Νάπολη,
Συγγραφέας και κριτικός
λογοτεχνίας διεθνούς φήμης. Τα βιβλία της για την πνευματική ζωή του γαλλικού
σαλονιού και για τον ξεχωριστό ρόλο των γυναικών κοντά στους διαδρόμους της
εξουσίας κατά τη διάρκεια των 16ου, 17ου και 18ου αιώνων είναι μοναδικά και
έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Συνεργάζεται με διεθνούς εμβέλειας
εφημερίδες και περιοδικά, όπως: La
Republica, The New York Review of books και
Revue d'Histoire Litteraire de la France
Είναι μέλος του Instituto dell' Enciclopedia Italiana και, από τη θέση αυτή,
συμμετέχει στην προώθηση της κουλτούρας και της λογοτεχνίας στο ιταλικό
ραδιόφωνο και την τηλεόραση,
Στα ελληνικά κυκλοφορεί
από τις εκδόσεις Ωκεανίδα το βιβλίο της «Ερωμένες και βασίλισσες, Η εξουσία των
γυναικών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου